ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΟΠΟΥΛΟΥ
Τον Νοέμβριο του 2008, αφού είχε ήδη ξεσπάσει η κρίση στις ΗΠΑ, παρασέρνοντας την παγκόσμια οικονομία στην ύφεση, η βασίλισσα της Βρετανίας Ελισάβετ επισκέφθηκε τη φημισμένη σχολή του London School of Economics.
Εκεί, αφού παρακολούθησε τη διάλεξη ενός καθηγητή της σχολής, του Λουίς Γκαρισάνο, σχετικά με την κρίση και τις επιπτώσεις της σε παγκόσμιο επίπεδο, ρώτησε το αναμενόμενο: «Πώς είναι δυνατόν να μην το έχει προβλέψει κανείς;»
Πραγματικά, η απορία που εξέφρασε ήταν στα χείλη όλων. Πώς όλοι οι διάσημοι οικονομολόγοι που βεβαίωναν ότι η οικονομία ανεβαίνει σταθερά και πως όλοι οι μαέστροι που προωθούσαν την ιδέα της ελεύθερης αγοράς έπεσαν έξω; Ο Χα-Τζουν Τσανγκ, ο κορεάτης καθηγητής πολιτικής οικονομίας της Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, που υπήρξε και σύμβουλος του προέδρου του Ισημερινού Ραφαέλ Κορέα και τον προέτρεψε να αγνοήσει τις πολιτικές του ΔΝΤ, εξηγεί στη μελέτη του για τις «23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» (Εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση Τάσος Σαμουηλίδης) γιατί αυτή η κρίση που «οι συνέπειές της θα είναι αισθητές για πολλά χρονια» δεν προέκυψε από κάποια ιστορική συγκυρία ούτε από ένα ατύχημα.
Ηταν μια συνειδητή πορεία προς την καταστροφή που οφείλεται, όπως εξηγεί ο Τσανγκ, «στην ιδεολογία της ελεύθερης αγοράς που κυριάρχησε στον πλανήτη από τη δεκαετία του '80». Γι' αυτό και η ιστορία του με την Ελισάβετ δεν είναι παρά η αφορμή για να μιλήσει για μια καταστροφική οικονομική επιλογή. Οταν ο στοχαστής Νόαμ Τσόμσκι χαρακτηρίζει τη μελέτη του Τσανγκ «διαφωτιστική», ξέρει τι λέει. Ο Τσανγκ δεν είναι πολέμιος αυτού του οικονομικού συστήματος, όπως άλλωστε διατείνεται και στην εισαγωγή του βιβλίου. Εχει μελετήσει εντελώς διαφορετικούς στοχαστές, από τον Κέινς και τον Μαρξ ώς τον Χάγεκ, και επιθυμεί να διαλύσει τις αυταπάτες γύρω από τη λειτουργία του καπιταλισμού. Οχι για να τον απορρίψει συλλήβδην ως σύστημα, αλλά για να δείξει μέσα από είκοσι τρεις θέσεις που συνδέονται μεταξύ τους, την αναποτελεσματικότητα αυτού του οικονομικού μοντέλου και να προτείνει μια σειρά από ρεαλιστικές λύσεις σε μια εποχή όπου η απορύθμιση του συστήματος είναι κάτι παραπάνω από φανερή.
Η σκλαβιά της ελεύθερης αγοράς
«ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ελεύθερη αγορά». Για τον Τσανγκ αυτό είναι θεμελιώδες αξίωμα. Η έννοια της ελεύθερης αγοράς, όπως χρησιμοποιείται, ανήκει περισσότερο στη σφαίρα της θεολογίας παρά της εφαρμοσμένης οικονομίας.
Στις ταινίες κουνγκ φου που γυρίζονταν σωρηδόν στο Χονγκ Κονγκ την δεκαετία του '70, όλοι θαύμαζαν τους φοβερούς μαχητές των πολεμικών τεχνών που έκαναν άλματα στον αέρα. Μετά, όπως αναφέρει ο Τσανγκ, όλοι απογοητεύτηκαν όταν έμαθαν ότι οι μαχητές αυτοί ήταν δεμένοι με σύρματα, που δεν φαίνονταν στον κινηματογραφικό φακό.
Το ίδιο ισχύει και για την περιβόητη ελευθερία της αγοράς. Οσο και αν οι δογματικοί υποστηρικτές της επιμένουν, η ελευθερία είναι μια «υποκειμενική έννοια». Με άλλα λογια, αν δώσουμε στους ανθρώπους την ελευθερία της επιλογής -που τόσο λατρεύουν οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι- δεν θα υπάρχουν κανόνες ούτε για την παιδική εργασία, ούτε για τη μόλυνση του περιβάλλοντος από βιομηχανίες και αυτοκίνητα, ούτε για τη δόμηση των πόλεων. Ο Τσανγκ επιμένει σε αυτό, η παγκόσμια οικονομία έχει πάντα κανόνες, αλλά μοιάζουν πια αόρατοι όπως τα σύρματα που κρατούσαν στον αέρα τους μαχητές-ηθοποιούς. Και αντί για άλλα επιχειρήματα, παρουσιάζει όλους τους αμερικανούς προέδρους και πολιτικούς που βρίσκονται πάνω στα δολάρια, εξηγώντας πως κανένας από αυτούς τους ιστορικούς άνδρες δεν εφάρμοσε τέτοια δόγματα. Αντίθετα, έφτιαξαν το οικονομικό σύστημα μιας από τις πιο ισχυρές χώρες του κόσμου βασισμένοι στην ισχυρή προστατευτική παρέμβαση του κράτους.
Αν το δόγμα της ελεύθερης αγοράς απορυθμίζει το σύστημα στις πλούσιες χώρες, για τον κορεάτη οικονομολόγο η εφαρμογή του στις φτωχές είναι καταστροφική. Ενα μάθημα ιστορίας είναι απλό για να πείσει και τον πιο δύσπιστο. Η Βρετανία υιοθέτησε την αρχή του ελεύθερου εμπορίου στα τέλη του 1860, όταν ήταν πια η πρώτη χώρα σε βιομηχανική παραγωγή. Οι ΗΠΑ ουσιαστικά δεν εφάρμοσαν ποτέ τη συνταγή του νεοφιλελευθερισμού, αντίθετα χρησιμοποίησαν κυρίως τον προστατευτισμό και τις επιδοτήσεις. Οι χώρες του Τρίτου Κόσμου που βγήκαν από την αποικιοκρατία και ακολούθησαν μια κεντρικά σχεδιασμένη οικονομία αναπτύχθηκαν σημαντικά. Στην αντίθετη μεριά βρίσκονται χώρες που ακολουθώντας τις συμβουλές του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας -οργανισμών που ελέγχονται από τις πλούσιες χώρες της Δύσης- βρέθηκαν σε δεινή θέση. Δηλαδή, άσχετα με την προπαγάνδα του νεοφιλελευθερισμού, η ελευθερία ισχύει μόνο για τις χώρες που γίνονται έρμαιο των δανειστών τους, οι οποίοι με μοναδική υποκρισία τις αναγκάζουν να εφαρμόσουν πολιτικές που οι ίδιοι ποτέ δεν πίστεψαν.
Τέλος, αν κάτι προωθεί μετά μανίας ο νεοφιλελευθερισμός είναι η αρχή της ισότητας των ευκαιριών. Υπάρχει και ένα κλασικό παράδειγμα, αυτό του Αλεχάντρο Τολέδο, πρώην προέδρου του Περού, που ξεκίνησε από λούστρος και έφτασε στο ανώτατο αξίωμα της χώρας του. Είναι μια κλασική ιστορία για το πώς ο καπιταλισμός δίνει στον καθένα την ευκαιρία να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Μόνο που, όπως αντιτάσσει ο Τσανγκ, ο Τολέδο είναι ένας, ενώ τα παιδιά που ακόμα ζούνε κάτω από άθλιες συνθήκες διαβίωσης, είτε στα χωριά στον Τρίτο Κόσμο είτε στα γκέτο των δυτικών μητροπόλεων, είναι πολλά. Και σύμφωνα με εκθέσεις στις ΗΠΑ, αν δεν υπάρχει ένα ελάχιστα εγγυημένο εισόδημα και ένα σύστημα δωρεάν εκπαίδευσης και υγείας, όλα όσα απορρίπτουν οι νεοφιλελεύθεροι, τότε μόνο η ισότητα των ευκαιριών δεν κάνει μια κοινωνία ούτε πιο δίκαιη και σίγουρα ούτε πιο δημοκρατική.
Το σταλινικό όνειρο της διάχυσης του πλούτου
Ο ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ έχει μια βασική θέση εξαιρετικά αμφισβητήσιμη. Οτι αν οι πλούσιοι γίνουν πλουσιότεροι, τότε ο πλούτος θα διαχυθεί στην κοινωνία από τα πάνω και θα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο όλων.
Για να διανεμηθεί χρήμα πρέπει πρώτα από όλα να παραχθεί, οπότε, είτε θέλουμε είτε όχι, οι επενδύσεις πρέπει να γίνουν από όσους διαθέτουν το απαραίτητο κεφάλαιο. Σε αυτούς λοιπόν θα δοθούν τα κίνητρα, που μπορεί να είναι από φορολογικές απαλλαγές μέχρι περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων.
Η οικονομική πολιτική υπέρ των πλουσίων που εφαρμόζεται θυμίζει τη στρατηγική του Στάλιν για τη βιομηχανική ανάπτυξη της ΕΣΣΔ σημειώνει προβοκατόρικα ο Τσανγκ. Ο Στάλιν, για να βρει κεφάλαια για τη βιομηχανία, κολεκτιβοποίησε τη γη, έφτιαξε συνεταιρισμούς, εφάρμοσε κρατικό έλεγχο στα προϊόντα και συγκέντρωσε το κεφάλαιο ώστε να φτιάξει τα εργοστάσια. Δεν έδωσε σημασία ούτε στο λιμό που ξέσπασε στις απέραντες αγροτικές εκτάσεις, ούτε στους χαμηλούς μισθούς πείνας των πεινασμένων αγροτών που βασανισμένοι έβρισκαν δουλειά μόνο στα εργοστάσια των πόλεων.
Κάτι αντίστοιχο κάνουν και οι κυβερνήσεις που ακολουθούν την ελεύθερη αγορά, κατά τον Τσανγκ. Προσφέρουν φοροελαφρύνσεις στους πλουσίους, μειώνουν διαρκώς τα επιδόματα για τους φτωχούς και γενικότερα εφαρμόζουν μια πολιτική που ωθεί στην οικονομική ανισότητα ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή ο πλούτος θα διαχυθεί προς τα κάτω. Μονο που ο Στάλιν έλεγχε απόλυτα την οικονομία, άρα την κατάλληλη στιγμή έφτιαξε εργοστάσια κάτω από κρατικό έλεγχο, ενώ οι κυβερνήσεις και οι κοντόφθαλμοι σύμβουλοί τους δεν μπορούν να ελέγξουν τη στρατηγική των εταιρειών που γίνονται όλο και πιο γιγαντιαίες. Δηλαδή ο Στάλιν μάζευε τα χρήματα από την αγροτική ΕΣΣΔ σίγουρος ότι θα τα επενδύσει. Οι κυβερνήσεις προσφέρουν τα πάντα στους πλουσίους χωρίς εχέγγυα, αφού πιστεύουν ακράδαντα στην ελευθερία της αγοράς. Αυτό που τους διαψεύδει είναι, όπως, πάντα οι έρευνες. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Τσανγκ, οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ έχουν μειωθεί σε όλες τις χώρες-μέλη του G7 και την πλειονότητα των αναπτυσσόμενων χωρών.
Η επόμενη μέρα
ΑΦΟΥ ΛΟΙΠΟΝ το σύστημα της ελεύθερης αγοράς κατάφερε να προκαλέσει «επιβράδυνση της οικονομίας, αύξηση των ανισοτήτων και της ανασφάλειας και οικονομικά κραχ», είναι καιρός να εγκαταλειφθεί.
Ο Τσανγκ είναι ειλικρινής όταν σημειώνει πως «η περιπλοκότητα του κόσμου που έχουμε δημιουργήσει, ιδίως στη σφαίρα της οικονομίας έχει προσπεράσει την ικανότητά μας να την κατανοούμε και να την ελέγχουμε». Τι μένει να γίνει, λοιπόν;
Ο Τσανγκ δεν είναι μάγος, ούτε εμπιστεύεται την επιστήμη της οικονομίας. Για τον ίδιο, οι οικονομολόγοι απέτυχαν, αφού όχι μόνο δημιούργησαν όλες τις συνθήκες που οδήγησαν στην κρίση του 2008, άλλα έκαναν τις ζωές των ανθρώπων πιο ασταθείς και τους κράτησαν σε άγνοια ως προς την απώλεια του εθνικού ελέγχου της οικονομίας. Οι τρεις τελευταίες δεκαετίες, όπου όλες οι κυβερνήσεις παγκόσμια, ανεξάρτητα από την πολιτική τους θέση, υποτάχθηκαν στο νεοφιλελεύθερο δόγμα, ήταν καταστροφικές.
Ετσι ο Τσανγκ ως ρεαλιστής δεν προτείνει την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά μια πιο δίκαιη λειτουργία του. Ανάμεσα στις εναλλακτικές λύσεις που δίνει, είναι να διευρυνθούν οι κυβερνήσεις και να γίνουν πιο ενεργές στο οικονομικό πεδίο, αφού όλες οι πλούσιες τώρα χώρες χρησιμοποίησαν τον κρατικό παρεμβατισμό για να πλουτίσουν. Να ευνοηθούν όσο γίνεται οι αναπτυσσόμενες χώρες στις οποίες εφαρμόστηκαν αδίστακτα οι επιταγές της ελεύθερης αγοράς από οργανισμούς όπως το ΔΝΤ, που τις έφεραν στο χείλος της χρεοκοπίας. Να ξαναθυμήσουμε ότι πέρα από το Ιντερνετ και την κοινωνία της πληροφορίας υπάρχει και η παραγωγή προϊόντων. Να υπάρξει μια διακρατική ρύθμιση ώστε όλα τα χρηματικά ποσά που παίζονται στα χρηματιστήρια ανά τον πλανήτη να αποκτήσουν μια αληθινή σχέση με την πραγματική οικονομία. Και κυρίως να απαγορεύσουμε τη χρήση «οικονομικών εργαλείων» κατασκευασμένων από διάνοιες που εργάζονται για τις χρηματιστηριακές εταιρείες και αποβλέπουν μόνο σε βραχυπρόθεσμα κέρδη.
Αλλωστε την αποτυχία των φιλόδοξων οικονομολόγων με τα νέα εργαλεία αποκαλύπτει και η έκθεση προς τη βασίλισσα, μετά τη διατύπωση της απορίας της. Εξι μήνες μετά την επίσκεψή της, η Βρετανική Ακαδημία οργάνωσε μια συνάντηση της αφρόκρεμας του οικονομικού κόσμου. Οι οικονομολόγοι από τον ακαδημαϊκό τομέα, τον χρηματοοικονομικό και την κυβέρνηση συναντήθηκαν στις 17 Ιουνίου του 2009, συζήτησαν και έβγαλαν το πόρισμα το οποίο και έστειλαν γραπτώς στη βασίλισσα ως απάντηση. Εκεί, ανάμεσα στα αλλα, σημείωναν ότι οι οικονομολόγοι «ήταν καθόλα ικανοί και έκαναν τη δουλειά τους με συνέπεια ανάλογη της αξίας της» μόνο που «κοιτώντας το δένδρο έχασαν το δάσος». Οπότε η κρίση ήρθε ως «αποτυχία της συλλογικής φαντασίας πολλών ευφυέστατων ατόμων, τόσο στη Μεγάλη Βρετανία, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, να κατανοήσουν τους κινδύνους του συστήματος εν όλω». Δηλαδή, όπως το μεταφράζει και ο Τσανγκ, τα μεγάλα κεφάλια της οικονομίας δεν είχαν ιδέα τι έκαναν σε ένα σύστημα που δεν ήξεραν καν πώς λειτουργούσε.
ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου