του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ
απο το monthlyreview
Η προσεκτική ανάγνωση των θεωρητικών (αλλά και ιστορικών) προσεγγίσεων για την έννοια της δημοκρατίας καταδεικνύει το εμμενές συγκρουσιακό της περιεχόμενο. Είναι πασίδηλο ότι η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα «συμβολικό πράγμα», ένα σύνολο σταθερών αξιών και νομικών κανόνων, ένα άθροισμα δικαιωμάτων που μοιράζονται ισομερώς σε όσους τα επιζητούν ή τα επικαλούνται, αλλά ένα διακύβευμα αγώνων και συγκρούσεων που οικοδομείται, αμφισβητείται, εμπλουτίζεται ή ανατρέπεται απ’ όσους μπορούν να την οικοδομήσουν, να την αμφισβητήσουν, να την εμπλουτίσουν και να την ανατρέψουν ή να την υπερασπιστούν· αν με άλλα λόγια η δημοκρατία ως αίτημα και ως διαδικασία είναι δημιουργός Ιστορίας και πολιτικών παραδόσεων κάποιων κοινωνικών ομάδων ενάντια πιθανότατα σε άλλες ιστορικές πράξεις, προσδοκίες και παραδόσεις άλλων ομάδων, και αν συγκροτείται ως πάντα ασταθές συνειδησιακά οικοδόμημα του λαϊκού πολιτισμού, τότε αναγκαστικά και εξ ορισμού η δημοκρατία ως έννοια συστηματοποιεί, συνεπώς εμπεριέχει εν δυνάμει «διακρίσεις» και αποκλεισμούς…
Η δημοκρατία, ως σχέση και ιστορική διαδικασία, συλλογικά οργανωμένων, κοινωνικών συμφερόντων που προσπαθούν να ρυθμίσουν, να απορρυθμίσουν, να αναδιοργανώσουν τις σχέσεις τους ως προς την κυριαρχία, δηλαδή ως προς τη δυνατότητα εξάσκησης της εξουσίας, της προνομιακής εκμετάλλευσης και ιδιοποίησης από τις κυρίαρχες ομάδες του χώρου, του χρόνου, των μέσων παραγωγής, των συνθηκών εργασίας και των προϊόντων της.
Με άλλα λόγια η δημοκρατία είναι προϊόν κοινωνικών υποκειμένων που παράγουν εκτός από προϊόντα και ηθικές, γνωστικές και πολιτικές σημασίες μέσω των οποίων νοηματοδοτούν (και νοηματοδοτούνται από) τις σχέσεις κυριαρχίας του ατόμου με την εκάστοτε εξουσία.
Οφείλουμε, επομένως, να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε πως η δημοκρατία (στις χώρες της Δύσης) μετά από μια μακρά πορεία με σκληρούς ανταγωνισμούς και μεγάλες δοκιμασίες που οδήγησαν στην αναγνώριση των τυπικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και τη στιγμή που έδινε την εντύπωση ότι θριάμβευε οριστικά, εξουδετερώνοντας τους αντιπάλους της, αποδείχτηκε ανίκανη να διαφυλάξει τις κατακτήσεις της από μια οδυνηρή συντριβή. «Η παρακμή της νεωτερικής δημοκρατίας και η προοδευτική σύγκλισή της με τα ολοκληρωτικά κράτη στις μεταδημοκρατικές κοινωνίες του θεάματος (που άρχισαν να γίνονται εμφανείς ήδη με τον Tocqueville και βρήκαν στις αναλύσεις του Debord την οριστική επικύρωσή τους)…» [1] πρέπει να μας οδηγήσει σε μια πειστική απάντηση γιατί συνέβησαν όλα αυτά.
Για να έχουμε πειστικές απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι βέβαιον ότι χρειάζεται ενδελεχής και συστηματική μελέτη των όρων και των προϋποθέσεων κάτω από τους οποίους ασκήθηκε η πολιτική την εποχή της νεωτερικότητας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού.
Οι δύο αιώνες που προηγούνται του 21ου, δηλαδή ο 19ος και ο 20ός, αποτελούν ίσως τους πρώτους αιώνες της ιστορίας που μπορούν να χαρακτηριστούν ως πολιτικοί αιώνες. Η περίοδος που αρχίζει με την αμερικανική και γαλλική επανάσταση συνεχίζεται με το δημοκρατικό και εργατικό κίνημα και φαίνεται να κλείνει με την κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων και με ό,τι αυτά για, εβδομήντα χρόνια, αντιπροσώπευσαν. Η περίοδος αυτή περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην ανθρώπινη ιστορία επιφόρτισε την πολιτική με τον σημαντικότερο ρόλο για την επίλυση των ανθρωπίνων προβλημάτων και προκάλεσε, επί τα βελτίω αλλά και ενίοτε και επί τα χείρω, τη μαζική συμμετοχή των λαών στις πολιτικές δραστηριότητες.
Υπάρχουν δύο βασικές συνιστώσες που οδήγησαν στην πλήρη απαξίωση και τον ίδιο ακόμα τον όρο «πολιτική».
Η πρώτη αφορά την παταγώδη αποτυχία του όποιου «σοσιαλιστικού» πειράματος, προεξαρχούσης της απόλυτης χρεοκοπίας του σοβιετικού υποδείγματος και συμπεριλαμβανομένων των πειραμάτων στις αραβικές χώρες, στην Κίνα, στην Κούβα, ακόμη και στην Ευρώπη όπου η σοσιαλδημοκρατία παρότι κατάφερε αρκετά πράγματα τελικά υποτάχθηκε πολύ εύκολα. Ο συγκλονισμός που υπέστη τεράστιος αριθμός ατόμων ανά την υφήλιο ήταν κάτι το πρωτόγνωρο.
Η δεύτερη αφορά την αυξανόμενη απογοήτευση του κόσμου μπροστά στην έκδηλη ανικανότητα του συντηρητικού φιλελευθερισμού να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις υποσχέσεις του. Δημιούργημά του είναι οι κοινωνίες τα χαρακτηριστικά των οποίων περιγράψαμε σε αυτές τις σελίδες.
Δημιούργημά του είναι η εξαφάνιση του πολιτικού, κοινωνικού, συλλογικού ορίζοντα, η εγκατάλειψη της ιστορίας, επιβεβαίωση του ταυτού.
Δημιούργημά του είναι η παγίδα της συναίνεσης ή η Δημοκρατία του Κέντρου [2] η οποία μετέθεσε τη λύση των πιεστικών προβλημάτων και ταυτόχρονα οδήγησε στην κρίση των ριζοσπαστικών προταγμάτων, στο φιλελεύθερο τέλος της ιστορίας, στη λοιδορία της συμμετοχής και στο έντονο δημοκρατικό έλλειμμα.
Δημιούργημά του είναι η σταδιακή κατάργηση του κοινωνικού κράτους, η επαναφορά του άγριου καπιταλισμού της παγκοσμιοποίησης, η απαξίωση της πολιτικής, η αδιαφορία και η απορία των ψηφοφόρων εμπρός στην κάλπη είναι τα αναμενόμενα συμπτώματα της απουσίας των συγκρούσεων.
Δημιούργημά του είναι επίσης η παγίδα της απώθησης των ρήξεων, μεταξύ άλλων, που προκάλεσε τη μετάλλαξη της ταυτότητας της Αριστεράς, κόμματα και στελέχη της οποίας σύρθηκαν στη φαντασίωση της πραγμάτωσης μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και πολιτικών «τρίτου δρόμου» [3].
Το «Τέλος της Ιστορίας» ήταν και το τέλος του Πολιτικού με την έννοια του τέλους της δυνατότητας παρέμβασης του ενός Πόλου της Υποκειμενικότητας (λόγω της ήττας του εργατικού κινήματος) στα συμβαίνοντα στην σύγχρονη μαζικοδημοκρατίας.
Υποσημειώσεις:
[1] G. Agamben, Homo Sacer, Scripta 2005, σελ. 30.
[2] Εκτενέστερα βλ. Κ. Μελάς, «Ελλάδα 1990–2005: η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο», Μonthly Review, No 21 (86), Σεπτέμβριος 2006.
[3] Θεωρητικός του «τρίτου δρόμου» είναι αναμφισβήτητα ο Άντονυ Γκίντενς και ο πολιτικός εφαρμοστής των ιδεών του ο Τόνυ Μπλερ.
[1] G. Agamben, Homo Sacer, Scripta 2005, σελ. 30.
[2] Εκτενέστερα βλ. Κ. Μελάς, «Ελλάδα 1990–2005: η πολιτική ως κυβερνητικό φαινόμενο», Μonthly Review, No 21 (86), Σεπτέμβριος 2006.
[3] Θεωρητικός του «τρίτου δρόμου» είναι αναμφισβήτητα ο Άντονυ Γκίντενς και ο πολιτικός εφαρμοστής των ιδεών του ο Τόνυ Μπλερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου