Η πολιτική κριτική, η πολεμική- συχνά προσωπική και φτηνή- που ασκήθηκε στη δημόσια θέση που λάβαμε 127 σύντροφοι αλλά και η υποστήριξη που έλαβε προσφέρουν στην εξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων, μαζί φυσικά με αρκετά ακόμα γεγονότα, για τη δύσκολη μετάβαση της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα από την προ- κρίσης περίοδο, στη μετά την κρίση φάση.
Χρησιμοποιώ τον όρο κεντροαριστερά εντελώς σχηματικά και παρά τις προφανείς αναλυτικές του ανεπάρκειες. Θα μπορούσε στη θέση του να μπει ο όρος δημοκρατική παράταξη ή σοσιαλιστικός χώρος. Ωστόσο νομίζω ότι περιγραφικά είναι καταλληλότερος καθώς υποδηλώνει αρχικά τη συμπόρευση- ήδη πριν τη χούντα αλλά κυρίως μετά -τμήματος του δημοκρατικού κέντρου και της ευρύτερης αριστεράς και σταδιακά τη μετεξέλιξή τους σε έναν ενιαίο χώρο και εν πολλοίς κόμμα, που συμπεριελάμβανε διαφορετικά ρεύματα- εαμογενείς, σοσιαλδημοκράτες, κεντρώους δημοκράτες, κομμουνιστογενείς, ανανεωτές αριστερούς κτλ. Περιττεύει φυσικά να επαναλάβει κανείς ότι το ηγεμονικό κόμμα ήταν το ΠΑΣΟΚ σε όλη αυτήν την πορεία.
Γιατί δύσκολη και γιατί μετάβαση λοιπόν;
Δύσκολη, διότι η πολιτική εξέλιξη όπως ήταν φυσικό συγχρονίστηκε με την εντεινόμενη οικονομική και κοινωνική κρίση. Έχουμε ήδη περάσει στη φάση της πολιτικής κρίσης, που υπό όρους μπορεί να εξελιχθεί με ακόμα πιο ξεκάθαρο τρόπο απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, σε κρίση δημοκρατίας και σε πολιτειακή. Συμπτώματα αυτής της εξέλιξης, της μετατροπής της πολιτικής κρίσης σε κρίση δημοκρατίας εντοπίζονται ήδη.
Μετάβαση, διότι οι παραδοσιακές και διαχρονικές δομές της κεντροαριστεράς δοκιμάζονται και είτε απαξιώνονται είτε καλούνται να μετασχηματιστούν. Στην πραγματικότητα η μετάβαση δεν αφορά μόνο την κεντροαριστερά. Ωστόσο δεδομένου ότι ηγεμόνευε στην ελληνική πολιτική ζωή τις τελευταίες δεκαετίες, το τι συμβαίνει στους κόλπους της αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Δεν πρόκειται μόνο για τη στρατηγικού χαρακτήρα απαξίωση του ΠΑΣΟΚ. Το φοιτητικό κίνημα και οι θεσμοί του, το εργατικό κίνημα και οι συνδικαλιστικές δομές, συγκροτήματα του τύπου που ταυτίστηκαν μαζί της και κυρίως στοιχεία στην ευρύτερη πολιτική και πολιτιστική ατμόσφαιρα της χώρας, που συνέθεσαν την ηγεμονία της κεντροαριστεράς, δίκαια ή άδικα δοκιμάζονται και εν μέρει απαξιώνονται. Σε αυτήν την εν πολλοίς άδικη απαξίωση κομβικό ρόλο έπαιξαν ηγετικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ που με πρωτοφανές μένος, ήδη από τα μέσα του ’90 και εντεινόμενα από το 2009 και δώθε επιτέθηκαν σε όσες προοδευτικές κατακτήσεις του λαού και στη μεταπολιτευτική διαδικασία εν γένει, συκοφαντώντας την ως μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία και ταυτίζοντάς την εσκεμμένα με τις όποιες αλλοτριωτικές και αλλοτριωμένες της εκδοχές. Έτσι οι ηγετικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ , προκειμένου να αναιρέσουν τις προοδευτικές κατακτήσεις του λαού, στο πλαίσιο της στρατηγικής του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, ειδικά τα τελυταία τρία χρόνια συμμάχησαν με τις αντιδραστικές ιδεολογικά και πολιτικά δυνάμεις.
Σήμερα λοιπόν, η κεντροαριστερά βρίσκεται στο μέσο μιας διαδικασίας δύσκολης μετάβασης, με άδηλο μέλλον. Το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή τη μετάβαση είναι η απουσία ακόμα, σταθερά ηγετικού και ηγεμονικού κόμματος. Η πρωτοβουλία σαφώς έχει περάσει μετά το εκλογικό αποτέλεσμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι μια πραγματικότητα και μια μεγάλη ευθύνη συνάμα. Ωστόσο και ο ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται- τουλάχιστον με τη μορφή που έχει ως σήμερα- στα μεταβατικά φαινόμενα. Στην πραγματικότητα τρία κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές της κεντροαριστεράς, ενώ το μεγάλο τμήμα της κοινωνικής βάσης της κεντροαριστεράς, πέραν του τι ψηφίζει παραμένει καχύποπτο απέναντι στην ενεργή του ένταξη σε κάποιο υπάρχοντα κομματικό σχηματισμό. Η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό που ακόμα δεν έχει καλυφθεί.
Δεύτερον, ο χώρος του ΠΑΣΟΚ παραμένει μήτρα εξελίξεων, ωστόσο τριχοτομείται και μάλιστα με τρόπο που εντείνει τον ασύντακτο διαμελισμό του, αντί των συντεταγμένων πολιτικών διαδικασιών. Ο ασύντακτος χαρακτήρας της τριχοτόμησης προκύπτει από το γεγονός ότι στο ΠΑΣΟΚ εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια δεν υπήρξε ούτε μία δημοκρατική και ουσιαστική πολιτική διαδικασία. Η επιβολή της μνημονιακής πολιτικής έγινε κόντρα στη θέληση της βάσης του κόμματος, χωρίς ποτέ να ερωτηθεί, ενώ επίσης ποτέ δεν υπήρξε κριτική αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Εξ ου και η επιλογή της νέας ηγεσίας επεβλήθη πραξικοπηματικά μετά από εσωκομματικές εκκαθαρίσεις και φίμωση κάθε άλλης άποψης σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της στις διαδικασίες εκλογής νέου προέδρου.
Σε ό,τι αφορά την τριχοτόμηση, αυτή καθ’ εαυτή, το πρώτο ρεύμα είναι και το πλειοψηφικό: είναι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνικής και κομματικής βάσης που διαφώνησε με τη μνημονιακή πολιτική και αποστασιοποιήθηκε από το φερόμενο σήμερα ως ΠΑΣΟΚ, είτε εκλογικά μόνο είτε και με ποιο στάθερο τρόπο. Το πλειοψηφικό αυτό τμήμα φιμώθηκε, χλευάστηκε έως και υβρίστηκε από τις τελευταίες ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, τη διαπλοκή και τα φερέφωνά τους. Ακόμα και μέσα στο 14% που ψήφισε ΠΑΣΟΚ ένα μεγάλο μέρος ανήκει σε αυτό το πλειοψηφικό ρεύμα, ωστόσο η ηγεσία Βενιζέλου εξακολουθεί να το αγνοεί. Το δεύτερο ρεύμα είναι αυτό που ενεργά υποστηρίζει ως “σωτηρία” ή “ευτυχία” τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και τα μνημόνια. Άλλοτε καταγραφόμενοι ως εκσυγχρονιστές, τώρα ενδεδυμένοι το μανδύα του “μεταρρυθμιστή”, οι αντιδραστικοί αυτοί πήδηξαν μέσα στο ΠΑΣΟΚ κατά τις περιόδους του αλλοτριωμένου καθεστωτισμού, ευνοήθηκαν από αυτόν, έγιναν τα πουλέν του παρασιτικού κεφαλαίου και της διαπλοκής και ως υπάκουοι κηδεμονευόμενοι από τα προαναφερθέντα συμφέροντα κατέλαβαν υπουργικούς θώκους, προωθώντας την ατζέντα του κατεστημένου της χώρας. Στοιχεία αυτού του ρεύματος αποτελούσαν την ηγετική ομάδα Σημίτη, Παπανδρέου και στήριξαν μετ’ επιτάσεως την πραξικοπηματική τοποθέτηση Βενιζέλου στην προεδρεία του ΠΑΣΟΚ, ασχέτως του ότι πλέον φιλοδοξούν να τον ανατρέψουν “από τα δεξιά” του. Το τρίτο ρεύμα που ως προς την πολιτική του συμπεριφορά συνδέθηκε στενά με το δεύτερο ρεύμα και τους πάτρωνές του, ειδικά από κάποιο σημείο και μετά, είναι η ομάδα πέριξ του Β. Βενιζέλου, με προεξάρχοντα τον ίδιο. Το ενοποιητικό τους στοιχείο είναι το πρόσωπο του Βενιζέλου. Σε αυτούς δίπλα συνωθείται και ένα μεγάλο τμήμα της εναπομείνασας κρατικό- κομματικής γραφειοκρατίας, που μην μπορώντας να διατηρήσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τα προνόμιά της πλειοδοτεί σε κομματικό ψευτοπατριωτισμό. “Αντιμνημονιακοί” επί Παπανδρέου γίνονται “ρεαλιστές” μνημονιακοί επί Βενιζέλου. Αναζητούν θαυματοποιούς, πριν λίγους μήνες το Βενιζέλο, σε λίγο καιρό ίσως το Λοβέρδο ή ξανά τον Παπανδρέου. Πρωταγωνιστούν στην αντί- αριστερή ρητοτρεία και στις προσωπικές επιθέσεις. Αναναπράγουν μια διαχρονική κατασκευή που διέκρινε μεταξύ εκλογικού κομματικού καθήκοντος και σύγκρουσης επί της ασκουμένης πολιτικής στο εσωτερικό του κόμματος. Αυτή η κατασκευή ήταν αποτελεσματική όσο η ασκουμένη στο όνομα του κόμματος πολιτική δεν αναιρούσε πλήρως την κομματική ταυτότητα και όσο υφίσταντο εσωτερικές, πολιτικές διαδικασίες. Σήμερα αυτές οι δύο συνθήκες δεν υπάρχουν: εκλογική στήριξη της πολιτικής του παρόντος μορφώματος σημαίνει το λιγότερο εξαφάνιση της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ- πέρα από τις επιπτώσεις στη χώρα- ενώ επιπλέον δεν υπάρχει εσωκομματική διαδικασία για να παραπεμφθεί εκεί η όποια πολιτική σύγκρουση. Η ενδοστρεφής μάχη δεν αφήνει ανέγγιχτη κατά τα άλλα τη μαζικότητα του κόμματος σε όρους κοινωνίας αλλά αντίθετα το απαξιώνει περαιτέρω δείχνοντας ότι δεν υπάρχουν στο εσωτερικό του ζωντανές, αριστερές δυνάμεις. Ακόμα και αν τους αποδοθούν “ευγενή” κίνητρα- πράγμα που ούτως ή άλλως σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύει- στην πραγματικότητα οδηγούν στην οριστική απαξίωση το κόμμα που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Τρίτο στοιχείο της μετάβασης είναι η δυσκολία ζύμωσης μεταξύ των διαφορετικών χώρων που εκφράζουν τις πτυχές της κεντροαριστεράς. Υπάρχουν παγιωμένες διαφορές προγραμματικού και ιδεολογικού χαρακτήρα όπως και προκαταλήψεις που εκκινούν από ένα παρελθόν με αρκετά έντονες αντιπαραθέσεις. Αυτή η δυσκολία επαφής όμορων χώρων, οι παραγοντισμοί και οι ιστορικές πικρίες, μαζί με την τάση υπεράσπισης της “ιδεολογικής καθαρότητας” μπορεί ανά πάσα στιγμή να δυναμιτίσουν το όποιο εγχείρημα.
Τέταρτον, η ανάγκη σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο να γίνουν τόσα πολλά στο επίπεδο αφενός της κυβέρνησης της χώρας με προοπτική την έξοδο από την κρίση και αφετέρου της ανασύστασης της κεντροαριστεράς στο κοινωνικό, ιδεολογικό και κομματικό επίπεδο, με δεδομένες μάλιστα τις πραναφερθείσες δυσκολίες. Η κεντροαριστερά υπό όποια μορφή και αν εκφραστεί θα πρέπει μέσα στους επόμενους μήνες, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών να πείσει με τις πράξεις της ότι μπορεί: να σταθεροποιήσει την οικονομική και κοινωνική κατάσταση και να τη θέσει σε πορεία ανάκαμψης. Να αναιρέσει τις πολιτικές των μνημονίων και τις συνέπειές τους. Να θέσει τα θεμέλια της μετά την κρίση Ελλάδας κόντρα στο παρασιτικό και μεταπρατικό κατεστημένο της χώρας. Να διασφαλίσει την πολιτική και δημοκρατική ομαλότητα. Να αντέξει τις πιέσεις του ξένου παράγοντα και να τις αντιστρέψει, φέροντας την Ελλάδα στην πρωτοπορία των δυνάμεων εξόδου από την κρίση. Να αντιμετωπίσει άμεσα, δημοσιονομικά, κοινωνικά και διεθνοπολιτικά ζητήματα της χώρας. Να απελευθερώσει παραγωγικές και πνευματικές δυνάμεις που ασφυκτιούν. Και παράλληλα να επανασυνδεθεί αλλά και να αναζωογονήσει τα τόσο αναγκαία κοινωνικά κινήματα και τις δομές των μαζικών χώρων, υπερβαίνοντας τις εσωτερικές της αγκυλώσεις. Είναι ένα έργο στην πραγματικότητα ακόμα δυσκολότερο από όσο ακούγεται.
Για να ξεκινήσει λοιπόν, η πορεία προς την επίτευξη όλων αυτών των στόχων και σε ό,τι αφορά την ανασύσταση της κεντροαριστεράς υπάρχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις- αναγκαίες αλλά όχι ικανές: πρώτον να τερματιστεί η πολιτική κρίση και η κρίση ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ υφίσταται έναν καθημερινό βιασμό από τη συμμαχία νεοφιλελεύθερων, δεξιάς ηγετικής ομάδας και παρηκμασμένης κομματικής γραφειοκρατίας του, που αναιρούν τη φυσιογνωμία του και το διαλύουν οργανωτικά. Έχοντας καεί, λόγω του ότι νομιμοποίησαν και υλοποίησαν τη στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, μην μπορώντας να επιβιώσουν σε μια μεγάλη σοσιαλιστική παράταξη, επιλέγουν ένα μικρό, ελεγχόμενο, απαξιωμένο ΠΑΣΟΚ που θα είναι “τσόντα” άλλοτε του ενός και άλλοτε του άλλου κόμματος, ενώ παράλληλα θα προωθεί τα συμφέροντα του παρασιτισμού. Κανένα κόμμα τις πολλές τελευταίες δεκαετίες δεν είχε την ατυχία οι ηγετικές του ομάδες να είναι τόσο αντί- κομματικές, όσο αντί- ΠΑΣΟΚ είνα σήμερα η ηγεσία του φερομένου ως ΠΑΣΟΚ, οι γραφειοκράτες και νεοφιλελεύθεροι σύμμαχοί της. Η ανωμαλία αυτή δημιουργεί μια σφήνα στα σπλάχνα κάθε προσπάθειας ανασύστασης της κεντροαριστεράς. Ο μόνος τρόπος να υπερβούμε αυτήν την ανωμαλία είναι με μια εσωτερική ρήξη. Οι αντί- ΠΑΣΟΚ ομάδες που δρουν εις βάρος του ΠΑΣΟΚ και του σοσιαλιστικού χώρου πρέπει να εκπαραθυρωθούν, από την πλειοψηφούσα σοσιαλιστική και αντί- νεοφιλελεύθερη τάση, ασχέτως του πως αυτή η τελευταία τάση εκφράστηκε στις εκλογές της 6ης Μαϊου και θα εκφραστεί σε αυτές της 17ης Ιουνίου.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ο γρήγορος μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, από ένα συνασπισμό κομμάτων σε ένα ενιαίο κόμμα της αριστεράς. Υπερβαίνοντας προγενέστερες αγκυλώσεις ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταστεί ο έτερος πόλος στο εσωτερικό της κεντοαριστεράς, πέρα από τον εκλογικό κύκλο. Είναι γεγονός ότι ήδη έχει κάνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση που δεν πρέπει να υποτιμώνται. Ωστόσο μένουν ακόμα να γίνουν αρκετά στο προγραμματικό και οργανωτικό επίπεδο αλλά και να ξεπεράσει προϋπάρχουσες φοβίες.
Και στη βάση των ανωτέρω, μαζί με δυνάμεις της ΔΗΜΑΡ και άλλες, πρέπει να επιτευχθεί μέσα από ανοιχτό, υπεύθυνο, συγκροτημένο, προγραμματικό διάλογο και κοινή κοινωνική δράση η σύνθεση νέας, κινηματικής και κυβερνώσας κεντροαριστεράς. Συνειδητοποιώντας ότι το κρίσμο στοιχείο δε θα είναι η άθροιση αλλά ο μετασχηματισμός. Στο καμίνι των γεγονότων, τα προϋπάρχοντα υλικά, μαζί με νέα, όπως και άλλες φορές έγινε στο παρελθόν θα μετουσιωθούν στη νέα, ηγεμονική “κεντροαριστερά”, με τον τόνο στην αριστερά.
Θέμης Τζήμας
Χρησιμοποιώ τον όρο κεντροαριστερά εντελώς σχηματικά και παρά τις προφανείς αναλυτικές του ανεπάρκειες. Θα μπορούσε στη θέση του να μπει ο όρος δημοκρατική παράταξη ή σοσιαλιστικός χώρος. Ωστόσο νομίζω ότι περιγραφικά είναι καταλληλότερος καθώς υποδηλώνει αρχικά τη συμπόρευση- ήδη πριν τη χούντα αλλά κυρίως μετά -τμήματος του δημοκρατικού κέντρου και της ευρύτερης αριστεράς και σταδιακά τη μετεξέλιξή τους σε έναν ενιαίο χώρο και εν πολλοίς κόμμα, που συμπεριελάμβανε διαφορετικά ρεύματα- εαμογενείς, σοσιαλδημοκράτες, κεντρώους δημοκράτες, κομμουνιστογενείς, ανανεωτές αριστερούς κτλ. Περιττεύει φυσικά να επαναλάβει κανείς ότι το ηγεμονικό κόμμα ήταν το ΠΑΣΟΚ σε όλη αυτήν την πορεία.
Γιατί δύσκολη και γιατί μετάβαση λοιπόν;
Δύσκολη, διότι η πολιτική εξέλιξη όπως ήταν φυσικό συγχρονίστηκε με την εντεινόμενη οικονομική και κοινωνική κρίση. Έχουμε ήδη περάσει στη φάση της πολιτικής κρίσης, που υπό όρους μπορεί να εξελιχθεί με ακόμα πιο ξεκάθαρο τρόπο απ’ ό,τι μέχρι σήμερα, σε κρίση δημοκρατίας και σε πολιτειακή. Συμπτώματα αυτής της εξέλιξης, της μετατροπής της πολιτικής κρίσης σε κρίση δημοκρατίας εντοπίζονται ήδη.
Μετάβαση, διότι οι παραδοσιακές και διαχρονικές δομές της κεντροαριστεράς δοκιμάζονται και είτε απαξιώνονται είτε καλούνται να μετασχηματιστούν. Στην πραγματικότητα η μετάβαση δεν αφορά μόνο την κεντροαριστερά. Ωστόσο δεδομένου ότι ηγεμόνευε στην ελληνική πολιτική ζωή τις τελευταίες δεκαετίες, το τι συμβαίνει στους κόλπους της αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία. Δεν πρόκειται μόνο για τη στρατηγικού χαρακτήρα απαξίωση του ΠΑΣΟΚ. Το φοιτητικό κίνημα και οι θεσμοί του, το εργατικό κίνημα και οι συνδικαλιστικές δομές, συγκροτήματα του τύπου που ταυτίστηκαν μαζί της και κυρίως στοιχεία στην ευρύτερη πολιτική και πολιτιστική ατμόσφαιρα της χώρας, που συνέθεσαν την ηγεμονία της κεντροαριστεράς, δίκαια ή άδικα δοκιμάζονται και εν μέρει απαξιώνονται. Σε αυτήν την εν πολλοίς άδικη απαξίωση κομβικό ρόλο έπαιξαν ηγετικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ που με πρωτοφανές μένος, ήδη από τα μέσα του ’90 και εντεινόμενα από το 2009 και δώθε επιτέθηκαν σε όσες προοδευτικές κατακτήσεις του λαού και στη μεταπολιτευτική διαδικασία εν γένει, συκοφαντώντας την ως μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία και ταυτίζοντάς την εσκεμμένα με τις όποιες αλλοτριωτικές και αλλοτριωμένες της εκδοχές. Έτσι οι ηγετικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ , προκειμένου να αναιρέσουν τις προοδευτικές κατακτήσεις του λαού, στο πλαίσιο της στρατηγικής του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, ειδικά τα τελυταία τρία χρόνια συμμάχησαν με τις αντιδραστικές ιδεολογικά και πολιτικά δυνάμεις.
Σήμερα λοιπόν, η κεντροαριστερά βρίσκεται στο μέσο μιας διαδικασίας δύσκολης μετάβασης, με άδηλο μέλλον. Το πρώτο στοιχείο που χαρακτηρίζει αυτή τη μετάβαση είναι η απουσία ακόμα, σταθερά ηγετικού και ηγεμονικού κόμματος. Η πρωτοβουλία σαφώς έχει περάσει μετά το εκλογικό αποτέλεσμα στο ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή είναι μια πραγματικότητα και μια μεγάλη ευθύνη συνάμα. Ωστόσο και ο ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται- τουλάχιστον με τη μορφή που έχει ως σήμερα- στα μεταβατικά φαινόμενα. Στην πραγματικότητα τρία κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και η ΔΗΜΑΡ εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές της κεντροαριστεράς, ενώ το μεγάλο τμήμα της κοινωνικής βάσης της κεντροαριστεράς, πέραν του τι ψηφίζει παραμένει καχύποπτο απέναντι στην ενεργή του ένταξη σε κάποιο υπάρχοντα κομματικό σχηματισμό. Η απαξίωση του ΠΑΣΟΚ έχει δημιουργήσει ένα μεγάλο κενό που ακόμα δεν έχει καλυφθεί.
Δεύτερον, ο χώρος του ΠΑΣΟΚ παραμένει μήτρα εξελίξεων, ωστόσο τριχοτομείται και μάλιστα με τρόπο που εντείνει τον ασύντακτο διαμελισμό του, αντί των συντεταγμένων πολιτικών διαδικασιών. Ο ασύντακτος χαρακτήρας της τριχοτόμησης προκύπτει από το γεγονός ότι στο ΠΑΣΟΚ εδώ και τουλάχιστον τρία χρόνια δεν υπήρξε ούτε μία δημοκρατική και ουσιαστική πολιτική διαδικασία. Η επιβολή της μνημονιακής πολιτικής έγινε κόντρα στη θέληση της βάσης του κόμματος, χωρίς ποτέ να ερωτηθεί, ενώ επίσης ποτέ δεν υπήρξε κριτική αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτής της πολιτικής. Εξ ου και η επιλογή της νέας ηγεσίας επεβλήθη πραξικοπηματικά μετά από εσωκομματικές εκκαθαρίσεις και φίμωση κάθε άλλης άποψης σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή της στις διαδικασίες εκλογής νέου προέδρου.
Σε ό,τι αφορά την τριχοτόμηση, αυτή καθ’ εαυτή, το πρώτο ρεύμα είναι και το πλειοψηφικό: είναι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνικής και κομματικής βάσης που διαφώνησε με τη μνημονιακή πολιτική και αποστασιοποιήθηκε από το φερόμενο σήμερα ως ΠΑΣΟΚ, είτε εκλογικά μόνο είτε και με ποιο στάθερο τρόπο. Το πλειοψηφικό αυτό τμήμα φιμώθηκε, χλευάστηκε έως και υβρίστηκε από τις τελευταίες ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ, τη διαπλοκή και τα φερέφωνά τους. Ακόμα και μέσα στο 14% που ψήφισε ΠΑΣΟΚ ένα μεγάλο μέρος ανήκει σε αυτό το πλειοψηφικό ρεύμα, ωστόσο η ηγεσία Βενιζέλου εξακολουθεί να το αγνοεί. Το δεύτερο ρεύμα είναι αυτό που ενεργά υποστηρίζει ως “σωτηρία” ή “ευτυχία” τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και τα μνημόνια. Άλλοτε καταγραφόμενοι ως εκσυγχρονιστές, τώρα ενδεδυμένοι το μανδύα του “μεταρρυθμιστή”, οι αντιδραστικοί αυτοί πήδηξαν μέσα στο ΠΑΣΟΚ κατά τις περιόδους του αλλοτριωμένου καθεστωτισμού, ευνοήθηκαν από αυτόν, έγιναν τα πουλέν του παρασιτικού κεφαλαίου και της διαπλοκής και ως υπάκουοι κηδεμονευόμενοι από τα προαναφερθέντα συμφέροντα κατέλαβαν υπουργικούς θώκους, προωθώντας την ατζέντα του κατεστημένου της χώρας. Στοιχεία αυτού του ρεύματος αποτελούσαν την ηγετική ομάδα Σημίτη, Παπανδρέου και στήριξαν μετ’ επιτάσεως την πραξικοπηματική τοποθέτηση Βενιζέλου στην προεδρεία του ΠΑΣΟΚ, ασχέτως του ότι πλέον φιλοδοξούν να τον ανατρέψουν “από τα δεξιά” του. Το τρίτο ρεύμα που ως προς την πολιτική του συμπεριφορά συνδέθηκε στενά με το δεύτερο ρεύμα και τους πάτρωνές του, ειδικά από κάποιο σημείο και μετά, είναι η ομάδα πέριξ του Β. Βενιζέλου, με προεξάρχοντα τον ίδιο. Το ενοποιητικό τους στοιχείο είναι το πρόσωπο του Βενιζέλου. Σε αυτούς δίπλα συνωθείται και ένα μεγάλο τμήμα της εναπομείνασας κρατικό- κομματικής γραφειοκρατίας, που μην μπορώντας να διατηρήσει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο τα προνόμιά της πλειοδοτεί σε κομματικό ψευτοπατριωτισμό. “Αντιμνημονιακοί” επί Παπανδρέου γίνονται “ρεαλιστές” μνημονιακοί επί Βενιζέλου. Αναζητούν θαυματοποιούς, πριν λίγους μήνες το Βενιζέλο, σε λίγο καιρό ίσως το Λοβέρδο ή ξανά τον Παπανδρέου. Πρωταγωνιστούν στην αντί- αριστερή ρητοτρεία και στις προσωπικές επιθέσεις. Αναναπράγουν μια διαχρονική κατασκευή που διέκρινε μεταξύ εκλογικού κομματικού καθήκοντος και σύγκρουσης επί της ασκουμένης πολιτικής στο εσωτερικό του κόμματος. Αυτή η κατασκευή ήταν αποτελεσματική όσο η ασκουμένη στο όνομα του κόμματος πολιτική δεν αναιρούσε πλήρως την κομματική ταυτότητα και όσο υφίσταντο εσωτερικές, πολιτικές διαδικασίες. Σήμερα αυτές οι δύο συνθήκες δεν υπάρχουν: εκλογική στήριξη της πολιτικής του παρόντος μορφώματος σημαίνει το λιγότερο εξαφάνιση της φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ- πέρα από τις επιπτώσεις στη χώρα- ενώ επιπλέον δεν υπάρχει εσωκομματική διαδικασία για να παραπεμφθεί εκεί η όποια πολιτική σύγκρουση. Η ενδοστρεφής μάχη δεν αφήνει ανέγγιχτη κατά τα άλλα τη μαζικότητα του κόμματος σε όρους κοινωνίας αλλά αντίθετα το απαξιώνει περαιτέρω δείχνοντας ότι δεν υπάρχουν στο εσωτερικό του ζωντανές, αριστερές δυνάμεις. Ακόμα και αν τους αποδοθούν “ευγενή” κίνητρα- πράγμα που ούτως ή άλλως σε μεγάλο βαθμό δεν ισχύει- στην πραγματικότητα οδηγούν στην οριστική απαξίωση το κόμμα που υποτίθεται ότι υπηρετούν.
Τρίτο στοιχείο της μετάβασης είναι η δυσκολία ζύμωσης μεταξύ των διαφορετικών χώρων που εκφράζουν τις πτυχές της κεντροαριστεράς. Υπάρχουν παγιωμένες διαφορές προγραμματικού και ιδεολογικού χαρακτήρα όπως και προκαταλήψεις που εκκινούν από ένα παρελθόν με αρκετά έντονες αντιπαραθέσεις. Αυτή η δυσκολία επαφής όμορων χώρων, οι παραγοντισμοί και οι ιστορικές πικρίες, μαζί με την τάση υπεράσπισης της “ιδεολογικής καθαρότητας” μπορεί ανά πάσα στιγμή να δυναμιτίσουν το όποιο εγχείρημα.
Τέταρτον, η ανάγκη σε εξαιρετικά σύντομο χρόνο να γίνουν τόσα πολλά στο επίπεδο αφενός της κυβέρνησης της χώρας με προοπτική την έξοδο από την κρίση και αφετέρου της ανασύστασης της κεντροαριστεράς στο κοινωνικό, ιδεολογικό και κομματικό επίπεδο, με δεδομένες μάλιστα τις πραναφερθείσες δυσκολίες. Η κεντροαριστερά υπό όποια μορφή και αν εκφραστεί θα πρέπει μέσα στους επόμενους μήνες, όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των προσεχών εκλογών να πείσει με τις πράξεις της ότι μπορεί: να σταθεροποιήσει την οικονομική και κοινωνική κατάσταση και να τη θέσει σε πορεία ανάκαμψης. Να αναιρέσει τις πολιτικές των μνημονίων και τις συνέπειές τους. Να θέσει τα θεμέλια της μετά την κρίση Ελλάδας κόντρα στο παρασιτικό και μεταπρατικό κατεστημένο της χώρας. Να διασφαλίσει την πολιτική και δημοκρατική ομαλότητα. Να αντέξει τις πιέσεις του ξένου παράγοντα και να τις αντιστρέψει, φέροντας την Ελλάδα στην πρωτοπορία των δυνάμεων εξόδου από την κρίση. Να αντιμετωπίσει άμεσα, δημοσιονομικά, κοινωνικά και διεθνοπολιτικά ζητήματα της χώρας. Να απελευθερώσει παραγωγικές και πνευματικές δυνάμεις που ασφυκτιούν. Και παράλληλα να επανασυνδεθεί αλλά και να αναζωογονήσει τα τόσο αναγκαία κοινωνικά κινήματα και τις δομές των μαζικών χώρων, υπερβαίνοντας τις εσωτερικές της αγκυλώσεις. Είναι ένα έργο στην πραγματικότητα ακόμα δυσκολότερο από όσο ακούγεται.
Για να ξεκινήσει λοιπόν, η πορεία προς την επίτευξη όλων αυτών των στόχων και σε ό,τι αφορά την ανασύσταση της κεντροαριστεράς υπάρχουν τρεις βασικές προϋποθέσεις- αναγκαίες αλλά όχι ικανές: πρώτον να τερματιστεί η πολιτική κρίση και η κρίση ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ υφίσταται έναν καθημερινό βιασμό από τη συμμαχία νεοφιλελεύθερων, δεξιάς ηγετικής ομάδας και παρηκμασμένης κομματικής γραφειοκρατίας του, που αναιρούν τη φυσιογνωμία του και το διαλύουν οργανωτικά. Έχοντας καεί, λόγω του ότι νομιμοποίησαν και υλοποίησαν τη στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, μην μπορώντας να επιβιώσουν σε μια μεγάλη σοσιαλιστική παράταξη, επιλέγουν ένα μικρό, ελεγχόμενο, απαξιωμένο ΠΑΣΟΚ που θα είναι “τσόντα” άλλοτε του ενός και άλλοτε του άλλου κόμματος, ενώ παράλληλα θα προωθεί τα συμφέροντα του παρασιτισμού. Κανένα κόμμα τις πολλές τελευταίες δεκαετίες δεν είχε την ατυχία οι ηγετικές του ομάδες να είναι τόσο αντί- κομματικές, όσο αντί- ΠΑΣΟΚ είνα σήμερα η ηγεσία του φερομένου ως ΠΑΣΟΚ, οι γραφειοκράτες και νεοφιλελεύθεροι σύμμαχοί της. Η ανωμαλία αυτή δημιουργεί μια σφήνα στα σπλάχνα κάθε προσπάθειας ανασύστασης της κεντροαριστεράς. Ο μόνος τρόπος να υπερβούμε αυτήν την ανωμαλία είναι με μια εσωτερική ρήξη. Οι αντί- ΠΑΣΟΚ ομάδες που δρουν εις βάρος του ΠΑΣΟΚ και του σοσιαλιστικού χώρου πρέπει να εκπαραθυρωθούν, από την πλειοψηφούσα σοσιαλιστική και αντί- νεοφιλελεύθερη τάση, ασχέτως του πως αυτή η τελευταία τάση εκφράστηκε στις εκλογές της 6ης Μαϊου και θα εκφραστεί σε αυτές της 17ης Ιουνίου.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ο γρήγορος μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ, από ένα συνασπισμό κομμάτων σε ένα ενιαίο κόμμα της αριστεράς. Υπερβαίνοντας προγενέστερες αγκυλώσεις ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να καταστεί ο έτερος πόλος στο εσωτερικό της κεντοαριστεράς, πέρα από τον εκλογικό κύκλο. Είναι γεγονός ότι ήδη έχει κάνει βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση που δεν πρέπει να υποτιμώνται. Ωστόσο μένουν ακόμα να γίνουν αρκετά στο προγραμματικό και οργανωτικό επίπεδο αλλά και να ξεπεράσει προϋπάρχουσες φοβίες.
Και στη βάση των ανωτέρω, μαζί με δυνάμεις της ΔΗΜΑΡ και άλλες, πρέπει να επιτευχθεί μέσα από ανοιχτό, υπεύθυνο, συγκροτημένο, προγραμματικό διάλογο και κοινή κοινωνική δράση η σύνθεση νέας, κινηματικής και κυβερνώσας κεντροαριστεράς. Συνειδητοποιώντας ότι το κρίσμο στοιχείο δε θα είναι η άθροιση αλλά ο μετασχηματισμός. Στο καμίνι των γεγονότων, τα προϋπάρχοντα υλικά, μαζί με νέα, όπως και άλλες φορές έγινε στο παρελθόν θα μετουσιωθούν στη νέα, ηγεμονική “κεντροαριστερά”, με τον τόνο στην αριστερά.
Θέμης Τζήμας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου