Του Κ. Καλλωνιάτη (Οικονομολόγου)
Όταν ο υπουργός Οικονομίας κ. Παπακωνσταντίνου δηλώνει πως δεν τίθεται ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους λέγει στην πραγματικότητα τη μισή αλήθεια. Ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους δεν θέτει βεβαίως σήμερα η κυβέρνηση. Τίθεται, όμως, εκ των πραγμάτων. Από τον ίδιο τον χαρακτήρα της κρίσης και της αδυναμίας εναλλακτικής αντιμετώπισής της. Αρκετοί αριστεροί αναλυτές θεωρούν αντιμετωπίσιμη την ελληνική δημοσιονομική κρίση καταλογίζοντάς την στους κακούς κυβερνητικούς χειρισμούς και την ενδοτικότητα στις...
επιλογές της τρόικας. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται έτσι συγκλίνουν μεθοδολογικά με την επίσημη ερμηνεία πως το κλειδί για την επίλυση της κρίσης βρίσκεται στο να πεισθούν οι αγορές πως η Ελλάδα επιτέλους προσαρμόζεται και όλα τελούν υπό έλεγχο. Δυστυχώς, όμως, ο κοινός στις δύο αυτές προσεγγίσεις, υποκειμενικός χαρακτήρας της κρίσης επισκιάζεται από το πραγματικό αντικειμενικό βάρος της. Η ελληνική κρίση είναι τριπλή και γι’ αυτό εξαιρετικά σύνθετη. Είναι προϊόν της διεθνούς υπερχρέωσης που έχει οδηγήσει στις σημερινές συνθήκες αυξανόμενης πιστωτικής ασφυξίας και ένδειας ρευστότητας των αγορών. Είναι αποτέλεσμα ενός εγχώριου δημοσιονομικού εκτροχιασμού δεκαετιών. Και είναι, επίσης, κατάληξη της χρόνιας έλλειψης ανταγωνιστικότητας ενός αναχρονιστικού μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας.
...ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ο λόγος που η ελληνική κρίση εξαρτάται πρωτίστως από τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με εθνικά ματογυάλια, ενώ δεν αντιμετωπίζεται με συμβατικά δημοσιονομικά μέσα μόνον. Με τη σημερινή της μορφή, η ελληνική οικονομία είναι ήδη χρεωκοπημένη καθώς αδυνατεί να επιπλεύσει στη φουρτουνιασμένη -από τη δική της κρίση- ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Αν αυτό δεν έχει επισήμως αναγνωρισθεί, είναι γιατί βρίσκεται διασωληνωμένη στην εντατική του ευρωπαϊκού μηχανισμού "στήριξης", της τρόικας και του Μνημονίου, ακολουθώντας τη γνωστή συνταγή της μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων με αποκλειστικό υποτίθεται στόχο τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Λέμε "υποτίθεται", γιατί έχει επιστημονικά αποδειχθεί ότι το μεν έλλειμμα ανταγωνιστικότητας δεν οφείλεται στους υψηλούς μισθούς και δη συντάξεις, αλλά στις παρασιτικές στρεβλώσεις της οικονομίας των μεσαζόντων, στα μονοπωλιακά κυκλώματα που διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα και κερδοσκοπικά τις τιμές, και στη μεγάλη διαφθορά και σπατάλη του κομματικού και πελατειακού κράτους που έχει σφυρηλατήσει μία κρατικοδίαιτη και μη βιώσιμη επιχειρηματική τάξη "της αρπαχτής".
ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ, η κατά τα άλλα απαραίτητη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και χρέους αναλογικά ως προς το ΑΕΠ, δεν μπορεί να γίνει με τα συμβατικά μέσα μιας δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών και αύξησης των φόρων (ακόμη και εάν αυτοί έχουν προοδευτικό χαρακτήρα που σήμερα δεν έχουν) όπως επιχειρεί να κάνει η τρόικα, για δύο απλούς λόγους: πρώτον, γιατί σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και παρατεταμένης στασιμότητας ή και ύφεσης, η μείωση ορισμένων δαπανών και κυρίως η υπερφορολόγηση επιβαρύνουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και βυθίζουν σε ύφεση την ελληνική οικονομία συντηρώντας έτσι το δημόσιο έλλειμμα αντί να το μειώσουν (βλ τεράστια τρύπα στα φετινά φορολογικά έσοδα και επιδείνωση της ύφεσης το β' τρίμηνο) και, δεύτερον, γιατί στα υψηλά επίπεδα του δημοσίου χρέους που πλέον βρισκόμαστε και σε συνθήκες αύξησης των διεθνών επιτοκίων δανεισμού το διογκωμένο κονδύλι της πληρωμής τόκων αποκτά καθοριστικό ρόλο καθιστώντας αυτοτροφοδοτούμενη την αύξηση του ελλείμματος και του χρέους.
ΒΕΒΑΙΩΣ, ο τριετής σχεδιασμός της τρόικας για την Ελλάδα, ο οποίος βασίζεται στην ενδιάμεση εξασφάλιση εξωτερικής χρηματοδότησης 110 δισ. μέσω του μηχανισμού στήριξης, προβλέπει την αύξηση του δημοσίου χρέους έως το 150% του ΑΕΠ μέχρι το 2012 και μετά τη σταδιακή υποχώρησή του, καθώς στο μεταξύ η δημοσιονομική λιτότητα θα έχει υποτίθεται αποδώσει πρωτογενές πλεόνασμα (προβλέπεται 1% του ΑΕΠ το 2012) και η ανάπτυξη θα έχει επιστρέψει στην οικονομία. Πρόκειται, όμως, για απλό ευχολόγιο αφού εμφανώς αγνοεί τον δομικό χαρακτήρα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και τη σοβαρότατη πιθανότητα επιστροφής σε νέα ύφεση φέτος ή το 2011, ενώ παραλείπει την τάση αύξησης των επιτοκίων διεθνώς λόγω της εξελισσόμενης κρίσης χρεών (δημόσιων και ιδιωτικών) ανά την υφήλιο που καθιστά απρόθυμους τους επενδυτές στην ανάληψη ρίσκου χωρίς υψηλότερες αποδόσεις. Κυρίως, όμως, υποτιμά τις οικονομικές επιπλοκές από τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις στο σκληρότατο και προκλητικά ταξικό μείγμα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής που έχει επιλέξει και επιβάλλει στη χώρα.
ΣΤΟ ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΟ αδιέξοδο της δημοσιονομικής πολιτικής η λύση βρίσκεται εκτός αυτής, στην ανάπτυξη. Η οποία για να λάβει χώρα προϋποθέτει (α) τη δραστική μείωση του τεράστιου βάρους του χρέους μέσω της πολιτικής αναδιαπραγμάτευσής του μέσα στην Ευρωζώνη και (β) την αλλαγή του πακέτου των αναγκαίων για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους διαβίωσης (βλ έλεγχο ολιγοποπωλιακών κυκλωμάτων και συμπίεση υπερβολικών περιθωρίων κέρδους, μείωση κόστους διατροφής μέσα από την απευθείας σύνδεση του συνεταιριστικού κινήματος των αγροτών-παραγωγών με αυτό των λιανεμπόρων ώστε να συμπιεσθούν τα τεράστια περιθώρια κέρδους των χοντρεμπόρων, μείωση του κόστους υγείας και ειδικότερα των φαρμάκων τα οποία επιβαρύνουν σοβαρά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ελαχιστοποίηση της κερδοσκοπίας στην αγορά καυσίμων με την αύξηση των ελέγχων και την επιβολή κυρώσεων στους λαθρέμπορους, πάγωμα ενοικίων κ.λπ.) παράλληλα με το δημοσιονομικό νοικοκύρεμα της χώρας.
ΕΙΤΕ ΜΙΛΑΜΕ για αναδιάρθρωση είτε για αναδιαπραγμάτευση του χρέους, ουσιαστικά αναγνωρίζουμε την αδυναμία πληρωμών της χώρας και την τυπική ή άτυπη χρεωκοπία της. Όμως, μία απλή αναδιάρθρωση χρέους σημαίνει συνήθως επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ή/και μείωση των επιτοκίων με τα οποία επιβαρύνεται. Πρόκειται, δηλαδή, για μία διευκόλυνση που παρέχουν οι πιστωτές στους όρους εξυπηρέτησης των χορηγηθέντων δανείων χωρίς την αμφισβήτηση και ακύρωση μέρους αυτών. Αντίθετα, μία αναδιαπραγμάτευση του κρατικού χρέους οδηγεί κατά κανόνα στη μερική διαγραφή αυτού με την έκδοση νέων ομολογιακών τίτλων χαμηλότερης ονομαστικής αξίας των αρχικών και ενδεχομένως μεγαλύτερης διάρκειας και μικρότερης απόδοσης. Στη δεύτερη περίπτωση η ελάφρυνση από το βάρος του χρέους είναι ουσιαστική και εξαρτάται πλέον από το ποσοστό της διαγραφής του το οποίο "ζημιώνονται" οι πιστωτές.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ για να εξυγιανθεί δημοσιονομικά με βιώσιμο τρόπο και να ανακάμψει παραγωγικά χρειάζεται μία δραστική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή χρέους κατά 60-70%. Αυτό δεν αποτελεί μία αυθαίρετη εκτίμηση αλλά κατάληξη πολλών ξεχωριστών επιστημονικών εκτιμήσεων έγκυρων αναλυτών και οργανισμών με βάση και την ιστορική εμπειρία. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει καν σήμερα ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους όπως λέγει, τόσο γιατί ευελπιστεί να αποδώσει το "σχέδιο" της τρόικας όσο κυρίως γιατί θέλει να δώσει χρόνο στις ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες και τις άλλες ευάλωτες δημοσιονομικά χώρες-μέλη (Πορτογαλία, Ισπανία κ.λπ.) να ανασυνταχθούν κεφαλαιακά και δημοσιονομικά αντίστοιχα ώστε να αποφύγουν τη "μόλυνση" και τον συστημικό κίνδυνο από την επέκταση της ελληνικής κρίσης. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο συγκροτήθηκε αρχικά ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης και συνεχίζεται η εξωτερική δανειοδότηση της Ελλάδας.
ΟΜΩΣ, το ζήτημα δεν είναι να πετύχει η εγχείρηση και να πεθάνει ο ασθενής. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι να μην χρεωκοπήσει σήμερα και να χρεωκοπήσει αύριο υπό δυσμενέστερους όρους, αλλά να ξεφύγει οριστικά από την παγίδα του χρέους και να ανακάμψει μία ώρα αρχύτερα ακόμη και εάν αυτό σημαίνει την παραδοχή της χρεωκοπίας. Κάθε μήνας που περνά με το χρέος να αυξάνει λόγω της εξασφαλισμένης "βοήθειας" και την οικονομία να αποδυναμώνεται λόγω των σκληρών αλλά αναποτελεσματικών μέτρων λιτότητας, σημαίνει χειρότερους όρους χρεωκοπίας μεθαύριο και ανάγκη μεγαλύτερης έκτασης διαγραφής χρέους για να ανακάμψει η οικονομία.
ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ να αρνείται την αναδιάρθρωση του χρέους, η ελληνική κυβέρνηση βάζει πλάτες ώστε να κερδίσει χρόνο και να διασωθεί η Ευρώπη από μία ανεξέλεγκτη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Θα ήταν κατανοητή αυτή η στάση εάν η Ευρώπη όντως έτσι διασωζόταν και δεχόταν κατόπιν την ουσιαστική περιστολή του ελληνικού κρατικού χρέους. Τίποτα δεν είναι περισσότερο αβέβαιο από τις δύο αυτές υποθέσεις. Πολύ περισσότερο που η ελληνική κυβέρνηση προδιαθέτει για απλή αναδιάρθρωση μελλοντικά του χρέους και όχι για μία δυναμική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή του 65% αυτού. Για να ορθοποδήσει η Ελλάδα χρειάζεται μία άλλη οικονομική πολιτική. Και η παρούσα κυβέρνηση απέχει παρασάγγας από αυτήν...
Πηγη: ΑΥΓΗ
Όταν ο υπουργός Οικονομίας κ. Παπακωνσταντίνου δηλώνει πως δεν τίθεται ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους λέγει στην πραγματικότητα τη μισή αλήθεια. Ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους δεν θέτει βεβαίως σήμερα η κυβέρνηση. Τίθεται, όμως, εκ των πραγμάτων. Από τον ίδιο τον χαρακτήρα της κρίσης και της αδυναμίας εναλλακτικής αντιμετώπισής της. Αρκετοί αριστεροί αναλυτές θεωρούν αντιμετωπίσιμη την ελληνική δημοσιονομική κρίση καταλογίζοντάς την στους κακούς κυβερνητικούς χειρισμούς και την ενδοτικότητα στις...
επιλογές της τρόικας. Χωρίς να το αντιλαμβάνονται έτσι συγκλίνουν μεθοδολογικά με την επίσημη ερμηνεία πως το κλειδί για την επίλυση της κρίσης βρίσκεται στο να πεισθούν οι αγορές πως η Ελλάδα επιτέλους προσαρμόζεται και όλα τελούν υπό έλεγχο. Δυστυχώς, όμως, ο κοινός στις δύο αυτές προσεγγίσεις, υποκειμενικός χαρακτήρας της κρίσης επισκιάζεται από το πραγματικό αντικειμενικό βάρος της. Η ελληνική κρίση είναι τριπλή και γι’ αυτό εξαιρετικά σύνθετη. Είναι προϊόν της διεθνούς υπερχρέωσης που έχει οδηγήσει στις σημερινές συνθήκες αυξανόμενης πιστωτικής ασφυξίας και ένδειας ρευστότητας των αγορών. Είναι αποτέλεσμα ενός εγχώριου δημοσιονομικού εκτροχιασμού δεκαετιών. Και είναι, επίσης, κατάληξη της χρόνιας έλλειψης ανταγωνιστικότητας ενός αναχρονιστικού μοντέλου ανάπτυξης της οικονομίας.
...ΑΥΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ο λόγος που η ελληνική κρίση εξαρτάται πρωτίστως από τις εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με εθνικά ματογυάλια, ενώ δεν αντιμετωπίζεται με συμβατικά δημοσιονομικά μέσα μόνον. Με τη σημερινή της μορφή, η ελληνική οικονομία είναι ήδη χρεωκοπημένη καθώς αδυνατεί να επιπλεύσει στη φουρτουνιασμένη -από τη δική της κρίση- ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Αν αυτό δεν έχει επισήμως αναγνωρισθεί, είναι γιατί βρίσκεται διασωληνωμένη στην εντατική του ευρωπαϊκού μηχανισμού "στήριξης", της τρόικας και του Μνημονίου, ακολουθώντας τη γνωστή συνταγή της μονόπλευρης λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων με αποκλειστικό υποτίθεται στόχο τη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και την τόνωση της ανταγωνιστικότητας. Λέμε "υποτίθεται", γιατί έχει επιστημονικά αποδειχθεί ότι το μεν έλλειμμα ανταγωνιστικότητας δεν οφείλεται στους υψηλούς μισθούς και δη συντάξεις, αλλά στις παρασιτικές στρεβλώσεις της οικονομίας των μεσαζόντων, στα μονοπωλιακά κυκλώματα που διαμορφώνουν ανεξέλεγκτα και κερδοσκοπικά τις τιμές, και στη μεγάλη διαφθορά και σπατάλη του κομματικού και πελατειακού κράτους που έχει σφυρηλατήσει μία κρατικοδίαιτη και μη βιώσιμη επιχειρηματική τάξη "της αρπαχτής".
ΣΥΓΧΡΟΝΩΣ, η κατά τα άλλα απαραίτητη μείωση του δημοσίου ελλείμματος και χρέους αναλογικά ως προς το ΑΕΠ, δεν μπορεί να γίνει με τα συμβατικά μέσα μιας δραστικής μείωσης των κρατικών δαπανών και αύξησης των φόρων (ακόμη και εάν αυτοί έχουν προοδευτικό χαρακτήρα που σήμερα δεν έχουν) όπως επιχειρεί να κάνει η τρόικα, για δύο απλούς λόγους: πρώτον, γιατί σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και παρατεταμένης στασιμότητας ή και ύφεσης, η μείωση ορισμένων δαπανών και κυρίως η υπερφορολόγηση επιβαρύνουν το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και βυθίζουν σε ύφεση την ελληνική οικονομία συντηρώντας έτσι το δημόσιο έλλειμμα αντί να το μειώσουν (βλ τεράστια τρύπα στα φετινά φορολογικά έσοδα και επιδείνωση της ύφεσης το β' τρίμηνο) και, δεύτερον, γιατί στα υψηλά επίπεδα του δημοσίου χρέους που πλέον βρισκόμαστε και σε συνθήκες αύξησης των διεθνών επιτοκίων δανεισμού το διογκωμένο κονδύλι της πληρωμής τόκων αποκτά καθοριστικό ρόλο καθιστώντας αυτοτροφοδοτούμενη την αύξηση του ελλείμματος και του χρέους.
ΒΕΒΑΙΩΣ, ο τριετής σχεδιασμός της τρόικας για την Ελλάδα, ο οποίος βασίζεται στην ενδιάμεση εξασφάλιση εξωτερικής χρηματοδότησης 110 δισ. μέσω του μηχανισμού στήριξης, προβλέπει την αύξηση του δημοσίου χρέους έως το 150% του ΑΕΠ μέχρι το 2012 και μετά τη σταδιακή υποχώρησή του, καθώς στο μεταξύ η δημοσιονομική λιτότητα θα έχει υποτίθεται αποδώσει πρωτογενές πλεόνασμα (προβλέπεται 1% του ΑΕΠ το 2012) και η ανάπτυξη θα έχει επιστρέψει στην οικονομία. Πρόκειται, όμως, για απλό ευχολόγιο αφού εμφανώς αγνοεί τον δομικό χαρακτήρα της διεθνούς οικονομικής κρίσης και τη σοβαρότατη πιθανότητα επιστροφής σε νέα ύφεση φέτος ή το 2011, ενώ παραλείπει την τάση αύξησης των επιτοκίων διεθνώς λόγω της εξελισσόμενης κρίσης χρεών (δημόσιων και ιδιωτικών) ανά την υφήλιο που καθιστά απρόθυμους τους επενδυτές στην ανάληψη ρίσκου χωρίς υψηλότερες αποδόσεις. Κυρίως, όμως, υποτιμά τις οικονομικές επιπλοκές από τις έντονες κοινωνικές αντιδράσεις στο σκληρότατο και προκλητικά ταξικό μείγμα δημοσιονομικής και διαρθρωτικής πολιτικής που έχει επιλέξει και επιβάλλει στη χώρα.
ΣΤΟ ΔΙΑΦΑΙΝΟΜΕΝΟ αδιέξοδο της δημοσιονομικής πολιτικής η λύση βρίσκεται εκτός αυτής, στην ανάπτυξη. Η οποία για να λάβει χώρα προϋποθέτει (α) τη δραστική μείωση του τεράστιου βάρους του χρέους μέσω της πολιτικής αναδιαπραγμάτευσής του μέσα στην Ευρωζώνη και (β) την αλλαγή του πακέτου των αναγκαίων για την ανάπτυξη μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους διαβίωσης (βλ έλεγχο ολιγοποπωλιακών κυκλωμάτων και συμπίεση υπερβολικών περιθωρίων κέρδους, μείωση κόστους διατροφής μέσα από την απευθείας σύνδεση του συνεταιριστικού κινήματος των αγροτών-παραγωγών με αυτό των λιανεμπόρων ώστε να συμπιεσθούν τα τεράστια περιθώρια κέρδους των χοντρεμπόρων, μείωση του κόστους υγείας και ειδικότερα των φαρμάκων τα οποία επιβαρύνουν σοβαρά τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ελαχιστοποίηση της κερδοσκοπίας στην αγορά καυσίμων με την αύξηση των ελέγχων και την επιβολή κυρώσεων στους λαθρέμπορους, πάγωμα ενοικίων κ.λπ.) παράλληλα με το δημοσιονομικό νοικοκύρεμα της χώρας.
ΕΙΤΕ ΜΙΛΑΜΕ για αναδιάρθρωση είτε για αναδιαπραγμάτευση του χρέους, ουσιαστικά αναγνωρίζουμε την αδυναμία πληρωμών της χώρας και την τυπική ή άτυπη χρεωκοπία της. Όμως, μία απλή αναδιάρθρωση χρέους σημαίνει συνήθως επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του ή/και μείωση των επιτοκίων με τα οποία επιβαρύνεται. Πρόκειται, δηλαδή, για μία διευκόλυνση που παρέχουν οι πιστωτές στους όρους εξυπηρέτησης των χορηγηθέντων δανείων χωρίς την αμφισβήτηση και ακύρωση μέρους αυτών. Αντίθετα, μία αναδιαπραγμάτευση του κρατικού χρέους οδηγεί κατά κανόνα στη μερική διαγραφή αυτού με την έκδοση νέων ομολογιακών τίτλων χαμηλότερης ονομαστικής αξίας των αρχικών και ενδεχομένως μεγαλύτερης διάρκειας και μικρότερης απόδοσης. Στη δεύτερη περίπτωση η ελάφρυνση από το βάρος του χρέους είναι ουσιαστική και εξαρτάται πλέον από το ποσοστό της διαγραφής του το οποίο "ζημιώνονται" οι πιστωτές.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ για να εξυγιανθεί δημοσιονομικά με βιώσιμο τρόπο και να ανακάμψει παραγωγικά χρειάζεται μία δραστική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή χρέους κατά 60-70%. Αυτό δεν αποτελεί μία αυθαίρετη εκτίμηση αλλά κατάληξη πολλών ξεχωριστών επιστημονικών εκτιμήσεων έγκυρων αναλυτών και οργανισμών με βάση και την ιστορική εμπειρία. Η ελληνική κυβέρνηση δεν θέτει καν σήμερα ζήτημα αναδιάρθρωσης χρέους όπως λέγει, τόσο γιατί ευελπιστεί να αποδώσει το "σχέδιο" της τρόικας όσο κυρίως γιατί θέλει να δώσει χρόνο στις ευρωπαϊκές και ελληνικές τράπεζες και τις άλλες ευάλωτες δημοσιονομικά χώρες-μέλη (Πορτογαλία, Ισπανία κ.λπ.) να ανασυνταχθούν κεφαλαιακά και δημοσιονομικά αντίστοιχα ώστε να αποφύγουν τη "μόλυνση" και τον συστημικό κίνδυνο από την επέκταση της ελληνικής κρίσης. Είναι ο ίδιος λόγος για τον οποίο συγκροτήθηκε αρχικά ο ευρωπαϊκός μηχανισμός διάσωσης και συνεχίζεται η εξωτερική δανειοδότηση της Ελλάδας.
ΟΜΩΣ, το ζήτημα δεν είναι να πετύχει η εγχείρηση και να πεθάνει ο ασθενής. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι να μην χρεωκοπήσει σήμερα και να χρεωκοπήσει αύριο υπό δυσμενέστερους όρους, αλλά να ξεφύγει οριστικά από την παγίδα του χρέους και να ανακάμψει μία ώρα αρχύτερα ακόμη και εάν αυτό σημαίνει την παραδοχή της χρεωκοπίας. Κάθε μήνας που περνά με το χρέος να αυξάνει λόγω της εξασφαλισμένης "βοήθειας" και την οικονομία να αποδυναμώνεται λόγω των σκληρών αλλά αναποτελεσματικών μέτρων λιτότητας, σημαίνει χειρότερους όρους χρεωκοπίας μεθαύριο και ανάγκη μεγαλύτερης έκτασης διαγραφής χρέους για να ανακάμψει η οικονομία.
ΜΕ ΤΗ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ να αρνείται την αναδιάρθρωση του χρέους, η ελληνική κυβέρνηση βάζει πλάτες ώστε να κερδίσει χρόνο και να διασωθεί η Ευρώπη από μία ανεξέλεγκτη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική κρίση. Θα ήταν κατανοητή αυτή η στάση εάν η Ευρώπη όντως έτσι διασωζόταν και δεχόταν κατόπιν την ουσιαστική περιστολή του ελληνικού κρατικού χρέους. Τίποτα δεν είναι περισσότερο αβέβαιο από τις δύο αυτές υποθέσεις. Πολύ περισσότερο που η ελληνική κυβέρνηση προδιαθέτει για απλή αναδιάρθρωση μελλοντικά του χρέους και όχι για μία δυναμική αναδιαπραγμάτευση και μαζική διαγραφή του 65% αυτού. Για να ορθοποδήσει η Ελλάδα χρειάζεται μία άλλη οικονομική πολιτική. Και η παρούσα κυβέρνηση απέχει παρασάγγας από αυτήν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου