Σε αντίκρισα στην οθόνη της τηλεόρασης να κραυγάζεις όπως παλιά (σα να μη συνέβη τίποτα στο μεταξύ, δηλαδή) στη θέα του αρχηγού σου, που -ανάμεσα σε σαρδάμ και παύσεις- σου ξαναπούλαγε το ίδιο χιλιοειπωμένο, και απολύτως εξοργιστικό παραμύθι, περί δημοκρατίας, πατριωτισμού και σοσιαλισμού, που τάχα μου, αποτελούν τα αγνά κίνητρα τού τρέχοντος ασύστολου, και μέχρις αηδίας υποτελούς, κανιβαλισμού του.
Μεσήλικας ήσουν, γύρω στα πενήντα, πενήντα πέντε, και σε είχαν τοποθετήσει στις τελευταίες σειρές. Που πάει να πει, τίποτα περισσότερο από ένας ταλαίπωρος μικρομεσαίος του παρελθόντος, εξουθενωμένος του παρόντος και τσακισμένος του μέλλοντος. Σοβαρά σημάδια οφικίων και αξιοσημείωτων κερδών από τη στράτευσή σου στο «κίνημα» δεν διέκρινα στην ημιταλαίπωρη παρουσία σου. Άντε να σε διόρισαν κάπου, κάποτε, άντε να σου ’καναν καμιά εξυπηρετησούλα σε ώρα ανάγκης, άντε να περνιόσουνα και συ μέχρι πρότινος για ψιλοπαράγοντας της συνοικίας ή της κωμόπολής σου.
Τα δυο πρώτα στα ξαναπαίρνουν πίσω με υπέρογκο τόκο, όσο για το δεύτερο, άσ’ τα να παν’ στο διάολο: το κράξιμο απ’ τους γνωστούς σου πάει σύννεφο και συ δεν έχεις καν προσωπική φρουρά για να τους συνετίσεις, όπως το πράττουν οι γραβατοφόροι κομματικοί σου προϊστάμενοι. Κι έτσι, ακόμη και την απόφασή να πας για καφέ στα παλιά σου στέκια, δύσκολα την παίρνεις πλέον.
Αυτά διακρίνω στη φάτσα σου, οπότε σκάω από την περιέργεια να εντοπίσω τα όποια κίνητρά σου: Γιατί, άραγε, έσκουζες γεμάτος ενθουσιασμό αναπαράγοντας τα συνθήματά τους, γιατί χειροκροτούσες σαν μανιακός τους δεκάρικούς τους, γιατί έκραζες εκείνους που από τις πίσω -επίσης- σειρές τούς γιουχάιζαν εντός έδρας; Δυο χρόνια πριν θα έλεγα πως οι πιθανότητες να είσαι ένας άνθρωπος αφελώς καλοπροαίρετος, γοητευμένος από τις γενναιόδωρες υποσχέσεις τους, δεν θα έπρεπε να αποκλειστούν. Σήμερα πελαγώνω στ’ αλήθεια, αδυνατώντας να ανακαλύψω κάποιον χαρακτηρισμό που να εκφράζει, με πειστικό τρόπο, την εμμονική σου κατάσταση: Πρόβατο είσαι άραγε ή δοσίλογος; Εύπιστος ή φανατίλας; Βαλτός ή ανεγκέφαλος; Υπνοβάτης ή καθίκι; Αγαθιάρης ή σαδιστής; Ιδεοληπτικός ή μαλάκας;
Τις απαντήσεις τις αφήνω σε σένα, ως νομίμως ενδιαφερόμενο.
Του Νίκου ΚουνενήΤα δυο πρώτα στα ξαναπαίρνουν πίσω με υπέρογκο τόκο, όσο για το δεύτερο, άσ’ τα να παν’ στο διάολο: το κράξιμο απ’ τους γνωστούς σου πάει σύννεφο και συ δεν έχεις καν προσωπική φρουρά για να τους συνετίσεις, όπως το πράττουν οι γραβατοφόροι κομματικοί σου προϊστάμενοι. Κι έτσι, ακόμη και την απόφασή να πας για καφέ στα παλιά σου στέκια, δύσκολα την παίρνεις πλέον.
Αυτά διακρίνω στη φάτσα σου, οπότε σκάω από την περιέργεια να εντοπίσω τα όποια κίνητρά σου: Γιατί, άραγε, έσκουζες γεμάτος ενθουσιασμό αναπαράγοντας τα συνθήματά τους, γιατί χειροκροτούσες σαν μανιακός τους δεκάρικούς τους, γιατί έκραζες εκείνους που από τις πίσω -επίσης- σειρές τούς γιουχάιζαν εντός έδρας; Δυο χρόνια πριν θα έλεγα πως οι πιθανότητες να είσαι ένας άνθρωπος αφελώς καλοπροαίρετος, γοητευμένος από τις γενναιόδωρες υποσχέσεις τους, δεν θα έπρεπε να αποκλειστούν. Σήμερα πελαγώνω στ’ αλήθεια, αδυνατώντας να ανακαλύψω κάποιον χαρακτηρισμό που να εκφράζει, με πειστικό τρόπο, την εμμονική σου κατάσταση: Πρόβατο είσαι άραγε ή δοσίλογος; Εύπιστος ή φανατίλας; Βαλτός ή ανεγκέφαλος; Υπνοβάτης ή καθίκι; Αγαθιάρης ή σαδιστής; Ιδεοληπτικός ή μαλάκας;
Τις απαντήσεις τις αφήνω σε σένα, ως νομίμως ενδιαφερόμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου