Η Γερμανία στον 20ο αιώνα άρχισε δυο πολέμους, ο δεύτερος μάλιστα
ήταν πόλεμος αφανισμού και εξολόθρευσης. Στο ίδιο διάστημα η χώρα
χρεοκόπησε τουλάχιστον τρεις φορές. Η δημοκρατία της Βαϊμάρης κατόρθωσε
να επιζήσει από το 1924 μέχρι το 1929 αποκλειστικά με δανεικά. Για τις
αποζημιώσεις του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου δανείστηκε από τις ΗΠΑ. Επρόκειτο
για μια «δανειακή Πυραμίδα», η οποία κατέρρευσε με την κρίση του 1931. Η
ζημιά για τις ΗΠΑ ήταν τεράστια και οι συνέπειες για την παγκόσμια
οικονομία καταστροφικές. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που η Γερμανία
προχώρησε σε στάση πληρωμών, ενώ οι ΗΠΑ κούρεψαν γενναία το χρέος.
Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι ΗΠΑ φρόντισαν να μη θέσει κανείς από
τους συμμάχους αξιώσεις για αποζημίωση. Με τη Συμφωνία του Λονδίνου του
1953 ματαιώθηκαν οι διεκδικήσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, μέχρι μια
μελλοντική επανένωση της Ανατολικής με τη Δυτική Γερμανία. Η συμφωνία
προέβλεπε ότι μετά από μία πιθανή επανένωση το ζήτημα των πολεμικών
αποζημιώσεων θα τίθονταν σε επαναδιαπραγμάτευση. Αυτό ήταν ιδιαίτερα
ζωτικό για την οικονομία της Γερμανίας.
Με αυτό τον τρόπο τα θύματα της γερμανικής κατοχής, όπως οι Έλληνες, βρέθηκαν υποχρεωμένα να αναβάλουν τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους για αποζημίωση. Όταν το 1990 έγινε η επανένωση ο τότε καγκελάριος H. Kohl αρνήθηκε να υλοποιήσει τη Συμφωνία του Λονδίνου. Η Γερμανία πλήρωσε πενιχρές αποζημιώσεις χωρίς να συμπεριλάβει ούτε τα αναγκαστικά δάνεια που είχε συνάψει, ούτε τα έξοδα κατοχής.
Είναι προφανές ότι τη σημερινή οικονομική ανεξαρτησία της και το ρόλο του «Δασκάλου της Ευρώπης» η Γερμανία τα χρωστάει στις ΗΠΑ. Mετά τον Α΄, αλλά και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι ΗΠΑ παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους για τεράστια χρηματικά ποσά και εξασφάλισαν τα σύνορα της Γερμανίας με αποτέλεσμα να απαλλαχτεί η χώρα από υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες. Στο ίδιο διάστημα οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι χρειάστηκε να δουλέψουν με πολύ μεγαλύτερη ένταση προκειμένου να ορθοποδήσουν μετά τις καταστροφές του πολέμου και τη γερμανική κατοχή, ενώ τα τελευταία χρόνια η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας κέρδισε πολλά από τις υπέρογκες εξαγωγές. Το περίφημο «γερμανικό θαύμα» συντελέστηκε πάνω στις πλάτες των άλλων Ευρωπαίων.
Είναι επίσης προφανές ότι η ελληνική πολιτεία, ιδιαίτερα με δεδομένη τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει, οφείλει να διεκδικήσει με κάθε έννομο, διπλωματικό και πολιτικό μέσο, τις αποζημιώσεις που δικαιούται να λάβει από τη Γερμανία. Το δάνειο το οποίο εξαναγκάστηκε να παραχωρήσει η χώρα μας στη Γερμανία ξεκίνησε ως κατοχικό. Ωστόσο, με τη συμφωνία της Ρώμης το 1942 μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδος αφ’ ενός και της Γερμανίας και της Ιταλίας αφ’ ετέρου, μετατράπηκε σε συμβατικό. Σύμφωνα με τον Ξ. Ζολώτα, ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει τα δάνεια του Γ’ Ράιχ από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά είχε ξεκινήσει την καταβολή των δόσεων προς εξόφληση του δανείου. Εκτός από τα έξοδα κατοχής που είχαν υποχρεωθεί οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις να καταβάλλουν μηνιαίως προς τη Γερμανία και την Ιταλία, επιπλέον ανάγκασαν την Ελλάδα να τους καταβάλλει δάνειο υπό τη μορφή μηνιαίων προκαταβολών. Η οφειλή της Ιταλίας ρυθμίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Με τη Γερμανία το θέμα εκκρεμεί.
Η πρώτη φορά που η Ελλάδα έθεσε το θέμα της επιστροφής του κατοχικού δανείου ήταν στη διάσκεψη του Λονδίνου το Μάιο του 1952. Το 1961 ο τότε πρέσβης μας, ο αείμνηστος Θ. Υψηλάντης δέχθηκε ισχυρότατες πιέσεις από το ΥπΕξ της Γερμανίας προκειμένου να υπογράψει ότι η Ελλάδα παραιτείται από τα κατοχικά δικαιώματα έναντι της Γερμανίας. Ο Υψηλάντης όχι μόνο το αρνήθηκε και διέγραψε τη σχετική διάταξη, αλλά υπογράμμισε ότι η Ελλάδα δεν παραιτείται από τα σχετικά της δικαιώματα. Όταν μετά από τα παραπάνω επέστρεψε στην Ελλάδα και ρωτήθηκε σχετικά από τους δημοσιογράφους είπε τη περίφημη ρήση ‘συμπεριφέρθηκα παστρικά’ και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Μετά από τέσσερα χρόνια, στις αρχές του 1965 ο τότε βουλευτής Α. Παπανδρέου, εξουσιοδοτημένος προς τούτο από την ελληνική κυβέρνηση, έθεσε το θέμα του κατοχικού δανείου επισκεπτόμενος τη Βόννη, η οποία επιφυλάχθηκε να απαντήσει.
Ύστερα από διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας με ρηματική της διακοίνωση αποδέχθηκε στις 31-3-1967 την οφειλή του κατοχικού δανείου, το ενέταξε όμως στη ρύθμιση που προβλέπεται στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Έκτοτε το θέμα έχει τεθεί κατ’ επανάληψη στις γερμανικές κυβερνήσεις, μεταξύ άλλων από τους κ.κ. Σαμαρά, Μητσοτάκη, Παπούλια και Εφραιμίδη. Η τελευταία πρωτοβουλία πάρθηκε από το ελληνικό ΥπΕξ με ρηματική διακοίνωση στις 14-11-1995 με εντολή του Α. Παπανδρέου με την οποία διεκόπη η πενταετής παραγραφή που προέβλεπε η Συμφωνία των 4+2. Η αντίδραση του γερμανικού ΥπΕξ, με Υπουργό τον K. Kinkel, ήταν να την απορρίψει αυθημερόν. Έκτοτε δεν έχει υπάρξει κάποια συντονισμένη προσπάθεια από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας που να αξιοποιεί τα εργαλεία του διεθνούς δικαίου προκειμένου να αποκατασταθεί ηθικά και οικονομικά η χώρα μας.
Είναι ενδεικτικό ότι η πιο πρόσφατη εξέλιξη στο θέμα τον ελληνικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία έγινε μέσω Ιταλίας. Όπως είναι γνωστό, η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη επιδιώκοντας την καταδίκη της Ιταλίας. Θεωρεί ότι τα ιταλικά δικαστήρια, με πιο πρόσφατο το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στη Ρώμη, μη σεβόμενα την ετεροδικία της Γερμανίας ενέκριναν κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου σε εκτέλεση αποφάσεων ιταλικών δικαστηρίων, αναφορικά με θύματα του ναζισμού στην Ιταλία, αλλά και του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο και επιδίκασε 28 εκατομμύρια ευρώ στα θύματα του Διστόμου.
Η γερμανική αντιπροσωπεία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της για αποζημιώσεις επικεντρώνοντας στο θέμα της ετεροδικίας αποκλειστικά μεταξύ των κρατών. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι δεν μπορούν να προσφεύγουν τα άτομα που έχουν ζημιωθεί από μία χώρα εναντίον αυτής, αλλά ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω των κρατών τους. Ωστόσο, η ελληνική αντιπροσωπεία μέσω του επικεφαλής τής, καθ. Σ. Περράκη και του καθ. Α. Μπερδήμα, υπεραμύνθηκε της ορθότητας των αποφάσεων τόσο του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς όσο και του Αρείου Πάγου, αλλά και των ιταλικών δικαστηρίων, που δεν αναγνώρισαν το προνόμιο της ετεροδικίας στη Γερμανία. Δικαιοδότησαν τις αποφάσεις τους στη βάση της αντίληψης που βασίζεται στις εξελίξεις του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με την οποία εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου κ.λπ. συνιστούν παραβίαση κανόνων του αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου υπέρτερης αξίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί παρά να κάμπτεται η ετεροδικία του κράτους. Σταδιακά το άτομο κερδίζει ρόλο και θέση μέσα στη διεθνή δικαιοταξία, ώστε σήμερα έχει πλέον τη δυνατότητα να προσφεύγει ως άτομο κατ’ ευθείαν τόσο σε εθνικά όσο και σε διεθνή δικαστήρια για να διεκδικήσει αποζημίωση ή αποκατάσταση ζημιών που υπέστη εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του κράτους. Αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη διεθνή πρακτική και τη στάση διεθνών οργάνων, από εθνικά και διεθνή δικαστήρια που στοιχειοθετούν τη θέση ότι η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται σε φάση ραγδαίας μεταβολής του Διεθνούς Δικαίου και εν προκειμένω της ετεροδικίας σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, κατά τη διάρκεια ενόπλων συρράξεων, πολεμικής κατοχής κ.ο.κ.
Ενδεικτικά η ελληνική αντιπροσωπεία υπενθύμισε ότι το 2005 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε πράξη που υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να λαμβάνουν μέτρα, προκειμένου τα θύματα παραβιάσεων του ανθρωπιστικού δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου να έχουν δικαίωμα και προσφυγής και αποκατάστασης. Αντικρούοντας τη γερμανική θέση ότι η ίδια η ελληνική πολιτεία με τη νομοθεσία της εμποδίζει την εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων και με την ετυμηγορία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου αναγνωρίζει ετεροδικία στη Γερμανία, δέχθηκε ότι υπάρχει διχοστασία, η οποία όμως δεν δείχνει παρά ότι το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται ακριβώς σε εξέλιξη. Η τάση όμως που εγκαταλείπει το προνόμιο της ετεροδικίας υπέρ του ανθρωπιστικού δικαίου είναι καταφανής.
Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου της Χάγης στην εν λόγω δίκη ρητά επισημαίνει ότι είναι πολιτική ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης να θέσει το θέμα αυτό σε διεθνές επίπεδο. Η νέα ελληνική βουλή και η κυβέρνηση που θα προκύψει πρέπει να ζητήσουν τη σύσταση τριμερούς επιτροπής νομομαθών από Ελλάδα, Γερμανία και Ε.Ε. προκειμένου να συζητηθεί το γερμανικό κατοχικό δάνειο. Αν η Γερμανία δεν συμφωνήσει σε μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να προσφύγουμε σε αρμόδιο διεθνές δικαστήριο. Από τη στιγμή που το κατοχικό δάνειο έχει μετατραπεί σε συμβατικό η Ελλάδα μπορεί να το εγγράψει στον προϋπολογισμό της ως έσοδο. Ως εκ τούτου τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να δεσμευτούν προκειμένου να το εγγράψουν στον επόμενο κρατικό προϋπολογισμό. Τα όπλα διεκδίκησης στην ελληνική διπλωματική φαρέτρα είναι πολλά και ισχυρά, αποτελεί ζήτημα πολιτικής βούλησης να γίνει χρήση τους. Αν αυτό δεν συμβεί, θα συνιστά, με την επιεικέστερη διατύπωση, εγκληματική αμέλεια απέναντι στον ελληνικό λαό.
Ο Παναγιώτης Κουρουμπλής είναι υποψήφιος βουλευτής Β΄ Αθήνας με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α-ΕΝΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
koutipandoras
Με αυτό τον τρόπο τα θύματα της γερμανικής κατοχής, όπως οι Έλληνες, βρέθηκαν υποχρεωμένα να αναβάλουν τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους για αποζημίωση. Όταν το 1990 έγινε η επανένωση ο τότε καγκελάριος H. Kohl αρνήθηκε να υλοποιήσει τη Συμφωνία του Λονδίνου. Η Γερμανία πλήρωσε πενιχρές αποζημιώσεις χωρίς να συμπεριλάβει ούτε τα αναγκαστικά δάνεια που είχε συνάψει, ούτε τα έξοδα κατοχής.
Είναι προφανές ότι τη σημερινή οικονομική ανεξαρτησία της και το ρόλο του «Δασκάλου της Ευρώπης» η Γερμανία τα χρωστάει στις ΗΠΑ. Mετά τον Α΄, αλλά και τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο οι ΗΠΑ παραιτήθηκαν από το δικαίωμά τους για τεράστια χρηματικά ποσά και εξασφάλισαν τα σύνορα της Γερμανίας με αποτέλεσμα να απαλλαχτεί η χώρα από υπέρογκες εξοπλιστικές δαπάνες. Στο ίδιο διάστημα οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι χρειάστηκε να δουλέψουν με πολύ μεγαλύτερη ένταση προκειμένου να ορθοποδήσουν μετά τις καταστροφές του πολέμου και τη γερμανική κατοχή, ενώ τα τελευταία χρόνια η βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας κέρδισε πολλά από τις υπέρογκες εξαγωγές. Το περίφημο «γερμανικό θαύμα» συντελέστηκε πάνω στις πλάτες των άλλων Ευρωπαίων.
Είναι επίσης προφανές ότι η ελληνική πολιτεία, ιδιαίτερα με δεδομένη τη δεινή οικονομική θέση στην οποία έχει περιέλθει, οφείλει να διεκδικήσει με κάθε έννομο, διπλωματικό και πολιτικό μέσο, τις αποζημιώσεις που δικαιούται να λάβει από τη Γερμανία. Το δάνειο το οποίο εξαναγκάστηκε να παραχωρήσει η χώρα μας στη Γερμανία ξεκίνησε ως κατοχικό. Ωστόσο, με τη συμφωνία της Ρώμης το 1942 μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδος αφ’ ενός και της Γερμανίας και της Ιταλίας αφ’ ετέρου, μετατράπηκε σε συμβατικό. Σύμφωνα με τον Ξ. Ζολώτα, ο Χίτλερ όχι μόνο είχε αναγνωρίσει τα δάνεια του Γ’ Ράιχ από την Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά είχε ξεκινήσει την καταβολή των δόσεων προς εξόφληση του δανείου. Εκτός από τα έξοδα κατοχής που είχαν υποχρεωθεί οι ελληνικές κατοχικές κυβερνήσεις να καταβάλλουν μηνιαίως προς τη Γερμανία και την Ιταλία, επιπλέον ανάγκασαν την Ελλάδα να τους καταβάλλει δάνειο υπό τη μορφή μηνιαίων προκαταβολών. Η οφειλή της Ιταλίας ρυθμίσθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘60. Με τη Γερμανία το θέμα εκκρεμεί.
Η πρώτη φορά που η Ελλάδα έθεσε το θέμα της επιστροφής του κατοχικού δανείου ήταν στη διάσκεψη του Λονδίνου το Μάιο του 1952. Το 1961 ο τότε πρέσβης μας, ο αείμνηστος Θ. Υψηλάντης δέχθηκε ισχυρότατες πιέσεις από το ΥπΕξ της Γερμανίας προκειμένου να υπογράψει ότι η Ελλάδα παραιτείται από τα κατοχικά δικαιώματα έναντι της Γερμανίας. Ο Υψηλάντης όχι μόνο το αρνήθηκε και διέγραψε τη σχετική διάταξη, αλλά υπογράμμισε ότι η Ελλάδα δεν παραιτείται από τα σχετικά της δικαιώματα. Όταν μετά από τα παραπάνω επέστρεψε στην Ελλάδα και ρωτήθηκε σχετικά από τους δημοσιογράφους είπε τη περίφημη ρήση ‘συμπεριφέρθηκα παστρικά’ και στη συνέχεια παραιτήθηκε. Μετά από τέσσερα χρόνια, στις αρχές του 1965 ο τότε βουλευτής Α. Παπανδρέου, εξουσιοδοτημένος προς τούτο από την ελληνική κυβέρνηση, έθεσε το θέμα του κατοχικού δανείου επισκεπτόμενος τη Βόννη, η οποία επιφυλάχθηκε να απαντήσει.
Ύστερα από διακυβερνητικές διαπραγματεύσεις, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας με ρηματική της διακοίνωση αποδέχθηκε στις 31-3-1967 την οφειλή του κατοχικού δανείου, το ενέταξε όμως στη ρύθμιση που προβλέπεται στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Έκτοτε το θέμα έχει τεθεί κατ’ επανάληψη στις γερμανικές κυβερνήσεις, μεταξύ άλλων από τους κ.κ. Σαμαρά, Μητσοτάκη, Παπούλια και Εφραιμίδη. Η τελευταία πρωτοβουλία πάρθηκε από το ελληνικό ΥπΕξ με ρηματική διακοίνωση στις 14-11-1995 με εντολή του Α. Παπανδρέου με την οποία διεκόπη η πενταετής παραγραφή που προέβλεπε η Συμφωνία των 4+2. Η αντίδραση του γερμανικού ΥπΕξ, με Υπουργό τον K. Kinkel, ήταν να την απορρίψει αυθημερόν. Έκτοτε δεν έχει υπάρξει κάποια συντονισμένη προσπάθεια από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας που να αξιοποιεί τα εργαλεία του διεθνούς δικαίου προκειμένου να αποκατασταθεί ηθικά και οικονομικά η χώρα μας.
Είναι ενδεικτικό ότι η πιο πρόσφατη εξέλιξη στο θέμα τον ελληνικών αποζημιώσεων από τη Γερμανία έγινε μέσω Ιταλίας. Όπως είναι γνωστό, η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη επιδιώκοντας την καταδίκη της Ιταλίας. Θεωρεί ότι τα ιταλικά δικαστήρια, με πιο πρόσφατο το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στη Ρώμη, μη σεβόμενα την ετεροδικία της Γερμανίας ενέκριναν κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου σε εκτέλεση αποφάσεων ιταλικών δικαστηρίων, αναφορικά με θύματα του ναζισμού στην Ιταλία, αλλά και του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς που επικυρώθηκε από τον Άρειο Πάγο και επιδίκασε 28 εκατομμύρια ευρώ στα θύματα του Διστόμου.
Η γερμανική αντιπροσωπεία αρνήθηκε να αναγνωρίσει τις υποχρεώσεις της για αποζημιώσεις επικεντρώνοντας στο θέμα της ετεροδικίας αποκλειστικά μεταξύ των κρατών. Συγκεκριμένα υποστήριξε ότι δεν μπορούν να προσφεύγουν τα άτομα που έχουν ζημιωθεί από μία χώρα εναντίον αυτής, αλλά ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω των κρατών τους. Ωστόσο, η ελληνική αντιπροσωπεία μέσω του επικεφαλής τής, καθ. Σ. Περράκη και του καθ. Α. Μπερδήμα, υπεραμύνθηκε της ορθότητας των αποφάσεων τόσο του Πρωτοδικείου της Λιβαδειάς όσο και του Αρείου Πάγου, αλλά και των ιταλικών δικαστηρίων, που δεν αναγνώρισαν το προνόμιο της ετεροδικίας στη Γερμανία. Δικαιοδότησαν τις αποφάσεις τους στη βάση της αντίληψης που βασίζεται στις εξελίξεις του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με την οποία εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εγκλήματα πολέμου κ.λπ. συνιστούν παραβίαση κανόνων του αναγκαστικού Διεθνούς Δικαίου υπέρτερης αξίας. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορεί παρά να κάμπτεται η ετεροδικία του κράτους. Σταδιακά το άτομο κερδίζει ρόλο και θέση μέσα στη διεθνή δικαιοταξία, ώστε σήμερα έχει πλέον τη δυνατότητα να προσφεύγει ως άτομο κατ’ ευθείαν τόσο σε εθνικά όσο και σε διεθνή δικαστήρια για να διεκδικήσει αποζημίωση ή αποκατάσταση ζημιών που υπέστη εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του κράτους. Αναφέρθηκαν χαρακτηριστικά παραδείγματα από τη διεθνή πρακτική και τη στάση διεθνών οργάνων, από εθνικά και διεθνή δικαστήρια που στοιχειοθετούν τη θέση ότι η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται σε φάση ραγδαίας μεταβολής του Διεθνούς Δικαίου και εν προκειμένω της ετεροδικίας σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, κατά τη διάρκεια ενόπλων συρράξεων, πολεμικής κατοχής κ.ο.κ.
Ενδεικτικά η ελληνική αντιπροσωπεία υπενθύμισε ότι το 2005 η Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών υιοθέτησε πράξη που υποχρεώνει τα κράτη-μέλη να λαμβάνουν μέτρα, προκειμένου τα θύματα παραβιάσεων του ανθρωπιστικού δικαίου και των δικαιωμάτων του ανθρώπου να έχουν δικαίωμα και προσφυγής και αποκατάστασης. Αντικρούοντας τη γερμανική θέση ότι η ίδια η ελληνική πολιτεία με τη νομοθεσία της εμποδίζει την εκτέλεση καταδικαστικών αποφάσεων και με την ετυμηγορία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου αναγνωρίζει ετεροδικία στη Γερμανία, δέχθηκε ότι υπάρχει διχοστασία, η οποία όμως δεν δείχνει παρά ότι το Διεθνές Δίκαιο βρίσκεται ακριβώς σε εξέλιξη. Η τάση όμως που εγκαταλείπει το προνόμιο της ετεροδικίας υπέρ του ανθρωπιστικού δικαίου είναι καταφανής.
Ωστόσο, η απόφαση του δικαστηρίου της Χάγης στην εν λόγω δίκη ρητά επισημαίνει ότι είναι πολιτική ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης να θέσει το θέμα αυτό σε διεθνές επίπεδο. Η νέα ελληνική βουλή και η κυβέρνηση που θα προκύψει πρέπει να ζητήσουν τη σύσταση τριμερούς επιτροπής νομομαθών από Ελλάδα, Γερμανία και Ε.Ε. προκειμένου να συζητηθεί το γερμανικό κατοχικό δάνειο. Αν η Γερμανία δεν συμφωνήσει σε μία τέτοια διαδικασία θα πρέπει να προσφύγουμε σε αρμόδιο διεθνές δικαστήριο. Από τη στιγμή που το κατοχικό δάνειο έχει μετατραπεί σε συμβατικό η Ελλάδα μπορεί να το εγγράψει στον προϋπολογισμό της ως έσοδο. Ως εκ τούτου τα πολιτικά κόμματα οφείλουν να δεσμευτούν προκειμένου να το εγγράψουν στον επόμενο κρατικό προϋπολογισμό. Τα όπλα διεκδίκησης στην ελληνική διπλωματική φαρέτρα είναι πολλά και ισχυρά, αποτελεί ζήτημα πολιτικής βούλησης να γίνει χρήση τους. Αν αυτό δεν συμβεί, θα συνιστά, με την επιεικέστερη διατύπωση, εγκληματική αμέλεια απέναντι στον ελληνικό λαό.
Ο Παναγιώτης Κουρουμπλής είναι υποψήφιος βουλευτής Β΄ Αθήνας με τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α-ΕΝΩΤΙΚΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
koutipandoras
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου