Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
Ασφαλώς τα αποτελέσματα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, με τα πολυσήμαντα στοιχεία και τη συνθετότητά τους, χρήζουν ψύχραιμης ανάλυσης, που δεν μπορεί παρά να αποτελεί αντικείμενο συλλογικών συζητήσεων και προβληματισμών. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι το εκλογικό αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια καινούργια πολιτική πραγματικότητα, με κύρια χαρακτηριστικά τη βαθύτατη κρίση νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του (και της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ιδιαίτερα) και την ισχυροποίηση ριζοσπαστικών, αντισυστημικών ρευμάτων ενός οργισμένου κοινωνικού σώματος, κυρίως προς τα αριστερά.
Η πολύ μεγάλη, για τόσο έντονα πολιτικοποιημένες εκλογές (στις οποίες μάλιστα ο πρωθυπουργός είχε θέσει ζήτημα επιβίωσης της κυβέρνησής του) αποχή, που έφτασε πανελλαδικά το 40% και στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα το 45%, πρέπει να ερμηνευθεί λιγότερο σαν παθητική στάση παραίτησης και περισσότερο σαν καθολική κατακραυγή, που θυμίζει το “que se vayan todos” (να φύγουν όλοι) της Αργεντινής. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από το αξιοσημείωτο γεγονός ότι περίπου ένας στους δέκα ψηφοφόρους προσήλθε στις κάλπες για να ρίξει άκυρο ή λευκό, μια στάση «μαχητικής» απόρριψης του πολιτικού προσωπικού στο σύνολό του. Συνολικά, αποχή, λευκό και άκυρο έφτασαν το 50% των ψηφοφόρων.
Ένα χρόνο μετά τη σαρωτική εκλογική του νίκη, το ΠΑΣΟΚ υφίσταται ακατάσχετη αιμορραγία, με αποτέλεσμα να ψηφίζεται μόλις από έναν στους τρεις ψηφοφόρους που προσήλθαν στις κάλπες και τη διαφορά του από τη Νέα Δημοκρατία σε πανελλαδική κλίμακα να συρρικνώνεται γύρω στο 2%.
Σ’ αυτό το φόντο, η επιλογή του Γ. Παπανδρέου να μην προκηρύξει πρόωρες εκλογές αποτελεί τεκμήριο πολιτικής δειλίας και υποκρισίας- σε αντίθεση με ό,τι δημόσια διακήρυσσε, θα πήγαινε σε εκλογές μόνο αν πίστευε ότι θα κερδίσει για να εξασφαλίσει λευκή επιταγή ενόψει του «δεύτερου μνημόνιου» που έρχεται. Συνολικά, τα κόμματα του δικομματισμού συρρικνώνονται περίπου στο 66% του εκλογικού σώματος.Ασφαλώς τα αποτελέσματα των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών, με τα πολυσήμαντα στοιχεία και τη συνθετότητά τους, χρήζουν ψύχραιμης ανάλυσης, που δεν μπορεί παρά να αποτελεί αντικείμενο συλλογικών συζητήσεων και προβληματισμών. Σε κάθε περίπτωση, είναι φανερό ότι το εκλογικό αποτέλεσμα διαμόρφωσε μια καινούργια πολιτική πραγματικότητα, με κύρια χαρακτηριστικά τη βαθύτατη κρίση νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος στο σύνολό του (και της κυβέρνησης του Γ. Παπανδρέου ιδιαίτερα) και την ισχυροποίηση ριζοσπαστικών, αντισυστημικών ρευμάτων ενός οργισμένου κοινωνικού σώματος, κυρίως προς τα αριστερά.
Η πολύ μεγάλη, για τόσο έντονα πολιτικοποιημένες εκλογές (στις οποίες μάλιστα ο πρωθυπουργός είχε θέσει ζήτημα επιβίωσης της κυβέρνησής του) αποχή, που έφτασε πανελλαδικά το 40% και στα μεγαλύτερα αστικά κέντρα το 45%, πρέπει να ερμηνευθεί λιγότερο σαν παθητική στάση παραίτησης και περισσότερο σαν καθολική κατακραυγή, που θυμίζει το “que se vayan todos” (να φύγουν όλοι) της Αργεντινής. Η εκτίμηση αυτή ενισχύεται και από το αξιοσημείωτο γεγονός ότι περίπου ένας στους δέκα ψηφοφόρους προσήλθε στις κάλπες για να ρίξει άκυρο ή λευκό, μια στάση «μαχητικής» απόρριψης του πολιτικού προσωπικού στο σύνολό του. Συνολικά, αποχή, λευκό και άκυρο έφτασαν το 50% των ψηφοφόρων.
Ένα χρόνο μετά τη σαρωτική εκλογική του νίκη, το ΠΑΣΟΚ υφίσταται ακατάσχετη αιμορραγία, με αποτέλεσμα να ψηφίζεται μόλις από έναν στους τρεις ψηφοφόρους που προσήλθαν στις κάλπες και τη διαφορά του από τη Νέα Δημοκρατία σε πανελλαδική κλίμακα να συρρικνώνεται γύρω στο 2%.
Παρά την πολυδιάσπαση και τα προγραμματικά της ελλείμματα, η κομμουνιστική, ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά ως σύνολο άγγιξαν πανελλαδικά το 20%, γεγονός πρωτοφανές στα χρονικά της χώρας μετά την πτώση της χούντας. Ασφαλώς, η εκτίμηση αυτή πρέπει να μετριαστεί από σειρά προφανών παραγόντων- η έκταση της αποχής, το γεγονός ότι, παρά την έντονη πολιτικοποίησή τους, οι περιφερειακές εκλογές δεν μπορούν να εξισωθούν με τις βουλευτικές, το ρευστό και το ευμετάβλητο μιας ψήφου διαμαρτυρίας, πάνω απ’ όλα η μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν απόσταση ανάμεσα στην πολιτική συμπάθεια και την αγωνιστική στράτευση. Παρόλα αυτά, το αποτέλεσμα δείχνει τις τεράστιες δυνατότητες που δημιουργεί η κρίση για την Αριστερά- κάτι που χωρίς αμφιβολία θα εκτιμήσουν πολύ σοβαρά οι κυρίαρχες τάξεις το επόμενο διάστημα.
Στο εσωτερικό της Αριστεράς τα αποτελέσματα είναι προφανώς άνισα. Μεγάλος κερδισμένος των εκλογών εμφανίζεται το ΚΚΕ, με ένα ποσοστό που φτάνει σε πανελλαδική κλίμακα το 11% (στην περιφέρεια Αττικής έφτασε το 14.5%). Γενικότερα, στους κόλπους της Αριστεράς ενισχύονται τα ρεύματα με πιο καθαρό αντι- Ε.Ε., αντικαπιταλιστικό, αντισυστημικό λόγο και πρακτική, κάτι που αντανακλάται και στη διαμόρφωση, για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, ενός σχετικά μαζικού χώρου της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, τον οποίο σ’ αυτές τις εκλογές εξέφρασε κυρίως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με πανελλαδικό ποσοστό που προσεγγίζει το 2%.
Τα ριζοσπαστικά τμήματα της μισθωτής εργασίας και της νεολαίας εναπόθεσαν στους ώμους της Αριστεράς μεγάλο φορτίο ελπίδων, απαιτήσεων και ευθυνών. Η ανάγκη για τολμηρές, μαχητικές πρωτοβουλίες ώστε να μην προδοθούν αυτές οι ελπίδες είναι επείγουσα, δεδομένης της εξαιρετικά κρίσιμης συγκυρίας. Όλα δείχνουν ότι η Ελλάδα βαδίζει με γοργούς ρυθμούς προς τη μαθηματικά βέβαιη χρεωκοπία, στην οποία την οδήγησε η πολιτική του μνημονίου και για την οποία έχουν ήδη αρχίσει να μας προετοιμάζουν κυβέρνηση και ΜΜΕ. Η βαθύτατη ελληνική ύφεση θα επιδεινωθεί το επόμενο διάστημα από τη γενικότερη, δυσμενή τροπή της παγκόσμιας οικονομίας, η κρίση της οποίας συνεχίζει να μεταλλάσσεται και ήδη μπαίνει στο πέμπτο στάδιό της: Κρίση της αγοράς ακινήτων- Χρηματοπιστωτική κρίση- Ύφεση της πραγματικής οικονομίας- Δημοσιονομική κρίση χρέους- και τώρα: παγκόσμιος νομισματικός πόλεμος (με καταλύτη την απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να κατακλύσει το σύμπαν με δολάρια, οδηγώντας το αμερικανικό νόμισμα σε υποτίμηση και τις εξαγωγές των ανταγωνιστών στον Καιάδα) που απειλεί να δώσει τη θέση του σε παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, εν μέρει κατά το πρότυπο της δεκαετίας του 1930.
Εν όψει της βέβαιης χρεωκοπίας (όπως κι αν την εμφανίσουν, από τεχνική άποψη), Ε.Ε. και ΔΝΤ θα επιβάλουν το «δεύτερο μνημόνιο», πολύ βαναυσότερο από το πρώτο, με δύο βασικά στοιχεία: Την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, με πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας (κάτι σαν κι αυτό που έκανε στη Χιλή ο Πινοτσέτ, αλλά χωρίς τανκς) και την εκποίηση αντί πινακίου φακής φιλέτων του εθνικού πλούτου, με ιδιωτικοποιήσεις σε στρατηγικής σημασίας ΔΕΚΟ και μαζικές απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων. Οι κυρίαρχες τάξεις γνωρίζουν ότι αυτή η επιχείρηση θα προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας- όπου η Αριστερά είναι πολύ ισχυρότερη από ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες- και την υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Ωστόσο, δεν τολμούν να σκεφτούν καν οποιαδήποτε περισσότερο διαπραγματευτική στάση- απόδειξη η τερατώδης ομοφωνία στη στήριξη του Παπανδρέου από το σύνολο των μεγάλων συγκροτημάτων του Τύπου. Δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι αντάμα, προσμένουν κάποιο θάμα από κυβερνήσεις ευρείας στήριξης (με τεχνοκράτες, δωρητές σώματος του δικομματισμού από την ακροδεξιά, τους ταλιμπάν του νεοφιλελευθερισμού και τους αιωνίους προθύμους της «ανανεωτικής» Αριστεράς), παρότι κατά βάθος γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο θα αθροίσει όχι τις δυνάμεις, αλλά τις αδυναμίες τους.
Ενόψει αυτών των εξελίξεων, οι μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς υποχρεώνονται να προετοιμαστούν για συγκρούσεις και διακυβεύματα που ξεπερνούν τα όρια και τις δυνατότητες οποιουδήποτε μεμονωμένου κομματικού χώρου, οποιεσδήποτε διαμορφωμένες μέχρι σήμερα πολιτικές προτάσεις, στρατηγικές συμμαχιών, μορφές μαζικής πάλης, εκβιασμού και ανατροπής των κυρίαρχων τάξεων. Άλλη μια φορά, το πολύ καλό και το πολύ κακό ενδεχόμενο εμφανίζονται ταυτόχρονα και η απόσταση από το ένα στο άλλο μπορεί να είναι πολύ μικρή. Μας το θυμίζει, άλλωστε, ακόμη κι αν θέλαμε να το ξεχάσουμε, το 5.3% της Χρυσής Αυγής στο δήμο της Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου