Η εξάπλωση του φασιστικού φαινομένου, η υποστήριξή του, αλλά και η αντίσταση σε αυτό, μάλλον σχετίζονται με το πολιτισμικό και πολιτικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας και τον τρόπο που τα μέλη της το έχουν αφομοιώσει, αξιοποιήσει, ή διαρρήξει
Οι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες προφανώς θα πρέπει να καταδεικνύονται, και κατά προτίμηση να γελοιοποιούνται. Άλλωστε, δεν πρόκειται για μεγάλους πολιτικούς εγκληματίες, αλλά γι’ αυτούς που ασκούν μεγάλα πολιτικά εγκλήματα, και αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Μπέρτολτ Μπρεχτ και συνοδεύουν το υλικό για το θεατρικό του έργο «Η αποτρέψιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι» (1941) [1]. Η ανάδυση του γκάνγκστερ Αρτούρο Ούι στον υπόκοσμο του Σικάγου όπου εγκαθιδρύει μια τάξη πραγμάτων στη βάση του κοινού εγκλήματος, είναι αλληγορική για την άνοδο του Χίτλερ και του Ναζισμού. Στο πρόσωπο του Ουι, ο Μπρεχτ αναπαριστά τη γελοιότητα ενός ανθρώπου που αποκτά εξουσία μέσω του εκφοβισμού, της διαφθοράς και της κερδοσκοπίας...
Ωστόσο, η κατάδειξη της γελοιότητάς του δεν μειώνει τη σημασία των πράξεών του, αλλά φέρνει στην επιφάνεια την κοινωνική ενδημικότητα των εγκλημάτων που στηρίζουν την εξουσία του ‑ πολύ περισσότερο καθώς η κατάφορη γελοιότητα του προσώπου αντιπαραβάλλεται στη σοβαρότητα των δρώμενων. Η άνοδος του γκάνγκστερ Ούι (τον οποίο στην αρχή κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά), ήταν αποτρέψιμη, εφόσον η τάξη πραγμάτων που επέβαλλε δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συνεργεία, τη σιωπή, τον φόβο, την αδυναμία, την κερδοσκοπία, όσων βρέθηκαν αντιμέτωποι, ή συμπορεύτηκαν μαζί του, εκμεταλλευόμενοι εν μέρει προς όφελός τους τις ευκαιρίες που προσέφερε η ανερχόμενη εξουσία.
Το περιρρέον περιβάλλον και οι προσφερόμενες ευκαιρίες είναι το ένα ζήτημα, ο χειρισμός τους είναι το άλλο. Υπάρχουν άπειρα ιστορικά παραδείγματα που δείχνουν ότι η έξαρση του φασισμού, όπως και του ρατσισμού, ευνοούνται σε περιόδους κρίσης. Αν μείνει, όμως, κανείς σε αυτή τη διαπίστωση κινδυνεύει να αναγάγει το φασιστικό φαινόμενο σε αναπότρεπτη απότοκη συνέπεια καταστάσεων κρίσης. Ωστόσο, ούτε το φασιστικό φαινόμενο έχει τις αιτίες του στην κρίση (όσο και αν αυτή το ευνοεί), ούτε η ίδια η κρίση και οι συνέπειές της υπήρξαν μοιραίες. Η διαχείριση της κρίσης είναι ζήτημα πολιτικών επιλογών που πλήττουν τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας, φτωχοποιούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και βυθίζουν στην ανασφάλεια τμήματα της κοινωνίας που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν την κατάστασή τους ασφαλή. Όμως, πάλι, η επισφάλεια και η φτωχοποίηση δεν είναι μονόδρομος που οδηγεί στην έξαρση του φασιστικού φαινομένου, αλλά μία οδός ανάμεσα σε άλλες, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η συσπείρωση ενάντια στις αιτίες (και τους υπαίτιους) της κρίσης. Η εξάπλωση του φασιστικού φαινομένου, η υποστήριξή του, αλλά και η αντίσταση σε αυτό, μάλλον σχετίζονται με το πολιτισμικό και πολιτικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας και τον τρόπο που τα μέλη της το έχουν αφομοιώσει, αξιοποιήσει, ή διαρρήξει. Αν συμφωνήσει κανείς με αυτή τη διαπίστωση τότε θα φανεί ότι οι αιτίες της αυξημένης επιρροής της Χρυσής Αυγής είναι ενδημικές της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό φαντάζει ακόμα πιο τραγικό εάν το δει κανείς ως κωμωδία, λαμβάνοντας, δηλαδή υπόψη την τραγελαφική εικόνα που συνθέτει η άκρατη χυδαιολογία και ο πρωτόγονος λόγος, ακόμα και των ίδιων των κοινοβουλευτικών της εκπροσώπων. Όμως, αυτό δεν μειώνει το βάρος των πράξεών τους, και πολύ λιγότερο μειώνει την ευθύνη αυτών που συμπορεύονται μαζί τους, ή σιωπούν από φόβο.
Το φασιστικό φαινόμενο δεν έλκει τη δυναμική του από πολιτικά προγράμματα που αποσκοπούν στην πολιτική πειθώ, παρότι αυτά υπάρχουν. Κατά τυπικό τρόπο για τον λαϊκισμό στον οποίο στηρίζεται, καλλιεργεί την επιρροή του στο θυμικό, αξιοποιώντας όμως τους κλυδωνισμούς που ανατρέπουν, ή απειλούν να ανατρέψουν, τις συνήθεις ισορροπίες της κοινωνίας. Ποιος θα μπορούσε ν’ αγνοήσει ότι η Χρυσή Αυγή αύξησε την επιρροή τους σε μία κοινωνία που βιώνει τη βία με τη μορφή των θεσμικών πολιτικών οι οποίες «χαίρουν» μηδενικής εμπιστοσύνης (ας μην μιλήσουμε για εκτίμηση); Στην αδυναμία, ή ανικανότητα, των κρατικών θεσμών να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα (έστω και με χειραγώγηση), η Χρυσή Αυγή αντιπαραβάλλει τη «λαϊκή δικαιοσύνη», μεταθέτοντας όμως το κέντρο βάρος της δυσαρέσκειας, από τα ζητήματα που την έχουν προκαλέσει, σε αυτά που η ίδια η φασιστική (κατ’ άλλους ναζιστική) οργάνωση έχει θέσει στην ατζέντα της. Εκμεταλλευόμενη τον θυμό που έχει προκαλέσει ο κυρίαρχος αυταρχισμός προβάλλει τη βία, όμως όχι για να ανατρέψει τον αυταρχισμό, αλλά για να εκτονώσει το θυμό και να τον κατευθύνει ενάντια στα πλέον ασθενέστερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι οι μετανάστες, πρόσφυγες, οι Ρομά.
Παρότι η ελληνική κοινωνία δεν είχε ποτέ «λευκό μητρώο» στο ζήτημα του ρατσισμού, αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν αφορά ρατσιστικές απόψεις σχετικά με την υποτιθέμενη απειλή που προέρχεται από τους μετανάστες, ούτε καν για βιαιοπραγίες που βγαίνουν στο φως μετά από καταγγελίες παθόντων, ή οργανισμών προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για οργανωμένο και συστηματικό λυντσάρισμα, για βία που επιτελείται επιδεικτικά στον δημόσιο χώρο και αποκτά τη μορφή θεάματος και διαπόμπευσης. Η απροκάλυπτη άσκηση της βίας στον δημόσιο χώρο συμβάλλει στην ομαλοποίησή της, ακόμα και αν δεν υποκινείται από τη Χρυσή Αυγή. Τι άλλο δηλώνει η περίπτωση του αρτοποιού εργοδότη ο οποίος κακοποίησε τον Αιγύπτιο εργάτη του και στη συνέχεια τον έδεσε σε δέντρο, αν όχι δημόσια διαπόμπευση;
Χωρίς να υπονοώ μία νομοτελειακή σχέση ανάμεσα στη «βία από τα πάνω» και «από τα κάτω», ωστόσο δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι οι εξελίξεις αυτές λαμβάνουν χώρα σε μία συγκυρία όπου η σχέση της βίας με το «πολιτικά ορθό» έχει μεταβληθεί και ότι η βία ως θέαμα δεν αποτελεί πρακτική αποκλειστικά παρακρατικών κινήσεων. Οι μεταβολές που υφίσταται το πεδίο του πολιτικά ορθού, σε σχέση με τη βία, το ρατσισμό και τη διαπόμπευση, μαρτυρούνται σήμερα τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Π.χ., ο τρόπος που η Δύση ξεκαθάρισε πρόσφατα τους λογαριασμούς της (ή άφησε να ξεκαθαριστούν) με την περίπτωση του Καντάφι δηλώνει την πρόταξη του λιντσαρίσματος και της δημόσιας διαπόμπευσης αντί της λογοδοσίας σε διεθνή δικαστήρια. Ένα περισσότερο ήπιο (και ίσως γι’ αυτό πιο ενδεικτικό) παράδειγμα για τη μεταβολή του πολιτικά ορθού είναι η περίπτωση της Σουηδής υπουργού Πολιτισμού, η οποία, στο πλαίσιο των εορτασμών για την Παγκόσμια Ημέρα Τέχνης, καλείται να κόψει την τούρτα που έχει τη μορφή μιας αφρικανής γυναίκας κάνοντάς της συμβολική κλειτοριδεκτομή. (Παρά τις αντιδράσεις των συλλόγων εκπροσώπησης των μεταναστών, δεν υπήρξε καμία συνέπεια ούτε για την υπουργό, ούτε για τον εμπνευστή της τούρτας). Στην Ελλάδα, τώρα, τα παραδείγματα είναι περισσότερο γνωστά και συνήθη. Δείγμα διαπόμπευσης είναι, π.χ., η εκστρατεία των κρατικών αντιπροσώπων ενάντια στις ιερόδουλες που στιγματίστηκαν ως φορείς ασθενειών που φέρονται να απειλούν την (ηθικά και ιατρικά) υγιή ελληνική κοινωνία και οι θεαματικές δίκες τους. ας μην μιλήσουμε για τις «επιχειρήσεις σκούπα» που φέρουν το εντυπωσιακό όνομα «Ξένιος Ζεύς». Αλλά και στο επίπεδο της ρητορικής, σήμερα πρόκειται για έναν κρατικό ρατσισμό που δεν τηρεί κανένα πρόσχημα, επιδεικνύεται στο δημόσιο χώρο και μάλιστα χρησιμοποιεί πρωτόγονο και επιθετικό λόγο.
Εντέλει, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή σε έναν χώρο, το δημόσιο, όπου ο πρωτόγονος ρατσιστικός λόγος και οι βίαιες ρατσιστικές πράξεις δεν αποτελούν δική της αποκλειστικότητα. Αυτό βέβαια δεν κάνει τις βιαιοπραγίες και τις εγκληματικές της ενέργειες λιγότερο σοβαρές, αλλά όμως ούτε και την εμφάνιση των εκπροσώπων της λιγότερο ευτράπελη. Δείχνει όμως ότι, πρώτον, η δαιμονοποίησή τους δεν αντιστοιχεί στην εικόνα τους, και δεύτερον, ότι οι δυνάμεις της κοινωνίας που εναντιώνονται στα ρατσιστικά και φασιστικά φαινόμενα χρειάζεται να αναμετρηθούν με τα φαινόμενα αυτά στον δημόσιο χώρο, τόσο οργανωμένα, όσο και ατομικά, έχοντας δηλαδή αυτό που θα ονομάζαμε κουράγιο των πολιτών και καθημερινή ετοιμότητα.
Σημείωση
1. Bertolt Brecht, «Bemerkungen» στο "Der aufhaltsame Aufstieg des Arturo Ui", στο: Werke, τόμ. 24, σ. 316
Πηγή: Αυγή
Οι μεγάλοι πολιτικοί εγκληματίες προφανώς θα πρέπει να καταδεικνύονται, και κατά προτίμηση να γελοιοποιούνται. Άλλωστε, δεν πρόκειται για μεγάλους πολιτικούς εγκληματίες, αλλά γι’ αυτούς που ασκούν μεγάλα πολιτικά εγκλήματα, και αυτό είναι κάτι εντελώς διαφορετικό.
Αυτά τα λόγια ανήκουν στον Μπέρτολτ Μπρεχτ και συνοδεύουν το υλικό για το θεατρικό του έργο «Η αποτρέψιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι» (1941) [1]. Η ανάδυση του γκάνγκστερ Αρτούρο Ούι στον υπόκοσμο του Σικάγου όπου εγκαθιδρύει μια τάξη πραγμάτων στη βάση του κοινού εγκλήματος, είναι αλληγορική για την άνοδο του Χίτλερ και του Ναζισμού. Στο πρόσωπο του Ουι, ο Μπρεχτ αναπαριστά τη γελοιότητα ενός ανθρώπου που αποκτά εξουσία μέσω του εκφοβισμού, της διαφθοράς και της κερδοσκοπίας...
Ωστόσο, η κατάδειξη της γελοιότητάς του δεν μειώνει τη σημασία των πράξεών του, αλλά φέρνει στην επιφάνεια την κοινωνική ενδημικότητα των εγκλημάτων που στηρίζουν την εξουσία του ‑ πολύ περισσότερο καθώς η κατάφορη γελοιότητα του προσώπου αντιπαραβάλλεται στη σοβαρότητα των δρώμενων. Η άνοδος του γκάνγκστερ Ούι (τον οποίο στην αρχή κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά), ήταν αποτρέψιμη, εφόσον η τάξη πραγμάτων που επέβαλλε δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τη συνεργεία, τη σιωπή, τον φόβο, την αδυναμία, την κερδοσκοπία, όσων βρέθηκαν αντιμέτωποι, ή συμπορεύτηκαν μαζί του, εκμεταλλευόμενοι εν μέρει προς όφελός τους τις ευκαιρίες που προσέφερε η ανερχόμενη εξουσία.
Το περιρρέον περιβάλλον και οι προσφερόμενες ευκαιρίες είναι το ένα ζήτημα, ο χειρισμός τους είναι το άλλο. Υπάρχουν άπειρα ιστορικά παραδείγματα που δείχνουν ότι η έξαρση του φασισμού, όπως και του ρατσισμού, ευνοούνται σε περιόδους κρίσης. Αν μείνει, όμως, κανείς σε αυτή τη διαπίστωση κινδυνεύει να αναγάγει το φασιστικό φαινόμενο σε αναπότρεπτη απότοκη συνέπεια καταστάσεων κρίσης. Ωστόσο, ούτε το φασιστικό φαινόμενο έχει τις αιτίες του στην κρίση (όσο και αν αυτή το ευνοεί), ούτε η ίδια η κρίση και οι συνέπειές της υπήρξαν μοιραίες. Η διαχείριση της κρίσης είναι ζήτημα πολιτικών επιλογών που πλήττουν τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας, φτωχοποιούν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και βυθίζουν στην ανασφάλεια τμήματα της κοινωνίας που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαν την κατάστασή τους ασφαλή. Όμως, πάλι, η επισφάλεια και η φτωχοποίηση δεν είναι μονόδρομος που οδηγεί στην έξαρση του φασιστικού φαινομένου, αλλά μία οδός ανάμεσα σε άλλες, όπως θα ήταν, για παράδειγμα, η συσπείρωση ενάντια στις αιτίες (και τους υπαίτιους) της κρίσης. Η εξάπλωση του φασιστικού φαινομένου, η υποστήριξή του, αλλά και η αντίσταση σε αυτό, μάλλον σχετίζονται με το πολιτισμικό και πολιτικό κεφάλαιο μιας κοινωνίας και τον τρόπο που τα μέλη της το έχουν αφομοιώσει, αξιοποιήσει, ή διαρρήξει. Αν συμφωνήσει κανείς με αυτή τη διαπίστωση τότε θα φανεί ότι οι αιτίες της αυξημένης επιρροής της Χρυσής Αυγής είναι ενδημικές της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό φαντάζει ακόμα πιο τραγικό εάν το δει κανείς ως κωμωδία, λαμβάνοντας, δηλαδή υπόψη την τραγελαφική εικόνα που συνθέτει η άκρατη χυδαιολογία και ο πρωτόγονος λόγος, ακόμα και των ίδιων των κοινοβουλευτικών της εκπροσώπων. Όμως, αυτό δεν μειώνει το βάρος των πράξεών τους, και πολύ λιγότερο μειώνει την ευθύνη αυτών που συμπορεύονται μαζί τους, ή σιωπούν από φόβο.
Το φασιστικό φαινόμενο δεν έλκει τη δυναμική του από πολιτικά προγράμματα που αποσκοπούν στην πολιτική πειθώ, παρότι αυτά υπάρχουν. Κατά τυπικό τρόπο για τον λαϊκισμό στον οποίο στηρίζεται, καλλιεργεί την επιρροή του στο θυμικό, αξιοποιώντας όμως τους κλυδωνισμούς που ανατρέπουν, ή απειλούν να ανατρέψουν, τις συνήθεις ισορροπίες της κοινωνίας. Ποιος θα μπορούσε ν’ αγνοήσει ότι η Χρυσή Αυγή αύξησε την επιρροή τους σε μία κοινωνία που βιώνει τη βία με τη μορφή των θεσμικών πολιτικών οι οποίες «χαίρουν» μηδενικής εμπιστοσύνης (ας μην μιλήσουμε για εκτίμηση); Στην αδυναμία, ή ανικανότητα, των κρατικών θεσμών να ικανοποιήσουν το λαϊκό αίσθημα (έστω και με χειραγώγηση), η Χρυσή Αυγή αντιπαραβάλλει τη «λαϊκή δικαιοσύνη», μεταθέτοντας όμως το κέντρο βάρος της δυσαρέσκειας, από τα ζητήματα που την έχουν προκαλέσει, σε αυτά που η ίδια η φασιστική (κατ’ άλλους ναζιστική) οργάνωση έχει θέσει στην ατζέντα της. Εκμεταλλευόμενη τον θυμό που έχει προκαλέσει ο κυρίαρχος αυταρχισμός προβάλλει τη βία, όμως όχι για να ανατρέψει τον αυταρχισμό, αλλά για να εκτονώσει το θυμό και να τον κατευθύνει ενάντια στα πλέον ασθενέστερα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, όπως είναι οι μετανάστες, πρόσφυγες, οι Ρομά.
Παρότι η ελληνική κοινωνία δεν είχε ποτέ «λευκό μητρώο» στο ζήτημα του ρατσισμού, αυτό που συμβαίνει σήμερα δεν αφορά ρατσιστικές απόψεις σχετικά με την υποτιθέμενη απειλή που προέρχεται από τους μετανάστες, ούτε καν για βιαιοπραγίες που βγαίνουν στο φως μετά από καταγγελίες παθόντων, ή οργανισμών προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πρόκειται για οργανωμένο και συστηματικό λυντσάρισμα, για βία που επιτελείται επιδεικτικά στον δημόσιο χώρο και αποκτά τη μορφή θεάματος και διαπόμπευσης. Η απροκάλυπτη άσκηση της βίας στον δημόσιο χώρο συμβάλλει στην ομαλοποίησή της, ακόμα και αν δεν υποκινείται από τη Χρυσή Αυγή. Τι άλλο δηλώνει η περίπτωση του αρτοποιού εργοδότη ο οποίος κακοποίησε τον Αιγύπτιο εργάτη του και στη συνέχεια τον έδεσε σε δέντρο, αν όχι δημόσια διαπόμπευση;
Χωρίς να υπονοώ μία νομοτελειακή σχέση ανάμεσα στη «βία από τα πάνω» και «από τα κάτω», ωστόσο δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κανείς ότι οι εξελίξεις αυτές λαμβάνουν χώρα σε μία συγκυρία όπου η σχέση της βίας με το «πολιτικά ορθό» έχει μεταβληθεί και ότι η βία ως θέαμα δεν αποτελεί πρακτική αποκλειστικά παρακρατικών κινήσεων. Οι μεταβολές που υφίσταται το πεδίο του πολιτικά ορθού, σε σχέση με τη βία, το ρατσισμό και τη διαπόμπευση, μαρτυρούνται σήμερα τόσο σε διεθνές επίπεδο όσο και στην Ελλάδα. Π.χ., ο τρόπος που η Δύση ξεκαθάρισε πρόσφατα τους λογαριασμούς της (ή άφησε να ξεκαθαριστούν) με την περίπτωση του Καντάφι δηλώνει την πρόταξη του λιντσαρίσματος και της δημόσιας διαπόμπευσης αντί της λογοδοσίας σε διεθνή δικαστήρια. Ένα περισσότερο ήπιο (και ίσως γι’ αυτό πιο ενδεικτικό) παράδειγμα για τη μεταβολή του πολιτικά ορθού είναι η περίπτωση της Σουηδής υπουργού Πολιτισμού, η οποία, στο πλαίσιο των εορτασμών για την Παγκόσμια Ημέρα Τέχνης, καλείται να κόψει την τούρτα που έχει τη μορφή μιας αφρικανής γυναίκας κάνοντάς της συμβολική κλειτοριδεκτομή. (Παρά τις αντιδράσεις των συλλόγων εκπροσώπησης των μεταναστών, δεν υπήρξε καμία συνέπεια ούτε για την υπουργό, ούτε για τον εμπνευστή της τούρτας). Στην Ελλάδα, τώρα, τα παραδείγματα είναι περισσότερο γνωστά και συνήθη. Δείγμα διαπόμπευσης είναι, π.χ., η εκστρατεία των κρατικών αντιπροσώπων ενάντια στις ιερόδουλες που στιγματίστηκαν ως φορείς ασθενειών που φέρονται να απειλούν την (ηθικά και ιατρικά) υγιή ελληνική κοινωνία και οι θεαματικές δίκες τους. ας μην μιλήσουμε για τις «επιχειρήσεις σκούπα» που φέρουν το εντυπωσιακό όνομα «Ξένιος Ζεύς». Αλλά και στο επίπεδο της ρητορικής, σήμερα πρόκειται για έναν κρατικό ρατσισμό που δεν τηρεί κανένα πρόσχημα, επιδεικνύεται στο δημόσιο χώρο και μάλιστα χρησιμοποιεί πρωτόγονο και επιθετικό λόγο.
Εντέλει, η Χρυσή Αυγή επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή σε έναν χώρο, το δημόσιο, όπου ο πρωτόγονος ρατσιστικός λόγος και οι βίαιες ρατσιστικές πράξεις δεν αποτελούν δική της αποκλειστικότητα. Αυτό βέβαια δεν κάνει τις βιαιοπραγίες και τις εγκληματικές της ενέργειες λιγότερο σοβαρές, αλλά όμως ούτε και την εμφάνιση των εκπροσώπων της λιγότερο ευτράπελη. Δείχνει όμως ότι, πρώτον, η δαιμονοποίησή τους δεν αντιστοιχεί στην εικόνα τους, και δεύτερον, ότι οι δυνάμεις της κοινωνίας που εναντιώνονται στα ρατσιστικά και φασιστικά φαινόμενα χρειάζεται να αναμετρηθούν με τα φαινόμενα αυτά στον δημόσιο χώρο, τόσο οργανωμένα, όσο και ατομικά, έχοντας δηλαδή αυτό που θα ονομάζαμε κουράγιο των πολιτών και καθημερινή ετοιμότητα.
Σημείωση
1. Bertolt Brecht, «Bemerkungen» στο "Der aufhaltsame Aufstieg des Arturo Ui", στο: Werke, τόμ. 24, σ. 316
Πηγή: Αυγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου