Σαν σήμερα, πριν ένα χρόνο, έφυγε από τη ζωή ο αντιστασιακός, αγωνιστής της Αριστεράς και συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος. Ο συγγραφέας του «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» άφησε την τελευταία του πνοή στα 82 του χρόνια. Ανυπότακτο πνεύμα: «Δεν άλλαξα το σύστημα, αλλά δεν θα με αλλάξει ούτε αυτό» είναι μια από τις φράσεις του, που τον ακολουθούν.
«Ζούμε σ’ ένα σύστημα ανήθικο, παράλογο, αφύσικο και παραπλανητικό» έλεγε στην Κρυσταλία Πατούλη, συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs.gr, ο Χρόνης Μίσσιος. «Για πρώτη φορά, ίσως, στην ιστορία του κόσμου, είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη της συνεργασίας των λαών σ’ ένα παγκόσμιο κίνημα, το οποίο θα φέρει την αλλαγή. Δεν αρκεί απλώς, να θέλουμε μια άλλη ζωή, πρέπει να την κατακτήσουμε».
Ζωή... αντίστασης
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
H οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δούλεψε μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον έστειλε ο Ερυθρός Σταυρος μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, πέρασε στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός.
Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.). Εκεί έμαθε ανάγνωση και γραφή.
Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρήκε στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
tvxs.gr
«Ζούμε σ’ ένα σύστημα ανήθικο, παράλογο, αφύσικο και παραπλανητικό» έλεγε στην Κρυσταλία Πατούλη, συμμετέχοντας στο δημόσιο διάλογο του tvxs.gr, ο Χρόνης Μίσσιος. «Για πρώτη φορά, ίσως, στην ιστορία του κόσμου, είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη της συνεργασίας των λαών σ’ ένα παγκόσμιο κίνημα, το οποίο θα φέρει την αλλαγή. Δεν αρκεί απλώς, να θέλουμε μια άλλη ζωή, πρέπει να την κατακτήσουμε».
Ζωή... αντίστασης
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
H οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο Μίσσιος δούλεψε μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού. Από τα Γιαννιτσά, όπου τον έστειλε ο Ερυθρός Σταυρος μαζί με άλλα παιδιά για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής, πέρασε στους αντάρτες. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ' ένα τυχαίο γεγονός.
Έκτοτε, μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 (αμνηστία του Παπαδόπουλου) πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος (Μακρονήσι, Άι- Στράτης, Αβέρωφ, Κέρκυρα, Κορυδαλλός, κ.ά.). Εκεί έμαθε ανάγνωση και γραφή.
Ένα «διάλειμμα» ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρήκε στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ.
Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς...» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου