Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Έχω, άρα υπάρχω

Ένα ακόμη φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη. Το φάντασμα του πλειστηριασμού. Μαζί του πλανιούνται και τα φαντάσματα της κατάσχεσης -αν και για πολλούς δεν είναι πια φαντάσματα, αλλά απτή πραγματικότητα-, του κουρέματος των καταθέσεων, της απαλλοτρίωσης κάθε μορφής ιδιοκτησίας και περιουσίας. Είναι σαν να μας κάνει πλάκα η Ιστορία. Περίπου 165 χρόνια από τη συγγραφή του «Κομμουνιστικού μανιφέστου», στο οποίο διατυπώθηκε η πιο ευθεία και κατηγορηματική απειλή κατά της «ατομικής ιδιοκτησίας», αυτή απειλείται με ανάλογη ευθύτητα και κατηγορηματικότητα από τους υποτιθέμενους εγγυητές της.
Αν το καλοσκεφτούμε, για δύο τουλάχιστον αιώνες, η ανθρωπότητα κυλίστηκε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στο αίμα και στη λάσπη για να υπερασπιστεί μεταξύ άλλων αυτό το υποτιθέμενο ιερό και απαραβίαστο δικαίωμα. Η ιδιοκτησία μπορεί να προϋπήρχε για χιλιετίες, αλλά ήταν ο καπιταλισμός, ο αστικός πολιτισμός που το αναγνώρισε ως δικαίωμα σε κάθε άτομο, εφάμιλλο του habeas corpus. Στη θρησκεία της ατομικής ιδιοκτησίας, άλλωστε, υπάρχει μια σταθερή συνάρτηση ανάμεσα στο «να είσαι» και στο «να έχεις». Η ιδιοκτησία μάς θυμίζει ότι υπάρχουμε. Έχω, άρα υπάρχω.

Αλλά, ως γνωστόν, η αναγνώριση ενός δικαιώματος δεν σημαίνει αυτόματα και την άσκησή του. Για την ακρίβεια, η αναγνώριση της απόλυτης ελευθερίας να αποκτήσει κανείς όσο περισσότερα περιουσιακά στοιχεία μπορεί, πολύ περισσότερα από όσα αρκούν για να του θυμίζουν ότι υπάρχει, σήμανε ταυτόχρονα την ελευθερία να τα στερήσει από πολλούς άλλους. Η εδραίωση του καπιταλισμού στον δυτικό κόσμο και πέραν αυτού τους δύο τελευταίους αιώνες συνοδεύτηκε από μια τρομακτική χρήση αυτής της «ελευθερίας». Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έγιναν στο όνομά της προλετάριοι, κατά τη ρωμαϊκή κυριολεξία του όρου, δηλαδή άτομα που δεν έχουν να διαθέσουν τίποτε άλλο στο κράτος πέρα από τους απογόνους τους. Κι αυτή η εξέλιξη, αποτυπωμένη στην αθλιότητα διαβίωσης των πληθυσμών στις μητροπόλεις του καπιταλιστικού θαύματος, ωθούσε τους κομμουνιστές του 19ου αιώνα να εκτοξεύουν τα φλογερά πυρά τους κατά της ατομικής ιδιοκτησίας, μέσω του «Μανιφέστου»: «Σας πιάνει τρόμος γιατί θέλουμε να καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία. Μα στη σημερινή σας κοινωνία η ατομική ιδιοκτησία έχει καταργηθεί για τα εννιά δέκατα των μελών της. Και υπάρχει ίσα- ίσα γιατί δεν υπάρχει για τα εννιά δέκατα. Μας κατηγορείτε, λοιπόν, ότι θέλουμε να καταργήσουμε μιαν ιδιοκτησία που προϋποθέτει σαν απαραίτητο όρο την έλλειψη της ιδιοκτησίας για την τεράστια πλειοψηφία της κοινωνίας. Με μια λέξη, μας κατηγορείτε γιατί θέλουμε να καταργήσουμε τη δικιά σας ιδιοκτησία. Ναι, αυτό θέλουμε».

Αλλά, όπως είπαμε,
η Ιστορία μάς κάνει πλάκα. Αυτό που ήθελαν οι κομμουνιστές του 19ου αιώνα το θέλουν και θα το κάνουν οι φιλελεύθεροι του 21ου αιώνα. «Θα μας πάρουνε τα σπίτια», ήταν η υστερική κραυγή που για δεκαετίες συμπύκνωνε λαϊκιστί την καθεστωτική προπαγάνδα του αστικού κόσμου, από τη φασίζουσα μέχρι τη φιλελεύθερη εκδοχή του, εναντίον κάθε αριστερού ή αριστερόστροφου ρεύματος το οποίο αποκτούσε επιρροή στην κοινωνία. Ακόμη και στις τελευταίες εκλογές, η χονδροειδής επιχειρηματολογία περί των καταστροφικών επιπτώσεων από μια επικράτηση των αντιμνημονιακών δυνάμεων γαργαλούσε το λαϊκό ένστικτο της ιδιοκτησίας, με τις αναφορές στο ενδεχόμενο να χαθούν οι καταθέσεις των αποταμιευτών ή να απαξιωθούν τα περιουσιακά τους στοιχεία από μια βίαιη έξοδο από την Ευρωζώνη. Βεβαίως, οι κάπως παλιότεροι ίσως θυμούνται ότι τέτοιες χοντράδες ακούγονταν από χούλιγκαν του φιλελευθερισμού και της παραδοσιακής Δεξιάς ακόμη και επί επέλασης του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, παρ’ ότι η πράσινη πλημμυρίδα δεν περιείχε ίχνος απειλής κατά της ιδιοκτησίας. Ίσα ίσα που φρόντισε να διαχυθεί σε όλο το κοινωνικό σύμπαν, έστω και με τη στοιχειώδη μορφή του ενυπόθηκου διαμερίσματος.

Η Ιστορία κάνει πλάκα, λοιπόν, με την αντιστροφή ρόλων ανάμεσα στους πόλους Αριστεράς και Δεξιάς. Η Αριστερά εμφανίζεται πρόθυμη να προτάξει τα στήθη της για να μη θιγεί το δικαίωμα στην ιδιόκτητη κατοικία, ενώ η Δεξιά εγκαταλείπει ένα από τα πιο εμβληματικά ιδεολογικά της προπύργια, συζητώντας τρόπους άρσης ή χαλάρωσης του προστατευτικού πλαισίου της ενυπόθηκης κατοικίας. Δεν είναι ελληνική ιδιαιτερότητα, είναι η νέα παγκόσμια συνθήκη επιβίωσης του καπιταλισμού, που παίρνει πίσω όσα γενναιόδωρα έδωσε στις υποτελείς τάξεις κατά τη μακρά μεταπολεμική, κεϊνσιανή παρένθεση. Είναι μια ιδιότυπη προσχώρηση των υπερασπιστών του καπιταλισμού της αγοράς στο δόγμα του αναρχικού Προυντόν: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή». Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, εφόσον δεν έχεις να πληρώσεις τις δόσεις του στεγαστικού σου δανείου. Και το κλοπιμαίο επιστρέφεται στους πραγματικούς ιδιοκτήτες του, στις τράπεζες.

Αν ήμασταν στον 19ο αιώνα, οπότε η Ευρώπη πλημμύριζε από ανέστιους και πένητες που ξεριζώνονταν από τη γη και τις αγροικίες τους για να γίνουν εργάτες, δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία. Το πρόβλημα θα αφορούσε μια μικρή μειοψηφία κατόχων ιδιόκτητης κατοικίας. Ωστόσο, τον αιώνα που μεσολάβησε έχει συμβεί το ιστορικό παράδοξο ο καπιταλισμός της Δύσης να έχει υιοθετήσει και υλοποιήσει τρόπον τινά το πρόγραμμα του αναρχικού Προυντόν για τη λύση του προβλήματος της κατοικίας. Αν και πολέμιος της ιδιοκτησίας, ο Προυντόν πρότεινε ένα είδος ομοιοπαθητικής για την απαλλαγή από τα δεινά άνισης κατανομής της. Αυτός και οι οπαδοί του ζητούσαν να γίνουν ΟΛΟΙ ιδιοκτήτες τουλάχιστον της κατοικίας τους, αντικαθιστώντας τη μίσθωσή της με τη σταδιακή απόκτησή της, έναντι του ποσού που αντιστοιχούσε στο ενοίκιο. Η πρόταση τροφοδότησε, ως γνωστόν, τη σφοδρή πολεμική του Φρίντριχ Ένγκελς, με τα άρθρα του «Για το ζήτημα της κατοικίας». Ο Ένγκελς κατατρόπωσε τους προυντονιστές, αλλά ο Προυντόν κατά παράδοξο τρόπο επιβεβαιώθηκε. Χάρη στη χρηματοπιστωτική έκρηξη, ιδιαίτερα της μεταπολεμικής περιόδου, στη θέση των ιδιοκτητών-εκμισθωτών κατοικίας μπήκαν οι τράπεζες, στη θέση του ενοικίου η δόση του δανείου κι έτσι οι περισσότεροι φτωχοί και ανέστιοι μισθωτές κατοικιών έγιναν ιδιοκτήτες. Η υποσημείωση της ιστορίας που δεν προσέχθηκε, ιδιαιτέρως όσο οι κοινωνίες επέπλεαν στην ψευδαίσθηση της εγγυημένης ευημερίας, ήταν ότι στη θέση της απειλής έξωσης για τα απλήρωτα νοίκια υπεισήλθε η απειλή κατάσχεσης για τις απλήρωτες δόσεις.

Εν ολίγοις, δεν είμαστε όλοι τόσο ιδιοκτήτες όσο δείχνουμε, είμαστε χρήστες των κατοικιών για μία περίπου γενιά, όσο διαρκεί μια δανειακή σύμβαση, και πάντως μέχρι να χτυπήσει την πόρτα ο δικαστικός κλητήρας. Το αν οι τράπεζες έχουν τους λόγους τους να το αποφεύγουν αυτό μαζικά είναι άλλο ζήτημα. Πάντως, σ’ αυτή την παραπλανητική εικόνα στηρίζεται και ο αστικός μύθος περί πλουσίου ευρωπαϊκού Νότου με ποσοστά ιδιοκατοίκησης έως 90% και φτωχού Βορρά, με αντίστοιχα ποσοστά κάτω του 50%. Αφαιρώντας τις ενυπόθηκες κατοικίες, το πραγματικό ποσοστό ιδιοκτησίας -και όχι ιδιοκατοίκησης- στον Νότο είναι λίγο πάνω από το 50%. Αν ίσχυε αυτή η αστική μπαρούφα, οι πλουσιότεροι Ευρωπαίοι θα ήταν οι Ρουμάνοι, με ποσοστό ιδιοκατοίκησης 97% και οι φτωχότεροι οι Γερμανοί, με ποσοστό μόλις 43%. Και στο κάτω κάτω, αν το 57% των Γερμανών μένουν στο νοίκι, σε ποιον ανήκουν τα σπίτια που κατοικούν; Ποιοι είναι οι ζάμπλουτοι ιδιοκτήτες τους; Αυτό είναι προεκλογικό homework για την κ. Μέρκελ…

Το συμπέρασμα είναι ότι η ιδιοκτησία που μας παραχωρήθηκε γενναιόδωρα από τον καπιταλισμό της ευημερίας για να μας θυμίζει ότι υπάρχουμε τελεί υπό την αίρεση αυτής της ευημερίας. Όταν το χρειάζεται ο ίδιος αυτός «γενναιόδωρος» οικονομικός πολιτισμός μπορεί να αμφισβητήσει ακόμη κι αυτή την ελάχιστη πολυτέλεια, την υπενθύμιση της ύπαρξής μας μέσω της ιδιοκτησίας. Οπότε καταλήγουμε στο ζοφερά επίκαιρο συμπέρασμα του «Μανιφέστου» που παραθέτω στις «Θεωρίες για την υπεραξία». Έχει κανείς να προτείνει κάτι σαφέστερο και πιο εύγλωττο;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ο εργάτης πέφτει στην αθλιότητα και η μαζική αθλιότητα αυξάνει ακόμη πιο γρήγορα από τον πληθυσμό και τον πλούτο. Έτσι, γίνεται φανερό ότι η αστική τάξη είναι ανίκανη να παραμείνει κυρίαρχη τάξη της κοινωνίας και να επιβάλει στην κοινωνία σαν ρυθμιστικό νόμου τους όρους ύπαρξης της τάξης της. Είναι ανίκανη να κυριαρχεί, γιατί είναι ανίκανη να εξασφαλίσει στον σκλάβο της την ύπαρξη, ακόμη και μέσα στη σκλαβιά του, γιατί είναι υποχρεωμένη να τον ρίξει ως την κατάσταση που θα χρειάζεται να τον τρέφει αυτή, αντί να τρέφεται η ίδια απ’ αυτόν. Η κοινωνία δεν μπορεί πια να ζήσει κάτω από την κυριαρχία της αστικής τάξης, δηλαδή η ύπαρξη της κοινωνίας δεν συμβιβάζεται άλλο με την ύπαρξη της αστικής τάξης.
Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος»

(Επενδυτής, 24/8/2013)
kibi 

Δεν υπάρχουν σχόλια: