Κυριακή 20 Απριλίου 2014

«Μια κουβέντα με τον Γλέζο»: Αντί εισαγωγής

Ιανουάριος 2011, το βιβλίο του Πιέτρο Ινγκράο παίρνει τη θέση του στη βιβλιοθήκη δίπλα σε εκείνο του Χέρμαν Έσσελ.  «Αγανακτήστε» προτρέπει ο τελευταίος για να πάρει την απάντηση «Η αγανάκτηση δεν αρκεί» από τον Ινγκράο. Στα χέρια των ελλήνων αναγνωστών αυτός ο ιδιότυπος διάλογος δυο βετεράνων της πολιτικής και της διανόησης που ξεκινούσε από τους τίτλους ακόμη, ήρθε ελάχιστους μήνες μετά το κίνημα των αγανακτισμένων στο Σύνταγμα και με τις πλατείες της Μαδρίτης, του Παρισιού και της Ν.Υόρκης γεμάτες ακόμη από ένα πολύχρωμο πλήθος που φώναζε «Είμαστε όλοι Έλληνες».
*Εισαγωγή από το βιβλίο της Ρένα Δούρου «Μια κουβέντα με τον Γλέζο», (εκδόσεις Λιβάνη) 

 Η απρόσκλητη - όπως άλλωστε συμβαίνει πάντα - σκέψη διαμορφωνόταν ήδη ενώ το χέρι ήταν τεντωμένο προς το ψηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης τακτοποιώντας τα δυο πρόσφατα διαβασμένα βιβλία. Τόσα χρόνια δημοκρατίας στην Ελλάδα, τόσες δεκαετίες εμβάθυνσης και διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσα πολύχρωμα κινήματα από τη δεκαετία του ΄50 και μετά και όλοι αναζητούμε τις εξηγήσεις για το σήμερα από τη γενιά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο λόγος σε εκείνους που βρίσκονται ήδη στην ένατη δεκαετία της ζωής τους. Κι από αυτή τη διαπίστωση, η ανάγκη να απαντηθούν ερωτήματα από τον δικό μας ενενηντάχρονο, το Μανώλη Γλέζο. Ένα τηλέφωνο στο σπίτι, δέκα ερωτήματα καλά προετοιμασμένα στο χαρτί, ένα κασετοφωνάκι μαγνητοφώνησης και το χέρι στο κουδούνι λίγες μέρες μετά.
Από την πρώτη συνάντηση, τα καλά προετοιμασμένα ερωτήματα που αναζητούσαν εναγωνίως απαντήσεις έδωσαν τη θέση τους σε ατέρμονους διάλογους αλλά και διαφωνίες. Το τηλέφωνο στο φιλόξενο σπίτι του δεν σταματούσε να κτυπάει. Ήταν ξένοι κυρίως δημοσιογράφοι που ζητούσαν συνεντεύξεις – αιτήματα τα οποία χειριζόταν και βέβαια συνεχίζει να χειρίζεται με μαεστρία έμπειρου συμβούλου επικοινωνίας, η ακούραστη σύντροφος – φύλακας άγγελός του, η Τζώρτζια. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η δική μας συνέντευξη διεκόπη για μία κάποιου μέσου κι εν τέλει τροφοδοτήθηκε με υλικό προς συζήτηση.
Καινούργια, λοιπόν, ερωτήματα έπαιρναν τη θέση των αρχικών από τις απαντήσεις που γέμιζαν τη μία μετά την άλλη τις κασέτες για απομαγνητοφώνηση. Το αρχικά αυστηρό πρόγραμμα πήγε περίπατο. Οι δίωρες συναντήσεις εξελίσσονταν σε ολοήμερες γεμάτες από διηγήσεις, αρχειακό υλικό που σκόνιζε τα χέρια και των δυο μας, φωτογραφίες που πήραν το δρόμο της ψηφιοποίησης για να σωθούν από το πολυκαίρισμα. Στα Σάββατα προστέθηκαν και οι Κυριακές. Και ήδη από τον πρώτο μήνα οι Δευτέρες. Πολλές φορές πατήθηκε η παύση στο κασετόφωνο και χρειάστηκε να επαναλάβω ότι όσα ακουστήκαν μέχρι ότου να πατηθεί πάλι το play δε θα τα έγραφα και δε θα τα εκμυστηρευόμουν σε κανέναν ακόμη κι αν περάσουν δεκαετίες. Από πολύ νωρίς αισθάνθηκα ότι κι αν δεν έπαιρνα όλες τις απαντήσεις είχα την τύχη και την ευλογία να πάρω μαθήματα ήθους, να διδαχτώ σχεδόν πια καθημερινά συμπεριφορά που τείνει να ξεχαστεί, να περιθωριοποιηθεί κι ας την έχουμε περισσότερο από άλλοτε ανάγκη. Όπως τα παιδιά του σχολείου που επισκεφτήκαμε μαζί και έκατσα κι εγώ στο πίσω μέρος της σχολικής αίθουσας ακούγοντας τον να τους απαντά ακούραστα για ώρες στα ερωτήματα τους. Κανένα παιδί δεν ζήτησε να βγει έξω ούτε για μισό λεπτό στις τέσσερις και κάτι ώρες συζήτησης που διεκόπησαν από την καθηγήτρια για να συνεχιστεί με τους διδάσκοντες πια το πρόγραμμα εκείνης της μέρας.
«Στις φλέβες του ρέει η αντίσταση και η λεβεντιά. Έτσι εξηγείται η αιώνια νεότητα στη φυσιογνωμία του, παρόλο που εκείνος την αποδίδει στο κληρονομικό χαρακτηριστικό της οικογένειάς του. Στα μάτια του τρεμοπαίζει ακόμη η φλόγα της εφηβείας, της απαξίωσης προς την κυβέρνηση, η φωτιά του αγωνιστικού πνεύματος. Ενενήντα χρόνια σοφίας συσσωρεύονται στους ώμους του και χαρακτηρίζουν το “είναι” του». Τα λόγια αυτά ανήκουν σε μαθήτρια του 4ου Γυμνασίου Πετρούπολης και αναφέρονται στην επίσκεψη του Μανώλη Γλέζου στο σχολείο της, στο πλαίσιο των συστηματικών επαφών που έχει καθιερώσει ο ίδιος με τους μαθητές. Κρατώ ως φυλακτό τη στάση, το ύφος, τον επιτονισμό των λέξεων όταν απευθύνθηκε σε εκείνο το αγόρι που ήταν εμφανές σε όλους μας ότι είχε γοητευτεί από τη Χρυσή Αυγή. Κρατώ και την αντίδραση του παιδιού αμέσως μετά. Πόσα λίγα χρειάζονται για να παλέψουμε φαντάσματα του παρελθόντος που στοιχειώνουν τις καρδιές των νέων σήμερα και εν τέλει πόσο πολλά.
Καθάρια ματιά, σταράτα λόγια.
Δεν θα κάνω λόγο για «αιώνιο έφηβο» - είναι μια φράση που απεχθάνομαι, κι έχω την υποψία ότι την απεχθάνεται και ο ίδιος ο Μανώλης. Και αυτό γιατί, όποιος μιλήσει μαζί του, όποιος παρακολουθήσει την πολιτική του πορεία, τον βίο του -γιατί ο βίος του είναι κατεξοχήν πολιτικός-, αντιλαμβάνεται εύκολα ότι εκείνο που τον ενδιαφέρει και τον απασχολεί πραγματικά, δεν είναι η άθροιση των ετών της ηλικίας κι η όποια υστεροφημία, αλλά το πράττειν. Η δράση. Ο αγώνας για την άποψη. Όχι μόνο τη δική του. Αλλά για να ακουστεί η άποψη του άλλου, του πολίτη, του λαού.
Κανείς, ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι βασιλικοί Επίτροποι στα μετεμφυλιοπολεμικά δικαστήρια, ούτε οι διευθυντές των φυλακών από όπου πέρασε, ουδέποτε μπόρεσε να κάμψει τον Γλέζο, δεν κατόρθωσε να τον αποτρέψει από το να πει τη γνώμη του, να διεκδικήσει την ελευθερία της άποψης, όχι ατομικιστικά, αλλά για το σύνολο, για το δίκαιο, για την πατρίδα. Και αυτό δεν είναι θέμα ηλικίας. Αποκαλυπτική η τελευταία του απάντηση στην ερώτηση «αν σήμερα θα έκανε τα ίδια»: «Σήμερα κάνω περισσότερα!»
«Αντίσταση και λεβεντιά» ρέουν λοιπόν στις φλέβες του Μανώλη Γλέζου, δύο χαρακτηριστικά που σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, χρειάζονται στην ελληνική κοινωνία καθώς δέχεται την ολομέτωπη επίθεση των μνημονιακών πολιτικών οι οποίοι εφαρμόζουν τα δύο τελευταία χρόνια οι διαδοχικές κυβερνήσεις Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά και Βενιζέλου, οι «τοις Τρόικας ρήμασι πειθόμενοι». Η αναζήτηση ενός σταθερού λόγου, ενός σημείου αναφοράς που να λειτουργεί ως γέφυρα μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, με έφερε στον Γλέζο. Τον μόνο ίσως που μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτό τον ρόλο. Ακριβώς γιατί δεν τον θεωρεί ως «ρόλο», όπως π.χ. οι επαγγελματίες διανοητές, αλλά ως την ίδια του τη ζωή.
Εκ των υστέρων  και ξαναδιαβάζοντας τα λόγια του, καταλαβαίνω καλύτερα το ρόλο του βιώματος στις απόψεις του. Γλέζος σημαίνει δράση. Σύγκρουση. Αντίσταση. Λεβεντιά.
«Αντίσταση και λεβεντιά», όπως ορθά διέκρινε η νεαρή μαθήτρια, αποπνέει άλλωστε και κάθε του κουβέντα.
Γύρω στα μέσα Απριλίου ριχθήκαμε και οι δύο στην προεκλογική μάχη της 6ης Μαΐου, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε το πρώτο άλμα. Καθώς χρόνος δεν υπήρχε - λόγω των διαγραφόμενων νέων εκλογών -  συμφωνήσαμε να κάνουμε μια τελευταία συνάντηση μετά από τις δεύτερες κάλπες, στις 17 Ιουνίου.
Όπως κι έγινε, χωρίς να είναι βεβαίως κι η τελευταία.
Και όπως ήταν φυσικό η συζήτηση εκείνη περιστράφηκε κυρίως στα αίτια της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε δυο ιστορίες εξόχως αποκαλυπτικές της «πάστας» του Μανώλη. Είναι δυο ιστορίες που τον έχω ακούσει να επαναλαμβάνει ακούραστα στους μαθητές, στα σχολεία όπου μιλάει. Δυο ιστορίες άξιες καταγραφής γιατί, πέραν του ότι αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, μαρτυρούν και τον τρόπο του σκέπτεσθαι και ενεργείν του αγωνιστή, του δημοκράτη, του αριστερού που λέγεται Μανώλης Γλέζος.
Ορκωμοσία, ανάληψη κοινοβουλευτικών καθηκόντων από κοινού - με αστεία και πειράγματα από εκείνον -, καινούργια ερωτήματα. Το απομαγνητοφωνημένο υλικό είχε ήδη φτάσει τις διακόσιες σελίδες. Από την αρχή είχαμε πει ότι δε θέλαμε δίτομο, ηρωικό κι ευφάνταστο. Φρόντιζε για αυτό άλλωστε η Τζώρτζια με παρεμβάσεις καθοριστικές κάθε είδους, καίριες πολιτικές, φροντίδας αλλά και αυστηρών παρατηρήσεων, όταν «απογειώναμε» την κουβέντα. Της χρωστάμε κι οι δυο για διαφορετικούς λόγους. Η ίδια φρόντισε να περιορίσει με απίστευτη σοφία το υλικό που κρατούσαμε πια στα χέρια μας τυπωμένο. Φρόντισε να μην παρασυρθούμε ενάντια σε αυτό που είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον. Για να το πω με τα λόγια του Μανώλη, δε θέλαμε ένα θυμιατό στη ζωή του και στην προσωπικότητά του. Ας γράψουν άλλοι για αυτό και πιο ύστερα. Άλλωστε, ο ίδιος έχει αρνηθεί δεκάδες τέτοιου είδους προτάσεις: από προτομές μέχρι να δοθεί το όνομα του σε μικρά παιδιά, συγγενών ή μη. Για τα υπόλοιπα, όπως γραμματόσημο με την εικόνα του, δρόμοι, ακόμη και βουνά με το όνομα του δεν ρωτήθηκε. Θα είχε αρνηθεί, όπως τόσες και τόσες φορές. Θέλαμε να μείνουμε αυστηρά στο πολιτικό.
Η συγκυρία από τον Ιανουάριο του 2011 έως και το καλοκαίρι του 2012 ήταν καταιγιστική, για να χρησιμοποιήσω ένα δημοσιογραφικό χιλιοειπωμένο όρο, και  δεν μας έφτανε ούτε ο χρόνος, ούτε το ταλαιπωρημένο κασετόφωνο απομαγνητοφώνησης. Κοινοβούλιο, κινητοποιήσεις, διαλέξεις, ταξίδια, ένα βιβλίο με ποιήματα του Μανώλη για εκείνους που έφυγαν πιο πριν από τη ζωή  και το κείμενο να αλλάζει μορφή κάθε τόσο. Να μπολιάζεται με όλα αυτά κι με άλλα πολλά.
Το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε αυτή τη φορά ερωτήματα και από τις δυο πλευρές του τραπεζιού. Έντονες διαφωνίες, ατέρμονες συζητήσεις σε όλο τον προσυνεδριακό διάλογο με αγεφύρωτες τις διαφορές. Και πάλι όμως, το ήθος της λεγόμενης δρακογενειάς παρόν, να δημιουργεί εκείνο το πλαίσιο που δεν επιτρέπει το πολιτικό να γίνει προσωπικό, τον ευτελισμό να τρυπώσει από την πίσω πόρτα, όπως δυστυχώς συμβαίνει αρκετές φορές.
Πλησιάζουμε τις τριακόσιες σελίδες και η επίσκεψη στ’ Απεράθου, στα μουσεία του χωριού και στα ορυχεία του σμυριγλιού διεκδικεί σελίδες. Όπως και οι διηγήσεις κάτω από το γιασεμί της αυλής με αξιώτικο τσίπουρο για το μπάρμπα-Μιχάλη και το γιατρό Σιγανό, για το Φλώριο και τη Μαρουδίτσα, για τον Νίκο, τη Μπούμπα και τον πατριό του. Για τη μάνα του τη δασκάλα και τον πατέρα του, που έφυγε νωρίς, για τα παιδιά και τα εγγόνια. Το ίδιο και η επίσκεψη στη Βιάννο για τις γερμανικές οφειλές και τις εκδηλώσεις μνήμης και τιμής στο Ολοκαύτωμα.
Κάπως, κάπου πρέπει να μπει τέλεια. Τουλάχιστον στο χαρτί.

Το βιβλίο κλείνει με ένα παράρτημα με τρία κείμενα, που φωτίζουν τον πολιτικό Γλέζο (η ομιλία του κατά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Σαμαρά), τον διανοητή Γλέζο (η ομιλία του κατά την ανακήρυξή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 2008) και τέλος, τα γεγονότα του 1917, στην πατρίδα του Μανόλη, στ’ Απεράθου. Κατά τη γνώμη μου αυτά τα γεγονότα είναι αποκαλυπτικά της νοοτροπίας, της ψυχής, με την έννοια που ορίζει την psyché η αναλυτική ψυχολογία, ως το σύνολο δηλαδή των συνειδητών και μη εκδηλώσεων της ανθρώπινης προσωπικότητας και διάνοιας. Όποιος θέλει πραγματικά να κατανοήσει τον πυρήνα της σκέψης του Γλέζου, πρέπει να σκύψει ευλαβικά στα γεγονότα του 1917 στ’ Απεράθου. Εξ ου και η αναπαραγωγή του συγκεκριμένου υλικού, των μελετών που παρουσιάζουν  με λεπτομέρειες τα συμβάντα που έφεραν αντιμέτωπους τους ντόπιους με τους στρατιώτες του Βενιζέλου, και εξηγούν πολλά για τη γενέτειρα γη του Γλέζου.

Μια λεπτομέρεια που μπορεί  να μη λέει και τίποτε. Στη διάρκεια μιας κουβέντας μας, στις 25 Ιουνίου, στην αυλή στην Αθήνα λίγο πριν ξεκινήσουμε, ένα κοτσύφι, σφύζοντας από ζωή δεν έβαζε γλώσσα μέσα, σε βαθμό που σκεφτόμασταν να αλλάξουμε θέση. Δυσφορούσα. Το κασετόφωνο φοβόμουν ότι δε θα καταγράψει τη φωνή του Μανώλη που εκείνη την περίοδο ταλαιπωριόταν ακόμη από μια περιπέτεια του χειμώνα. Και όμως. Σαν πήγα σπίτι και έβαλα να ακούσω τη συζήτηση το άκουσμα ήταν συγκινητικό. Η μελωδία του κελαϊδήματος συνόδευε τη βραχνή εξιστόρηση σπουδαίων πραγμάτων και μύχιων σκέψεων που δεν βρήκαν θέση σε τούτο το βιβλίο, γιατί δεν έπρεπε. Και έμεινε η συνήχηση αρμονική παρηγοριά για εκείνες τις ώρες που δε θα γίνουν μελάνη και τυπωμένο χαρτί. Μα το ταίριασμα της φωνής του Μανώλη με το τραγούδι του κοτσυφιού είναι ενδεικτικό πολλών για όσους γνωρίζουν τον Γλέζο. Με δόση υπερβολής ίσως για εκείνους που στέκονται στο 19χρονο που κατέβασε τη σημαία των ναζιστών, σηματοδοτεί τη σχέση του Μανώλη με τη φύση και τα ζωντανά.  Με τη γη και τη θάλασσα. Με το πάτημα γερά στο χώμα για το χορό και το αναπετάρισμα.

Μας προβλημάτισε περισσότερο ίσως κι από όσο μπορούσαμε αρχικά να φανταστούμε η επιλογή του τίτλου για τη συζήτησή μας στο εξώφυλλο της έκδοσής της. «Στους ανεφανούς της καρδιάς μας ήσουνα και μας ήκουες;», «Μ. Γλέζος, για την Άμεση Δημοκρατία», «Μ. Γλέζος: για τον λαό, με τον λαό», «Μια κουβέντα με τον Μανώλη Γλέζο». Κάθε επιλογή σημαίνει αναπόφευκτα αποκλεισμό όλων των άλλων, εξ ου και η δυσκολία. Ελπίζω πάντως ότι ο τίτλος που επιλέχτηκε  τελικά να μην προδίδει το ύφος και την ουσία των όσων μοιράστηκε ο Μανώλης.

Και μια μικρή συμβουλή, η οποία συμπυκνώνει και τον τρόπο που γράφτηκε αυτό το βιβλίο: άναρχα εν τέλει. Μπορεί ο αναγνώστης να αρχίσει να το διαβάζει όπως θέλει, από τη μέση, από το τέλος… Όπως και να ναι, δεν χάνεται το νήμα της αφήγησης – γιατί ο Γλέζος είναι μεγάλος μάστορας στην αφήγηση, καθώς κατέχει την τέχνη να οδηγεί τον συνομιλητή του έξω από την πεπατημένη, να του ανοίγει νέους ορίζοντες, νέες, μη αναμενόμενες, οπτικές. Όποια άκρη κι αν τραβήξει ο αναγνώστης, είναι βέβαιο ότι θα είναι γόνιμη.

Τέλος, και από εδώ, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον Μανώλη για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε, για το ότι δεν τσιγκουνεύτηκε το χρόνο του και μου άνοιξε την καρδιά και το νου του. Και βέβαια ένα εξίσου μεγάλο «ευχαριστώ» στην Τζώρτζια, χωρίς τη βοήθεια της οποίας, τίποτε δεν θα είχε γίνει.
tvxs.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: