Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Κάποτε έλεγαν πως όταν η Αμερική φταρνίζεται, ο κόσμος όλος παθαίνει πνευμονία. Στις μέρες μας αυτό δεν είναι και τόσο βέβαιο, αλλά όταν φταρνίζονται μαζί η Αμερική και η Κίνα, τότε ουδείς μπορεί να κοιμάται ήσυχος. Κάτι παρόμοιο συνέβη το τελευταίο τριήμερο. Τα συμπτώματα ταυτόχρονης εξασθένισης της ανάπτυξης στις δύο μεγάλες χώρες μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα βαριά, αλλά επανέφεραν στο προσκήνιο την ανησυχία ότι τα χειρότερα, για την παγκόσμια οικονομία, ενδεχομένως δεν βρίσκονται πίσω μας.
Την Τετάρτη, το Πεκίνο ανακοίνωσε ότι ο ρυθμός ανάπτυξης της χώρας μειώθηκε, από 11,9% που ήταν κατά το πρώτο τρίμηνο του 2010, σε 10,3%. Βεβαίως, ακόμη και το 10,3% αντιπροσωπεύει πυρετική μεγέθυνση, αν όμως ληφθεί υπ' όψιν ότι η Κίνα, μαζί με την Ινδία και τη Βραζιλία, αποτελεί έναν από τους βασικούς κινητήρες της παγκόσμιας οικονομίας, η μείωση των «στροφών» της προκαλεί ανησυχία στις μητροπόλεις του Βορρά.
Πολύ περισσότερο εύθραυστη διαγράφεται η εικόνα της αμερικανικής οικονομίας. Η βιομηχανία λιμνάζει, η ιδιωτική κατανάλωση συρρικνώνεται, η αγορά κατοικίας ξαναπαίρνει την κατιούσα, οι κάνουλες της πίστωσης στεγνώνουν και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα αναθεωρεί επί τα χείρω τις προβλέψεις της. Στις αναλύσεις των αγγλόφωνων εντύπων επανέρχονται οι δύο βασικοί φόβοι: η ύφεση σε σχήμα «W», όπου μετά τη σύντομη ανάκαμψη έρχεται το δεύτερο κύμα κρίσης και η καθήλωση σε παρατεταμένη περίοδο καχεκτικής ανάπτυξης, κατά το πρότυπο της ιαπωνικής «χαμένης δεκαετίας» του '90.
«Πολλαπλές διαδικασίες είναι ενεργές», εκτιμά στη Le Monde ο οικονομολόγος Μισέλ Αγκλιετά, σύμβουλος του κέντρου Cepii και εξηγεί: «Η συρρίκνωση της πίστωσης στα νοικοκυριά, η πτώση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, η συσσώρευση χρεών του Δημοσίου, που προκαλούν πλειστηριασμούς λιτότητας. Εν ολίγοις, το κοκτέιλ που προκάλεσε τη διπλή ύφεση του 1932 και του 1937 στις ΗΠΑ ή εκείνο που βύθισε την Ιαπωνία στη στασιμότητα το 1997 εμφανίζεται και πάλι μπροστά μας».
Ο εύκολος στόχος της αντινεοφιλελεύθερης «αριστεράς λάιτ» είναι ο λεγόμενος «καπιταλισμός- καζίνο», η απληστία των golden boys, την οποία λίγο μετριάζει η μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος από την κυβέρνηση Ομπάμα. Ωστόσο, ο Ρόμπερτ Ράιχ, υπουργός Εργασίας επί Μπιλ Κλίντον, αναπτύσσει μια διαφορετική προσέγγιση στο περιοδικό Nation. Η κυριότερη, δομική αιτία της κρίσης, λέει ο Ράιχ, βρίσκεται στις διαρκώς αυξανόμενες ανισότητες. Ας τον ακούσουμε:
«Το 1928, το πλουσιότερο 1% των Αμερικανών καρπώθηκε το 23,9% του συνολικού εθνικού εισοδήματος». Ακολούθησαν η κατάρρευση του 1929-'33 και το New Deal του Ρούζβελτ. «Στη συνέχεια, το μερίδιο του πλουσιότερου 1% κινούνταν διαρκώς σε καθοδική τροχιά... μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70, όπου είχε έφτασε να περιοριστεί στο 8%. Από εκεί και πέρα, η ανισότητα άρχισε να ανεβαίνει και πάλι. Το 2007, το πλουσιότερο 1% είχε επιστρέψει στα επίπεδα του 1928, για την ακρίβεια καρπωνόταν το 23,5% του εθνικού πλούτου». Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: «Και οι δύο καταρρεύσεις, του 1929 και του 2008, ήρθαν ένα χρόνο ύστερα από το ζενίθ της οικονομικής ανισότητας».
Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο και πρώην επικεφαλής των οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Ραγουράμ Ρατζάν. Σε πρόσφατο βιβλίο του, θεωρεί τη συμπίεση των μισθών, προς όφελος των κερδών, ως ένα από τα πιο επικίνδυνα «ενεργά ρήγματα της παγκόσμιας οικονομίας», αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «από κάθε δολάριο αύξησης του εθνικού εισοδήματος που προέκυψε ανάμεσα στο 1976 και το 2007, τα 58 σεντς πήγαν στο 1% των πλουσιότερων νοικοκυριών».
Αμφότεροι οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η υπερχρέωση των νοικοκυριών μέσω της τραπεζικής πίστης ήταν το αναγκαίο υποκατάστατο των ακρωτηριασμένων μισθών, ώστε να συντηρηθεί η κατανάλωση και να μην καταρρεύσει το σύστημα.
Υπό αυτό το πρίσμα, οι χρηματοπιστωτικές «φούσκες» ήταν το σύμπτωμα, ενώ το κρυμμένο μυστικό της κρίσης βρίσκεται στην υπερεκμετάλλευση. Σε μια αποστροφή που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει γραφτεί και για την Ελλάδα, ο Ράιχ λέει: «Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο τυπικός Αμερικανός ξόδευε πέραν των δυνατοτήτων του. Ηταν ότι οι δυνατότητές του δεν αναπτύσσονταν όσο θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αναπτυχθούν, βάσει της αυξανόμενης παραγωγικότητας της οικονομίας».
*Αναδημοσίευση από την Καθημερινή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου