Γράφει ο φιλόλογος-πρώην βουλευτής Νίκος Λεβογιάννης
Σαραντατέσσερα χρόνια έχουν περάσει από κείνη την αποφράδα μέρα της 23ης Μαΐου 1967 κι όμως σαν να ήταν χτες. Απ’ το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όταν οι ερπύστριες των τανκς ακούγονταν στους δρόμους της Αθήνας, με αγωνία αναζητούσαμε οι ναξιώτες φοιτητές να μάθουμε τι γίνεται ο Μανδηλαράς. Το προηγούμενο διάστημα στις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, στην αίθουσα του στρατοδικείου, αλλά και σε άλλες συγκεντρώσεις, χαιρόμαστε να τον βλέπουμε, να τον ακούμε, να του μιλάμε, να ανταλλάσσουμε μαζί του απόψεις. Το ίδιο χαιρόταν κι Εκείνος όταν μας έβλεπε.
Η χούντα μας έκοψε αυτή την επαφή και αγωνιωδώς αναζητούσαμε πλέον πληροφορίες για την τύχη του. Όλοι ανησυχούσαμε. Δεν ακούστηκε, ούτε γράφτηκε αν τον έπιασαν, αν τον εκτόπισαν, αν τον φυλάκισαν. Ώσπου στις 23 Μαΐου 1967 έσκασε η φοβερή είδηση στους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς αρχικά και την επόμενη μέρα στις αθηναϊκές εφημερίδες.
Όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίζουμε από κοντά τον Νικηφόρο, όσοι τον ακούγαμε να μιλάει στις λαϊκές συγκεντρώσεις στα θέατρα «ΑΚΡΟΠΟΛ», «ΔΙΑΝΑ» και «ΓΚΛΟΡΙΑ» της Ιπποκράτους, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στη γενική συνέλευση του Συλλόγου Κυκλαδιτών φοιτητών στην αίθουσα της Αδελφότητας Τηνίων, νιώσαμε το κενό που νιώθει όποιος χάνει κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο. Για μας τότε ο Νικηφόρος ήταν ο πολιτικός μας φίλος, ο άνθρωπος που ρουφούσαμε τα λόγια του, που αποστηθίζαμε τα συνθήματα και τις εύστοχες και καυστικές ατάκες του, που με περηφάνια λέγαμε ότι είναι πατριώτης μας, ότι τον ξέρουμε, ότι είμαστε φίλοι του. Ναι ο Νικηφόρος ήταν ο πολιτικός μας καθοδηγητής, ο άνθρωπος που μας εξέφραζε και μας ενέπνεε ιδεολογικά. Δίπλα του νιώθαμε πολιτική σιγουριά και ιδεολογική ζεστασιά. Διαβάζαμε την εφημερίδα του με αφοσίωση και πάθος.
Προσωπικά ένιωσα δέος και συνάμα βαθειά συγκίνηση όταν μου πρότεινε να είμαι εκφωνητής στην προεκλογική του συγκέντρωση στην πλατεία Ψυρρή λίγες μόνο μέρες πριν την χούντα της 21ης Απριλίου.
Ο Νικηφόρος για τον λαό είχε γίνει θρύλος πολύ πριν τον δολοφονήσουν, ίσως και γι αυτό τον δολοφόνησαν. Και ο λαός καταχωρεί στους θρύλους αγωνιστές και παλικάρια, τους ήρωες και τους μάρτυρες, κάνει αθάνατους εκείνους που δεν τους σκοτώνει το σίδερο, που δεν τους λιώνει η φωτιά. Κι ο Νικηφόρος έμεινε στους θρύλους του λαού, δεν πέθανε πίστευαν για χρόνια οι ναξιώτες, δεν μπορεί Εκείνος να πέθανε, κάπου βρίσκεται, έλεγαν, και θα εμφανιστεί ξαφνικά.
Πόσο αλήθεια αυτός ο θρύλος μοιάζει με κείνο της γοργόνας του Μεγαλέξαντρου που σταματούσε τα καράβια, λέει, μεσοπέλαγα για να ρωτήσει αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Κι αν δεν της έλεγαν ότι ζει, τα βούλιαζε.
Όσοι, κυρίως απλοί άνθρωποι, γνώρισαν από κοντά τον Νικηφόρο εκείνα τα πέτρινα και συνάμα ηρωικά χρόνια, έχουν πάντοτε να θυμούνται κάτι από Κείνον, κάτι απ’ το μεγαλείο και την απλότητά του, απ’ την κοφτερή πολιτική του σκέψη.
Ένας απ’ αυτούς κι εγώ, σκέφτηκα να καταγράψω τις μνήμες μερικών από εκείνους που θυμούνται τον δολοφονημένο αγωνιστή, όχι μόνο κάθε Μάη, αλλά τον έχουν στην ψυχή και την καρδιά τους. Αφηγήσεις απλών ανθρώπων, ναξιωτών και άλλων, που είχαν την μεγάλη τύχη να γνωρίσουν από κοντά τον αδικοσκοτωμένο αγωνιστή.
*
χαρισματικός μα και ευπρεπής ο Νικηφόρος Μανδηλαράς
αφήγηση του συνταξιούχου σήμερα δικηγόρου Γιώργου Πέππα
Το έφερε η τύχη να συναντηθώ με τον αντισυνταγματάρχη τότε Αρ. Δαμβουνέλη, όταν υπηρετούσα στρατιώτης στα Τεθωρακισμένα. Γιος μεταλλωρύχου στην Καμάριζα Λαυρίου, όπως και ο πατέρας μου, γνωρίζονταν από παιδιά. Διοικητής της ΚΥΠ επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου (1963-1965) με πήρε κοντά του σ’ αυτή την υπηρεσία, όπου μετά την απόλυσή μου παρέμεινα ως υπάλληλος με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ώσπου η κυβέρνηση των αποστατών με απέλυσε τον Ιούλιο του 1965.
Όταν ξέσπασε η κατασκευασμένη «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ» και ο αντισυνταγματάρχης Δαμβουνέλης βρέθηκε «κατηγορούμενος», ο ανεκδιήγητος ανακριτής Λαγάνης μου έκανε την τιμή να με καλέσει ως μάρτυρα στη διάρκεια των ανακρίσεων και στη συνέχεια στο ακροατήριο, παρ’ όλον ότι η κατάθεσή μου δεν εξυπηρετούσε τους στόχους της σκευωρίας. Το έγγραφο της κλήσης ως τόσο με βόλευε, γιατί με αυτό μπόρεσα να παρακολουθήσω αρκετά μεγάλο μέρος της παρωδίας της δίκης και να επικοινωνώ στα διαλείμματα με τους κατηγορούμενους και κυρίως με τον Αρ. Δαμβουνέλη.
Πολλοί οι άξιοι δικηγόροι της υπεράσπισης των δημοκρατικών αξιωματικών, ο Στ. Κανελλόπουλος, ο Ευαγγ. Γιαννόπουλος και άλλοι. Μα ο Νικηφόρος Μανδηλαράς με το ωραίο του παράστημα ξεχώριζε. Εύστοχος στις ερωτήσεις έφερνε σε δύσκολη θέση τους ψευδομάρτυρες, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους ήταν αξιωματικοί. Ξεροκοκκίνιζαν καταθέτοντας άσχετα πράγματα μη μπορώντας φυσικά να εξηγήσουν γιατί ήσαν επιλήψιμα, αλλά δασκαλεμένοι στο φροντιστήριο του Σάββα Κωνσταντόπουλου, απαντούσαν «εγώ γεγονότα καταθέτω» και τα γεγονότα δεν ήσαν παρά κοινωνικές συναναστροφές ή συνηθισμένες εκφράσεις που όμως χαρακτηρίζονταν …συνθηματικές, όπως μια φράση του ίλαρχου Βλάχου, με την οποία εξέφραζε τον θαυμασμό του για ένα αυτοκίνητο «Άλφα Ρομεό», αλλά ερμηνεύτηκε από τους διοργανωτές της σκευωρίας ως έκφραση θαυμασμού προς τον …Ανδρέα Παπανδρέου. Η «Άλφα Ρομέο» έγινε στα αρρωστημένα μυαλά των σκευωρών συνθηματική φράση για τον …Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις παρεμβάσεις του ο Νικηφόρος δεν παρέλειπε να «πετάει και αρκετές μπηχτές», όπως: «όποιου το επώνυμο καταλήγει σε -μπουργκ, αυτός δεν είναι Έλληνας». Ο Πρόεδρος του στρατοδικείου Θ. Καμπέρης …τσίμπησε και τον ρώτησε «Ποιον εννοείς;», προσδοκώντας να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Κι ο ετοιμόλογος Νικηφόρος Μανδηλαράς του απάντησε: «εννοώ τον συγγραφέα Ελία Έρεμπουργκ, κύριε Πρόεδρε!!!», προκαλώντας φυσικά τα γέλια μεταξύ των συνηγόρων και των κατηγορουμένων, εντείνοντας όμως παράλληλα και το βαθύ μίσος που έτρεφαν εναντίον του οι στρατοδίκες και ο βασιλικός επίτροπος Ηλ. Παπαπούλος.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς θα μπορούσε να κερδίζει πολλά χρήματα ως δικηγόρος. Κι όμως συνέβαινε το αντίθετο. Σε κάποιο διάλειμμα της δίκης έκπληκτοι οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί είδαν τις τρύπιες σόλες των παπουτσιών του. Ο Αρ. Δαμβουνέλης μου είχε πει πως συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να του προσφέρουν ένα ποσό ως αμοιβή για να τον ενισχύσουν, αλλά αυτός δεν τους άφησε περιθώρια ούτε να το αποπειραθούν!
Χαρισματικός μα και ευπρεπής ο Μανδηλαράς. Τον παρακαλούσαν μερικοί κατηγορούμενοι να κάνει ερωτήσεις στους μάρτυρες και για λογαριασμό τους, αυτός όμως αρνιόταν ευγενικά «Δεν μου επιτρέπεται. Είναι ο συνάδελφος», απαντούσε.
vimanaxou
Σαραντατέσσερα χρόνια έχουν περάσει από κείνη την αποφράδα μέρα της 23ης Μαΐου 1967 κι όμως σαν να ήταν χτες. Απ’ το πρωί της 21ης Απριλίου 1967, όταν οι ερπύστριες των τανκς ακούγονταν στους δρόμους της Αθήνας, με αγωνία αναζητούσαμε οι ναξιώτες φοιτητές να μάθουμε τι γίνεται ο Μανδηλαράς. Το προηγούμενο διάστημα στις διαδηλώσεις στο κέντρο της Αθήνας, στην αίθουσα του στρατοδικείου, αλλά και σε άλλες συγκεντρώσεις, χαιρόμαστε να τον βλέπουμε, να τον ακούμε, να του μιλάμε, να ανταλλάσσουμε μαζί του απόψεις. Το ίδιο χαιρόταν κι Εκείνος όταν μας έβλεπε.
Η χούντα μας έκοψε αυτή την επαφή και αγωνιωδώς αναζητούσαμε πλέον πληροφορίες για την τύχη του. Όλοι ανησυχούσαμε. Δεν ακούστηκε, ούτε γράφτηκε αν τον έπιασαν, αν τον εκτόπισαν, αν τον φυλάκισαν. Ώσπου στις 23 Μαΐου 1967 έσκασε η φοβερή είδηση στους ξένους ραδιοφωνικούς σταθμούς αρχικά και την επόμενη μέρα στις αθηναϊκές εφημερίδες.
Όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίζουμε από κοντά τον Νικηφόρο, όσοι τον ακούγαμε να μιλάει στις λαϊκές συγκεντρώσεις στα θέατρα «ΑΚΡΟΠΟΛ», «ΔΙΑΝΑ» και «ΓΚΛΟΡΙΑ» της Ιπποκράτους, στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου, στη γενική συνέλευση του Συλλόγου Κυκλαδιτών φοιτητών στην αίθουσα της Αδελφότητας Τηνίων, νιώσαμε το κενό που νιώθει όποιος χάνει κάποιον πολύ δικό του άνθρωπο. Για μας τότε ο Νικηφόρος ήταν ο πολιτικός μας φίλος, ο άνθρωπος που ρουφούσαμε τα λόγια του, που αποστηθίζαμε τα συνθήματα και τις εύστοχες και καυστικές ατάκες του, που με περηφάνια λέγαμε ότι είναι πατριώτης μας, ότι τον ξέρουμε, ότι είμαστε φίλοι του. Ναι ο Νικηφόρος ήταν ο πολιτικός μας καθοδηγητής, ο άνθρωπος που μας εξέφραζε και μας ενέπνεε ιδεολογικά. Δίπλα του νιώθαμε πολιτική σιγουριά και ιδεολογική ζεστασιά. Διαβάζαμε την εφημερίδα του με αφοσίωση και πάθος.
Προσωπικά ένιωσα δέος και συνάμα βαθειά συγκίνηση όταν μου πρότεινε να είμαι εκφωνητής στην προεκλογική του συγκέντρωση στην πλατεία Ψυρρή λίγες μόνο μέρες πριν την χούντα της 21ης Απριλίου.
Ο Νικηφόρος για τον λαό είχε γίνει θρύλος πολύ πριν τον δολοφονήσουν, ίσως και γι αυτό τον δολοφόνησαν. Και ο λαός καταχωρεί στους θρύλους αγωνιστές και παλικάρια, τους ήρωες και τους μάρτυρες, κάνει αθάνατους εκείνους που δεν τους σκοτώνει το σίδερο, που δεν τους λιώνει η φωτιά. Κι ο Νικηφόρος έμεινε στους θρύλους του λαού, δεν πέθανε πίστευαν για χρόνια οι ναξιώτες, δεν μπορεί Εκείνος να πέθανε, κάπου βρίσκεται, έλεγαν, και θα εμφανιστεί ξαφνικά.
Πόσο αλήθεια αυτός ο θρύλος μοιάζει με κείνο της γοργόνας του Μεγαλέξαντρου που σταματούσε τα καράβια, λέει, μεσοπέλαγα για να ρωτήσει αν ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος; Κι αν δεν της έλεγαν ότι ζει, τα βούλιαζε.
Όσοι, κυρίως απλοί άνθρωποι, γνώρισαν από κοντά τον Νικηφόρο εκείνα τα πέτρινα και συνάμα ηρωικά χρόνια, έχουν πάντοτε να θυμούνται κάτι από Κείνον, κάτι απ’ το μεγαλείο και την απλότητά του, απ’ την κοφτερή πολιτική του σκέψη.
Ένας απ’ αυτούς κι εγώ, σκέφτηκα να καταγράψω τις μνήμες μερικών από εκείνους που θυμούνται τον δολοφονημένο αγωνιστή, όχι μόνο κάθε Μάη, αλλά τον έχουν στην ψυχή και την καρδιά τους. Αφηγήσεις απλών ανθρώπων, ναξιωτών και άλλων, που είχαν την μεγάλη τύχη να γνωρίσουν από κοντά τον αδικοσκοτωμένο αγωνιστή.
*
χαρισματικός μα και ευπρεπής ο Νικηφόρος Μανδηλαράς
αφήγηση του συνταξιούχου σήμερα δικηγόρου Γιώργου Πέππα
Το έφερε η τύχη να συναντηθώ με τον αντισυνταγματάρχη τότε Αρ. Δαμβουνέλη, όταν υπηρετούσα στρατιώτης στα Τεθωρακισμένα. Γιος μεταλλωρύχου στην Καμάριζα Λαυρίου, όπως και ο πατέρας μου, γνωρίζονταν από παιδιά. Διοικητής της ΚΥΠ επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου (1963-1965) με πήρε κοντά του σ’ αυτή την υπηρεσία, όπου μετά την απόλυσή μου παρέμεινα ως υπάλληλος με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ώσπου η κυβέρνηση των αποστατών με απέλυσε τον Ιούλιο του 1965.
Όταν ξέσπασε η κατασκευασμένη «υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ» και ο αντισυνταγματάρχης Δαμβουνέλης βρέθηκε «κατηγορούμενος», ο ανεκδιήγητος ανακριτής Λαγάνης μου έκανε την τιμή να με καλέσει ως μάρτυρα στη διάρκεια των ανακρίσεων και στη συνέχεια στο ακροατήριο, παρ’ όλον ότι η κατάθεσή μου δεν εξυπηρετούσε τους στόχους της σκευωρίας. Το έγγραφο της κλήσης ως τόσο με βόλευε, γιατί με αυτό μπόρεσα να παρακολουθήσω αρκετά μεγάλο μέρος της παρωδίας της δίκης και να επικοινωνώ στα διαλείμματα με τους κατηγορούμενους και κυρίως με τον Αρ. Δαμβουνέλη.
Πολλοί οι άξιοι δικηγόροι της υπεράσπισης των δημοκρατικών αξιωματικών, ο Στ. Κανελλόπουλος, ο Ευαγγ. Γιαννόπουλος και άλλοι. Μα ο Νικηφόρος Μανδηλαράς με το ωραίο του παράστημα ξεχώριζε. Εύστοχος στις ερωτήσεις έφερνε σε δύσκολη θέση τους ψευδομάρτυρες, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους ήταν αξιωματικοί. Ξεροκοκκίνιζαν καταθέτοντας άσχετα πράγματα μη μπορώντας φυσικά να εξηγήσουν γιατί ήσαν επιλήψιμα, αλλά δασκαλεμένοι στο φροντιστήριο του Σάββα Κωνσταντόπουλου, απαντούσαν «εγώ γεγονότα καταθέτω» και τα γεγονότα δεν ήσαν παρά κοινωνικές συναναστροφές ή συνηθισμένες εκφράσεις που όμως χαρακτηρίζονταν …συνθηματικές, όπως μια φράση του ίλαρχου Βλάχου, με την οποία εξέφραζε τον θαυμασμό του για ένα αυτοκίνητο «Άλφα Ρομεό», αλλά ερμηνεύτηκε από τους διοργανωτές της σκευωρίας ως έκφραση θαυμασμού προς τον …Ανδρέα Παπανδρέου. Η «Άλφα Ρομέο» έγινε στα αρρωστημένα μυαλά των σκευωρών συνθηματική φράση για τον …Ανδρέα Παπανδρέου.
Στις παρεμβάσεις του ο Νικηφόρος δεν παρέλειπε να «πετάει και αρκετές μπηχτές», όπως: «όποιου το επώνυμο καταλήγει σε -μπουργκ, αυτός δεν είναι Έλληνας». Ο Πρόεδρος του στρατοδικείου Θ. Καμπέρης …τσίμπησε και τον ρώτησε «Ποιον εννοείς;», προσδοκώντας να τον φέρει σε δύσκολη θέση. Κι ο ετοιμόλογος Νικηφόρος Μανδηλαράς του απάντησε: «εννοώ τον συγγραφέα Ελία Έρεμπουργκ, κύριε Πρόεδρε!!!», προκαλώντας φυσικά τα γέλια μεταξύ των συνηγόρων και των κατηγορουμένων, εντείνοντας όμως παράλληλα και το βαθύ μίσος που έτρεφαν εναντίον του οι στρατοδίκες και ο βασιλικός επίτροπος Ηλ. Παπαπούλος.
Ο Νικηφόρος Μανδηλαράς θα μπορούσε να κερδίζει πολλά χρήματα ως δικηγόρος. Κι όμως συνέβαινε το αντίθετο. Σε κάποιο διάλειμμα της δίκης έκπληκτοι οι κατηγορούμενοι αξιωματικοί είδαν τις τρύπιες σόλες των παπουτσιών του. Ο Αρ. Δαμβουνέλης μου είχε πει πως συνεννοήθηκαν μεταξύ τους να του προσφέρουν ένα ποσό ως αμοιβή για να τον ενισχύσουν, αλλά αυτός δεν τους άφησε περιθώρια ούτε να το αποπειραθούν!
Χαρισματικός μα και ευπρεπής ο Μανδηλαράς. Τον παρακαλούσαν μερικοί κατηγορούμενοι να κάνει ερωτήσεις στους μάρτυρες και για λογαριασμό τους, αυτός όμως αρνιόταν ευγενικά «Δεν μου επιτρέπεται. Είναι ο συνάδελφος», απαντούσε.
vimanaxou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου