του Κώστα Μελά
Την υιοθέτηση ενός Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας για τη θωράκιση του ευρώ από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις πρότεινε την Παρασκευή στους ομολόγους της στην ευρωζώνη η Άνγκελα Μέρκελ. Με τη σύμφωνη γνώμη και την αρωγή του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζύ, η Γερμανίδα καγκελάριος εισηγείται το συντονισμό των εθνικών πολιτικών σε θέματα όπως το Φορολογικό (κοινοί φορολογικοί συντελεστές), το Μισθολογικό (όχι ΑΤΑ και κατώτατο επίπεδο μισθού) και το Συνταξιοδοτικό (τα 67 έτη για όλους). Η ιδέα της υιοθέτησης ενός Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας εδράζεται στην ανάγκη προστασίας του ευρώ από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών που υφίστανται με αφορμή τα δημοσιονομικά προβλήματα που ταλανίζουν πολλές εθνικές κυβερνήσεις. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται, κατά το Βερολίνο, η διαφορά ανταγωνιστικότητας των διάφορων οικονομιών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τη γερμανική πρόταση: «Οι υπερχρεωμένες χώρες έχουν ελάχιστες πιθανότητες να πληρώσουν τα χρέη τους μακροπρόθεσμα, αν δεν βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και δεν πετύχουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης […] Για να ξεπεραστεί η δυσπιστία των επενδυτών και για να επιτευχθούν οι στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαιτείται μια πιο στενή συνεργασία των δημοσιονομικών, οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο […] Κάθε χώρα πρέπει να σέβεται και να τηρεί τις καλύτερες πρακτικές που αποφασίζονται από κοινού, ώστε να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ευρωζώνης στο σύνολό της».
Τι μπορεί να ειπωθεί για τη βασική θεωρητική αντίληψη που υποβαστάζει το νέο σχέδιο της γερμανικής κυβέρνησης; Οδηγούν ή όχι οι συγκεκριμένες προτάσεις προς μια δημοσιονομική διακυβέρνηση που αναγνωρίζεται από πολλές πλευρές ως απαραίτητη;
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι για μια ακόμη φορά, όπως και με τη νομισματική πολιτική, επιχειρείται να επιβληθούν άκαμπτοι κοινοί κανόνες που αφορούν τώρα ζητήματα φορολογίας, μισθολογίας και συντάξεων με σκοπό την εναρμόνιση των επιπέδων εθνικής ανταγωνιστικότητας χωρών που σήμερα προφανώς βρίσκονται σε απόκλιση. Η επιβολή άκαμπτων κανόνων είναι ένα απολύτως αναποτελεσματικό μέτρο χάραξης οικονομικής πολιτικής διότι είναι αδύνατον να εφαρμοσθούν στην πράξη σε συγκεκριμένες συγκυρίες, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις τους είναι τόσο αρνητικές επί αυτών (των πολιτών) που ασκούνται ώστε να αναιρούνται εν τοις πράγμασι (η ιστορία του ΣΣΑ διδάσκει, καθώς και της ΕΚΤ).
Μία δεύτερη απάντηση είναι ότι οριζόντιες ομοιόμορφες πολιτικές επιβαλλόμενες σε μη-ομοιόμορφες παραγωγικές βάσεις δημιουργούν μακροπροθέσμως κινδύνους μεγέθυνσης των αποκλίσεων αλλά και αδυναμία αντιμετώπισης βραχυχρόνιων ασύμμετρων διακυμάνσεων (ζητήσεως, προσφοράς, εξωγενών παραγόντων κ.ά.) με αποτέλεσμα την επιβάρυνση εκείνων των οικονομικών μεγεθών που δεν είναι «κλειδωμένα» και ως εκ τούτου θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των ασυμμετριών (μισθοί, εξωτερικό ισοζύγιο, ανεργία κ.ά.). Στην οικονομία όταν εμφανισθεί μια ασυμμετρία κάποιο μέγεθος πρέπει να αναλάβει το κόστος εξισορρόπησης.
Μία τρίτη απάντηση είναι ότι η αντίληψη πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το Μάαστριχτ ζει και βασιλεύει. Πρόκειται για την αντίληψη που οδήγησε στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική του ευρώ, τα κενά και τις αδυναμίες που εκμεταλλεύτηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές για να επιτεθούν εκεί που δημιουργήθηκε το ρήγμα (κρίση δημόσιου χρέους Ελλάδος – κρίση τραπεζικού συστήματος Ιρλανδίας). Οι χρηματοπιστωτικές αγορές επιτίθενται εκεί που δημιουργούνται ρήγματα και επιπλέον όταν μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ, οι χώρες της ευρωζώνης υποστήριζαν–διαλαλούσαν ότι δεν θα προβούν σε διάσωση. Το στοίχημα το κέρδισαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα προληπτικά μέτρα που είχαν θεσπιστεί μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ για να μη φθάσουν οι χώρες στην χρεοκοπία και άρα στην ανάγκη διάσωσης αποδείχθηκαν με την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών λόγια του αέρα.
Σήμερα η Γερμανία και η Γαλλία πρωτίστως, εξακολουθούν να υποστηρίζουν το ίδιο σκεπτικό με τη διαφορά ότι έχουν πάρει πίσω τη «μη διάσωση κρατών», αλλά ενισχύοντας τα προληπτικά μέσα τα οποία πάλι όταν θα υπάρξει η κατάλληλη συγκυρία θα αποδειχθούν ανεπαρκή στο να αποτρέψουν κράτη να μην οδηγηθούν στο Μηχανισμό Διάσωσης. Αυτό θα είναι πάντοτε εύκολο να συμβεί έως ότου η Γερμανία δεν αποδεχτεί ότι η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ενιαίος οικονομικός χώρος και η οικονομική πολιτική θα πρέπει να απευθυνθεί στο «Όλον» και όχι στα «Επιμέρους». Δύσκολο να συμβεί αυτό, για να μην πούμε αδύνατον, χωρίς την πολιτική ενοποίηση. Και εδώ αρχίζουν τα δυσκολότερα. Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Η Σαστισμένη Ευρώπη και πολλά άλλα κείμενα σε μια προσπάθεια να αναδείξω το γεωπολιτικό πρόβλημα της Ευρώπης αλλά και την τεράστια δυσκολία μιας «δημοκρατικής» ενοποίησης της ΕΕ.
Όμως αυτό αποτελεί τη «λυδία λίθο» του ευρωπαϊκού προβλήματος.
Πηγή:Monthly Review
Την υιοθέτηση ενός Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας για τη θωράκιση του ευρώ από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις πρότεινε την Παρασκευή στους ομολόγους της στην ευρωζώνη η Άνγκελα Μέρκελ. Με τη σύμφωνη γνώμη και την αρωγή του Γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζύ, η Γερμανίδα καγκελάριος εισηγείται το συντονισμό των εθνικών πολιτικών σε θέματα όπως το Φορολογικό (κοινοί φορολογικοί συντελεστές), το Μισθολογικό (όχι ΑΤΑ και κατώτατο επίπεδο μισθού) και το Συνταξιοδοτικό (τα 67 έτη για όλους). Η ιδέα της υιοθέτησης ενός Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας εδράζεται στην ανάγκη προστασίας του ευρώ από τις κερδοσκοπικές επιθέσεις των αγορών που υφίστανται με αφορμή τα δημοσιονομικά προβλήματα που ταλανίζουν πολλές εθνικές κυβερνήσεις. Στον πυρήνα του προβλήματος βρίσκεται, κατά το Βερολίνο, η διαφορά ανταγωνιστικότητας των διάφορων οικονομιών της ευρωζώνης. Σύμφωνα με τη γερμανική πρόταση: «Οι υπερχρεωμένες χώρες έχουν ελάχιστες πιθανότητες να πληρώσουν τα χρέη τους μακροπρόθεσμα, αν δεν βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους και δεν πετύχουν υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης […] Για να ξεπεραστεί η δυσπιστία των επενδυτών και για να επιτευχθούν οι στόχοι του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, απαιτείται μια πιο στενή συνεργασία των δημοσιονομικών, οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών σε εθνικό επίπεδο […] Κάθε χώρα πρέπει να σέβεται και να τηρεί τις καλύτερες πρακτικές που αποφασίζονται από κοινού, ώστε να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ευρωζώνης στο σύνολό της».
Τι μπορεί να ειπωθεί για τη βασική θεωρητική αντίληψη που υποβαστάζει το νέο σχέδιο της γερμανικής κυβέρνησης; Οδηγούν ή όχι οι συγκεκριμένες προτάσεις προς μια δημοσιονομική διακυβέρνηση που αναγνωρίζεται από πολλές πλευρές ως απαραίτητη;
Μια πρώτη απάντηση είναι ότι για μια ακόμη φορά, όπως και με τη νομισματική πολιτική, επιχειρείται να επιβληθούν άκαμπτοι κοινοί κανόνες που αφορούν τώρα ζητήματα φορολογίας, μισθολογίας και συντάξεων με σκοπό την εναρμόνιση των επιπέδων εθνικής ανταγωνιστικότητας χωρών που σήμερα προφανώς βρίσκονται σε απόκλιση. Η επιβολή άκαμπτων κανόνων είναι ένα απολύτως αναποτελεσματικό μέτρο χάραξης οικονομικής πολιτικής διότι είναι αδύνατον να εφαρμοσθούν στην πράξη σε συγκεκριμένες συγκυρίες, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις τους είναι τόσο αρνητικές επί αυτών (των πολιτών) που ασκούνται ώστε να αναιρούνται εν τοις πράγμασι (η ιστορία του ΣΣΑ διδάσκει, καθώς και της ΕΚΤ).
Μία δεύτερη απάντηση είναι ότι οριζόντιες ομοιόμορφες πολιτικές επιβαλλόμενες σε μη-ομοιόμορφες παραγωγικές βάσεις δημιουργούν μακροπροθέσμως κινδύνους μεγέθυνσης των αποκλίσεων αλλά και αδυναμία αντιμετώπισης βραχυχρόνιων ασύμμετρων διακυμάνσεων (ζητήσεως, προσφοράς, εξωγενών παραγόντων κ.ά.) με αποτέλεσμα την επιβάρυνση εκείνων των οικονομικών μεγεθών που δεν είναι «κλειδωμένα» και ως εκ τούτου θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος των ασυμμετριών (μισθοί, εξωτερικό ισοζύγιο, ανεργία κ.ά.). Στην οικονομία όταν εμφανισθεί μια ασυμμετρία κάποιο μέγεθος πρέπει να αναλάβει το κόστος εξισορρόπησης.
Μία τρίτη απάντηση είναι ότι η αντίληψη πάνω στην οποία θεμελιώθηκε το Μάαστριχτ ζει και βασιλεύει. Πρόκειται για την αντίληψη που οδήγησε στη συγκεκριμένη αρχιτεκτονική του ευρώ, τα κενά και τις αδυναμίες που εκμεταλλεύτηκαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές για να επιτεθούν εκεί που δημιουργήθηκε το ρήγμα (κρίση δημόσιου χρέους Ελλάδος – κρίση τραπεζικού συστήματος Ιρλανδίας). Οι χρηματοπιστωτικές αγορές επιτίθενται εκεί που δημιουργούνται ρήγματα και επιπλέον όταν μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ, οι χώρες της ευρωζώνης υποστήριζαν–διαλαλούσαν ότι δεν θα προβούν σε διάσωση. Το στοίχημα το κέρδισαν οι χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα προληπτικά μέτρα που είχαν θεσπιστεί μέσω της συνθήκης του Μάαστριχτ για να μη φθάσουν οι χώρες στην χρεοκοπία και άρα στην ανάγκη διάσωσης αποδείχθηκαν με την πίεση των χρηματοπιστωτικών αγορών λόγια του αέρα.
Σήμερα η Γερμανία και η Γαλλία πρωτίστως, εξακολουθούν να υποστηρίζουν το ίδιο σκεπτικό με τη διαφορά ότι έχουν πάρει πίσω τη «μη διάσωση κρατών», αλλά ενισχύοντας τα προληπτικά μέσα τα οποία πάλι όταν θα υπάρξει η κατάλληλη συγκυρία θα αποδειχθούν ανεπαρκή στο να αποτρέψουν κράτη να μην οδηγηθούν στο Μηχανισμό Διάσωσης. Αυτό θα είναι πάντοτε εύκολο να συμβεί έως ότου η Γερμανία δεν αποδεχτεί ότι η ΕΕ πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ενιαίος οικονομικός χώρος και η οικονομική πολιτική θα πρέπει να απευθυνθεί στο «Όλον» και όχι στα «Επιμέρους». Δύσκολο να συμβεί αυτό, για να μην πούμε αδύνατον, χωρίς την πολιτική ενοποίηση. Και εδώ αρχίζουν τα δυσκολότερα. Έχω γράψει ένα βιβλίο με τίτλο Η Σαστισμένη Ευρώπη και πολλά άλλα κείμενα σε μια προσπάθεια να αναδείξω το γεωπολιτικό πρόβλημα της Ευρώπης αλλά και την τεράστια δυσκολία μιας «δημοκρατικής» ενοποίησης της ΕΕ.
Όμως αυτό αποτελεί τη «λυδία λίθο» του ευρωπαϊκού προβλήματος.
Πηγή:Monthly Review
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου