Πώς έγινε ο Μπιλ Γκέιτς [Bill Gates] ο πλουσιότερος άνθρωπος στις ΗΠΑ; Ο πλούτος του δε σχετίζεται με το κόστος παραγωγής των προϊόντων της Microsoft: δεν είναι αποτέλεσμα παραγωγής λογισμικού σε χαμηλότερες τιμές από τους ανταγωνιστές του ή πιο επιτυχημένης “εκμετάλλευσης” των εργαζομένων του (η Microsoft πληρώνει τους διανοητικά εργαζόμενούς της ένα σχετικά υψηλό μισθό). Αν ήταν έτσι, η Microsoft θα είχε χρεοκοπήσει εδώ και πολύ καιρό: οι άνθρωποι θα επέλεγαν ελεύθερα λογισμικά όπως το Linux, που είναι το ίδιο καλό ή και καλύτερο από τα προϊόντα της Microsoft. Εκατομμύρια άνθρωποι αγοράζουν ακόμα το λογισμικό της Microsoft, επειδή η ίδια έχει επιβληθεί σαν ένα σχεδόν καθολικό πρότυπο, πρακτικά μονοπωλώντας το πεδίο, ενσάρκωση αυτού που ο Μαρξ αποκαλούσε “γενική διάνοια” , εννοώντας τη συλλογική γνώση σε όλες τις μορφές, από την επιστήμη ως την πρακτική τεχνογνωσία. O Γκέιτς ιδιωτικοποίησε ουσιαστικά μέρος της γενικής διάνοιας και έγινε πλούσιος από την ιδιοποίηση του μισθώματος που επακολούθησε.
Το ενδεχόμενο ιδιωτικοποίησης της γενικής διάνοιας ήταν κάτι που ο Μαρξ ποτέ δεν προέβλεψε στα γραπτά του για τον καπιταλισμό (εν πολλοίς επειδή παρέβλεπε την κοινωνική διάσταση του ζητήματος). Κι όμως, αυτό το ζήτημα είναι στον πυρήνα των σύγχρονων αγώνων σχετικά με την πνευματική ιδιοκτησία: ο ρόλος της γενικής διάνοιας – βασισμένος στην συλλογική γνώση και την κοινωνική συνεργασία- έχει αυξηθεί στο μετά-βιομηχανικό καπιταλισμό, έτσι που ο πλούτος συσσωρεύεται εντελώς δυσανάλογα σε σχέση με την εργασία που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή του. Το αποτέλεσμα δεν είναι, όπως ο Μαρξ φαίνεται να είχε προβλέψει, η αυτο-διάλυση του καπιταλισμού, αλλά η σταδιακή μετατροπή του κέρδους που παράγεται από την εκμετάλλευση της εργασίας, στην ιδιοποίηση του μισθώματος από την ιδιωτικοποίηση της γνώσης.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα φυσικά αποθέματα, η αξιοποίηση των οποίων είναι μια από τις κύριες πηγές μισθώματος στον κόσμο. Επακόλουθο είναι μια μόνιμη πάλη για το ποιος λαμβάνει το μίσθωμα: οι πολίτες του τρίτου κόσμου ή οι δυτικές επιχειρήσεις. Είναι ειρωνικό ότι στην εξήγηση της διαφοράς ανάμεσα στην εργατική δύναμη (που κατά τη χρήση της παράγει υπεραξία) και σε άλλα εμπορεύματα (που καταναλώνουν όλη την αξία στη χρήση τους) ο Μαρξ δίνει το παράδειγμα του πετρελαίου σαν ένα “συνηθισμένο” εμπόρευμα. Κάθε προσπάθεια που γίνεται να συνδεθεί η άνοδος και η πτώση στην τιμή του πετρελαίου με την άνοδο ή την πτώση στο κόστος παραγωγής ή στην τιμή της εργατικής δύναμης είναι χωρίς νόημα: το κόστος παραγωγής είναι μηδαμινό ποσοστό της τιμής που πληρώνουμε για πετρέλαιο, μια τιμή που στην πραγματικότητα είναι το μίσθωμα που μπορεί να διαμορφώσουν οι ιδιοκτήτες εξαιτίας των περιορισμένων αποθεμάτων.
Μια συνέπεια της ανόδου της παραγωγικότητας, που προήλθε από την εκθετικά αυξανόμενη επίδραση της συλλογικής γνώσης, είναι η αλλαγή του ρόλου της ανεργίας. Είναι η ίδια η επιτυχία του καπιταλισμού (μεγαλύτερη αποδοτικότητα, αυξημένη παραγωγικότητα κτλ) που παράγει την ανεργία, καθιστώντας όλο και περισσότερους εργάτες άχρηστους: αυτό που θα έπρεπε να είναι ευλογία – λιγότερο αναγκαία βαριά εργασία – μετατρέπεται σε κατάρα. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η πιθανότητα να γίνει κανείς αντικείμενο εκμετάλλευσης σε μια μακροχρόνια δουλειά βιώνεται σαν προνόμιο. Η παγκόσμια αγορά, όπως το έθεσε ο Φρέντρικ Τζέιμσον [Fredric Jameson], είναι τώρα “ένας χώρος στον οποίο ο καθένας έχει υπάρξει κάποια στιγμή παραγωγικός εργαζόμενος, και στον οποίο η εργασία έχει αρχίσει παντού να αυτο-κοστολογείται εκτός του συστήματος”[ως ασύμφορη].Στην τρέχουσα διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η κατηγορία των ανέργων δεν περιορίζεται πλέον σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε “εφεδρικό εργατικό στρατό”[ii] : περιλαμβάνει επίσης, όπως περιγράφει ο Τζέιμσον “τους τεράστιους πληθυσμούς ανά τον κόσμο που μοιάζουν σα να έχουν ‘πεταχτεί από την ιστορία’, που έχουν εσκεμμένα αποκλειστεί από τα εκσυγχρονιστικά σχέδια του καπιταλιστικού πρώτου κόσμου και καταγραφεί ως χαμένες ή ανίατες υποθέσεις”: τα αποκαλούμενα κράτη αποτυχίες [fail states] (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Σομαλία), θύματα της πείνας ή της οικολογικής καταστροφής, παγιδευμένα σε ψευδο-αρχαϊκά “εθνικά μίση”, αντικείμενα φιλανθρωπίας και ΜΚΟ ή στόχοι του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Η κατηγορία των ανέργων λοιπόν έχει επεκταθεί για να συμπεριλάβει αχανείς ομάδες ανθρώπων, από τους προσωρινά άνεργους, μέχρι τους μόνιμα άνεργους ή αυτούς που πλέον δεν είναι απασχολήσιμοι, στους κατοίκους των γκέτο και των παραγκουπόλεων (όλους αυτούς που συχνά απορρίπτονταν από τον ίδιο το Marx σαν “λούμπεν-προλεταριάτο”), και τελικά σε ολόκληρους πληθυσμούς ή κράτη που έχουν αποκλειστεί από το παγκόσμιο καπιταλιστικό προτσές, όπως οι κενές περιοχές σε αρχαίους χάρτες.
Κάποιοι λένε ότι αυτή η νέα μορφή καπιταλισμού παρέχει νέες χειραφετητικές δυνατότητες. Αυτή είναι η θέση του “πλήθους” των Χαρντ [Hardt] και Νέγκρι [Negri], που προσπαθεί να ριζοσπαστικοποιήσει το Μαρξ, που υποστήριζε ότι αν απλά κόψουμε το κεφάλι του καπιταλισμού, θα πάρουμε σοσιαλισμό. Ο Μαρξ, όπως το βλέπουν, ήταν ιστορικά περιορισμένος από την ιδέα της συγκεντρωτικής, αυτοματοποιημένης και ιεραρχικά οργανωμένης βιομηχανικής παραγωγής, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί τη “γενική διάνοια” σαν κάτι που μοιάζει με “υπηρεσία” κεντρικού σχεδιασμού: μόνο σήμερα, με την άνοδο της “άυλης εργασίας” μια επαναστατική ανατροπή γίνεται “αντικειμενικά δυνατή”. Η άυλη αυτή εργασία εκτείνεται μεταξύ δύο πόλων: από την διανοητική εργασία (παραγωγή ιδεών, κειμένων, προγραμμάτων κλπ) στην εργασία συναισθηματικής επιρροής (που γίνεται από γιατρούς, babysitters και αεροσυνοδούς). Σήμερα, η άυλη εργασία είναι “ηγεμονική” υπό την ίδια έννοια που ο Μαρξ ισχυριζόταν ότι, στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, η μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή ήταν ηγεμονική: επιβάλλεται όχι αριθμητικά, αλλά επειδή παίζει τον κεντρικό, εμβληματικό, δομικό ρόλο. Αυτό που προκύπτει είναι ένας αχανές νέο πεδίο που ονομάζεται ως “το κοινό”: διαμοιρασμένη γνώση και νέες φόρμες επικοινωνίας και συνεργασίας. Τα προϊόντα της άυλης παραγωγής δεν είναι αντικείμενα αλλά νέες κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις: η άυλη παραγωγή είναι βιοπολιτική, η παραγωγή της κοινωνικής ζωής.
Οι Χαρντ και Νέγκρι περιγράφουν εδώ τη διαδικασία που οι ιδεολόγοι του σημερινού “μεταμοντέρνου” καπιταλισμού γιορτάζουν σαν το πέρασμα από την υλική στη συμβολική παραγωγή, από την κεντρική-ιεραρχική λογική, στη λογική της αυτοοργάνωσης και της πολυπολικής συνεργασίας. Η διαφορά είναι πως οι Χαρντ και Νέγκρι είναι ουσιαστικά πιστοί στο Μαρξ: προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε δίκιο, ότι η άνοδος της γενικής διάνοιας είναι μακροπρόθεσμα ασύμβατη με τον καπιταλισμό. Οι ιδεολόγοι του μεταμοντέρνου καπιταλισμού ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο: Η μαρξιστική θεωρία (και πρακτική), λένε, παραμένει εντός των περιορισμών της ιεραρχικής λογικής ή του κεντρικού ελέγχου του κράτους και άρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις κοινωνικές συνέπειες της πληροφοριακής επανάστασης. Υπάρχουν καλοί εμπειρικοί λόγοι για τον ισχυρισμό αυτό: αυτό που ουσιαστικά διέλυσε τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η αδυναμία τους να δεχθούν τη νέα κοινωνική λογική που υποστήριξε την πληροφοριακή επανάσταση: προσπάθησαν να κατευθύνουν την επανάσταση κάνοντας την ένα ακόμα μεγάλης κλίμακας σχέδιο κρατικού κεντρικού σχεδιασμού. Το παράδοξο είναι ότι αυτό που οι Χαρντ και Νέγκρι γιορτάζουν σαν τη μοναδική ευκαιρία να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός, γιορτάζεται από τους ιδεολόγους της πληροφοριακής επανάστασης ως η άνοδος ενός νέου καπιταλισμού, “χωρίς τριβές”.
Η ανάλυση των Χαρντ και Νέγκρι έχει μερικά αδύναμα σημεία, που μας βοηθούν να καταλάβουμε πως ο καπιταλισμός κατάφερε να επιβιώσει αυτό που θα έπρεπε (με κλασικούς μαρξιστικούς όρους) να είναι μια νέα οργάνωση της παραγωγής που τον καθιστούσε παρωχημένο. Υποτιμούν την έκταση στην οποία ο σημερινός καπιταλισμός έχει επιτυχώς (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) ιδιωτικοποίησει την ίδια τη γενική διάνοια, αλλά και το εύρος στο οποίο, περισσότερο από τους αστούς, οι εργάτες έχουν γίνει περιττοί (με ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά ανάμεσα τους να γίνονται όχι απλά προσωρινά άνεργοι αλλά δομικά μη απασχολήσιμοι).
Αν το ιδανικό του παλιού καπιταλισμού περιλάμβανε έναν επιχειρηματία που επένδυε (δικό του ή δανεισμένο) χρήμα στην παραγωγή που οργάνωνε και διηύθυνε και έπειτα καρπωνόταν το κέρδος, ένας νέος ιδεότυπος αναδύεται σήμερα: όχι πλέον ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, αλλά ο ειδικός μάνατζερ (ή ένα συμβούλιο μάνατζερ υπό την προεδρία ενός CEO) που διευθύνει μια εταιρία που ανήκει σε τράπεζες (που επίσης διευθύνονται από μάνατζερ που δεν είναι ιδιοκτήτες της τράπεζας) ή διεσπαρμένους επενδυτές. Σε αυτό το νέο ιδεότυπο καπιταλισμού, η παλιά μπουρζουαζία, καθιστάμενη μη λειτουργική, επαναχρησιμοποιείται σαν μισθωτό μάνατζμεντ[διευθυντικό προσωπικό]): η νέα μπουρζουαζία παίρνει μισθούς, κι ακόμα κι αν είναι ιδιοκτήτες μέρους της εταιρίας, κερδίζουν μετοχές σαν μέρος της ανταπόδοσης για τη δουλειά τους (“μπόνους” για την “επιτυχία” τους).
Αυτή η νέα μπουρζουαζία ακόμα αποσπά υπεραξία, αλλά με τη (μυστικοποιημένη) μορφή αυτού που έχει ονομαστεί “υπερ-μισθός”[iii]: πληρώνεται περισσότερο από τον προλεταριακό “κατώτατο μισθό” (ένα συχνά μυθικό σημείο αναφοράς που το μοναδικό του πραγματικό παράδειγμα στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό είναι ο μισθός ενός εργάτη σ’ ένα κάτεργο στην Κίνα ή την Ινδονησία), και αυτή είναι η διαφοροποίησή του από τους κοινούς προλετάριους που καθορίζει και τη θέση του. Ο αστός με την κλασική έννοια του όρου τείνει να εξαφανιστεί: οι καπιταλιστές επανεμφανίζονται σαν ένα υποσύνολο των μισθωτών, σαν μάνατζερ που έχουν τα προσόντα να κερδίζουν περισσότερα χάρη στην ανταγωνιστικότητα τους (γι’ αυτό η ψευδο-επιστημονική “αξιολόγηση” είναι σημαντική: νομιμοποιεί τη διαφορά στις απολαβές). Πέρα απ’ το να περιορίζεται στους μάνατζερ, η κατηγορία των εργαζομένων που κερδίζουν ένα τέτοιο υπερ-μισθό εκτείνεται σε διαφόρων ειδών ειδικούς, διευθυντές, δημοσίους υπαλλήλους,γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, διανοούμενους και καλλιτέχνες. Η “υπεραξία” που παίρνουν έχει δύο μορφές: περισσότερα λεφτά (για μάνατζερ κτλ), αλλά επίσης λιγότερη δουλειά και περισσότερος ελεύθερος χρόνος (για -κάποιους- διανοούμενους, αλλά και για διευθυντικά στελέχη της κρατικής διοίκησης)
Η αξιολογητική διαδικασία που ξεχωρίζει κάποιους εργαζόμενους ώστε να λαμβάνουν υπερ-μισθό είναι ένας αυθαίρετος μηχανισμός εξουσίας και ιδεολογίας, χωρίς σοβαρή σχέση με την πραγματική ανταγωνιστικότητα: ο υπερ-μισθός υπάρχει για πολιτικούς και όχι οικονομικούς λόγους: για να διατηρήσει μια “¨μεσαία τάξη” με σκοπό την κοινωνική σταθερότητα. Η αυθαιρεσία της κοινωνικής ιεραρχίας δεν είναι ένα λάθος, αλλά ακριβώς η ουσία, με την αυθαιρεσία της αξιολόγησης να παίζει έναν ανάλογο ρόλο με την αυθαιρεσία της επιτυχίας στην αγορά. Η βία απειλεί να ξεσπάσει όχι όταν υπάρχει ενδεχομενικότητα στον κοινωνικό χώρο, αλλά όταν ακριβώς γίνεται προσπάθεια αυτή να εξαλειφθεί. Στο “La Marque du Sacre”, ο Ζαν-Πιερ Ντουπουί [Jean-Pierre Dupuy] προσλαμβάνει την ιεραρχία σαν μία από τις τέσσερις διαδικασίες ['dispositifs symboliques'] της οποίας η λειτουργία είναι να κάνει τη σχέση υπεροχής μη εξευτελιστική: η ιεραρχία καθαυτή (μια εξωτερικά επιβαλλόμενη τάξη που μου επιτρέπει να βιώσω την κατώτερη κοινωνική μου θέση σαν ανεξάρτητη από την εσώτερη μου αξία), η απομυστικοποίηση (η ιδεολογική διαδικασία που καταδεικνύει ότι η κοινωνία δεν είναι αξιοκρατική αλλά το προϊόν αντικειμενικών κοινωνικών συγκρούσεων, μου επιτρέπει να αποφύγω το επώδυνο συμπέρασμα ότι η ανωτερότητα κάποιου άλλου είναι το αποτέλεσμα των πλεονεκτημάτων και των επιτευγμάτων του, η ενδεχομενικότητα(ένας παρόμοιος μηχανισμός, δια μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε ότι η θέση μας στην κοινωνική κλίμακα εξαρτάται από μια φυσική και κοινωνική λοταρία: οι τυχεροί είναι αυτοί που γεννιούνται με τα σωστά γονίδια σε πλούσιες οικογένειες), και η πολυπλοκότητα (ανεξέλεγκτες δυνάμεις έχουν απρόβλεπτες συνέπειες: για παράδειγμα, το αόρατο χέρι της αγοράς ίσως με οδηγήσει σε αποτυχία ενώ το γείτονά μου σε επιτυχία, ακόμα κι αν εγώ δουλεύω πιο σκληρά και είμαι πιο έξυπνος). Αντίθετα με το τι φαίνεται, αυτοί οι μηχανισμοί δεν ανταγωνίζονται ούτε απειλούν την ιεραρχία, αλλά την κάνουν ευκολοχώνευτη, αφού “αυτό που πυροδοτεί την αναταραχή του φθόνου είναι η ιδέα ότι οι άλλοι αξίζουν την καλή τους τύχη και όχι το αντίθετο-που είναι και το μόνο που μπορεί να εκφραστεί ανοιχτά”. O Ντουπουί αντλεί από την παραδοχή του το συμπέρασμα πως είναι μεγάλο λάθος να νομίζει κανείς ότι μια εύλογα δίκαιη κοινωνία που προσλαμβάνει τον εαυτό της ως τέτοια θα είναι απαλλαγμένη από δυσαρέσκεια: αντιθέτως, είναι ακριβώς σε μία τέτοια κοινωνία όπου αυτοί που βρίσκονται σε κατώτερες θέσεις θα βρουν μια διέξοδο για την πληγωμένη τους περηφάνεια σε βίαια ξεσπάσματα οργής.
Σχετικό με τα παραπάνω είναι το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η σημερινή Κίνα: ο ιδανικός στόχος των μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ [Deng Xiaoping]ήταν να εισάγει έναν καπιταλισμό χωρίς μπουρζουαζία (καθώς αυτοί θα ήταν η νέα άρχουσα τάξη): τώρα, παρόλαυτα, οι ηγέτες της Κίνας κάνουν την επώδυνη ανακάλυψη ότι ο καπιταλισμός χωρίς σταθερή ιεραρχία (που προέκυπτε από την ύπαρξη μιας μπουρζουαζίας) προκαλεί μόνιμη αστάθεια. Τι μονοπάτι θα πάρει η Κίνα; Οι πρώην κομμουνιστές, εν τω μεταξύ, αναδύονται σαν οι πιο αποτελεσματικοί μάνατζερ επειδή η ιστορική τους εχθρότητα απέναντι στην μπουρζουαζία σαν τάξη ταιριάζει τέλεια με τη σημερινή τάση του καπιταλισμού να γίνει ένας διευθυντικός[managerial] καπιταλισμός χωρίς μπουρζουαζία- και στις δύο περιπτώσεις, όπως το είχε θέσει ο Στάλιν καιρό πριν, “τα στελέχη αποφασίζουν τα πάντα”. (Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ της σημερινής Κίνας με τη Ρωσία: στη Ρωσία, οι καθηγητές πανεπιστημίου είναι εξευτελιστικά κακοπληρωμένοι- είναι de facto ήδη μέρος του προλεταριάτου- ενώ στην Κίνα τους παρέχεται ένας υπερ-μισθός σαν μέσο εγγύησης της υπακοής τους).
Η έννοια του υπερ-μισθού ρίχνει νέο φως στις τρέχουσες “αντικαπιταλιστικές” διαδηλώσεις. Σε καιρούς κρίσης, οι προφανείς υποψήφιοι για “σφίξιμο της ζώνης” είναι τα χαμηλότερα στρώματα της μισθωτής μπουρζουαζίας: οι πολιτικές διαδηλώσεις είναι η μόνη διέξοδος, αν θέλουν να αποφύγουν την ένταξη στο προλεταριάτο. Παρόλο που οι διαμαρτυρίες τους απευθύνονται ονομαστικά στη βάρβαρη λογική της αγοράς, στην πραγματικότητα διαδηλώνουν εναντίον της βαθμιαίας διάβρωσης της δικής τους (πολιτικά) προνομιακής οικονομικής θέσης. O Αυν Ραντ [Ayn Rand] έχει μια φαντασίωση στο “Ο Άτλας επαναστάτησε”[Atlas Shrugged], της απεργίας των “δημιουργικών” καπιταλιστών, μια φαντασίωση που βρίσκει τη διεστραμμένη πραγματοποίησή της στις πρόσφατες απεργίες, που είναι κυρίως απεργίες από μέρους της “μισθωτής μπουρζουαζίας” που καθοδηγούνται από το φόβο ότι θα χάσει τα προνόμιά της (την προστιθέμενη αξία σε σχέση με τον κατώτατο μισθό). Δεν είναι προλεταριακές διαδηλώσεις αυτές, αλλά διαδηλώσεις ενάντια στην απειλή της προλεταριοποίησης. Ποιος τολμάει να απεργήσει σήμερα, όταν το να έχει κανείς μια μόνιμη δουλεία έχει γίνει προνόμιο; Όχι οι χαμηλόμισθοι εργάτες της (ότι έχει απομείνει από) βιομηχανίας της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά οι προνομιακοί εργαζόμενοι με εγγυημένες δουλειές (δάσκαλοι, εργαζόμενοι στα δημόσια μέσα μεταφοράς, αστυνομικοί). Αυτό ισχύει και για το κύμα φοιτητικών διαδηλώσεων: το βασικό κίνητρο είναι αναμφισβήτητα ο φόβος ότι η ανώτατη εκπαίδευση δε θα μπορεί πλέον να τους εγγυηθεί έναν υπερ-μισθό αργότερα στη ζωή τους.
Ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι η τεράστια αναβίωση διαδηλώσεων τον τελευταίο χρόνο, από την Αραβική Άνοιξη στη Δυτική Ευρώπη, από το Occupy Wall Street στην Κίνα, από την Ισπανία στην Ελλάδα, δε θα έπρεπε να απορριφθεί απλώς σαν η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας. Κάθε περίπτωση θα πρέπει να μελετάται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον των μεταρρυθμίσεων στα πανεπιστήμια ήταν ξεκάθαρα διαφορετικές από τις ταραχές του Αυγούστου, που ήταν ένα καταναλωτικό καρναβάλι καταστροφής, ένα αληθινό ξέσπασμα των αποκλεισμένων. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι ο ξεσηκωμός στην Αίγυπτο ξεκίνησε εν μέρει σαν εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας (μορφωμένοι νέοι που διαδηλώνουν για την έλλειψη προοπτικής), αλλά αυτό ήταν μόνο μία πλευρά μιας μεγαλύτερης διαμαρτυρίας εναντίον ενός καταπιεστικού καθεστώτος. Από την άλλη, η διαμαρτυρία μετά βίας κινητοποίησε φτωχούς εργάτες και αγρότες και η εκλογική νίκη των Ισλαμιστών είναι μια ένδειξη της στενή κοινωνικής βάσης των αρχικής κοσμικής διαμαρτυρίας. Η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση: τις τελευταίες δεκαετίες, μια νέα μισθωτή μπουρζουαζία (ειδικά στον υπερ-εκτεταμένο τομέα δημόσιας διοίκησης) δημιουργήθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια και τα δάνεια της ΕΕ, και οι διαμαρτυρίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την απειλή να χαθεί αυτό το προνόμιο.
Εν τω μεταξύ, η προλεταριοποίηση του χαμηλότερου στρώματος της μισθωτής μπουρζουαζίας συνοδεύεται στο άλλο άκρο από παράλογα υψηλά απολαβές από κορυφαίους μάνατζερ και τραπεζίτες. Οι απολαβές αυτές είναι οικονομικά ανορθολογικές καθώς, όπως έδειξαν έρευνες στις ΗΠΑ, τείνουν να είναι αντιστρόφως ανάλογες με την επιτυχία μιας εταιρίας. Αντί να υποβάλλουμε αυτές τις τάσεις σε ηθικιστική κριτική, θα πρέπει να τις διαβάσουμε σαν σημάδια πως το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, δεν είναι πλέον ικανό να βρει ένα επίπεδο αυτορυθμιζόμενης σταθερότητας- απειλείται, με άλλα λόγια, να βγει εκτός ελέγχου.
Μια συνέπεια της ανόδου της παραγωγικότητας, που προήλθε από την εκθετικά αυξανόμενη επίδραση της συλλογικής γνώσης, είναι η αλλαγή του ρόλου της ανεργίας. Είναι η ίδια η επιτυχία του καπιταλισμού (μεγαλύτερη αποδοτικότητα, αυξημένη παραγωγικότητα κτλ) που παράγει την ανεργία, καθιστώντας όλο και περισσότερους εργάτες άχρηστους: αυτό που θα έπρεπε να είναι ευλογία – λιγότερο αναγκαία βαριά εργασία – μετατρέπεται σε κατάρα. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η πιθανότητα να γίνει κανείς αντικείμενο εκμετάλλευσης σε μια μακροχρόνια δουλειά βιώνεται σαν προνόμιο. Η παγκόσμια αγορά, όπως το έθεσε ο Φρέντρικ Τζέιμσον [Fredric Jameson], είναι τώρα “ένας χώρος στον οποίο ο καθένας έχει υπάρξει κάποια στιγμή παραγωγικός εργαζόμενος, και στον οποίο η εργασία έχει αρχίσει παντού να αυτο-κοστολογείται εκτός του συστήματος”[ως ασύμφορη].Στην τρέχουσα διαδικασία της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, η κατηγορία των ανέργων δεν περιορίζεται πλέον σε αυτό που ο Μαρξ αποκαλούσε “εφεδρικό εργατικό στρατό”[ii] : περιλαμβάνει επίσης, όπως περιγράφει ο Τζέιμσον “τους τεράστιους πληθυσμούς ανά τον κόσμο που μοιάζουν σα να έχουν ‘πεταχτεί από την ιστορία’, που έχουν εσκεμμένα αποκλειστεί από τα εκσυγχρονιστικά σχέδια του καπιταλιστικού πρώτου κόσμου και καταγραφεί ως χαμένες ή ανίατες υποθέσεις”: τα αποκαλούμενα κράτη αποτυχίες [fail states] (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Σομαλία), θύματα της πείνας ή της οικολογικής καταστροφής, παγιδευμένα σε ψευδο-αρχαϊκά “εθνικά μίση”, αντικείμενα φιλανθρωπίας και ΜΚΟ ή στόχοι του “πολέμου κατά της τρομοκρατίας”. Η κατηγορία των ανέργων λοιπόν έχει επεκταθεί για να συμπεριλάβει αχανείς ομάδες ανθρώπων, από τους προσωρινά άνεργους, μέχρι τους μόνιμα άνεργους ή αυτούς που πλέον δεν είναι απασχολήσιμοι, στους κατοίκους των γκέτο και των παραγκουπόλεων (όλους αυτούς που συχνά απορρίπτονταν από τον ίδιο το Marx σαν “λούμπεν-προλεταριάτο”), και τελικά σε ολόκληρους πληθυσμούς ή κράτη που έχουν αποκλειστεί από το παγκόσμιο καπιταλιστικό προτσές, όπως οι κενές περιοχές σε αρχαίους χάρτες.
Κάποιοι λένε ότι αυτή η νέα μορφή καπιταλισμού παρέχει νέες χειραφετητικές δυνατότητες. Αυτή είναι η θέση του “πλήθους” των Χαρντ [Hardt] και Νέγκρι [Negri], που προσπαθεί να ριζοσπαστικοποιήσει το Μαρξ, που υποστήριζε ότι αν απλά κόψουμε το κεφάλι του καπιταλισμού, θα πάρουμε σοσιαλισμό. Ο Μαρξ, όπως το βλέπουν, ήταν ιστορικά περιορισμένος από την ιδέα της συγκεντρωτικής, αυτοματοποιημένης και ιεραρχικά οργανωμένης βιομηχανικής παραγωγής, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί τη “γενική διάνοια” σαν κάτι που μοιάζει με “υπηρεσία” κεντρικού σχεδιασμού: μόνο σήμερα, με την άνοδο της “άυλης εργασίας” μια επαναστατική ανατροπή γίνεται “αντικειμενικά δυνατή”. Η άυλη αυτή εργασία εκτείνεται μεταξύ δύο πόλων: από την διανοητική εργασία (παραγωγή ιδεών, κειμένων, προγραμμάτων κλπ) στην εργασία συναισθηματικής επιρροής (που γίνεται από γιατρούς, babysitters και αεροσυνοδούς). Σήμερα, η άυλη εργασία είναι “ηγεμονική” υπό την ίδια έννοια που ο Μαρξ ισχυριζόταν ότι, στον καπιταλισμό του 19ου αιώνα, η μεγάλης κλίμακας βιομηχανική παραγωγή ήταν ηγεμονική: επιβάλλεται όχι αριθμητικά, αλλά επειδή παίζει τον κεντρικό, εμβληματικό, δομικό ρόλο. Αυτό που προκύπτει είναι ένας αχανές νέο πεδίο που ονομάζεται ως “το κοινό”: διαμοιρασμένη γνώση και νέες φόρμες επικοινωνίας και συνεργασίας. Τα προϊόντα της άυλης παραγωγής δεν είναι αντικείμενα αλλά νέες κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις: η άυλη παραγωγή είναι βιοπολιτική, η παραγωγή της κοινωνικής ζωής.
Οι Χαρντ και Νέγκρι περιγράφουν εδώ τη διαδικασία που οι ιδεολόγοι του σημερινού “μεταμοντέρνου” καπιταλισμού γιορτάζουν σαν το πέρασμα από την υλική στη συμβολική παραγωγή, από την κεντρική-ιεραρχική λογική, στη λογική της αυτοοργάνωσης και της πολυπολικής συνεργασίας. Η διαφορά είναι πως οι Χαρντ και Νέγκρι είναι ουσιαστικά πιστοί στο Μαρξ: προσπαθούν να αποδείξουν ότι ο Μαρξ είχε δίκιο, ότι η άνοδος της γενικής διάνοιας είναι μακροπρόθεσμα ασύμβατη με τον καπιταλισμό. Οι ιδεολόγοι του μεταμοντέρνου καπιταλισμού ισχυρίζονται ακριβώς το αντίθετο: Η μαρξιστική θεωρία (και πρακτική), λένε, παραμένει εντός των περιορισμών της ιεραρχικής λογικής ή του κεντρικού ελέγχου του κράτους και άρα δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις κοινωνικές συνέπειες της πληροφοριακής επανάστασης. Υπάρχουν καλοί εμπειρικοί λόγοι για τον ισχυρισμό αυτό: αυτό που ουσιαστικά διέλυσε τα κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η αδυναμία τους να δεχθούν τη νέα κοινωνική λογική που υποστήριξε την πληροφοριακή επανάσταση: προσπάθησαν να κατευθύνουν την επανάσταση κάνοντας την ένα ακόμα μεγάλης κλίμακας σχέδιο κρατικού κεντρικού σχεδιασμού. Το παράδοξο είναι ότι αυτό που οι Χαρντ και Νέγκρι γιορτάζουν σαν τη μοναδική ευκαιρία να ξεπεραστεί ο καπιταλισμός, γιορτάζεται από τους ιδεολόγους της πληροφοριακής επανάστασης ως η άνοδος ενός νέου καπιταλισμού, “χωρίς τριβές”.
Η ανάλυση των Χαρντ και Νέγκρι έχει μερικά αδύναμα σημεία, που μας βοηθούν να καταλάβουμε πως ο καπιταλισμός κατάφερε να επιβιώσει αυτό που θα έπρεπε (με κλασικούς μαρξιστικούς όρους) να είναι μια νέα οργάνωση της παραγωγής που τον καθιστούσε παρωχημένο. Υποτιμούν την έκταση στην οποία ο σημερινός καπιταλισμός έχει επιτυχώς (τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα) ιδιωτικοποίησει την ίδια τη γενική διάνοια, αλλά και το εύρος στο οποίο, περισσότερο από τους αστούς, οι εργάτες έχουν γίνει περιττοί (με ολοένα και μεγαλύτερα ποσοστά ανάμεσα τους να γίνονται όχι απλά προσωρινά άνεργοι αλλά δομικά μη απασχολήσιμοι).
Αν το ιδανικό του παλιού καπιταλισμού περιλάμβανε έναν επιχειρηματία που επένδυε (δικό του ή δανεισμένο) χρήμα στην παραγωγή που οργάνωνε και διηύθυνε και έπειτα καρπωνόταν το κέρδος, ένας νέος ιδεότυπος αναδύεται σήμερα: όχι πλέον ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης, αλλά ο ειδικός μάνατζερ (ή ένα συμβούλιο μάνατζερ υπό την προεδρία ενός CEO) που διευθύνει μια εταιρία που ανήκει σε τράπεζες (που επίσης διευθύνονται από μάνατζερ που δεν είναι ιδιοκτήτες της τράπεζας) ή διεσπαρμένους επενδυτές. Σε αυτό το νέο ιδεότυπο καπιταλισμού, η παλιά μπουρζουαζία, καθιστάμενη μη λειτουργική, επαναχρησιμοποιείται σαν μισθωτό μάνατζμεντ[διευθυντικό προσωπικό]): η νέα μπουρζουαζία παίρνει μισθούς, κι ακόμα κι αν είναι ιδιοκτήτες μέρους της εταιρίας, κερδίζουν μετοχές σαν μέρος της ανταπόδοσης για τη δουλειά τους (“μπόνους” για την “επιτυχία” τους).
Αυτή η νέα μπουρζουαζία ακόμα αποσπά υπεραξία, αλλά με τη (μυστικοποιημένη) μορφή αυτού που έχει ονομαστεί “υπερ-μισθός”[iii]: πληρώνεται περισσότερο από τον προλεταριακό “κατώτατο μισθό” (ένα συχνά μυθικό σημείο αναφοράς που το μοναδικό του πραγματικό παράδειγμα στο σημερινό παγκόσμιο καπιταλισμό είναι ο μισθός ενός εργάτη σ’ ένα κάτεργο στην Κίνα ή την Ινδονησία), και αυτή είναι η διαφοροποίησή του από τους κοινούς προλετάριους που καθορίζει και τη θέση του. Ο αστός με την κλασική έννοια του όρου τείνει να εξαφανιστεί: οι καπιταλιστές επανεμφανίζονται σαν ένα υποσύνολο των μισθωτών, σαν μάνατζερ που έχουν τα προσόντα να κερδίζουν περισσότερα χάρη στην ανταγωνιστικότητα τους (γι’ αυτό η ψευδο-επιστημονική “αξιολόγηση” είναι σημαντική: νομιμοποιεί τη διαφορά στις απολαβές). Πέρα απ’ το να περιορίζεται στους μάνατζερ, η κατηγορία των εργαζομένων που κερδίζουν ένα τέτοιο υπερ-μισθό εκτείνεται σε διαφόρων ειδών ειδικούς, διευθυντές, δημοσίους υπαλλήλους,γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους, διανοούμενους και καλλιτέχνες. Η “υπεραξία” που παίρνουν έχει δύο μορφές: περισσότερα λεφτά (για μάνατζερ κτλ), αλλά επίσης λιγότερη δουλειά και περισσότερος ελεύθερος χρόνος (για -κάποιους- διανοούμενους, αλλά και για διευθυντικά στελέχη της κρατικής διοίκησης)
Η αξιολογητική διαδικασία που ξεχωρίζει κάποιους εργαζόμενους ώστε να λαμβάνουν υπερ-μισθό είναι ένας αυθαίρετος μηχανισμός εξουσίας και ιδεολογίας, χωρίς σοβαρή σχέση με την πραγματική ανταγωνιστικότητα: ο υπερ-μισθός υπάρχει για πολιτικούς και όχι οικονομικούς λόγους: για να διατηρήσει μια “¨μεσαία τάξη” με σκοπό την κοινωνική σταθερότητα. Η αυθαιρεσία της κοινωνικής ιεραρχίας δεν είναι ένα λάθος, αλλά ακριβώς η ουσία, με την αυθαιρεσία της αξιολόγησης να παίζει έναν ανάλογο ρόλο με την αυθαιρεσία της επιτυχίας στην αγορά. Η βία απειλεί να ξεσπάσει όχι όταν υπάρχει ενδεχομενικότητα στον κοινωνικό χώρο, αλλά όταν ακριβώς γίνεται προσπάθεια αυτή να εξαλειφθεί. Στο “La Marque du Sacre”, ο Ζαν-Πιερ Ντουπουί [Jean-Pierre Dupuy] προσλαμβάνει την ιεραρχία σαν μία από τις τέσσερις διαδικασίες ['dispositifs symboliques'] της οποίας η λειτουργία είναι να κάνει τη σχέση υπεροχής μη εξευτελιστική: η ιεραρχία καθαυτή (μια εξωτερικά επιβαλλόμενη τάξη που μου επιτρέπει να βιώσω την κατώτερη κοινωνική μου θέση σαν ανεξάρτητη από την εσώτερη μου αξία), η απομυστικοποίηση (η ιδεολογική διαδικασία που καταδεικνύει ότι η κοινωνία δεν είναι αξιοκρατική αλλά το προϊόν αντικειμενικών κοινωνικών συγκρούσεων, μου επιτρέπει να αποφύγω το επώδυνο συμπέρασμα ότι η ανωτερότητα κάποιου άλλου είναι το αποτέλεσμα των πλεονεκτημάτων και των επιτευγμάτων του, η ενδεχομενικότητα(ένας παρόμοιος μηχανισμός, δια μέσω του οποίου αντιλαμβανόμαστε ότι η θέση μας στην κοινωνική κλίμακα εξαρτάται από μια φυσική και κοινωνική λοταρία: οι τυχεροί είναι αυτοί που γεννιούνται με τα σωστά γονίδια σε πλούσιες οικογένειες), και η πολυπλοκότητα (ανεξέλεγκτες δυνάμεις έχουν απρόβλεπτες συνέπειες: για παράδειγμα, το αόρατο χέρι της αγοράς ίσως με οδηγήσει σε αποτυχία ενώ το γείτονά μου σε επιτυχία, ακόμα κι αν εγώ δουλεύω πιο σκληρά και είμαι πιο έξυπνος). Αντίθετα με το τι φαίνεται, αυτοί οι μηχανισμοί δεν ανταγωνίζονται ούτε απειλούν την ιεραρχία, αλλά την κάνουν ευκολοχώνευτη, αφού “αυτό που πυροδοτεί την αναταραχή του φθόνου είναι η ιδέα ότι οι άλλοι αξίζουν την καλή τους τύχη και όχι το αντίθετο-που είναι και το μόνο που μπορεί να εκφραστεί ανοιχτά”. O Ντουπουί αντλεί από την παραδοχή του το συμπέρασμα πως είναι μεγάλο λάθος να νομίζει κανείς ότι μια εύλογα δίκαιη κοινωνία που προσλαμβάνει τον εαυτό της ως τέτοια θα είναι απαλλαγμένη από δυσαρέσκεια: αντιθέτως, είναι ακριβώς σε μία τέτοια κοινωνία όπου αυτοί που βρίσκονται σε κατώτερες θέσεις θα βρουν μια διέξοδο για την πληγωμένη τους περηφάνεια σε βίαια ξεσπάσματα οργής.
Σχετικό με τα παραπάνω είναι το αδιέξοδο που αντιμετωπίζει η σημερινή Κίνα: ο ιδανικός στόχος των μεταρρυθμίσεων του Ντενγκ [Deng Xiaoping]ήταν να εισάγει έναν καπιταλισμό χωρίς μπουρζουαζία (καθώς αυτοί θα ήταν η νέα άρχουσα τάξη): τώρα, παρόλαυτα, οι ηγέτες της Κίνας κάνουν την επώδυνη ανακάλυψη ότι ο καπιταλισμός χωρίς σταθερή ιεραρχία (που προέκυπτε από την ύπαρξη μιας μπουρζουαζίας) προκαλεί μόνιμη αστάθεια. Τι μονοπάτι θα πάρει η Κίνα; Οι πρώην κομμουνιστές, εν τω μεταξύ, αναδύονται σαν οι πιο αποτελεσματικοί μάνατζερ επειδή η ιστορική τους εχθρότητα απέναντι στην μπουρζουαζία σαν τάξη ταιριάζει τέλεια με τη σημερινή τάση του καπιταλισμού να γίνει ένας διευθυντικός[managerial] καπιταλισμός χωρίς μπουρζουαζία- και στις δύο περιπτώσεις, όπως το είχε θέσει ο Στάλιν καιρό πριν, “τα στελέχη αποφασίζουν τα πάντα”. (Μια ενδιαφέρουσα διαφορά μεταξύ της σημερινής Κίνας με τη Ρωσία: στη Ρωσία, οι καθηγητές πανεπιστημίου είναι εξευτελιστικά κακοπληρωμένοι- είναι de facto ήδη μέρος του προλεταριάτου- ενώ στην Κίνα τους παρέχεται ένας υπερ-μισθός σαν μέσο εγγύησης της υπακοής τους).
Η έννοια του υπερ-μισθού ρίχνει νέο φως στις τρέχουσες “αντικαπιταλιστικές” διαδηλώσεις. Σε καιρούς κρίσης, οι προφανείς υποψήφιοι για “σφίξιμο της ζώνης” είναι τα χαμηλότερα στρώματα της μισθωτής μπουρζουαζίας: οι πολιτικές διαδηλώσεις είναι η μόνη διέξοδος, αν θέλουν να αποφύγουν την ένταξη στο προλεταριάτο. Παρόλο που οι διαμαρτυρίες τους απευθύνονται ονομαστικά στη βάρβαρη λογική της αγοράς, στην πραγματικότητα διαδηλώνουν εναντίον της βαθμιαίας διάβρωσης της δικής τους (πολιτικά) προνομιακής οικονομικής θέσης. O Αυν Ραντ [Ayn Rand] έχει μια φαντασίωση στο “Ο Άτλας επαναστάτησε”[Atlas Shrugged], της απεργίας των “δημιουργικών” καπιταλιστών, μια φαντασίωση που βρίσκει τη διεστραμμένη πραγματοποίησή της στις πρόσφατες απεργίες, που είναι κυρίως απεργίες από μέρους της “μισθωτής μπουρζουαζίας” που καθοδηγούνται από το φόβο ότι θα χάσει τα προνόμιά της (την προστιθέμενη αξία σε σχέση με τον κατώτατο μισθό). Δεν είναι προλεταριακές διαδηλώσεις αυτές, αλλά διαδηλώσεις ενάντια στην απειλή της προλεταριοποίησης. Ποιος τολμάει να απεργήσει σήμερα, όταν το να έχει κανείς μια μόνιμη δουλεία έχει γίνει προνόμιο; Όχι οι χαμηλόμισθοι εργάτες της (ότι έχει απομείνει από) βιομηχανίας της κλωστοϋφαντουργίας, αλλά οι προνομιακοί εργαζόμενοι με εγγυημένες δουλειές (δάσκαλοι, εργαζόμενοι στα δημόσια μέσα μεταφοράς, αστυνομικοί). Αυτό ισχύει και για το κύμα φοιτητικών διαδηλώσεων: το βασικό κίνητρο είναι αναμφισβήτητα ο φόβος ότι η ανώτατη εκπαίδευση δε θα μπορεί πλέον να τους εγγυηθεί έναν υπερ-μισθό αργότερα στη ζωή τους.
Ταυτόχρονα, είναι φανερό ότι η τεράστια αναβίωση διαδηλώσεων τον τελευταίο χρόνο, από την Αραβική Άνοιξη στη Δυτική Ευρώπη, από το Occupy Wall Street στην Κίνα, από την Ισπανία στην Ελλάδα, δε θα έπρεπε να απορριφθεί απλώς σαν η εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας. Κάθε περίπτωση θα πρέπει να μελετάται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον των μεταρρυθμίσεων στα πανεπιστήμια ήταν ξεκάθαρα διαφορετικές από τις ταραχές του Αυγούστου, που ήταν ένα καταναλωτικό καρναβάλι καταστροφής, ένα αληθινό ξέσπασμα των αποκλεισμένων. Θα μπορούσε κανείς να επιχειρηματολογήσει ότι ο ξεσηκωμός στην Αίγυπτο ξεκίνησε εν μέρει σαν εξέγερση της μισθωτής μπουρζουαζίας (μορφωμένοι νέοι που διαδηλώνουν για την έλλειψη προοπτικής), αλλά αυτό ήταν μόνο μία πλευρά μιας μεγαλύτερης διαμαρτυρίας εναντίον ενός καταπιεστικού καθεστώτος. Από την άλλη, η διαμαρτυρία μετά βίας κινητοποίησε φτωχούς εργάτες και αγρότες και η εκλογική νίκη των Ισλαμιστών είναι μια ένδειξη της στενή κοινωνικής βάσης των αρχικής κοσμικής διαμαρτυρίας. Η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση: τις τελευταίες δεκαετίες, μια νέα μισθωτή μπουρζουαζία (ειδικά στον υπερ-εκτεταμένο τομέα δημόσιας διοίκησης) δημιουργήθηκε χάρη στην οικονομική βοήθεια και τα δάνεια της ΕΕ, και οι διαμαρτυρίες κινητοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την απειλή να χαθεί αυτό το προνόμιο.
Εν τω μεταξύ, η προλεταριοποίηση του χαμηλότερου στρώματος της μισθωτής μπουρζουαζίας συνοδεύεται στο άλλο άκρο από παράλογα υψηλά απολαβές από κορυφαίους μάνατζερ και τραπεζίτες. Οι απολαβές αυτές είναι οικονομικά ανορθολογικές καθώς, όπως έδειξαν έρευνες στις ΗΠΑ, τείνουν να είναι αντιστρόφως ανάλογες με την επιτυχία μιας εταιρίας. Αντί να υποβάλλουμε αυτές τις τάσεις σε ηθικιστική κριτική, θα πρέπει να τις διαβάσουμε σαν σημάδια πως το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, δεν είναι πλέον ικανό να βρει ένα επίπεδο αυτορυθμιζόμενης σταθερότητας- απειλείται, με άλλα λόγια, να βγει εκτός ελέγχου.
[i] Στμ: Ο Ζίζεκ χρησιμοποιεί τον όρο “bourgeoisie”, ο οποίος, όπως έχει καθιερωθεί, χαρακτηρίζει την αστική τάξη (με τους παραδοσιακούς μαρξιστικούς όρους) αλλά και σε άλλα πλαίσια τα εύρωστα, ανώτερα μεσαία στρώματα. Στο κείμενο ο όρος φαίνεται να χρησιμοποιείται και με τις δύο έννοιες, χωρίς να γίνεται σαφής διάκριση, οπότε προτιμήθηκε η ευρεία απόδοση “μπουρζουαζία” από την “αστική τάξη” ή “μισθωτός αστός”
[ii] ο Μαρξ τους αποκαλούσε εφεδρικό βιομηχανικό στρατό
[iii] Στμ: στο πρωτότυπο: surplus wage. Με μια πρόχειρη αναζήτηση δε βρέθηκε προηγούμενη απόδοση στα Ελληνικά. Χρησιμοποιείται κατ’ αντιστοιχία του όρου υπεραξία[surplus value] του Μαρξ. Προτιμήθηκε ο αδόκιμος όρος “υπερ-μισθός” αντί του πιο “λογικού” “πλεονάζον μισθός” ακριβώς για να τονιστεί ότι πρόκειται για ένα διαφορετικό τρόπο, κατά το συγγραφέα, απόσπασης υπεραξίας.
δημοσιεύτηκε στο London Review of Books http://www.lrb.co.uk/v34/n02/slavoj-zizek/the-revolt-of-the-salaried-bourgeoisie
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου