Μία διακρατική ‘συμφωνία ή σύμβαση’ είναι, σύμφωνα με τον ορισμό της, ‘μια γραπτή ή προφορική σύμπτωση βουλήσεων (συμφωνία - agreement) μεταξύ περισσοτέρων κρατών με στόχο τη δημιουργία νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δεσμευτικών για τα μέρη που υπογράφουν».
Από την άλλη πλευρά ως ‘θαύμα’ χαρακτηρίζεται κάθε συμβάν που με τα καθιερωμένα, επιστημονικά αποδεκτά, κριτήρια θεωρείται "ανεξήγητο" και που αποτελεί ένα στατιστικά απίθανο αλλά θετικό γεγονός.
Ο λόγος που δημιουργήθηκε η ανάγκη για τη ‘συμφωνία’ της 27ης Νοεμβρίου για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης είναι ότι όλες οι προηγούμενες ‘συμφωνίες’ απέτυχαν γιατί επεδίωκαν το στατιστικά απίθανο και επιστημονικά ανεξήγητο. Έτσι έθεταν ως προϋπόθεση για την ευόδωση τους την επίτευξη από την Ελλάδα παγκόσμιων δημοσιονομικών και οικονομικών ρεκόρ που, προφανώς, μόνο με θαύμα θα μπορούσαν να επιτευχθούν (το θέμα έθιξα πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2010 σε συνέντευξη στο Mega και στη συνέχεια σε εκτενή αρθρογραφία, βλ. «το ελληνικό κυνήγι παγκόσμιου δημοσιονομικού ρεκόρ» 4 Μαΐου, 2010, συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Υπόθεση Ελληνική Κρίση» Εκδόσεις Λιβάνη).
Η έλλειψη ρεαλιστικών στόχων προκαλούσε μία γενικότερη δυσπιστία ως προς την ικανότητα της Ελλάδας να τους πετύχει και αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχή λήψη μέτρων υπερβολικής λιτότητας και την παντελή έλλειψη μέτρων ανάπτυξης, ενέτεινε το φαύλο κύκλο στον οποίο είχε μπει η χώρα με αποτέλεσμα από το πρώτο Μνημόνιο μέχρι τη ‘συμφωνία’ της 27ης Νοεμβρίου να έχει μεν μειωθεί θεαματικά το δημοσιονομικό της έλλειμμα αλλά και να έχει χαθεί περισσότερο από το 1/5 του ΑΕΠ της, να έχει καταρρεύσει η οικονομία της και τελικά να έχουν καταγραφεί μία σειρά όχι θετικών αλλά αρνητικών παγκόσμιων ρεκόρ.
Έχοντας, λοιπόν, ως όπλο την εμπειρία του παρελθόντος θα έλπιζε κανείς πως η όποια νέα ‘συμφωνία’ αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης θα απέφευγε το μοιραίο λάθος όλων των προηγούμενων, δηλαδή να στηριχτεί σε αμφισβητούμενες αν όχι εξωπραγματικές προσδοκίες.
Και όμως, με βάση τη (χθεσινή) συμφωνία’ της 27ης Νοεμβρίου προκειμένου το ελληνικό χρέος να βρεθεί το 2020 στο 124% του ΑΕΠ και το 2022 στο 115% του ΑΕΠ, δηλαδή υψηλότερα απ’ ότι σε όλη τη μοντέρνα ιστορία της χώρας πριν το 2010, η Ελλάδα θα πρέπει όχι μόνο να μειώσει το χρέος της κατά 50 δις ευρώ αλλά και να αυξήσει το ΑΕΠ της κατά 60 δις ευρώ, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη μεγαλύτερα του 4% για κάθε έτος από το 2014 και μετά.
Αυτό, όταν η ελληνική ύφεση στο 2012 θα είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο και το 2013 αναμένεται να κυμανθεί σε αντίστοιχα επίπεδα διεθνούς ρεκόρ.
Επειδή, ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί που να πιστεύουν στα θαύματα, οι διεθνείς εκθέσεις έχουν αρχίσει, ήδη, μόλις λίγες ώρες μετά τη νέα ‘συμφωνία’ να προβλέπουν την αποτυχία της νέας συμφωνίας κάνοντας λόγο, ουσιαστικά, για την ανάγκη ενός νέου Μνημονίου στο όχι μακρινό μέλλον. Και αυτή τη φορά ακόμη και η Τρόικα φαίνεται να έχει χάσει την πίστη της αφού συνέδεσε την εκταμίευση των όποιων δόσεων δοθούν στην Ελλάδα με την εφαρμογή των μέτρων και άφησε ανοιχτό το παράθυρο για νέες συμφωνίες στο μέλλον, όταν προφανώς, αποτύχει αυτή της 27ης Νοεμβρίου.
Έτσι στην επόμενη ημέρα άλλης μίας ‘λύσης’ στο ελληνικό πρόβλημα η σκληρή πραγματικότητα είναι πως μέχρι το τέλος του 2013 η Ελλάδα θα έχει χάσει περισσότερο από το 25% του ΑΕΠ της σε μόλις πέντε χρόνια, η επίσημη ανεργία θα πλησιάζει το 30% με αυτήν των νέων να κυμαίνεται κατά πάσα πιθανότητα πάνω από το 60% και η οικονομία και η κοινωνία θα βρίσκονται σε χειρότερη θέση από ποτέ.
Στο ερώτημα, επομένως, πώς είναι δυνατόν μία σειρά μέτρων που στο πρόσφατο παρελθόν επέφεραν μείωση του ΑΕΠ κατά 60, περίπου, δις ευρώ, να προκαλέσουν στο προσεχές μέλλον αύξηση του κατά 60 δις ευρώ, ιδιαίτερα εφόσον από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου η Ελλάδα όχι μόνο δεν ανέβηκε έστω μία θέση στο διεθνή δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCI) αλλά έπεσε περισσότερο από 25 θέσεις, η απάντηση φαίνεται να είναι μία: μόνο με θαύμα.
* Του Πάνου Παναγιώτου, Χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Από την άλλη πλευρά ως ‘θαύμα’ χαρακτηρίζεται κάθε συμβάν που με τα καθιερωμένα, επιστημονικά αποδεκτά, κριτήρια θεωρείται "ανεξήγητο" και που αποτελεί ένα στατιστικά απίθανο αλλά θετικό γεγονός.
Ο λόγος που δημιουργήθηκε η ανάγκη για τη ‘συμφωνία’ της 27ης Νοεμβρίου για την αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης είναι ότι όλες οι προηγούμενες ‘συμφωνίες’ απέτυχαν γιατί επεδίωκαν το στατιστικά απίθανο και επιστημονικά ανεξήγητο. Έτσι έθεταν ως προϋπόθεση για την ευόδωση τους την επίτευξη από την Ελλάδα παγκόσμιων δημοσιονομικών και οικονομικών ρεκόρ που, προφανώς, μόνο με θαύμα θα μπορούσαν να επιτευχθούν (το θέμα έθιξα πρώτη φορά τον Απρίλιο του 2010 σε συνέντευξη στο Mega και στη συνέχεια σε εκτενή αρθρογραφία, βλ. «το ελληνικό κυνήγι παγκόσμιου δημοσιονομικού ρεκόρ» 4 Μαΐου, 2010, συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Υπόθεση Ελληνική Κρίση» Εκδόσεις Λιβάνη).
Η έλλειψη ρεαλιστικών στόχων προκαλούσε μία γενικότερη δυσπιστία ως προς την ικανότητα της Ελλάδας να τους πετύχει και αυτό, σε συνδυασμό με τη συνεχή λήψη μέτρων υπερβολικής λιτότητας και την παντελή έλλειψη μέτρων ανάπτυξης, ενέτεινε το φαύλο κύκλο στον οποίο είχε μπει η χώρα με αποτέλεσμα από το πρώτο Μνημόνιο μέχρι τη ‘συμφωνία’ της 27ης Νοεμβρίου να έχει μεν μειωθεί θεαματικά το δημοσιονομικό της έλλειμμα αλλά και να έχει χαθεί περισσότερο από το 1/5 του ΑΕΠ της, να έχει καταρρεύσει η οικονομία της και τελικά να έχουν καταγραφεί μία σειρά όχι θετικών αλλά αρνητικών παγκόσμιων ρεκόρ.
Έχοντας, λοιπόν, ως όπλο την εμπειρία του παρελθόντος θα έλπιζε κανείς πως η όποια νέα ‘συμφωνία’ αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης θα απέφευγε το μοιραίο λάθος όλων των προηγούμενων, δηλαδή να στηριχτεί σε αμφισβητούμενες αν όχι εξωπραγματικές προσδοκίες.
Και όμως, με βάση τη (χθεσινή) συμφωνία’ της 27ης Νοεμβρίου προκειμένου το ελληνικό χρέος να βρεθεί το 2020 στο 124% του ΑΕΠ και το 2022 στο 115% του ΑΕΠ, δηλαδή υψηλότερα απ’ ότι σε όλη τη μοντέρνα ιστορία της χώρας πριν το 2010, η Ελλάδα θα πρέπει όχι μόνο να μειώσει το χρέος της κατά 50 δις ευρώ αλλά και να αυξήσει το ΑΕΠ της κατά 60 δις ευρώ, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα πρωτογενή πλεονάσματα και ανάπτυξη μεγαλύτερα του 4% για κάθε έτος από το 2014 και μετά.
Αυτό, όταν η ελληνική ύφεση στο 2012 θα είναι η μεγαλύτερη στον κόσμο και το 2013 αναμένεται να κυμανθεί σε αντίστοιχα επίπεδα διεθνούς ρεκόρ.
Επειδή, ωστόσο, δεν υπάρχουν πολλοί που να πιστεύουν στα θαύματα, οι διεθνείς εκθέσεις έχουν αρχίσει, ήδη, μόλις λίγες ώρες μετά τη νέα ‘συμφωνία’ να προβλέπουν την αποτυχία της νέας συμφωνίας κάνοντας λόγο, ουσιαστικά, για την ανάγκη ενός νέου Μνημονίου στο όχι μακρινό μέλλον. Και αυτή τη φορά ακόμη και η Τρόικα φαίνεται να έχει χάσει την πίστη της αφού συνέδεσε την εκταμίευση των όποιων δόσεων δοθούν στην Ελλάδα με την εφαρμογή των μέτρων και άφησε ανοιχτό το παράθυρο για νέες συμφωνίες στο μέλλον, όταν προφανώς, αποτύχει αυτή της 27ης Νοεμβρίου.
Έτσι στην επόμενη ημέρα άλλης μίας ‘λύσης’ στο ελληνικό πρόβλημα η σκληρή πραγματικότητα είναι πως μέχρι το τέλος του 2013 η Ελλάδα θα έχει χάσει περισσότερο από το 25% του ΑΕΠ της σε μόλις πέντε χρόνια, η επίσημη ανεργία θα πλησιάζει το 30% με αυτήν των νέων να κυμαίνεται κατά πάσα πιθανότητα πάνω από το 60% και η οικονομία και η κοινωνία θα βρίσκονται σε χειρότερη θέση από ποτέ.
Στο ερώτημα, επομένως, πώς είναι δυνατόν μία σειρά μέτρων που στο πρόσφατο παρελθόν επέφεραν μείωση του ΑΕΠ κατά 60, περίπου, δις ευρώ, να προκαλέσουν στο προσεχές μέλλον αύξηση του κατά 60 δις ευρώ, ιδιαίτερα εφόσον από την υπογραφή του πρώτου Μνημονίου η Ελλάδα όχι μόνο δεν ανέβηκε έστω μία θέση στο διεθνή δείκτη ανταγωνιστικότητας (GCI) αλλά έπεσε περισσότερο από 25 θέσεις, η απάντηση φαίνεται να είναι μία: μόνο με θαύμα.
* Του Πάνου Παναγιώτου, Χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου