Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Φτώχεια καταραμένη…

Μια από τις πλέον συνηθισμένες παραμέτρους μιας ιδιότυπης ρητορικής της κρίσης είναι η εξιδανίκευση της «επιστροφής στη φτώχεια». Για να το πούμε με λίγα λόγια υπάρχει ένα ιδεατό παρελθόν, πτωχής πλην εντίμου συμβίωσης της κοινωνίας μας στο οποίο, θέλοντας και μη, θα επιστρέψουμε μέσα από τη συρρίκνωση των εισοδημάτων, την απώλεια θέσεων εργασίας, την κατρακύλα.
Θα γίνουμε, λένε, καλύτεροι άνθρωποι, θα μάθουμε να ζούμε με τα λίγα, όπως οι παππούδες μας, θα ξαναβρούμε τη σχέση μας με τη γη τη φύση και το συνάνθρωπο. Κι ακόμα θα κόψουμε κακές καταναλωτικές και διατροφικές συνήθειες, ο πολιτισμός μας θα ανέλθει, θα λέμε καλημέρα στο διπλανό μας, δε θα είμαστε «σκλάβοι του χρήματος».
Αυτό το μάντρα το ακούμε διαρκώς από διάφορες πηγές εκπορευόμενο. Αποτελεί μια παράδοξη εκδοχή του «να κάνουμε την κρίση ευκαιρία». Μια χαρακτηριστική εκδοχή του μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αλλά δεν είναι η μόνη. Υπάρχουν κι άλλες και προ παντός υπάρχει μια υπόγεια επανάληψη αυτού του σχήματος «ναι είχαμε ξεφύγει, ας ζήσουμε όπως οι γιαγιάδες κι οι παππούδες  μας ίσως είναι καλύτερα».
Ας κάνουμε , κατ’ αρχήν σαφές ότι αυτό το εξιδανικευμένο παρελθόν ουδέποτε υπήρξε. Μια κατασκευή είναι, μια φούσκα. Ποτέ δεν υπήρξε η φτωχή πλην έντιμη κι ευτυχισμένη κοινωνία που ήξερε να περνάει με τα λίγα και στερημένη αλλά να περνάει καλά.

Για όποιον μπορεί να ανατρέξει σε έγκυρες πηγές, ή να ανακαλέσει στη μνήμη του καταστάσεις από το μικρόκοσμο το σκηνικό είναι σαφές: πριν από κάποιες δεκαετίες, ίσως να επιβίωναν σε μικρές κοινότητες κάποιοι δεσμοί αλληλεγγύης που σήμερα δεν απαντώνται ειδικά στα αστικά κέντρα.
Όπως ταυτόχρονα υπήρχε στέρηση, αμάθεια, έλλειψη ανοχής και σεβασμού, κακογλωσσιά, νταηλίκια, ρουφιανιές. Υπήρχε στέρηση όχι μόνο υλικών αγαθών, αλλά και δικαιωμάτων. Με το χωροφύλακα να παραμονεύει στην πόρτα. Με κάποιους –όχι λίγους- φυλακή για τα φρονήματά τους.
Και βέβαια με κάποιους άλλους, σε μια ακραία ταξική αντίθεση, να νέμονται τον πλούτο,  να στέλνουν τα παιδιά για σπουδές στο εξωτερικό, να κάνουν ταξίδια, να κυκλοφορούν με τα ελάχιστα αυτοκίνητα, να τρώνε άσπρο ψωμί. Δεν ήταν μια κατάσταση εξισωτισμού, έστω με τα λίγα, κάθε άλλο.
Κι έπειτα, στην τελική ανάλυση, οι άνθρωποι είχαν επίγνωση αυτής της κατάστασης, καθόλου μα καθόλου δεν τους άρεσε, πάλευαν να ξεφύγουν, όσο και όπως μπορούσαν από αυτήν. Ίσως στην προσπάθεια τους να γεννήθηκαν εκτρώματα, όπως τεράστιες πόλεις και ερήμωση της υπαίθρου, αλλά πολύ απλά κινήθηκαν έτσι όχι γιατί το επέλεξαν, αλλά γιατί ένιωθαν, και εν πολλοίς ήταν, υποχρεωμένοι να το κάνουν.
Ύστερα είναι κι αυτό το συλλογικό, θολό, αόριστο και γενικό «είχαμε ξεφύγει». Αυτή η συλλογική αυτοενοχοποίηση για την οποία ήρθε τώρα, τάχα, ο λογαριασμός. Για καθίστε ένα λεπτό. Δε ζήσαμε όλοι και όλες σε καμιά φούσκα  υπερκατανάλωσης κι ευημερίας. Ούτε στα μπουζούκια συχνάζαμε όλοι μαζί παρέα, ούτε αμάξια σαν τα πουκάμισα αλλάζαμε. Ούτε διακοποδάνεια πήραμε όλοι και όλες, ούτε  με μαύρο χρήμα και σκοτεινούς λογαριασμούς συνδεθήκαμε.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε επίσης κόσμος που ίσα που τα έφερνε βόλτα, κι άλλοι που τα έβγαζαν πέρα με σχετική άνεση, χωρίς υπερβολές χωρίς τις αποκαλούμενες ακρότητες. Και κάποιοι βελτίωσαν τη ζωή τους. Ναι τη βελτίωσαν με υλικούς όρους. Πήγαν διακοπές, έφτιαξαν το σπίτι στο χωριό, απόκτησαν κεραμίδι κι έβαλαν από κάτω το κεφάλι τους. Μικροαστικά όνειρα θα μου πείτε. Ίσως. Να πιάσουμε τη βέργα των δήθεν ασκητικών κηνσόρων μας και να τους βαρέσουμε.
Υπήρχαν βέβαια κι όσοι  υπερκατανάλωσαν σε μια προκλητική επίδειξη χλιδής και πλούτου. Πάντα υπήρχαν. Και ποιος μας λέει ότι δε θα συνεχίσουν να υπάρχουν; Μια χαρά γλεντούσαν οι μαυραγορίτες στην Κατοχή, και το δυστύχημα είναι ότι οι περισσότεροι από δαύτους συνέχισαν να το κάνουν και μετά…
Όμως στην ουσία του το ερώτημα, ή το δίλημμα δεν υφίσταται. Το σπιράλ της ιστορικής εξέλιξης δεν σουλατσάρει μπροστά πίσω κατά το δοκούν. Πουθενά δεν πρόκειται να επιστρέψουμε, ούτε στο εξιδανικευμένο παρελθόν, ούτε αλλού. Με όλες αυτές τις αλλαγές που χειροτερεύουν τη ζωή μας, βαδίζουμε προς καταστάσεις που δεν έχουν προϋπάρξει.
Δεν θα γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, μάλλον χειρότεροι θα γίνουμε, υπακούοντας και στην επιταγή μιας θεοποιημένης ανταγωνιστικότητας. Η διάλυση του κοινωνικού κράτους θ’ αφήσει συντρίμμια και θύματα που καμιά ρόδινη φιλανθρωπία, του χωριού ή της γειτονιάς,  δεν θα μπορέσει να καλύψει. Η διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης φέρνει αμάθεια και μόνο. Η ανεργία διαλύει όνειρα και ζωές, δεν φέρνει κανέναν εξαγνισμό και αυτοβελτίωση.
Στο βιβλίο του «Η χρονιά της ερήμου» ο Πέδρο Μαϊράλ, περιγράφει με ενάργεια την έξοδο, τη φυγή από τις πόλεις που σιγά σιγά  διαλύονται, πραγματικά και μεταφορικά. Δεν πρόκειται για καμιά ελπιδοφόρα επιστροφή στη γη και στη φύση, ή για την αναγέννηση της υπαίθρου. Για κατρακύλα στην ακραία βαρβαρότητα πρόκειται.
Το σημαντικότερο; Αυτή η δήθεν επιστροφή δεν πραγματοποιείται κατόπιν επιλογής. Αναγκαστική και τραυματική είναι για τον περισσότερο κόσμο.
Τη δικαίωση μιας εποχής στερήσεων και ένδειας την έχουν πολλοί επιχειρήσει σε διάφορες συγκυρίες και με πολλούς τρόπους. «Μακάριοι οι πένητες» λέει άλλωστε κι η σχετική  ευαγγελική περικοπή. Δεν μπαίνω όμως στα χωράφια μιας ανταμοιβής στο επέκεινα. Ας τα εξηγήσουν άλλοι αυτά.
Εκείνο που γνωρίζουμε οι περισσότεροι είναι ότι δεν κρύβονται ευκαιρίες στην έκπτωση στην οποία μας οδηγούν. Στο κάτω κάτω ήξεραν τι έλεγαν οι παλιοί όταν έλεγαν «φτώχεια καταραμένη». Γι’ αυτό ακριβώς δεν θέλουμε να τη ζήσουμε. Ας κάνουμε ότι μπορούμε γι’ αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: