Ανατροπή βασικών πυλώνων του εργατικού δικαίου, η οποία μάλιστα δεν προσφέρει αναπτυξιακές διεξόδους, διαπιστώνει ο καθηγητής εργασιακών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιστημονικός συνεργάτης του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ, Γιάννης Κουζής. Μιλώντας στο tvxs.gr, αναλύει το προεδρικό διάταγμα για τις εργασιακές σχέσεις, αναγνωρίζει «σημαντικό μερίδιο ευθύνης» των συνδικάτων και εστιάζει στο γεγονός ότι «η κοινωνία δεν έχει αντιληφθεί ακόμη το μέγεθος των μέτρων».
Ποιες είναι οι βασικές αλλαγές μέσα από το διαβόητο προεδρικό διάταγμα του υπουργείου Εργασίας;
Αυτό που θα μπορούσε κανείς να συμπυκνώσει είναι η ανατροπή του περιεχομένου δύο πυλώνων του εργατικού δικαίου: Πρώτον, του πυλώνα που αφορά στο εργατικό δίκαιο και σχετίζεται με τις απολύσεις. Δεύτερον, του πυλώνα που αφορά στο συλλογικό εργατικό δίκαιο και αναφέρεται στον τρόπο διαμόρφωσης των μισθών και στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Σε ό,τι αφορά τις απολύσεις, αίρεται η προστασία των εργαζόμενων ως προς τις ατομικές απολύσεις και συγκεκριμένα ως προς το περιεχόμενο των αποζημιώσεων, το οποίο με ένα εύσχημο τρόπο μειώνεται κατά 50% και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη περισσότερο. Επιπλέον, οι αποζημιώσεις θα καταβάλλονται πλέον σε πολλές, μικρές και άτοκες δόσεις με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται. Στο σύστημα των ομαδικών απολύσεων, αυτό που καταγράφει κανείς είναι ότι αυξάνεται το όριο τόσο στις μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις (από 20 έως 150 άτομα) όσο και στις μεγαλύτερες, στις οποίες υπερδιπλασιάζεται το ποσοστό των ελεύθερων απολύσεων από 2 σε 5%. Αυτό σημαίνει ότι διευκολύνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό οι επιχειρήσεις να απολύουν. Κύρια θύματα θα είναι οι μεγαλύτερης ηλικίας εργαζόμενοι. Άλλωστε, για εκείνους λαμβάνεται το μέτρο, λόγω των υψηλών αποζημιώσεων που θα έπρεπε να καταβάλλονται. Ως εκ τούτου, διογκώνεται το πρόβλημα της ανεργίας σε μία περίοδο γενικευμένης κοινωνικής ανασφάλειας. Να σημειώσουμε ότι μόνο τον τελευταίο χρόνο είχαμε 130.000 περισσότερες απολύσεις σε σχέση με το 2008, και μάλιστα σε μια χώρα όπου η επιδότηση της ανεργίας βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα ως προς το ύψος και τη διάρκειά της.
Στο συλλογικό πεδίο και τις συλλογικές συμβάσεις, έχουμε συνέχιση των μέτρων που αναφέρονται στο Μνημόνιο (με την τρόικα) ουσιαστικά με στόχο την κατάργηση του κατώτατου μισθού. Ειδικότερα, διαβρώνεται η έννοια του κατώτατου μισθού με την παροχή της δυνατότητας στους εργοδότες να προσλαμβάνουν νέους εργαζόμενους ηλικίας από 21 έως 25 ετών με το 85% του κατώτατου μισθού, από 18 έως 21 με το 80% του κατώτατου μισθού και από 15 έως 18 με σύμβαση μαθητείας και 70% του κατώτατου μισθού. Άρα, με έναν νόμο, παρακάμπτεται η διαμόρφωση του κατώτατου μισθού με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας και υποχωρεί ακόμα περισσότερο το πλαίσιο προστασίας της εργασίας. Αυτό συνδέεται και με ένα άλλο μέτρο: καταργείται ουσιαστικά η διαιτησία, η οποία αποτελεί το έσχατο μέσο επίλυσης μιας διαφοράς σε περίπτωση που οι συλλογικές διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε αδιέξοδο. Με αυτόν τον τρόπο, καταργείται η δυνατότητα του εργαζόμενου στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν κάνει δεκτή την πρόταση του μεσολαβητή που είναι σε ένα προηγούμενο στάδιο και δεν έχει δεσμευτική ισχύ. Από εδώ και στο εξής θα μπορούν τα δύο μέρη να απευθύνονται στη διαιτησία μόνο από κοινού. Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες θα αρνούνται να πηγαίνουν στη διαιτησία από κοινού με τους εργαζόμενους στην περίπτωση κατά την οποία δεν υπάρχει λύση, με αποτέλεσμα να «παγώνουν» οι μισθοί, να μην υπάρχει συλλογική ρύθμιση και να συμπιέζονται οι αμοιβές. Όλα αυτά μαζί δημιουργούν σήμερα ένα εφιαλτικό τοπίο στην ελληνική αγορά εργασίας.
Με ποιο τρόπο υποτίθεται ότι βοηθούν στην ανάκαμψη της οικονομίας οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις;
Δεν μπορεί να βλέπει κανείς σε αυτές τις λύσεις διεξόδους τόσο σε οικονομικά όσο και σε κοινωνικά αποτελέσματα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι με αυτές τις ρυθμίσεις θα συνεχιστεί αυτό το οποίο γινόταν επί σειρά ετών στην Ελλάδα, όπου υπήρχε μια προσπάθεια μείωσης των δαπανών για την εργασία με την ανάπτυξη των διάφορων ρυθμών ευελιξίας της εργασίας και με την απορρύθμισή της, με σκοπό την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Βλέπαμε, όμως, μετά από μια τουλάχιστον 20ετή πορεία προς αυτή την κατεύθυνση, ότι η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων όχι μόνο υποχωρεί ταυτόχρονα με τη μείωση των δαπανών για την εργασία, αλλά επιπλέον διατηρείται σε υψηλά επίπεδα η ανεργία. Ασφαλώς, αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων η οποία δεν επενδύεται με παραγωγικούς όρους. Αυτό είναι κάτι το οποίο θεωρείται ως το πλέον πιθανό να προκύψει ως εξέλιξη και με πολύ δυσμενείς όρους για το κοινωνικό σύνολο. Χωρίς να αναμένει και να προσδοκά κανείς στοιχεία ανάπτυξης, η οποία, άλλωστε, δεν μπορεί να δημιουργείται με όρους συμπίεσης των δικαιωμάτων της εργασίας και με υποβάθμιση των όρων επιβίωσης της μεγαλύτερης μερίδας του κοινωνικού σώματος.
Πρακτικά, δεν απαξιώνονται πλέον οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους και τους εργοδοτικούς φορείς;
Αυτό είναι δεδομένο. Επιπλέον, απαξιώνονται και τα συνδικάτα, μειώνεται ο ρόλος τους. Η άρνηση των εργοδοτών να υπογράψουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ήδη και με το ισχύον σύστημα, δημιουργεί την εξής εξέλιξη: όταν περάσει ένα 6μηνο από τότε που έχει καταγγελθεί η σύμβαση εργασίας και έχει πάψει να ισχύει, υπάρχουν οι μισθοί που διατηρούνται στο ίδιο επίπεδο, αλλά για τους νεοπροσλαμβανόμενους εξατομικεύονται οι όροι εργασίας και μπορούν οι εργοδότες να προσλαμβάνουν με οποιουσδήποτε διαφορετικούς όρους.
Τίθεται και ζήτημα αντισυνταγματικότητας των ρυθμίσεων;
Τίθεται ζήτημα. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά την ουσιαστική κατάργηση της διαιτησίας και την υποβάθμιση του ρόλου των συλλογικών συμβάσεων οι οποίες είναι βασικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του περιεχομένου των εργασιακών σχέσεων. Αυτά προσβάλλουν και συνταγματικούς κανόνες και διεθνείς κανόνες εργασίας, όπως αυτοί έχουν επικυρωθεί από την Ελλάδα. Αυτοί είναι παράγοντες οι οποίοι μπορούν να οδηγήσουν σε προσβολή συνταγματικότητας, αν και είμαστε σε μια περίοδο όπου έχουμε πολλαπλές ερμηνείες των συνταγματικών διατάξεων και είναι γεγονός ότι σήμερα η κοινομολογία, θα λέγαμε, δεν είναι τόσο επωφελής για τα δικαιώματα των εργαζομένων.
Μιλάτε για πραγματικές ανατροπές στο πεδίο της εργασίας, χωρίς παράλληλα να διαφαίνεται η οποιαδήποτε προοπτική. Τηρουμένων των αναλογιών, δεν βλέπουμε έως τώρα αντίστοιχες κοινωνικές αντιδράσεις. Πώς ερμηνεύετε αυτό το στοιχείο και ποιος είναι ο ρόλος των συνδικάτων;
Υπάρχει ένα γενικότερο πρόβλημα. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει ένα σημαντικό μερίδιο ευθύνης και από την πλευρά των συνδικάτων. Ωστόσο, θεωρώ ότι η κοινωνία δεν έχει αντιληφθεί ακόμη το μέγεθος των μέτρων. Για παράδειγμα, η ρύθμιση για τις απολύσεις θα προκαλέσει παρενέργειες τις οποίες δεν ξέρω κατά πόσο θα είναι σε θέση να αντέξει η κοινωνία. Θεωρώ ότι τους άμεσα προσεχείς μήνες η κατάσταση θα είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε τώρα. Νομίζω ότι τότε θα έχει συνειδητοποιήσει ο κόσμος το μέγεθος των ανατροπών οι οποίες έχουν συντελεστεί.
πηγη Tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου