Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

Αυτή την ηγεμονία ποιος θα την πάρει;
Οταν ακούμε να συζητούν για αναβολή των εκλογών πέρα από τις 19 Φεβρουαρίου, ο νους μας πάει συνήθως στα αβαθή πολιτικά παιχνίδια. Στην πραγματικότητα, το ζήτημα που εγείρεται σχετίζεται με την κρίση ιδεολογικής ηγεμονίας των κυρίαρχων τάξεων.
 Είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη η παρέμβαση του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας, Κ. Στεφανόπουλου, που οπωσδήποτε δεν απηχεί τα μικροσυμφέροντα της μιας ή της άλλης κομματικής ιδιοτέλειας.  Από τη θέση του αυτή αποφαίνεται ότι, λόγω των «δεινών περιστάσεων υπό τις οποίες διαβιούμε», «οι εκλογές θα βλάψουν τα συμφέροντα της χώρας». Αυτό που χρειάζεται «δεν είναι εκλογές, αλλά μια κυβέρνηση με ικανότητες και γνώση, που θα εργαστεί για να βγάλει τη χώρα από τους κινδύνους που διατρέχει». Επιπλέον, «θα χρειαστεί να αναγνωριστούν [στον κ. Παπαδήμο] αυτονόητα δικαιώματα κάθε προέδρου κυβερνήσεως να διορίζει και να παύει τους υπουργούς».
 Την εξήγηση γι’ αυτή την εμμονή θα τη βρούμε στις πολλαπλές αναφορές στον «έκτακτο» χαρακτήρα των περιστάσεων. Παρά τα επιφαινόμενα, οι έκτακτες αυτές συνθήκες συνίστανται στην επιμονή των λαϊκών τάξεων να μην πείθονται πια από τον κυρίαρχο λόγο. Και το ζητούμενο είναι πώς θα επιλυθούν τα κρίσιμα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, χωρίς να παρεμβληθεί οποιαδήποτε έκφραση της -αβέβαιης -λαϊκής θέλησης.
 
Λαϊκή κυριαρχία
υπό αναστολή

Βρισκόμαστε μπροστά σε μια τυπική κήρυξη «προσωρινής» αναστολής της ισχύος βασικών στοιχείων της λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Η θριαμβεύσασα κοινοβουλευτική δημοκρατία, που μέχρι πριν από λίγα μόλις χρόνια αυτοανακηρυσσόταν «τέλος της ιστορίας», αναγκάζεται στην πρώτη κρίση να αναγνωρίσει τη σχετικότητά της και να καταφύγει σε λύσεις που θέτουν υπό αναστολή πλευρές της λαϊκής κυριαρχίας, ομολογώντας ένα φόβο λαού.
Πρόκειται για μια ήττα του (νεο)φιλελευθερισμού, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να σηματοδοτεί την έναρξη μιας σημαντικής κάμψης της κυριαρχίας του επί τρεις δεκαετίες. Δεν μπορεί πια να ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί ένα σύστημα πολιτικής διακυβέρνησης, που εδράζεται στην ανεμπόδιστη έκφραση της λαϊκής θέλησης. Ο λαός δεν είναι σε θέση να κρίνει ποια κυβέρνηση θα τον κυβερνά, πολύ περισσότερο δεν του επιτρέπεται να έχει λόγο για κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη ζωή του για τις επόμενες δεκαετίες.
Και όχι μόνο στη μικρή Ελλάδα. Δείτε τον πανικό των ευρωπαϊκών ηγεσιών μπροστά στο ενδεχόμενο να κληθούν κατά οποιοδήποτε τρόπο να αποφανθούν οι λαοί της Ευρώπης για το μέλλον της, για το δικό τους μέλλον. Δείτε το φόβο τους μήπως και λειτουργήσει η πιο αθώα αρχή του κοινοβουλευτισμού, η ύπαρξη αντιπολίτευσης και τη βιάση τους είτε να αποσπάσουν την συνυπογραφή της εκβιαστικά, είτε να την υπερβούν με κυβερνήσεις «τεχνοκρατών». Δείτε τον τρόμο τους μήπως συγκροτηθούν μορφές ευρωπαϊκής λαϊκής κυριαρχίας, που θ’ αφαιρέσουν μέρος της αυθαιρεσίας του διακυβερνητικού ολιγαρχισμού.

Η άρνηση
της δημοκρατίας...

Έχουμε ξαναζήσει,και στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, περιόδους αναστολής ή και πλήρους καταστολής της δημοκρατίας. Παρ’ όλες τις διαφορές τους, έχουν ένα κοινό στοιχείο, την αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να ηγεμονεύσουν ιδεολογικά προβάλλοντας τις αξίες της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Στη θέση τους επιστρέφει η προδημοκρατική ιδέα της ολιγαρχικής επιβολής.
Μπορεί να μη βιώνουμε σήμερα τις πιο ακραίες και σκληρές μορφές αυτής της επιβολής, τουλάχιστον ακόμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στο ιδεολογικό πεδίο δεν τίθεται ήδη ζήτημα ηγεμονίας. Ωστόσο, οποιαδήποτε απώλεια από την πλευρά των δυνάμεων του αστισμού δεν σημαίνει αυτονόητη και αυτόματη ανάκτηση του χαμένου εδάφους από τις αντίπαλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

 ...και η άρνηση
της άρνησης

Ας μη μας ξεγελά ο προπαγανδιστικός λόγος των καθεστωτικών γραφίδων -«στην Ελλάδα αυτή τη φορά η Αριστερά δεν θα χρειαστεί να πάρει τα όπλα, έχοντας αλώσει το δημοκρατικό σύστημα με την ιδεολογική υπεροχή που της παραχώρησε ηλιθίως η Δεξιά, το μόνο που χρειάζεται είναι να παίρνει τις ψήφους των αδαών» (Στεφ. Κασιμάτης, «Καθημερινή», 11/12)- γιατί, παρά τον υπαρκτό κίνδυνο που επισημαίνει, κυρίως εκφράζει την απέχθεια προς το δικαίωμα των «αδαών» να αποφασίζουν για την τύχη τους.
Ο φόβος της ηγεμονίας των ιδεών της αριστεράς εμπλέκεται με το φόβο του λαού. Και αυτή η ομολογία ενισχύει ακόμα περισσότερο τη θέση των ιδεών της αριστεράς, με την προϋπόθεση ότι μπορεί να αναλάβει αυτή το βάρος και την ευθύνη να υποστηρίξει και να καλλιεργήσει την ιδέα της υπεροχής της περισσότερης, βαθύτερης και πιο άμεσης δημοκρατίας έναντι των αρνητών της.

Από τα economics
στην πολιτική οικονομία

Οι απώλειες της ιδεολογικής ηγεμονίας σ’ αυτό τον τομέα σχετίζονται άμεσα με τις ακόμα μεγαλύτερες απώλειες στον τομέα της οικονομικής θεωρίας και πολιτικής. Οι συνέπειες της κρίσης και της πολιτικής που εφαρμόζεται δήθεν για το ξεπέρασμά της, αποκάλυψαν το αβάσιμο του άλλου πόλου του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, κατέρριψαν το ταμπού της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς, που εξασφαλίζει εξ ορισμού τη μέγιστη ικανοποίηση των ατομικών αναγκών.
Αυτό που βιώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι και μεγάλο μέρος των μεσαίων στρωμάτων σ’ όλη την Ευρώπη, διαψεύδει το δόγμα. Εμπεδώνει την πεποίθηση ότι πηγή της κακοδαιμονίας λαών και κρατών είναι η παράδοση στην κυριαρχία των «αγορών». Η ίδια η κρίση, η έκταση και το βάθος της, η διάρκειά της οφείλονται στη θρησκευτική πίστη στην «αυτορρύθμιση» των αγορών.
Σήμερα, οι υποστηρικτές του νεοφιλελεύθερου δόγματος κρύβονται ή εμφανίζονται εξαιρετικά αμυντικοί. Ακόμη και συντηρητικοί πολιτικοί, όπως ο κ. Σαμαράς, αναγκάζονται, έστω και προσωρινά, να απαρνηθούν τη μνημονιακή λογική, προκειμένου, κατά δική του ομολογία, να μην αφήσει το πεδίο αυτό ελεύθερο στην αριστερά.
Ένας, συντηρητικός επίσης, διανοούμενος, ο Χρ. Γιανναράς, διαπιστώνει ότι «η αυτονόμηση της οικονομίας από την πραγματικότητα των αναγκών κοινωνίας της χρείας, η αυτονόμηση και της πολιτικής από το κοινωνικό γεγονός, αφήνουν ακάλυπτες τις θεμελιώδεις ανθρώπινες ανάγκες, που γέννησαν τόσο την οικονομία όσο και την πολιτική. Την ιστορία την κινούν οι κοινές ανάγκες, όχι τα κερδοσκοπικά βίτσια» («Καθημερινή», 11/12).
Ο κυρίαρχος οικονομικός λόγος έχει χάσει την πειστικότητά του, την ηγεμονία του και αυτό είναι παρήγορο. Παρήγορο, επίσης, είναι το γεγονός ότι ο βαβυλωνιακός λόγος της κερματισμένης αριστεράς σ’ αυτό το πεδίο, προκαλεί μέτρια σύγχυση στον κόσμο, αλλά σε καμιά περίπτωση αποστροφή. Αντίθετα, πείθει ότι είναι η ατραπός που οδηγεί στη διαλεύκανση του «μυστηρίου» της κρίσης και των συνεπειών της. Για την κατάκτηση της ηγεμονίας σ’ αυτό το πεδίο δεν αρκεί η διαλεύκανση. Χρειάζεται απλή, σαφής και πειστική οικονομική και πολιτική πρόταση. Γιατί, όπως λέμε, η ερμηνεία του κόσμου αποβλέπει στην αλλαγή του.

Ο ευρωπαϊκός
επαρχιωτισμός

Η βάση στην οποία στήριξαν οι αστικές δυνάμεις, τουλάχιστον την τελευταία εικοσαετία, την ευρωπαϊκή πολιτική τους, έχει πολλά κοινά στοιχεία με την πίστη στην αυτορρύθμιση της αγοράς. Ό,τι αναφέρεται στην Ευρώπη είναι καλό, όποια αντίρρηση στην ολοκλήρωσή της είναι καταδικαστέα, καθώς όλα τα προβλήματα θα λυθούν με τις πολυώνυμες «απελευθερώσεις». Ναι, λοιπόν, στο Μάαστριχτ, ναι στην ΟΝΕ, ναι στο ευρωσύνταγμα, ναι στη Λισαβόνα...
Το μόνο που δεν φαντάστηκαν, ήταν το πιο αναμενόμενο. Η κρίση και το καθεστώς κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου οδηγούν πια όχι στην ολοκλήρωση, αλλά στο διχασμό, την ένταση της σύγκρουσης συμφερόντων, στη θεσμοθέτηση των αποκλίσεων και την παραίτηση από το στόχο της σύγκλισης, στον κατακερματισμό και τη διαλυτική τάση κάθε είδους «ενοποίησης».
Η αφασία των ευρωπαίων πολιτικών είναι χαρακτηριστική. Δεν τολμούν να σκεφτούν καν με μεσοπρόθεσμη προοπτική. Και το πιο συντηρητικό κομμάτι τους ήδη ερωτοτροπεί με την ιδέα ότι ενοποίηση το πολύ να σημαίνει μια ζώνη ελευθέρων συναλλαγών υπό δημοσιονομική πειθαρχία.

Από την παλιά
στη νέα Ευρώπη

Ακόμη και η φοβική στάση της ηγεσίας του ΚΚΕ φαντάζει πιο πειστική από τη διαψευσμένη ρητορική των ευρωπαϊστών της δεξιάς, της κεντροδεξιάς και της υποτακτικής σοσιαλδημοκρατίας, που παρακολουθούν την όξυνση των αντιθέσεων περιμένοντας να δουν πώς θα μοιραστούν τα κοινωνικά ερείπια που ετοιμάζονται.
Ο αστισμός έχει απαρνηθεί τις ίδιες τις δικές του ιδρυτικές ιδέες, την ισότητα, την ελευθερία, την αλληλεγγύη, τη δικαιοσύνη. Τις έχει εγκαταλείψει στην αριστερά. Δεν τολμάει να μιλήσει για μια Ευρώπη που οικοδομείται με τους λαούς της κι όχι στην πλάτη τους. Οι πιο οξυδερκείς από τους διανοουμένους του εντοπίζουν το πρόβλημα. «Η ενοποίηση έχει λάβει χώρα από τα πάνω, υπό την πίεση της ανάγκης και με περιορισμένη δημοκρατική νομιμοποίηση» (Στάθης Καλύβας, «Καθημερινή», 11/12).
Αλλά εκεί που θα περίμενε κανείς να καταπιαστεί με τη νομιμοποιητική εφαρμογή της λαϊκής κυριαρχίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, πετάει τη μπάλα στην εξέδρα των «ταυτοτήτων». «Για να μπορέσει να επιβιώσει μια ενωμένη Ευρώπη, θα πρέπει να αναπτύξει μια ελάχιστα κοινή ταυτότητα», που «δεν προϋποθέτει την ισοπέδωση των εθνικών ταυτοτήτων».
Αλλά το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης των αποφάσεων που παίρνονται κεκλεισμένων των θυρών, εξακολουθεί να υπάρχει, είτε με πολλές, είτε με λίγες, είτε με μία ταυτότητα... Το ερώτημα παραμένει αν το «κράτος» ανήκει στον «δήμο».
Και για να τελειώσουμε από εκεί που ξεκινήσαμε, η απαίτηση για προσφυγή στη λαϊκή κυριαρχία, για να μην είναι στόχος εκλογοθηρικός, οφείλει να συνδεθεί με τη θεμελιώδη απαίτηση των λαϊκών τάξεων, της πλειοψηφίας, να έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις. Και όχι μόνο κάθε τέσσερα χρόνια. Μια τέτοια αντίληψη για την οικονομία και την πολιτική μπορεί να διεκδικήσει την ηγεμονία από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που υποχωρεί.
Χ. Γεωργούλας
epohi 

Δεν υπάρχουν σχόλια: