Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2010

Λόγος υπέρ των δημοσίων αγαθών και του δημόσιου Νοικοκυριού

του ΚΩΣΤΑ ΜΕΛΑ  MONTHLY- REVIEW
1.
Ένας από τους βασικούς στόχους της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης, θεωρητικά αλλά και «εν τοις πράγμασι», είναι η απροκάλυπτη κατάργηση του Δημόσιου Χώρου μέσω της ιδιωτικοποίησης όλων εκείνων των αγαθών που αποτελούσαν μέχρι πρόσφατα τη Δημόσια Περιουσία. Πρόκειται για μια διαδικασία «εν εξελίξει», της οποίας όμως τα αποτελέσματα είναι ήδη εμφανή.
Στο σύνολό τους οι κυβερνήσεις των χωρών του πλανήτη, ανεξάρτητα των «ιδεολογικών» τους προκηρύξεων καθώς και των κοινωνικών στρωμάτων που επικαλούνται ότι εκπροσωπούν, είτε ονομάζονται χριστιανοδημοκρατικές, συντηρητικές, σοσιαλδημοκρατικές ή σοσιαλιστικές ή όπως αλλιώς, έχουν ταυτίσει το ζήτημα των διαρθρωτικών αλλαγών με τις ιδιωτικοποιήσεις.
Γιγάντιοι τομείς που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων σαράντα χρόνων που πέρασαν στον έλεγχο του δημοσίου ως απάντηση στις επείγουσες ανάγκες της αξιοποίησης του κεφαλαίου τη συγκεκριμένη περίοδο, αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν το χώρο επιχειρηματικότητας των πολυεθνικών επιχειρήσεων στη σημερινή περίοδο.
Η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών, σιδηροδρόμων, αερομεταφορών, υπηρεσιών υγείας, νοσοκομείων, τραπεζών, ασφαλίσεων, εκπαίδευσης, πολιτισμού, ηλεκτρισμού και αερίου, διοικητικών υπηρεσιών, πρώτων υλών, τηλεπικοινωνιών, υπηρεσιών εμπορίου κ.λ.π., αποτελεί για του ιθύνοντες των κυβερνήσεων του συνόλου των χωρών του πλανήτη «μονόδρομο» για την επιβίωση των χωρών τους, σε ένα διεθνοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Με την πράξη τους αυτή όμως ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες για την εξάπλωση των πολυεθνικών επιχειρήσεων και συγχρόνως υποσκάπτουν όλο και περισσότερο τα θεμέλια της ίδιας τους της ύπαρξης.
Οι νέες γεωγραφικές, οικονομικές και τεχνολογικές περιοχές που με φρενήρη ρυθμό παραδίνονται στις πολυεθνικές εταιρείες, επιταχύνουν τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια τους. Υπάρχουν τομείς της νέας υψηλής βιομηχανικής τεχνολογίας (λογισμικό, ηλεκτρικός εξοπλισμός, ηλεκτρονικές συσκευές, αεροναυπηγική και αεροδιαστημική) όπου οι πέντε κυριότερες πολυεθνικές εταιρείες μοιράζονται μεταξύ τους περισσότερο από το μισό της παγκόσμιας παραγωγής.

Η ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς ενίσχυσε την κοινότητα των ολιγοπωλίων και μάλιστα διευκόλυνε αφάνταστα τη μεταξύ τους συνεννόηση, έτσι ώστε να θεμελιώνεται όλο και περισσότερο η κυριαρχία τους. Η παράδοση της δημόσιας περιουσίας πραγματοποιείται με τη διαμεσολάβηση των κυβερνώντων και της κρατικής παρέμβασης. Η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία ασκούνται υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων.
Τι να σημαίνουν άραγε όλα τα παραπάνω για τη Δημοκρατία δεδομένου των κοινών συνόρων με τον Δημόσιο Χώρο και με τα Δημόσια Αγαθά;. Με αφορμή, τις θεωρητικές συζητήσεις αλλά και όσα ακόμη διαδραματίζονται τα τελευταία τριάντα χρόνια στον πλανήτη θα επιδιώξουμε να θίξουμε ορισμένα ζητήματα που αφορούν την παρατηρούμενη έντονη ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών. Το κύριο βάρος της προσπάθειας θα ριχτεί στα πολιτικά προβλήματα που προκύπτουν από την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων αγαθών και συγκεκριμένα στις επιπτώσεις στο δημοκρατικό πλαίσιο και στον δικαιικό πολιτισμό που έχει εγκατασταθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως στις χώρες τις Δυτικής Ευρώπης. Παράλληλα με τις πολιτικές επεξηγήσεις που θα δοθούν, ελπίζουμε να αναδυθούν και οι οικονομικοί μηχανισμοί του καπιταλιστικού συστήματος και οι τρόποι που συμμετέχουν στην αναπαραγωγή του μέσω της επέκτασης–συρρίκνωσης των Δημόσιων Αγαθών και του Δημόσιου Χώρου. Επίσης πιστεύουμε ότι θα υπάρξει πλήρης αποσαφήνιση σχετικά με τις έννοιες Δημόσιο και Ιδιωτικό.
2.
Για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε και να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει σήμερα, την εποχή της «Παγκοσμιοποίησης», είναι απαραίτητο καταρχάς να ανατρέξουμε στην ιστορική διαδρομή του καπιταλιστικού συστήματος και να εντοπίσουμε τα κομβικά σημεία όπου εμφανίζεται αυτό που μπορούμε να ονομάσουμε Δημόσιο Νοικοκυριό. Ως Δημόσιο Νοικοκυριό μπορεί να ορισθεί το μέσο ικανοποίησης των δημοσίων αναγκών που υπάρχουν σε μια κοινωνία και σε έναν κρατικό σχηματισμό. Πρωταρχικά εκφράζεται στον κρατικό προϋπολογισμό που αποτελεί το μηχανισμό διαχείρισης των κρατικών εσόδων και εξόδων. Συγχρόνως εκφράζει και όλες εκείνες τις κοινωνιολογικές συμπαραδηλώσεις που αφορούν τα κοινωνικά και οικονομικά υποκείμενα που δραστηριοποιούνται εντός της κρατικής οντότητας και συμμετέχουν στην κοινή διαβίωση. Ο τρόπος με τον οποίον ορίσθηκε το Δημόσιο Νοικοκυριό για να μπορέσει να υπάρξει ως αυτόνομος ορισμός αναπόφευκτα οδηγεί στο να ορισθούν εννοιολογικά οι Δημόσιες Ανάγκες.

Επομένως το πρώτο που χρειάζεται να διευκρινισθεί είναι το σε τι συνίστανται οι δημόσιες ανάγκες Η απάντηση μπορεί να προέλθει από τη μελέτη της δημοσιονομικής ιστορία των νεωτερικών μορφωμάτων κυριαρχίας. Η συστηματική μελέτη μπορεί να μας προσφέρει την επίγνωση των νόμων της κοινωνικής ύπαρξης, του κοινωνικού γίγνεσθαι, καθώς και του συγκεκριμένου ιστορικού τρόπου ανάπτυξης ή συρρίκνωσης αυτών των μορφωμάτων. Τα έσοδα και τα έξοδα του κράτους σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, δηλαδή η φορολογία και οι κρατικές δαπάνες ανοίγουν το δρόμο για να αντιληφθούμε σε τι συνίστανται οι δημόσιες ανάγκες. Οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις είναι η καλύτερη αφετηρία για μια έρευνα της κοινωνίας και ειδικά της πολιτικής ζωής.

Το σύγχρονο φορολογικό κράτος είναι γνωστό ότι γεννήθηκε τον 16ο αιώνα κυρίως από τις ανάγκες των ηγεμόνων και των μοναρχών των ευρωπαϊκών κρατών να πληρώσουν τις δαπάνες του πολέμου μετά την κατάρρευση της φεουδαρχίας και τη χρησιμοποίηση μισθοφορικών στρατευμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβολή φορολογίας και η δημιουργία ενός διαχειριστικού μηχανισμού για τη συλλογή και τη δαπάνη αυτών των ποσών με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του πολέμου. Με την πάροδο του χρόνου τα συγκεντρωθέντα έσοδα άρχισαν να καλύπτουν αλλότριες ανάγκες από αυτές του πολέμου. Η διαμόρφωση του σύγχρονου κράτους με όλες τις ιστορικές του μεταλλαγές οφείλει πολλά στο δημοσιονομικό του ρόλο. Επιπλέον από τη στιγμή που το κράτος υπάρχει ως πραγματικότητα και ως κοινωνικός θεσμός και αναγνωρίζεται ως σημείο αναφοράς πολλών πραγμάτων μεταβάλλεται και η θέση του σχετικά με τις οικονομικές του λειτουργίες. Η εμφάνιση του νεωτερικού κράτους ως εκφραστή του γενικού συμφέροντος εμπεριέχει εγγενώς εκείνες τις οικονομικές λειτουργίες που του επιτρέπουν να ασκεί τις αρμοδιότητές του μεταξύ των οποίων πρωταρχικό ρόλο κατέχει εκείνη της αναπαραγωγής του ιδίου του κράτους.

Το κράτος δεν μπορεί να κατανοηθεί μόνο από φορολογική άποψη από τη στιγμή που αρχίζει σιγά σιγά να παρεμβαίνει ενεργά στην κοινωνία και την ιδιωτική οικονομία, έστω και εμμέσως με τη διαδικασία ρύθμισης αποκλειστικά των δικών του οικονομικών ζητημάτων. Συνεπώς οι Δημόσιες Ανάγκες ενυπάρχουν εξαρχής ως απορρέουσες από τη λειτουργία του νεωτερικού κράτους. Εκφράζονται στον κρατικό προϋπολογισμό ο οποίος απογυμνωμένος από κάθε ιδεολογία παρουσιάζεται ως ο διαχειριστικός σκελετός αυτού που ονομάστηκε Δημόσιο Νοικοκυριό [2]. Έτσι το Δημόσιο Νοικοκυριό υπήρξε πάντα για να προσφέρει αγαθά και υπηρεσίες απαραίτητα για την αναπαραγωγική λειτουργία του κράτους, για την πραγμάτωση της στοιχειώδους συνοχής της κοινωνίας ανταποκρινόμενο σε κοινές ανάγκες που τα άτομα δεν μπορούν να προμηθευθούν για τον εαυτό τους, εθνική άμυνα, τεχνικές υποδομές (δρόμους, λιμάνια, ηλεκτρισμός, σιδηρόδρομοι κ.τ.λ), η τήρηση της έννομης τάξης, η δυνατότητα κυκλοφορίας στα δημόσια δίκτυα, η προστασία του περιβάλλοντος κ.ά. Πρόκειται για τα λεγόμενα Δημόσια Αγαθά. Διαμορφώνεται συνεπώς ένα δίπολο Δημόσιες Ανάγκες–Δημόσια Αγαθά που εξελίσσεται ενιαία. Οι Δημόσιες Ανάγκες απαιτούν την ύπαρξη και διαθεσιμότητα Δημόσιων Αγαθών. Η ίδια η συγκρότηση της κοινωνίας θεμελιώνεται σε κάποιες μορφές συνύπαρξης που συνεπάγεται αναγκαστικά πραγματικές ή συμβολικές παραχωρήσεις της κοινωνίας ως Όλον προς τους ατομικούς κοινωνούς. Η απλή ιδιότητα του ανθρώπου ως μέλος της κοινότητας αρκεί για να έχει τη δυνατότητα να απολαύσει τα δημόσια αγαθά. Τα δικαιώματα που γεννιούνται με τον τρόπο αυτό είναι καθαρά πολιτικά δικαιώματα.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, τα δημόσια αγαθά δεν εμφανίζονται υπό καθεστώς οικονομικής στενότητας και συνεπώς βρίσκονται εκτός οικονομίας.
3.
Στην ιστορική διαδρομή των τελευταίων διακοσίων χρόνων, αυτό που ονομάσαμε Δημόσιες Ανάγκες διευρύνθηκε και διαφοροποιήθηκε ακολουθώντας τις μεταλλαγές του αστικού κράτους.

Δεν θα απείχαμε καθόλου από την αλήθεια υποστηρίζοντας ότι το κράτος ανέκαθεν συμμετείχε με μεγάλης κλίμακας κυβερνητικές δραστηριότητες, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Κεντρική Ευρώπη, στη δημιουργία υποδομών και στην οικοδόμηση της βιομηχανικής κοινωνίας. Παράλληλα και στον κοινωνικό τομέα επενέβαινε έστω και επιλεκτικά με στόχο τη διατήρηση της στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής. Οι λόγοι που εξαναγκάζουν το καπιταλιστικό κράτος να παρεμβαίνει οφείλονται στο ότι «[…] Προσπαθεί να εκπληρώσει δύο βασικές και πολλές φορές αντιφατικές μεταξύ τους λειτουργίες, τη συσσώρευση και τη νομιμοποίηση. Τούτο σημαίνει ότι το κράτος οφείλει να προσπαθεί να διατηρήσει ή να δημιουργήσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες είναι δυνατή η κερδοφόρα συσσώρευση κεφαλαίου. Ωστόσο, το κράτος πρέπει επίσης να διατηρήσει ή να δημιουργήσει τις συνθήκες για κοινωνική αρμονία. Αν κάνει απροκάλυπτη χρήση των μέσων καταναγκασμού που διαθέτει, για να ενισχύσει μια τάξη στην προσπάθειά της να συσσωρεύσει κεφάλαιο σε βάρος άλλων κοινωνικών τάξεων, κινδυνεύει να χάσει τη νομιμοποίησή του και άρα υπονομεύει τη βάση της εμπιστοσύνης σε αυτό και τα στηρίγματά του. Αν όμως αγνοήσει την ανάγκη να υποβοηθήσει τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου, υπάρχει κίνδυνος να στερέψει η πηγή από την οποία αντλεί τη δύναμή του, που είναι η ικανότητα της οικονομίας να παράγει πλεόνασμα και οι φόροι που προέρχονται από αυτό ακριβώς το πλεόνασμα» [3]. Εξαιτίας του διπλού και αντιφατικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους σχεδόν κάθε κρατικός φορέας και υπηρεσία εμπλέκεται στις διαδικασίες συσσώρευσης και νομιμοποίησης, ενώ τον ίδιο χαρακτήρα έχει σχεδόν κάθε κρατική δαπάνη. Είναι απολύτως σαφές ότι και οι δύο βασικές λειτουργίες του κράτους παραπέμπουν στο πολιτικό πλαίσιο λειτουργίας του.

Παραλλήλως κινήθηκε και η παραγωγή Δημοσίων Αγαθών. Θα ήταν αδύνατον να περιγραφούν εδώ όλες οι μεταλλαγές του κράτους, η διεύρυνση ή η σμίκρυνση των δραστηριοτήτων του, σε διάφορες ιστορικές περιόδους και σε διάφορους γεωγραφικούς χώρους. Υπάρχει όμως ένα σημαντικό σημείο καμπής όπου το κράτος αναλαμβάνει νέα καθήκοντα και συνεπώς αυτό που ονομάσαμε Δημόσιο Νοικοκυριό μεταμορφώνεται ουσιαστικά. Χρονικά προσδιορίζεται τη δεκαετία του 1930 και διαρκεί μέχρι και τη δεκαετία του 1980 όπου παρουσιάζονται νέες αντιλήψεις για το ρόλο του Δημόσιου Νοικοκυριού.

Το πρώτο ήταν η επιβολή μιας κανονιστικής οικονομικής πολιτικής. Η αρχή έγινε με το New Deal στις ΗΠΑ στα μέσα του 1930 για να επεκταθεί στη συνέχεια στο σύνολο των χωρών του πλανήτη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η διεύθυνση της οικονομίας γίνεται κεντρικό κυβερνητικό έργο. Η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική ελέγχουν την οικονομική δραστηριότητα Οι κρατικές δαπάνες δημιουργούν τα απαραίτητα έργα υποδομής για την προσέλκυση και διευκόλυνση των ιδιωτικών επενδύσεων αλλά και για την κάλυψη των βασικών αναγκών των πολιτών σε δημόσια αγαθά. Οι κρατικές μεταβιβάσεις εξομαλύνουν τη μεροληπτική ανισοκατανομή του εισοδήματος διά μέσου της κοινωνικής ασφάλισης, των επιδοτήσεων και των λοιπών παροχών. Γενικά όλα τα σύγχρονα κράτη εμπλέκονται με τις λειτουργίες διανομής, ανακατανομής, σταθεροποίησης και ανάπτυξης.

Το δεύτερο ήταν η δέσμευση για μια ρυθμιστική κοινωνική πολιτική. Το κοινωνικό κράτος ή κράτος πρόνοιας εκφράζει μια βαθύτατη τομή στην ιστορία του φιλελεύθερου συστήματος. Αυτή συνίσταται στο ότι για πρώτη φορά οι κοινωνικές ανισότητες εκφράζονται με πολιτικούς όρους, το γεγονός αυτό «…δεν μπορεί παρά να μεταβάλλει το κοινωνικό νόημα τόσο της πολιτικής όσο και της κοινωνικής οργάνωσης. Ένα από τα θεμελιακά στοιχεία που διαφοροποιούν τον ύστερο καπιταλισμό από τον προκάτοχό του είναι η διαφαινόμενη ανάγκη του κοινωνικού λόγου να επιχειρήσει “νέες” μορφές πολιτικής δικαίωσης και εκλογίκευσης των ανισοτήτων ανάμεσα στους ανθρώπους» [4]. Η κοινωνία, οι θεσμοί της και η πολιτική της έκφραση από εδώ και πέρα θεωρούνται υπεύθυνοι για τις υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Συνεπώς η πολιτική δράση μπορεί να επιβάλει τη δικαιότερη ρύθμιση των κοινωνικών ανισοτήτων. «O νέος πολιτικός λόγος φαίνεται να θεμελιώνεται πάνω σε ένα νέο κοινωνικό πρόταγμα [...] που οροθετείται στην παραδοχή ότι το οργανωμένο Κοινωνικό Όλο συγκροτείται με όρους που όχι μόνο επιτρέπουν αλλά και επιβάλλουν μια μόνιμη δομική πολιτική παρέμβαση στις μορφές επιβίωσης καταρχήν μεν των εργαζομένων, στη συνέχεια δε όλων των κοινωνών» [5].

Δεν θα είμαστε μακριά από την αλήθεια υποστηρίζοντας ότι ο φόβος που δημιουργήθηκε στις κυβερνήσεις των δυτικών κρατών στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των δύο συστημάτων, ήταν ο σημαντικός εκείνος παράγοντας που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις παραπάνω εξελίξεις [6]. Οι δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες έπρεπε να ανασυγκροτηθούν. Έπρεπε να πείσουν με κάθε τρόπο για την ανωτερότητά τους έναντι του αντίπαλου συστήματος το οποίο φάνταζε έτοιμο να «κόψει πρώτο το νήμα». Στην κατάσταση ανάγκης που βρέθηκε ο καπιταλισμός, παράτησε το φιλελευθερισμό της αγοράς, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Πήρε μέτρα για την τόνωση της ενεργού ζήτησης, καθόρισε θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του διεθνούς νομισματικού και οικονομικού συστήματος, ανακάλυψε το κράτος πρόνοιας, την κοινωνική ασφάλιση, την κρατική παρέμβαση και επέλεξε, στο πολιτικό επίπεδο, τον εκούσιο συνεταιρισμό μεταξύ κεφαλαίου και οργανωμένης εργασίας για τον επιμερισμό της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και κυρίως την επίτευξη της «πλήρους απασχόλησης», συμπεριλαμβάνοντας ως σταθερές αναφοράς, τα κέρδη, το κράτος πρόνοιας και τα κοινωνικά δικαιώματα.

Η επιβολή φορντικών μορφών ρύθμισης ήταν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού των συστημάτων. Αυτός ανάγκασε και αστικές–συντηρητικές δυνάμεις, στα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, να αναγνωρίσουν ότι χωρίς την κρατική παρέμβαση (μορφή ταξικού συμβιβασμού) δεν μπορεί τελικά να εξασφαλιστεί η εσωτερική σταθερότητα τόσο απαραίτητη στα δυτικά καθεστώτα στην αντιπαράθεσή τους με τους ανατολικούς.

Η περίοδος 1950–1980 που ακολούθησε, ίσως ήταν μία από τις περισσότερο ανθηρές και ευημερούσες στην ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο καπιταλισμός μεταρρυθμίστηκε και αναδιαρθρώθηκε υπό το βάρος της εμπειρίας των προηγουμένων σαράντα χρόνων αστάθειας και κρίσεων και βεβαίως υπό το βάρος και το φόβο της παρουσίας του αντίπαλου στρατοπέδου.

Ακριβώς εδώ έγκειται και η κύρια επίπτωση των γεγονότων του 1989–1991 στις εξελίξεις που επακολούθησαν. «Οι καπιταλιστές και οι άρχουσες τάξεις έπαψαν προς το παρόν να φοβούνται. Όλα όσα έκαναν τη δυτική δημοκρατία άξια να τη ζήσουν οι λαοί της –η κοινωνική ασφάλιση, το κράτος πρόνοιας, το υψηλό και αυξανόμενο εισόδημα των μισθωτών της και κατά συνέπεια η μείωση της κοινωνικής ανισότητας και της ανισότητας των ευκαιριών– ήταν αποτέλεσμα του φόβου. Φόβος απέναντι στους φτωχούς και στο μεγαλύτερο και καλύτερα οργανωμένο μέτωπο των πολιτών στις βιομηχανικές χώρες, δηλαδή τους εργάτες, φόβος απέναντι σε μια εναλλακτική λύση που υπήρχε και που μπορούσε να διαδοθεί, φόβος για την αστάθεια του ίδιου του συστήματος...» [7]. Η κύρια επίπτωση της εξαφάνισης από τον πλανήτη αυτής της χείριστης «σοσιαλιστικής» περιοχής εξαφάνισε συγχρόνως αυτό το φόβο που άλλοτε ενδόμυχα και άλλοτε έντονα και ουσιαστικά καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τις επιλογές των δυτικών αρχουσών τάξεων. Η διαγραφή της εναλλακτικής λύσης άφησε ελεύθερα τα χέρια των πλουσίων της Δύσης να ξαναποκτήσουν σιγά σιγά όσα είχαν παραχωρηθεί κατά τη διάρκεια των σαράντα τελευταίων χρόνων.

Το κράτος πρόνοιας διαβρώνεται σιγά σιγά, γιατί κανένας πλέον δεν φοβάται τις συνέπειες ή το πολιτικό κόστος μιας τέτοιας πράξης. Η ανισότητα και η κοινωνική αδικία οξύνονται στις αναπτυγμένες δυτικές κοινωνίες διότι οι κυβερνήσεις το επιτρέπουν, οι άρχουσες ελίτ ενδιαφέρονται κοντόθωρα μόνο για τον εαυτό τους και η βιομηχανική εργατική τάξη έχει συρρικνωθεί χωρίς να μπορεί να παρέμβει ουσιαστικά. Η «αποκανονικοποίηση» όλων των θεσμικών ρυθμίσεων προστασίας της κοινωνίας, το οικονομικό κόστος των οποίων επιδρούσε αρνητικά στην αχαλίνωτη αύξηση των κερδών, διαμόρφωσε ένα καινούργιο πλαίσιο αξιοποίησης του κεφαλαίου χωρίς φραγμούς και όρια.
4. 
Η σύντομη αναφορά στην ιστορία του τρόπου λειτουργίας του καπιταλιστικού κράτους δείχνει με σαφήνεια τον μοναδικό ίσως τρόπο να προσεγγιστεί το βασικό ζητούμενο αυτής της εργασίας δηλαδή πως ορίζονται οι δημόσιες ανάγκες και συνεπώς και τα δημόσια αγαθά. Ας δούμε όμως συγκεκριμένα πώς τίθεται το ζήτημα.

Σύμφωνα με την οικονομική θεωρία τα δημόσια αγαθά και οι δημόσιες υπηρεσίες προκύπτουν από τον τεχνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Πρόκειται για αγαθά και υπηρεσίες που δεν είναι διαιρετές σύμφωνα με τις ατομικές προτιμήσεις ή για αγαθά και υπηρεσίες που εμφανίζονται εκεί όπου μεγάλες εξωτερικές λειτουργίες απαιτούν δημόσια δραστηριότητα. Τα γνήσια δημόσια αγαθά έχουν δύο βασικές ιδιότητες [8].

Η πρώτη ότι δεν είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους. Η δεύτερη ότι δεν είναι επιθυμητό να περιοριστεί η χρήση τους. Έτσι υπάρχουν αγαθά που μπορούν να έχουν και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά ή αγαθά που ενώ είναι εφικτό να περιοριστεί η χρήση τους δεν είναι επιθυμητό (μη γνήσια δημόσια αγαθά). Στη δεύτερη περίπτωση το κριτήριο είναι οικονομικό και αναφέρεται στο ότι στις περιπτώσεις αυτές το οριακό κόστος υπερβαίνει το οριακό έσοδο. Συγχρόνως υπάρχουν σειρά από αγαθά τα οποία σύμφωνα με την οικονομική θεωρία ανήκουν στα ιδιωτικά αλλά παράγονται και προσφέρονται δημοσίως. Ονοματιζόμενα ως ιδιωτικά δεν παρουσιάζουν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά των δημοσίων αγαθών που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πρόκειται για αγαθά επομένως που κάλλιστα μπορούν να παραχθούν και να προμηθευτούν ιδιωτικά. Οι λόγοι που σε διάφορες χρονικές συγκυρίες παράγονται και προμηθεύονται δημοσίως ανήκουν σε άλλους και όχι σε οικονομικούς. Οι «άλλοι», δεν μπορεί παρά να είναι λόγοι που συνάδουν με το Πολιτικόν που με αποφασιστικό τρόπο ονοματίζει το τι είναι Δημόσιο και τι είναι Ιδιωτικό. Η παραδοχή ότι το Πολιτικόν είναι η θεσπίζουσα οντότητα με όπλο την ισχύ, κλονίζει τα θεμέλια της οικονομικής θεωρίας ανατρέποντας άρδην την όποια συστηματική επιστημοσύνη προβάλλει η τελευταία. Για το λόγο αυτό αντιπαραθέτει ως επιστημονική την άποψή της περί τεχνικής αδιαιτερότητας της παραγωγικής διαδικασίας ενώ απορρίπτει μετά βδελυγμίας οιανδήποτε άποψη περί ισχύος.

Η προσπάθεια της οικονομικής θεωρίας να αντικειμενοποιήσει τα κριτήρια ορισμού των δημοσίων αγαθών, υπάγοντάς τα κατά βάση στην τεχνική φύση και στα τεχνικά χαρακτηριστικά της παραγωγής αποτελεί ένα έωλο επιχείρημα από την πλευρά της. Με τον συγκεκριμένο τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος προσπαθεί να επιτύχει δύο στόχους: αφενός να αφήσει αλώβητη τη βασική της προκείμενη περί του αγοραίου χαρακτήρα όλων των αγαθών και συγχρόνως να μπορεί στο μέλλον την όποια διαφοροποίηση παρατηρηθεί να τη δικαιολογήσει αποδίδοντάς την στις τεχνολογικές εξελίξεις και να τη χρησιμοποιήσει κατά το δοκούν, ακριβώς όπως πράττει σήμερα, αφετέρου να υποκρύψει ότι ο χαρακτηρισμός των διαφόρων αγαθών ως δημοσίων, αποτελεί αντικείμενο κυριαρχικής δημόσιας θέσπισης και να της αποδοθεί ο εξ αντικειμένου «φυσικός» καθορισμός. Όμως αυτή η «αντικειμενικότητα» όχι μόνο δεν είναι πραγματική αλλά είναι και επιπλέον διαστρεβλωτική της πραγματικότητας. Όπως σημειώνει ο Κ. Τσουκαλάς σε μια έξοχη διατύπωση: «Δεν είναι η “φυσική” μη διαιρεσιμότητά τους ούτε η “αντικειμενική” μη διαπραγματευσιμότητά τους που τα καθιστά δημόσια, αλλά, αντίθετα, με τη συμβολική ανάδειξή τους σε δημόσια, σηματοδοτούνται ως αδιαίρετα και ως μη αγοραία... Με την έννοια αυτή, τα δημόσια αγαθά αποτελούν, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, θεμελιώδη έκφραση των κυρίαρχων ηθικών και πολιτισμικών αντιλήψεων για το τι “είναι” και τι συμβολίζει, η κοινότητα» [9]. Με την έννοια αυτή, και άλλα αγαθά ή υπηρεσίες μπορούν να θεσπισθούν ως δημόσια αγαθά, ανεξάρτητα από το κατά πόσον είναι ή δεν είναι καθεαυτά διαιρετά. Η διαδικασία ονομασίας τους σε δημόσια αγαθά είναι εξόχως πολιτική και μόνο πολιτική. «Έτσι, δεν έχει τόση σημασία εάν τα αγαθά είναι από τη φύση τους διαιρετά και, επομένως, εάν είναι κατά περιεχόμενο διαφορετικά από εκείνα που αποτελούν αντικείμενο των οικονομικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων: πράγματι, τα οποιαδήποτε καταστατικά εξωαγοραία αγαθά που παρέχονται σε όλους επί ίσοις όροις δεν είναι εμπορεύματα, δεν οδηγούν σε ανταγωνιστικές σχέσεις ανάμεσα στους επίδοξους χρήστες τους και επομένως δεν δομούνται στο πλαίσιο μιας κατασκευασμένης οικονομικής στενότητας» [10].
5. 
Συμπερασματικά θα μπορούσαμε να υπογραμμίσουμε τα ακόλουθα:

Το τι παρουσιάζεται ως Δημόσιο ή ως Ιδιωτικό είναι απόφαση εσωτερική του ιδίου του κράτους εξαρτώμενη βασικά από την πίεση που ασκούν οι διάφορες κοινωνικές δυνάμεις στα πλευρά του συστήματος ως εκφραστές διαφορετικών υλικών ή συμβολικών συμφερόντων. Έτσι λοιπόν αυτή η συνεχής πάλη των κοινωνικών ομάδων διαμορφώνει τα όρια ανοχής του συστήματος λειτουργίας του αστικού κράτους στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης μαζικοδημοκρατίας. Η πίεση των εργαζομένων υπέρ της διατήρησης του δημοσίου νοικοκυριού συνάδει με την προσπάθεια διατήρησης ενός δημοσίου χώρου όπου η καθημερινή παρέμβαση των εργαζομένων–πολιτών θα καθοδηγείται από το στόχο της κοινωνικής ευημερίας. Η Δημοκρατία απαιτεί συνεχή παρέμβαση εκ μέρους των πολιτών. Η δυνατότητα παρέμβασης όμως απαιτεί τη θέσπιση του δημοσίου χώρου και του δημοσίου χρόνου. Η παρούσα φάση της παγκοσμιοποίησης αποδεικνύει περίτρανα ότι στο καπιταλιστικό σύστημα δεν μπορούν ποτέ να θεωρηθούν οι κατακτήσεις της δημοκρατίας ως δεδομένες. Ανά πάσα στιγμή και ώρα μπορούν να καταλυθούν...

Δεν υπάρχουν σχόλια: