Η χώρα μας οδηγήθηκε στο ικρίωμα του ΔΝΤ με συνοπτικές διαδικασίες και με το χαρακτηρισμό τού δήθεν μονόδρομου, χωρίς να έχει προηγηθεί κανενός είδους αντίδραση ή προσπάθεια διαπραγμάτευσης. Σαν ώριμη, δηλαδή, και από καιρό προαποφασισμένη λύση, αν και ήταν η πιο οδυνηρή και, ταυτόχρονα, η λιγότερο αποτελεσματική. Ωστόσο, το ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα, που με μικρές γενικά διαφορές το συμμερίζεται και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός νότος –και όχι μόνο–, ουδόλως δικαιολογούσε την έσχατη αυτή καταδίκη του ελληνικού λαού. Ιδιαίτερα και μετά την κυκλοφορία της τελευταίας έκθεσης του ΔΝΤ, που διαπιστώνει ότι το 2015 το δημόσιο χρέος του συνόλου των προηγμένων οικονομιών, ως ποσοστό στο ΑΕΠ τους, θα υπερβεί το 110%.
Είναι βέβαια γεγονός ότι, αφότου μπήκαμε στο μάτι του κυκλώνα, εξαιτίας σωρείας ασύγγνωστων δικών μας λαθών, αλλά και εξαιτίας του ρατσιστικού μένους της κυρίας Μέρκελ εναντίον μας, μοιραία μεγεθύνθηκε το πρόβλημά μας και περιορίστηκαν οι ομαλές δυνατότητες αντιμετώπισής του. Ευτυχώς, υπάρχουν ακόμη κάποιες οριακές λύσεις που, σε σύγκριση με το αδιέξοδο του ΔΝΤ, υπόσχονται λιγότερο δραματικά αποτελέσματα και ενδέχεται να αποδειχθούν σωτήριες.
Αναφέρομαι πολύ συγκεκριμένα στις καθημερινές προτάσεις αναδιαπραγμάτευσης του χρέους μας, που προέρχονται από νομπελίστες και από γνωστούς οικονομικούς αναλυτές και που συνοδεύονται από την απορία τού γιατί μια τέτοια λύση να εκλαμβάνεται ως απαγορευμένη συζήτηση από ελληνικής όσο και από ευρωπαϊκής πλευράς.
Από τα πολυάριθμα αυτά παραπάνω σχήματα, που άλλωστε δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, επιλέγω, εντελώς ενδεικτικά, αυτό του Αμερικανού οικονομολόγου Carl Weinberg, ο οποίος προτείνει την υπαγωγή του συνόλου των ελληνικών ομολόγων, που λήγουν έως το 2019, σε δεξαμενή που θα χρηματοδοτηθεί εκ νέου με 25ετή ομόλογα και με επιτόκιο 4,5%. Υπολογίζεται ότι έτσι οι ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας μας θα περιοριστούν κατά 60% ή κατά 140 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι απώλειες για τους δανειστές μας θα είναι σημαντικές μόνο για την περίπτωση των τελευταίων, που ανέμεναν απόδοση πάνω από 8% και που οπωσδήποτε αυτή ήταν σαφώς τοκογλυφική.
Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης, σε σύγκριση πάντοτε με την αγχόνη του ΔΝΤ, είναι σημαντικά. Να υπογραμμίσω, καταρχάς, ότι ο μηχανισμός στήριξης, που δημιουργήθηκε όχι για να βοηθηθεί η χώρα μας, αλλά για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, βασίστηκε στο ελληνικό πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, δηλαδή, εμφανώς, σε ένα συνονθύλευμα παντελώς ανέφικτων μέσων και προσδοκιών. Έτσι άλλωστε και μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η προσφυγή της αμήχανης ΕΕ στο αδίστακτο ΔΝΤ για την παρά ταύτα εφαρμογή του. Είναι, πράγματι, δύσκολο –αν όχι αδύνατο– να γίνει πιστευτό ότι η ΕΕ έχει την αφέλεια να ελπίζει ότι σε 3 ή σε 5 χρόνια το δημόσιο έλλειμμα θα έχει μειωθεί σε 3% και το δημόσιο χρέος σε 60% του ΑΕΠ μας, αν και με βάση λογικές προσδοκίες, καθώς και με βάση το ιστορικό του ΔΝΤ, θα έχουμε:
• συρρίκνωση του ΑΕΠ ανώτερη του 10%,
• ανεργία που θα ξεπεράσει το 20% του ενεργού πληθυσμού,
• δημόσιο χρέος που από το 115% του ΑΕΠ θα σκαρφαλώσει στο 150% το 2014,
• λουκέτο σε 60.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
• κατακόρυφη μείωση της ζήτησης, ακόμη και ειδών διατροφής,
• καλπάζοντα στασιμοπληθωρισμό – και όχι απλώς αντιπληθωρισμό, όπως εσφαλμένα υποθέτει το ΔΝΤ,
• ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις και εξαιτίας της επαναφοράς της μεσαιωνικής βαρβαρότητας στις εργασιακές σχέσεις.
Αντιθέτως, είναι δυστυχώς ξεκάθαρο ότι παρά τις ανθρωποθυσίες που απαιτούνται από το λαό, σε 1 ή 2 χρόνια από σήμερα η Ελλάδα, που ήδη εκλαμβάνεται ως χρεοκοπημένη από τα διεθνή ΜΜΕ, θα είναι έτσι και επίσημα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να απολέσουν το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου τους, όπως συνέβη και με την Αργεντινή. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, που δεν πρέπει να συγχέεται με χρεοκοπία, και που θα επιδιωχθεί στο πλαίσιο συμφωνίας με τους δανειστές μας, μπορεί να μας εξασφαλίσει την απαραίτητη επιμήκυνση του χρόνου πληρωμής των χρεών μας και, το σημαντικότερο, να εισαγάγει στον ορίζοντά μας την αναπτυξιακή διάσταση που απουσιάζει παντελώς από το ΔΝΤ. Πράγματι, το ΔΝΤ, ως όργανο αποκλειστικά των δανειστών, αδιαφορεί παντελώς για την τύχη των λαών που κατακτά. Με τις πάγιες πρακτικές του, που απορρέουν από το σκληρότερο πυρήνα του νεοφιλελεύθερου συστήματος, αρκείται στην απομύζηση του έστω και συρρικνούμενου εθνικού πλούτου των θυμάτων του, αποκλείοντας κάθε αναπτυξιακή διαδικασία που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των δανειστών. Τέλος, με την αναδιαπραγμάτευση του χρέους μας υπάρχουν ελπίδες ότι θα αναχαιτιστεί η εγκληματική μεταφορά εισοδήματος και πλούτου από τους εργαζόμενους στους τραπεζίτες, από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, από την εργασία στο κεφάλαιο. Αυτή η ανορθόδοξη μορφή αναδιανομής, που ωστόσο επιτεύχθηκε μετά το 1980 χάρη στο σφετερισμό της παραγωγικότητας της εργασίας από τα κέρδη, σε παγκόσμιο και σε ελληνικό επίπεδο, είναι το κυρίαρχο αίτιο του ξεσπάσματος της δεύτερης μεγάλης παγκόσμιας κρίσης το 2007, καθώς και της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.
Είναι βέβαιο ότι η παραμονή μας στο ΔΝΤ θα έχει δραματικές και, πιθανότατα, μη αναστρέψιμες συνέπειες για την Ελλάδα. Θα πρόκειται για ολοκληρωτική καταστροφή. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η άμεση αναθεώρηση του χαρακτηρισμού του ΔΝΤ ως μονόδρομου.
Αναφέρομαι πολύ συγκεκριμένα στις καθημερινές προτάσεις αναδιαπραγμάτευσης του χρέους μας, που προέρχονται από νομπελίστες και από γνωστούς οικονομικούς αναλυτές και που συνοδεύονται από την απορία τού γιατί μια τέτοια λύση να εκλαμβάνεται ως απαγορευμένη συζήτηση από ελληνικής όσο και από ευρωπαϊκής πλευράς.
Από τα πολυάριθμα αυτά παραπάνω σχήματα, που άλλωστε δεν διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους, επιλέγω, εντελώς ενδεικτικά, αυτό του Αμερικανού οικονομολόγου Carl Weinberg, ο οποίος προτείνει την υπαγωγή του συνόλου των ελληνικών ομολόγων, που λήγουν έως το 2019, σε δεξαμενή που θα χρηματοδοτηθεί εκ νέου με 25ετή ομόλογα και με επιτόκιο 4,5%. Υπολογίζεται ότι έτσι οι ανάγκες χρηματοδότησης της χώρας μας θα περιοριστούν κατά 60% ή κατά 140 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι απώλειες για τους δανειστές μας θα είναι σημαντικές μόνο για την περίπτωση των τελευταίων, που ανέμεναν απόδοση πάνω από 8% και που οπωσδήποτε αυτή ήταν σαφώς τοκογλυφική.
Τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας λύσης, σε σύγκριση πάντοτε με την αγχόνη του ΔΝΤ, είναι σημαντικά. Να υπογραμμίσω, καταρχάς, ότι ο μηχανισμός στήριξης, που δημιουργήθηκε όχι για να βοηθηθεί η χώρα μας, αλλά για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών, βασίστηκε στο ελληνικό πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης, δηλαδή, εμφανώς, σε ένα συνονθύλευμα παντελώς ανέφικτων μέσων και προσδοκιών. Έτσι άλλωστε και μόνο έτσι μπορεί να εξηγηθεί η προσφυγή της αμήχανης ΕΕ στο αδίστακτο ΔΝΤ για την παρά ταύτα εφαρμογή του. Είναι, πράγματι, δύσκολο –αν όχι αδύνατο– να γίνει πιστευτό ότι η ΕΕ έχει την αφέλεια να ελπίζει ότι σε 3 ή σε 5 χρόνια το δημόσιο έλλειμμα θα έχει μειωθεί σε 3% και το δημόσιο χρέος σε 60% του ΑΕΠ μας, αν και με βάση λογικές προσδοκίες, καθώς και με βάση το ιστορικό του ΔΝΤ, θα έχουμε:
• συρρίκνωση του ΑΕΠ ανώτερη του 10%,
• ανεργία που θα ξεπεράσει το 20% του ενεργού πληθυσμού,
• δημόσιο χρέος που από το 115% του ΑΕΠ θα σκαρφαλώσει στο 150% το 2014,
• λουκέτο σε 60.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις,
• κατακόρυφη μείωση της ζήτησης, ακόμη και ειδών διατροφής,
• καλπάζοντα στασιμοπληθωρισμό – και όχι απλώς αντιπληθωρισμό, όπως εσφαλμένα υποθέτει το ΔΝΤ,
• ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις και εξαιτίας της επαναφοράς της μεσαιωνικής βαρβαρότητας στις εργασιακές σχέσεις.
Αντιθέτως, είναι δυστυχώς ξεκάθαρο ότι παρά τις ανθρωποθυσίες που απαιτούνται από το λαό, σε 1 ή 2 χρόνια από σήμερα η Ελλάδα, που ήδη εκλαμβάνεται ως χρεοκοπημένη από τα διεθνή ΜΜΕ, θα είναι έτσι και επίσημα, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να απολέσουν το σύνολο σχεδόν του κεφαλαίου τους, όπως συνέβη και με την Αργεντινή. Η αναδιαπραγμάτευση του χρέους, που δεν πρέπει να συγχέεται με χρεοκοπία, και που θα επιδιωχθεί στο πλαίσιο συμφωνίας με τους δανειστές μας, μπορεί να μας εξασφαλίσει την απαραίτητη επιμήκυνση του χρόνου πληρωμής των χρεών μας και, το σημαντικότερο, να εισαγάγει στον ορίζοντά μας την αναπτυξιακή διάσταση που απουσιάζει παντελώς από το ΔΝΤ. Πράγματι, το ΔΝΤ, ως όργανο αποκλειστικά των δανειστών, αδιαφορεί παντελώς για την τύχη των λαών που κατακτά. Με τις πάγιες πρακτικές του, που απορρέουν από το σκληρότερο πυρήνα του νεοφιλελεύθερου συστήματος, αρκείται στην απομύζηση του έστω και συρρικνούμενου εθνικού πλούτου των θυμάτων του, αποκλείοντας κάθε αναπτυξιακή διαδικασία που ενδέχεται να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα των δανειστών. Τέλος, με την αναδιαπραγμάτευση του χρέους μας υπάρχουν ελπίδες ότι θα αναχαιτιστεί η εγκληματική μεταφορά εισοδήματος και πλούτου από τους εργαζόμενους στους τραπεζίτες, από τους φτωχότερους στους πλουσιότερους, από την εργασία στο κεφάλαιο. Αυτή η ανορθόδοξη μορφή αναδιανομής, που ωστόσο επιτεύχθηκε μετά το 1980 χάρη στο σφετερισμό της παραγωγικότητας της εργασίας από τα κέρδη, σε παγκόσμιο και σε ελληνικό επίπεδο, είναι το κυρίαρχο αίτιο του ξεσπάσματος της δεύτερης μεγάλης παγκόσμιας κρίσης το 2007, καθώς και της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας.
Είναι βέβαιο ότι η παραμονή μας στο ΔΝΤ θα έχει δραματικές και, πιθανότατα, μη αναστρέψιμες συνέπειες για την Ελλάδα. Θα πρόκειται για ολοκληρωτική καταστροφή. Γι’ αυτό και επιβάλλεται η άμεση αναθεώρηση του χαρακτηρισμού του ΔΝΤ ως μονόδρομου.
Δημοσιεύτηκε στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ στις 11/6/2010
1 σχόλιο:
Δημοσιευθηκε
Δημοσίευση σχολίου