του Αλέξανδρου Σταθακιού*
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα, μάλλον ξεκινά να έχει πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον με την δυναμική εμφάνιση του Κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αφού πριν δεν είχαμε στην χώρα μας μαζικά Σοσιαλιστικά κόμματα, τέτοια που να αναγκάσουν τον χώρο της Εκκλησίας , να ασχοληθεί ευδιάκριτα μαζί τους. Αν μπορεί κανείς να σταχυολογήσει κάποιες αναφορές, μάλλον θα πρέπει να τις συμπεριλάβει στην συνολικότερη αντίδραση ενός συμπαγούς τμήματος του εκκλησιαστικού χώρου απέναντι στις «νέες ιδέες». Έτσι οι σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα ξεκινάν μέσα σε ένα δύσκολο, συγκρουσιακό πλαίσιο που διαμορφώνει αυτή και μόνο η πραγματικότητα των δύο χώρων: Από την μια έχουμε ένα Κομμουνιστικό κίνημα που «δεν ξεχνά» ότι η μαχητική αθεΐα είναι μία θεωρητική του αρχή. Από την άλλη μια Εκκλησία ταυτισμένη με το Κράτος που το κίνημα αυτό θέλει να ανατρέψει.
Μια Εκκλησία που, ιδιαίτερα εκείνον τον καιρό, λίγο πριν- λίγο μετά από το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», δονείται από τον αμφιλεγόμενο «εθναρχικό» της ρόλο και αντιδρά λυσσαλέα απέναντι σε όποιον θέλει να τον περιορίσει. Επιπρόσθετα η πρακτική των Μπολσεβίκων απέναντι στην ομόδοξη Ρωσική Εκκλησία, θα ενισχύσει την επιθετικότητα των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Φωνές σαν αυτή του Μπερδιάγεφ , που συνδέουν την μεταεπαναστατική κατάσταση της Ρωσικής Εκκλησίας με το πώς αυτή είχε τοποθετηθεί προεπαναστατικά απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα, θα ακουστούν δυστυχώς από μια μικρή μειοψηφία εντός της Ελλαδικής Εκκλησίας (π.χ. ο Ειρηναίος Σάμου).
Όταν κανείς μιλάει για Εκκλησία και Αριστερά, κάνει μια σύμβαση. Αναφέρεται στο «στελεχιακό δυναμικό» και των δύο χώρων που εκφέρει σχετικό δημόσιο λόγο. Στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που δημιούργησαν τους εργατικούς, συνεταιριστικούς και άλλους αγώνες του μεσοπολέμου είχαν αναφορές στην Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκαν και υποστήριξαν στελέχη του «άθεου» ΚΚΕ. Η «μεγάλη συνάντηση» θα λάβει χώρα στα πλαίσια της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης. Η συνάντηση αυτή από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος, θα οδηγήσει και σε επίσημη «τροποποίηση της γραμμής» με το περίφημο άρθρο του Ζαχαριάδη στον Ριζοσπάστη της 9 .9. 1945 με τίτλο «Ορθοδοξία», που αναγνώριζε διαχρονικά «προοδευτικό ρόλο» σε ένα σημαντικό τμήμα της Εκκλησίας. Από την άλλη τμήμα του κλήρου, ακόμη και επίσκοποι, που είχε στενές σχέσεις με το ΕΑΜ, υποστήριζε να λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα της Ελλάδας με δυναμικό τρόπο. Η σχέση αυτή που ξεκίνησε δύσκολα, φαινόταν να παίρνει έναν πιο λειτουργικό δρόμο.
Παρόλα αυτά το τραυματικότερο σημείο είναι αμέσως μετά: Το μεγαλύτερο μέρος αυτού που μπορεί να περιγραφεί ως ελλαδικός εκκλησιαστικός χώρος χρησιμοποιήθηκε κατά τον εμφύλιο και κυρίως μετά ως ένα σημαντικό τμήμα του μηχανισμού κρατικής προπαγάνδας. Βεβαίως εδώ πρωτοστάτησαν οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της επίσημης Εκκλησίας ουσιαστικά στην περίοδο αυτή είχε καταληφθεί από ανθρώπους αυτών των αντιλήψεων. Μάλιστα αντίθετες σε αυτή την κατάσταση φωνές εντός του εκκλησιαστικού χώρου διώκονταν συγκεκαλυμμένα, ή ορισμένες φορές και φανερά.
Κάποια πράγματα θα μείνουν ανεξίτηλα: Για παράδειγμα οι «δηλώσεις μετανοίας» των εξόριστων και φυλακισμένων που συχνά διαβάζονταν από τον παππά του χωριού μετά την λειτουργία, ή ο ρόλος που είχαν -ή υποχρεώνονταν να έχουν- οι καθηγητές θρησκευτικών στα σχολεία. Έχω την αίσθηση καταστάσεις από αυτή την εποχή, που λειτουργούν ακόμα και σήμερα στο συλλογικό ασυνείδητο, δημιουργούν αμφίπλευρα δυσκολίες σε μία ψύχραιμη σχέση Εκκλησίας και Αριστεράς: Από την μια ένα ευδιάκριτο τμήμα της Εκκλησίας που ζητά «μεγαλεία εντός του κράτους», αυτή την εποχή αποζητά. Όμως το κράτος έδινε την πρωτοκαθεδρία στην Εκκλησία σε κάποιους τομείς υστερόβουλα: Για να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή της επιρροή στην συγκρότηση και την συγκράτηση ενός αυταρχικού συστήματος «διαχείρισης» ανθρώπων. Από την άλλη ένα τμήμα της Αριστεράς ταυτίζει σχεδόν όλον τον εκκλησιαστικό χώρο με την ανελευθερία και την «αντίδραση», περιμένοντας από κάθε άνθρωπο της Εκκλησίας να λειτουργεί όπως ο σκυθρωπός ιεροκήρυκας εκείνης της εποχής.
Η μεταπολίτευση βέβαια άλλαξε το σκηνικό σε αυτή την κατάσταση. Η ηρωική αντίσταση κάποιων ιερωμένων σαν τον παπα-Πυρουνάκη, οι επιρροές της θεολογίας της απελευθέρωσης που έρχονταν από την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική, ως ένα σημείο και η προσπάθεια διάκρισης του Ορθόδοξου κοινοτικού πνεύματος σε σχέση με τον Παπικό εξουσιαστικό συγκεντρωτισμό από την μια, αλλά και την Προτεσταντική ηθική που κατά τον Μαξ Βέμπερ έχει σχέση με το «πνεύμα του Καπιταλισμού», δημιούργησαν βάσεις πλησιάσματος και διαλόγου. Ορόσημο αυτής της κατάστασης η συμμετοχή του κόμματος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», ενός κόμματος με έντονες αναφορές στην Εκκλησία και ουσιαστικά γέννημα αυτού του αμφιλεγόμενου μεταπολεμικού εκκλησιαστικού χώρου, σε ένα συνασπισμό κομμάτων υπό τον τίτλο «Συμμαχία της Αριστεράς» το 1977.
Επικεντρώνοντας αναγκαστικά στα πλαίσια αυτού του άρθρου θα λέγαμε ότι όλο αυτό το ιστορικό υλικό συνεχίζει να είναι παρών ως υπόστρωμα κάθε φορά που γεννιέται μια κατάσταση στις σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς, αλλά σε ρεαλιστικό επίπεδο δυο είναι τα θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Και βέβαια όχι ως ένα μεταξύ των δύο παιγνίδι που εκκρεμεί από καιρό, αλλά ως τμήμα του συνολικού διαλόγου της Εκκλησίας με την Κοινωνία.
Τα θέματα αυτά είναι ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος και η εκκλησιαστική περιουσία. Θέματα που με διάφορες αφορμές βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως για παράδειγμα με την ιστορία «των ταυτοτήτων», διότι, όπως και πάρα πολλά σημαντικά ζητήματα δεν θέλησε να τα αντιμετωπίσει ουσιαστικά ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, πλην ίσως του Αντώνη Τρίτση, που δεν «πρόκανε»…
Και για τα δυο ζητήματα μπορεί να βρεθεί λύση με την επίδειξη «γενναιότητας» και από τις δυο πλευρές. Για το πρώτο θέμα, εφόσον μπορεί να συμφωνηθεί ένας αμοιβαία επωφελής χωρισμός. Η Εκκλησία μετατρέπεται σήμερα ολοένα και περισσότερο σε ένα «απολίθωμα» εντός του χώρου του Κράτους, ένας απλά ξεπερασμένος θεσμός τελετουργικής χρήσης, ενώ ο χωρισμός δυνητικά θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για μια αυτοδύναμη, αναπτυσσόμενη κοινότητα πιστών μέσα σε μια πολυτασική κοινωνία. Από την άλλη η Αριστερά θα μπορούσε να δει το θέμα σε όλες του τις λεπτομέρειες και η πρόσφατη ομιλία του Δημήτρη Βίτσα στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» που αναφέρθηκε στον παππά του χωριού του και τη σημασία του ρόλου του, είναι ένδειξη μια τέτοιας αντιμετώπισης. Για το θέμα της περιουσίας είναι αναγκαίο να κατανοήσουν όλοι στην Εκκλησία, ότι η Αριστερά δεν είναι δυνατό να συμβιβαστεί με μεγάλη περιουσία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των αδυνάτων και ιδιαίτερα όταν αυτή χρησιμοποιείται ως «κεφάλαιο» με τον τρόπο των καπιταλιστών. Από την άλλη και η Αριστερά μπορεί να δεχτεί πως μια αυτοδύναμη και κοινωνικά προσανατολισμένη Εκκλησία έχει ανάγκη κάποια περιουσία για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό της έργο.
Κλείνοντας, Αριστερά και Εκκλησία θα μπορούσαν να βασίσουν την ώριμη σχέση μεταξύ τους και στις παρακάτω παραδοχές:
* Η Εκκλησία είναι μια άλλου είδους συσσωμάτωση, διαφορετική από τις πολιτικές, που στους κόλπους της περιλαμβάνει Αριστερούς και Δεξιούς πιστούς, οι οποίοι μπορεί να διαφωνούν στα πολιτικά, αλλά λειτουργούν μεταξύ τους σε ένα άλλο επίπεδο με αξίες όπως αυτές της Αυτόπροσφοράς και της Καταλλαγής.
* Εκκλησία και Αριστερά μπορεί σε κάποια σημεία να τέμνονται στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεν είναι ανάγκη να ταυτιστούν.
* Η Αριστερά, έχοντας πικρή πείρα από την χρησιμοποίηση της Εκκλησίας εναντίον της από τους πολιτικούς της αντιπάλους, δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον εκκλησιαστικό λόγο προπαγανδιστικά.
* Η Ορθοδοξία έχει σημαντική πολιτιστική σχέση με την σύγχρονη Ελλάδα, αλλά Ελλάδα και Ορθοδοξία δεν είναι το ίδιο πράγμα.
* «Θρησκευόμενοι» και» Άθεοι» είναι δυο σεβαστές καταστάσεις στην αγωνιώδη υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου.
* Ο κάθε χώρος μπορεί να ασκεί γόνιμη κριτική στον άλλο. Η κριτική αυτή βοηθά στην διαρκή ανανέωση, που κανονικά είναι και για τους δυο χώρους ζητούμενη.
*Θεολόγος-Κοινωνιολόγος, Αντιπρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, μέλος της Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Σάμου.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ «ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ»
Το θέμα των σχέσεων Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα, μάλλον ξεκινά να έχει πολιτικοκοινωνικό ενδιαφέρον με την δυναμική εμφάνιση του Κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, λίγο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αφού πριν δεν είχαμε στην χώρα μας μαζικά Σοσιαλιστικά κόμματα, τέτοια που να αναγκάσουν τον χώρο της Εκκλησίας , να ασχοληθεί ευδιάκριτα μαζί τους. Αν μπορεί κανείς να σταχυολογήσει κάποιες αναφορές, μάλλον θα πρέπει να τις συμπεριλάβει στην συνολικότερη αντίδραση ενός συμπαγούς τμήματος του εκκλησιαστικού χώρου απέναντι στις «νέες ιδέες». Έτσι οι σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα ξεκινάν μέσα σε ένα δύσκολο, συγκρουσιακό πλαίσιο που διαμορφώνει αυτή και μόνο η πραγματικότητα των δύο χώρων: Από την μια έχουμε ένα Κομμουνιστικό κίνημα που «δεν ξεχνά» ότι η μαχητική αθεΐα είναι μία θεωρητική του αρχή. Από την άλλη μια Εκκλησία ταυτισμένη με το Κράτος που το κίνημα αυτό θέλει να ανατρέψει.
Μια Εκκλησία που, ιδιαίτερα εκείνον τον καιρό, λίγο πριν- λίγο μετά από το τέλος της «Μεγάλης Ιδέας», δονείται από τον αμφιλεγόμενο «εθναρχικό» της ρόλο και αντιδρά λυσσαλέα απέναντι σε όποιον θέλει να τον περιορίσει. Επιπρόσθετα η πρακτική των Μπολσεβίκων απέναντι στην ομόδοξη Ρωσική Εκκλησία, θα ενισχύσει την επιθετικότητα των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Φωνές σαν αυτή του Μπερδιάγεφ , που συνδέουν την μεταεπαναστατική κατάσταση της Ρωσικής Εκκλησίας με το πώς αυτή είχε τοποθετηθεί προεπαναστατικά απέναντι στο κοινωνικό πρόβλημα, θα ακουστούν δυστυχώς από μια μικρή μειοψηφία εντός της Ελλαδικής Εκκλησίας (π.χ. ο Ειρηναίος Σάμου).
Όταν κανείς μιλάει για Εκκλησία και Αριστερά, κάνει μια σύμβαση. Αναφέρεται στο «στελεχιακό δυναμικό» και των δύο χώρων που εκφέρει σχετικό δημόσιο λόγο. Στην πραγματικότητα ένα μεγάλο μέρος των ανθρώπων που δημιούργησαν τους εργατικούς, συνεταιριστικούς και άλλους αγώνες του μεσοπολέμου είχαν αναφορές στην Εκκλησία, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκαν και υποστήριξαν στελέχη του «άθεου» ΚΚΕ. Η «μεγάλη συνάντηση» θα λάβει χώρα στα πλαίσια της Εαμικής Εθνικής Αντίστασης. Η συνάντηση αυτή από την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος, θα οδηγήσει και σε επίσημη «τροποποίηση της γραμμής» με το περίφημο άρθρο του Ζαχαριάδη στον Ριζοσπάστη της 9 .9. 1945 με τίτλο «Ορθοδοξία», που αναγνώριζε διαχρονικά «προοδευτικό ρόλο» σε ένα σημαντικό τμήμα της Εκκλησίας. Από την άλλη τμήμα του κλήρου, ακόμη και επίσκοποι, που είχε στενές σχέσεις με το ΕΑΜ, υποστήριζε να λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα της Ελλάδας με δυναμικό τρόπο. Η σχέση αυτή που ξεκίνησε δύσκολα, φαινόταν να παίρνει έναν πιο λειτουργικό δρόμο.
Παρόλα αυτά το τραυματικότερο σημείο είναι αμέσως μετά: Το μεγαλύτερο μέρος αυτού που μπορεί να περιγραφεί ως ελλαδικός εκκλησιαστικός χώρος χρησιμοποιήθηκε κατά τον εμφύλιο και κυρίως μετά ως ένα σημαντικό τμήμα του μηχανισμού κρατικής προπαγάνδας. Βεβαίως εδώ πρωτοστάτησαν οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της επίσημης Εκκλησίας ουσιαστικά στην περίοδο αυτή είχε καταληφθεί από ανθρώπους αυτών των αντιλήψεων. Μάλιστα αντίθετες σε αυτή την κατάσταση φωνές εντός του εκκλησιαστικού χώρου διώκονταν συγκεκαλυμμένα, ή ορισμένες φορές και φανερά.
Κάποια πράγματα θα μείνουν ανεξίτηλα: Για παράδειγμα οι «δηλώσεις μετανοίας» των εξόριστων και φυλακισμένων που συχνά διαβάζονταν από τον παππά του χωριού μετά την λειτουργία, ή ο ρόλος που είχαν -ή υποχρεώνονταν να έχουν- οι καθηγητές θρησκευτικών στα σχολεία. Έχω την αίσθηση καταστάσεις από αυτή την εποχή, που λειτουργούν ακόμα και σήμερα στο συλλογικό ασυνείδητο, δημιουργούν αμφίπλευρα δυσκολίες σε μία ψύχραιμη σχέση Εκκλησίας και Αριστεράς: Από την μια ένα ευδιάκριτο τμήμα της Εκκλησίας που ζητά «μεγαλεία εντός του κράτους», αυτή την εποχή αποζητά. Όμως το κράτος έδινε την πρωτοκαθεδρία στην Εκκλησία σε κάποιους τομείς υστερόβουλα: Για να χρησιμοποιήσει την παραδοσιακή της επιρροή στην συγκρότηση και την συγκράτηση ενός αυταρχικού συστήματος «διαχείρισης» ανθρώπων. Από την άλλη ένα τμήμα της Αριστεράς ταυτίζει σχεδόν όλον τον εκκλησιαστικό χώρο με την ανελευθερία και την «αντίδραση», περιμένοντας από κάθε άνθρωπο της Εκκλησίας να λειτουργεί όπως ο σκυθρωπός ιεροκήρυκας εκείνης της εποχής.
Η μεταπολίτευση βέβαια άλλαξε το σκηνικό σε αυτή την κατάσταση. Η ηρωική αντίσταση κάποιων ιερωμένων σαν τον παπα-Πυρουνάκη, οι επιρροές της θεολογίας της απελευθέρωσης που έρχονταν από την Ευρώπη και την Λατινική Αμερική, ως ένα σημείο και η προσπάθεια διάκρισης του Ορθόδοξου κοινοτικού πνεύματος σε σχέση με τον Παπικό εξουσιαστικό συγκεντρωτισμό από την μια, αλλά και την Προτεσταντική ηθική που κατά τον Μαξ Βέμπερ έχει σχέση με το «πνεύμα του Καπιταλισμού», δημιούργησαν βάσεις πλησιάσματος και διαλόγου. Ορόσημο αυτής της κατάστασης η συμμετοχή του κόμματος της «Χριστιανικής Δημοκρατίας», ενός κόμματος με έντονες αναφορές στην Εκκλησία και ουσιαστικά γέννημα αυτού του αμφιλεγόμενου μεταπολεμικού εκκλησιαστικού χώρου, σε ένα συνασπισμό κομμάτων υπό τον τίτλο «Συμμαχία της Αριστεράς» το 1977.
Επικεντρώνοντας αναγκαστικά στα πλαίσια αυτού του άρθρου θα λέγαμε ότι όλο αυτό το ιστορικό υλικό συνεχίζει να είναι παρών ως υπόστρωμα κάθε φορά που γεννιέται μια κατάσταση στις σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς, αλλά σε ρεαλιστικό επίπεδο δυο είναι τα θέματα που πρέπει να συζητηθούν. Και βέβαια όχι ως ένα μεταξύ των δύο παιγνίδι που εκκρεμεί από καιρό, αλλά ως τμήμα του συνολικού διαλόγου της Εκκλησίας με την Κοινωνία.
Τα θέματα αυτά είναι ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος και η εκκλησιαστική περιουσία. Θέματα που με διάφορες αφορμές βγαίνουν στην επιφάνεια, όπως για παράδειγμα με την ιστορία «των ταυτοτήτων», διότι, όπως και πάρα πολλά σημαντικά ζητήματα δεν θέλησε να τα αντιμετωπίσει ουσιαστικά ο δικομματισμός της μεταπολίτευσης, πλην ίσως του Αντώνη Τρίτση, που δεν «πρόκανε»…
Και για τα δυο ζητήματα μπορεί να βρεθεί λύση με την επίδειξη «γενναιότητας» και από τις δυο πλευρές. Για το πρώτο θέμα, εφόσον μπορεί να συμφωνηθεί ένας αμοιβαία επωφελής χωρισμός. Η Εκκλησία μετατρέπεται σήμερα ολοένα και περισσότερο σε ένα «απολίθωμα» εντός του χώρου του Κράτους, ένας απλά ξεπερασμένος θεσμός τελετουργικής χρήσης, ενώ ο χωρισμός δυνητικά θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για μια αυτοδύναμη, αναπτυσσόμενη κοινότητα πιστών μέσα σε μια πολυτασική κοινωνία. Από την άλλη η Αριστερά θα μπορούσε να δει το θέμα σε όλες του τις λεπτομέρειες και η πρόσφατη ομιλία του Δημήτρη Βίτσα στο συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» που αναφέρθηκε στον παππά του χωριού του και τη σημασία του ρόλου του, είναι ένδειξη μια τέτοιας αντιμετώπισης. Για το θέμα της περιουσίας είναι αναγκαίο να κατανοήσουν όλοι στην Εκκλησία, ότι η Αριστερά δεν είναι δυνατό να συμβιβαστεί με μεγάλη περιουσία, η οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προς όφελος των αδυνάτων και ιδιαίτερα όταν αυτή χρησιμοποιείται ως «κεφάλαιο» με τον τρόπο των καπιταλιστών. Από την άλλη και η Αριστερά μπορεί να δεχτεί πως μια αυτοδύναμη και κοινωνικά προσανατολισμένη Εκκλησία έχει ανάγκη κάποια περιουσία για να χρηματοδοτήσει το κοινωνικό της έργο.
Κλείνοντας, Αριστερά και Εκκλησία θα μπορούσαν να βασίσουν την ώριμη σχέση μεταξύ τους και στις παρακάτω παραδοχές:
* Η Εκκλησία είναι μια άλλου είδους συσσωμάτωση, διαφορετική από τις πολιτικές, που στους κόλπους της περιλαμβάνει Αριστερούς και Δεξιούς πιστούς, οι οποίοι μπορεί να διαφωνούν στα πολιτικά, αλλά λειτουργούν μεταξύ τους σε ένα άλλο επίπεδο με αξίες όπως αυτές της Αυτόπροσφοράς και της Καταλλαγής.
* Εκκλησία και Αριστερά μπορεί σε κάποια σημεία να τέμνονται στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά δεν είναι ανάγκη να ταυτιστούν.
* Η Αριστερά, έχοντας πικρή πείρα από την χρησιμοποίηση της Εκκλησίας εναντίον της από τους πολιτικούς της αντιπάλους, δεν σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τον εκκλησιαστικό λόγο προπαγανδιστικά.
* Η Ορθοδοξία έχει σημαντική πολιτιστική σχέση με την σύγχρονη Ελλάδα, αλλά Ελλάδα και Ορθοδοξία δεν είναι το ίδιο πράγμα.
* «Θρησκευόμενοι» και» Άθεοι» είναι δυο σεβαστές καταστάσεις στην αγωνιώδη υπαρξιακή αναζήτηση του ανθρώπου.
* Ο κάθε χώρος μπορεί να ασκεί γόνιμη κριτική στον άλλο. Η κριτική αυτή βοηθά στην διαρκή ανανέωση, που κανονικά είναι και για τους δυο χώρους ζητούμενη.
*Θεολόγος-Κοινωνιολόγος, Αντιπρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στα Κέντρα Πρόληψης, μέλος της Γραμματείας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Σάμου.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟΝ «ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου