Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Ο Βάρναλης, ο Καστοριάδης και το αισιόδοξο 2012

Θέμης Τζήμας
Το 1941, μέσα στην κατεχόμενη Ελλάδα ο Κώστας Βάρναλης εξέδωσε μια σειρά χρονογραφημάτων στην εφημερίδα “Πρωία”.[1] Το πρώτο, με τίτλο “Αγεφύρωτο χάσμα” επέκρινε δριμύτατα εκείνους τους διανοουμένους που “δε λογαριάσανε το λαό ούτε ως ακροατή” όπως χαρακτηριστικά έγραψε, αρνούμενοι να στερεώσουν “τις ζωντανές και γόνιμες δυνάμεις του έθνους του [του πνευματικού και ψυχικού οδηγού] και αφετέρου να του ξεριζώσει όσες στείρες πλάνες έχει”.
Σε ένα επόμενο χρονογράφημά του με τον τίτλο “Παιδικισμός ή το Παραμύθι της Άσπρης Αρκούδας” χτύπησε τα συνθήματα της φυγής που διακήρυτταν “οι κατώτεροι των περιστάσεων πνευματικοί ηγέτες, που με τη λιποψυχία τους και την ανεπάρκειά τους αυξάνουν τη σύγχυση και τον πανικό”. Αναφερόταν στη φυγή στο “Εγώ”, την εγκατάλειψη της κοινότητας προς όφελος της ατομικής σωτηρίας και στη φυγή “προς τα καλά περασμένα”, στην παρελθοντοπληξία.
Με ένα τρίτο του χρονογράφημα “Χαλδαίοι και Μαθηματικοί” μίλησε για ένα ακόμα είδος φυγής, “τη στροφή στη μαγεία, δηλαδή στον πρωτόγονο προλογικισμόν”. Την εναπόθεση των ελπίδων στο θαύμα.

Σημείωνε μάλιστα κάτι ακόμα σημαντικότερο: ότι αυτές οι τάσεις φυγής αναφύονται σε περιόδους “αργού ξεπεσμού ή απότομων τρανταγμάτων”.
Η επικαιρότητα των χρονογραφημάτων του είναι παραπάνω από προφανής, τόσο σε σχέση με τη συγκυρία που βιώνουμε όσο και σε σχέση με την εκδήλωση τάσεων φυγής προς τις ίδιες ακριβώς κατευθύνσεις.
Θα μπορούσαμε ωστόσο να προσθέσουμε άλλο ένα είδος φυγής, που βιώνουμε κατ’ εξοχήν στις μέρες μας, επιπλέον αυτών που ο Βάρναλης περιέγραψε: τη φυγή προς την “ασφάλεια του ορθοδόξου ιερατείου”. Ο λαός καλείται από την ξεπεσμένη “διανόηση” να αποδεχθεί ότι αποτελεί ένα άθροισμα αδαών, που πρέπει να εμπιστευθούν τη μοίρα τους στους “ειδήμονες”, στους “κατέχοντες τη γνώση και την πληροφόρηση”. Σε εκείνους που όπως τα ιερατεία παλαιότερα κατέχουν το μονόδρομο προς τη σωτηρία. Όσοι λοιπόν εμπιστευθούν το ιερατείο των ειδημόνων θα σωθούν. Οι άλλοι, οι αιρετικοί, είναι επικίνδυνοι και ωθούν τους εαυτούς τους και όσους τους ακολουθήσουν στην καταστροφή. Ακόμα και όταν ο μονόδρομος του “ιερατείου” αποτυγχάνει δε φταίει αυτό αλλά η ανυπακοή του λαού ή κάποιων ενδιάμεσων, μεταξύ λαού και ιερατείου, διεκπεραιωτών.
Είναι και αυτή μια επικίνδυνη τάση φυγής: φυγή από την υποχρέωση του λαού να αποτελεί το διαρκές υποκείμενο της πολιτικής ζωής, στο πλαίσιο του δημοκρατικού, δημοσίου χώρου και εν τέλει από την ίδια την έννοια του λαού και του πολίτη. Φυγή προς τον ιδιωτικό, περίκλειστο και άρα αντιδημοκρατικό πολιτικό χώρο, φυγή προς την κατάσταση του υπηκόου. Φυγή προς προ- νεωτερικές και αντιδραστικές μορφές πολιτικής θέσμισης, όταν η γνώση αποτελούσε προνόμιο μιας κάστας, που τη διακρατούσε εγωιστικά ως προϋπόθεση αναπαραγωγής της κυριαρχίας της, εις βάρος των υπηκόων της, με το πρόσχημα ότι οποιαδήποτε άλλη πολιτική θέσμιση θα οδηγούσε σε κάποιο είδος καταστροφής.
Σε αυτή τη φυγή ωθεί σήμερα το λαό μας η ντόπια ολιγαρχία και οι ξένοι πάτρωνές της.[2] Μέσα από το σύμπλεγμα της ενοχής και της υποταγής προσπαθούν να μας πείσουν ότι ο μόνος δρόμος είναι η στρατηγική που ήδη επιβάλλουν. Κάθε άλλη στρατηγική στιγματίζεται ως ανεφάρμοστη, “θεωρητική”, καταστροφική ή και προδοτική, καθώς δεν προέρχεται από το “ιερατείο” αλλά από αδαείς, από δυνάμεις του ίδιου του λαού.
Ο Κορνήλιος Καστοριάδης αναλύει έξοχα τη ρήξη που η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία επέφερε με αντιλήψεις τύπου ιερατείου. Ορίζει την πολιτική ως τη “συλλογική δραστηριότητα που προσπαθεί να σκεφτεί η ίδια τον εαυτό της και έχει ως αντικείμενο όχι τη μία ή την άλλη επιμέρους διάταξη, αλλά τη θέσμιση της κοινωνίας καθαυτής”.[3] Ένας ορισμός που εμφανίζεται όπως ο ίδιος υποστηρίζει στην αρχαία Ελλάδα.
Η κατεξοχήν πολιτική, πολύ περισσότερο η δημοκρατική πολιτική λειτουργία έγκειται στην αυτοθέσμιση της κοινότητας. Εκεί συνίσταται η ουσία του λαού και η διαφοροποίηση μεταξύ πολίτη και υπηκόου: o λαός όπως και ο κάθε πολίτης είναι οπλισμένος με την αυτοπεποίθηση ότι αυτός αποτελεί το θεμέλιο της κοινότητας και το υποκείμενο της πολιτικής. Δεν παραγνωρίζει τις ειδικότερες γνώσεις που απαιτούνται για μια σειρά ζητημάυων, ωστόσο δεν αποδέχεται ένα υπερκείμενο, εξ ορισμού εγωιστικό και εσωστρεφές, ιερατείο, που του στερεί τη δυνατότητα να αποφασίζει αποκρύπτοντας από το λαό τη γνώση ή εμφανίζοντάς την κατατμημμένη. Οι κατέχοντες ειδικότερες γνώσεις είναι εκτελεστικά όργανα της βούλησης του λαού, του δήμου, όχι διατάκτες του. Ο δήμος δεν είναι αλάνθαστος, κάθε άλλο. Κάνει λάθη και συχνά τραγικά. Ωστόσο ακόμα και το λάθος είναι δικαίωμά του που δεν πρέπει να οδηγεί στην απαλλοτρίωση του δημοσίου, δημοκρατικού χώρου προς όφελος μιας αυταρχικής θέσμισης που ιδιωτικοποιεί το δημόσιο χώρο.
Θα πει κανείς βεβαίως ότι καλά όλα αυτά αλλά τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά: δε ζούμε ούτε στο 1941, ούτε στην αρχαία Αθήνα. Έχουν απόλυτο δίκιο, δε ζούμε ούτε υπό τη ναζιστική κατοχή, ούτε στο χρυσό αιώνα του Περικλή. Ζούμε μία παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που επιτείνεται από τη μη βιώσιμη αρχιτεκτονική του ευρώ και από τις χρόνιες ασυμμετρίες και ανεπάρκειες του ελληνικού καπιταλισμού. Κάθε ταύτιση διαφορετικών ιστορικών περιόδων είναι ακριβώς το ένα από τα είδη φυγής που περιέγραψε ο Βάρναλης.
Ωστόσο, θεωρήσεις διανοητών και η οικουμενική πνευματική κληρονομιά της αρχαίας Αθηναϊκής δημοκρατίας είναι διαχρονικές, είτε κανείς επιλέγει να τις αποδομήσει, είτε να τις προσαρμόσει στο παρόν και να τις μετασχηματίσει.
Σήμερα λοιπόν, βρισκόμαστε ενώπιον ενός επώδυνου έως δραματικού 2012, για λόγους που είναι λίγο πολύ γνωστοί και διαρκώς διευρύνονται, με την προσθήκη νέων εστιών διακινδύνευσης τόσο για τη χώρα, όσο και για τη διεθνή κοινότητα.
Ωστόσο αν πιάσουμε το μίτο των θεωρήσεων στις οποίες αναφερθήκαμε παραπάνω και περνώντας από τη γνωστή ρήση “μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση” μπορούμε να εντοπίσουμε τη δυνατότητα μιας εναλλακτικής, αισιόδοξης προοπτικής.
Η αισιοδοξία αυτή βεβαίως δεν μπορεί να είναι αφελής, βολονταριστική και επιφανειακή. Τα πράγματα δε θα γίνουν καλύτερα από μόνα τους, ούτε χωρίς εμβριθή ανάλυση της εσωτερικής και διεθνούς συγκυρίας.
Η αισιοδοξία δεν μπορεί επίσης να είναι ανορθολογική. Δεν υπάρχει θεός των Ελλήνων, θαύμα των Χριστουγέννων- επί το αμερικανικότερο- ούτεείμαστε ο περιούσιος λαός που χάρη στο DNA μας ή τον “ελληνικό ήλιο” θα ξεπεράσουμε την κρίση.
Τέλος η αισιοδοξία δεν μπορεί να πηγάζει από μια μηδενιστική ανάγνωση που επιδιώκει την κρίση για την κρίση και το χάος για το χάος, ως λυτρωτικές και καθαρτήριες διαδικασίες.
Η αισιόδοξη οπτική για το 2012 μπορεί και πρέπει να βασιστεί σε εφτά αρχές: στον αναστοχασμό, στον ορθολογισμό, στην αυτοπεποίθηση, στη συλλογικότητα, στην αλληλεγγύη, στην αγωνιστικότητα και στη νέα αυτοθέσμιση του λαού μας.
Ο αναστοχασμός αφορά τις αιτίες εξαιτίας των οποίων βρισκόμαστε στη δίνη της παρούσας κρίσης και τη φύση της κρίσης που βιώνουμε. Δεν είμαστε ως Έλληνες θύματα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας, ούτε μιας πισώπλατης μαχαιριάς, μια προδοσίας δηλαδή σκοτεινών κύκλων. Δεν είμαστε περιούσιος και ανάδελφος λαός, ούτε οι διεφθαρμένοι και απόβλητοι της διεθνούς κοινότητας.
Είμαστε ένας εκ των αδυνάμων κρίκων εντός της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής καπιταλιστικής κρίσης- προκληθείσας εξαιτίας της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής που υφιστάμεθα και στην Ελλάδα. Είμαστε αδύναμος κρίκος πρώτα και κύρια εξαιτίας της θέσης του ελληνικού κεφαλαίου στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, του στρατηγικού προσανατολισμού της ολιγαρχίας και των παραγωγικών σχέσεων που πνίγουν τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας. Σε αυτές τις πρωτογενείς αιτίες επενεργούν και μια σειρά ακόμα αιτιών, που έχουν να κάνουν με συγκεκριμένα συμφέροντα που κερδοσκοπούν εν μέσω κρίσης, όπως κάνουν σε κάθε καπιταλιστική κρίση, με πτυχές του αξιακού πλαισίου που δομήσαμε ως κοινωνία, με τις ασυμμετρίες του ελληνικού δημοσίου, με πολιτικά στελέχη αναξιόπιστα, αλλοτριωμένα και ανίκανα, με προκαταλήψεις, εθνικισμούς, στερεότυπα και φυσικά με γεωπολιτικά συμφέροντα και διεργασίες. Πρέπει ωσόσο πάντα να διακρίνουμε τις πρωτογενείς από τις δευτερεύουσες αιτίες και να εμβαθύνουμε στη φύση των όσων βιώνουμε, κόντρα στις εύκολες απαντήσεις που τα κατεστημένα ΜΜΕ, προσφέρουν προς όφελος των ιδιοκτητών τους και εκείνων που τα συμφέροντά τους εξυπηρετούν.
Ο ορθολογισμός αφορά το πως θα βγούμε από την κρίση. Δεν υπάρχουν καλοκάγαθες ξένες δυνάμεις έτοιμες να μας χαρίσουν τα χρήματα που χρειαζόμαστε επειδή οι πρόγονοί μας έχτισαν τον Παρθενώνα ή επειδή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντισταθήκαμε στο ναζισμό. Δε θα υπάρξει θεία παρέμβαση υπέρ της Ελλάδας, ούτε καθόμαστε σε τόνους πετροδολλαρίων που με ένα ok της πολιτικής ηγεσίας θα εξορυχθούν και θα μας σώσουν.
Επίσης όμως δεν υπήρξε ποτέ στρατηγική εξόδου από μια καπιταλιστική κρίση που να είναι ταυτόσημη με τη στρατηγική που προκάλεσε την κρίση. Δε σώζεται επίσης μια χώρα όταν καταστρέφονται οι άνθρωποί της, ο λαός, εξαιτίας της φτώχειας, της απαξίωσης του εργατικού δυναμικού, της επίτασης της δημογραφικής κρίσης, της απελπισίας και της κατάθλιψης στην οποία βυθίζεται.
Ο ορθολογισμός μας οδηγεί να απορρίψουμε τη στρατηγική που αποδεδειγμένα εντείνει την κρίση, αντί να την υπομένουμε επειδή μας απειλούν ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα αν αποπειραθούμε να σπάσουμε το φαύλο κύκλο της κρίσης. Ο ορθολογισμός αντιστρατεύεται θεωρίες συνωμοσιών, φυλετικής ανωτερότητας ή κατωτερότητας. Ο ορθολογισμός απαιτεί να επξεργαστούμε εναλλακτική, βιώσιμη, δημοκρατική, προοδευτική και σοσιαλιστική στρατηγική εξόδου από την κρίση, που θα αρθρώνεται σε βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες πολιτικές.
Η αυτοπεποίθηση χτίζεται στις παραπάνω βάσεις. Στον αναστοχασμό και στον ορθολογισμό. Έχει να κάνει με την πεποίθηση του λαού μας ότι δεν είναι δέσμιος μιας ορισμένης μοίρας. Βεβαίως και έχουμε μπροστά μας τεράστιες δυσκολίες σε συλλογικό και ατομικό επίπεδο. Είναι βέβαιο επιπλέον ότι η φτώχεια και η ανεργία χτυπούν τον κάθε έναν εξατομικευμένα, διαλύουν τον κοινωνικό ιστό και βυθίζουν ανθρώπους στη δυστυχία. Η αυτοπεποίθηση είναι η αναγκαία άμυνα ακριβώς σε αυτές τις καταστάσεις. Όχι ως μια άσκηση αφελούς φυγής από την πραγματικότητα. Αλλά ως αναγκαιότητα προκειμένου να μη συντριβούν εκτεταμένα στρώματα του πληθυσμού εντός της κρίσης και εξαιτίας αυτής.
Η συλλογικότητα συνιστά το χώρο εντός του οποίου όλες οι παραπάνω αρχές μπορούν να αποκτήσουν υπόσταση και υλικό, πρακτικό αντίκτυπο. Η φυγή προς το εγώ, προς την κατάτμηση της κοινότητας εγγυάται με βεβαιότητα την αδυναμία επιβίωσης της συντριπτικής πλειοψηφίας. Η συλλογικότητα πρωτογενώς δεν προτάσσεται λόγω της ηθικής της ανωτερότητας αλλά διότι αποτελεί τον ευχερέστερο τρόπο επιβίωσης και βελτίωσης της διαβίωσης των περισσοτέρων, της συντριπτικής πλειοψηφίας. Είναι αλήθεια ότι εδώ και πολλά χρόνια έχουμε εθιστεί σε έναν “ελληναράδικο” ατομοκεντρισμό, που έντεχνα τροφοδοτούνταν “από πάνω”. Σε αυτή την καρικατούρα καταφερτζή εδραιώθηκε το αίσθημα συνενοχής στα μεσαία και κατώτερα κοινωνικά στρώματα, την ώρα που εξελίσσεται το πάρτυ των “από πάνω”, όπως και η τακτική του κοινωνικού αυτοματισμού. Χάρη στην κατάτμηση της συλλογικότητας επιβάλλεται και σήμερα η στρατηγική του νεοφιλελευθερισμού. Η δόμηση της συλλογικότητας δεν είναι μια ουδέτερη ή αυτονόητη διαδικασία αλλά μια βαθύτατα πολιτική και επίπονη διεργασία, που περνάει μέσα από την πολιτική σύγκρουση και σύνθεση, μέσα από ρήγματα που θα αναδείξουν το νέο ηγεμονικό μπλοκ δυνάμεων, τη νέα πρωτοπορία.
Η αλληλεγγύη είναι το αποτέλεσμα της συλλογικότητας και το όπλο του λαού. Με πρωτεργάτες το εργατικό κίνημα και τις προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις πρέπει να ξεδιπλωθεί ένα μεγάλο μέτωπο αλληλεγγύης και όχι φιλανθρωπίας. Ένα μέτωπο που θα δημιουργήσει κοινωνικές δομές υποστήριξης των βαρύτερα πληττομένων κοινωνικών τάξεων και ομάδων και που θα είναι παρόν όχι μόνο για να καλύψει βραχυπρόθεσμα τις ανάγκες που γεννώνται αλλά και μακροπρόθεσμα. Ένα μέτωπο ενάντια στο νέο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιθώριο που διαρκώς διευρύνεται και καταπίνει ολοένα περισσοτέρους από εμάς. Ένα μέτωπο που θα φωτίσει τις ολοένα περισσότερες “σκιώδεις” γωνιές της κοινωνίας μας όπου ο πολίτης συντρίβεται και ηττάται.
Η αγωνιστικότητα θα ξεδιπλωθεί στη βάση όλων των προηγουμένων. Ένας λαός που έχει αναστοχαστεί ορθολογικά πάνω στην κατάστασή του, που με αυτοπεποίθηση έχει δομήσει πολιτική συλλογικότητα και μέτωπο αλληλέγγυης μπορεί να δώσει επιτυχημένους αγώνες. Όχι αγώνες αμυντικούς μόνο αλλά και επιθετικούς, με διεθνή απήχηση και προοπτική πραγματικής και βιώσιμης εξόδου από την κρίση. Οι αγώνες δεν αρκεί να είναι ηρωικοί και έντιμοι. Δε διεξάγονται για συλλογική ή ατομική εκτόνωση. Πρέπει να δίδονται στο πλαίσιο ενός προοδευτικού σχεδίου, ως αναγκαίο μέσο προκειμένου να σπάσει ο φαύλος κύκλος της κρίσης. Οι αγώνες πρέπει να είναι διαρκείς, επιθετικοί, συνεπείς και νικηφόροι. Και μπορούν να είναι αν πατάνε σε στέρεες βάσεις.
Η νέα αυτοθέσμιση μπορεί τέλος να έλθει ως επιστέγασμα όλων των παραπάνω. Η κρίση δείχνει αφτιασίδωτες τις χρόνιες ανεπάρκειες και αδυναμίες, τη στρατηγική που απέτυχε και τις πολιτικές σε όλα τα επίπεδα που δεν είναι βιώσιμες. Ως κρίση δομική και ιστορικών διαστάσεων καταδεικνύει και τα όρια της μεχρι σήμερα συλλογικής θέσμισής μας. Χρειαζόμαστε διαφορετικές παραγωγικές σχέσεις που θα απελευθερώνουν τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου, δίδουσες έμφαση στην κοινωνική ιδιοκτησία και διεύθυνση, στο νέο καταμερισμό εργασίας, στη βιώσιμη ανάπτυξη με διαρκή και γενναία αναδιανομή του πλούτου.Χρειαζόμαστε ένα πιο δημοκρατικό σύστημα που θα εμβαθύνει την πολιτική, οικονομική και κοινωνική δημοκρατία, προωθώντας την άμεση δημοκρατία. Χρειαζόμαστε μια ισχυρή αίσθηση του συνανήκειν που να μεταφράζεται σε καθημερινή πράξη και να αποτυπώνεται θεσμικά. Μια πολύπλευρη και γενναία, όχι φοβική, αντίληψη για την ταυτότητά μας, για το ποιοι είμαστε και που πάμε, ποιος είναι ο ρόλος μας στο διεθνές περιβάλλον.
Θα πει κανείς: ωραία όλα αυτά αλλά είναι απλά θεωρίες. Όντως, είναι μόνο θεωρίες. Όμως η θεωρία κατευθύνει την πράξη. Η αντιστροφή, το να προηγείται η πράξη και να έπεται η θεωρία οδηγεί είτε στον τυχοδιωκτισμό, είτε στην υποταγή στο κατεστημένο ιδεολογικό και θεωρητικό σχήμα. Γι’ αυτό άλλωστε οι υπερασπιστές της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής ζητούν απλά ιδέες και προτάσεις. Γιατί ξέρουν ότι οι επιμέρους “καλές” προτάσεις εύκολα ενσωματώνονται ή και ακυρώνονται. Η άλλη θεωρητική σύλληψη όμως για το τι δέον γεννέσθαι, που αποτυπώνεται στην πράξη, η θεωρία που βρίσκεται σε μια διαλεκτική σχέση με την πράξη αποτελεί δύσκολο αντίπαλο.
Έχουμε λοιπόν δύο βασικούς δρόμους να διαλέξουμε: αυτόν των διαφορετικών μορφών φυγής και αυτόν της πάλης μέσα στην πραγματικότητα, για την αλλαγή της πραγματικότητας, προκειμένου εμείς οι ίδιοι στο δημοκρατικό, δημόσιο χώρο να αποφασίσουμε πως θα δομήσουμε, πως θα θεσμίσουμε το παρόν και το μελλόν μας. Τον πρώτο δρόμο τον δοκιμάσαμε και τον δοκιμάζουμε ακόμα. Οδηγεί στην καταστροφή. Ο δεύτερος μολονότι δύσβατος και επώδυνος εσωκλείει την αισιοδοξία που προκύπτει από την απόφαση να κάνουμε κάτι άξιο λόγου και μοναδικό:
Να βρεθούμε από το επίκεντρο της κρίσης, στην πρωτοπορία της λύσης, με μια στρατηγική διαφορετική, στον αντίποδα εκείνης που το “ορθόδοξο ιερατείο” μας επιβάλλει.
Καλή χρονιά…
1. Τ. Βουρνάς, Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, Τόμος Γ, στις σελ. 213- 216, (Εκδόσεις Παττάκη, 2004)
2. Ναι, μπορεί η ορολογία αυτή να φαντάζει σε κάποιους “ξύλινη”. Ωστόσο περιγράφει περιεκτικά το μπλοκ δυνάμεων που συναποτελούν το παρασιτικό κεφάλαιο, άλλα τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα, η πολιτική ελίτ, η υποταγμένη και μικροαστική “διανόηση” της χώρας το ευρωπαϊκό διευθυντήριο, τμήματα του διεθνούς κεφαλαίου και συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις που προωθούν συστηματικά εδώ και δεκαετίες τη φιλελεύθερη στρατηγική και τις δημοκρατικές αφαιρέσεις.
3.Κ. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β’, Η πόλις και οι νόμοι, Σεμινάρια 1983- 1984, στη σελ. 222, ( Εκδόσεις Κριτική, 2008)

Δεν υπάρχουν σχόλια: