του Γαλαξιάρχη
Κατά καιρούς αναβιώνει το τέρας του λαϊκισμού, ως η μαμμή όλων των δεινών αυτού του τόπου. Με τη διαφορά ότι ο λαϊκισμός, ως εργαλείο, είναι διαχρονικός και πανταχού παρών στην άσκηση εξουσίας. Αντιθέτως, ο αντιλαϊκισμός είναι ένα δημαγωγικό ιδεολόγημα, που χρησιμοποιείται κατά κόρον από την αστική τάξη, είτε όταν απειλούνται τα συμφέροντά της, είτε για τις άμεσες επιδιώξεις της που θέλει να τις παρουσιάσει ως παλαϊκό διακύβευμα. Σήμερα ενυπάρχουν και οι δύο αυτές συνθήκες. Σήμερα ο χρόνος είναι πιο πιεστικός εχθρός, από τον εχθρό λαό. Σήμερα οι δημαγωγοί, με όλες τους τις δυνάμεις, (ξανα)ρίχουν τον αντιλαϊκισμό, αυτόν τον ανεστραμμένο λαϊκισμό, στη μάχη.
Σύμφωνα με τον Ερνέστο Λακλάου, ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ και κορυφαίο μελετητή του λαϊκισμού παγκοσμίως, ο λαϊκισμός δεν έχει ούτε ιδεολογικό, ούτε ηθικό πρόσημο, παρά μόνο έναν κοινό στόχο, ανεξάρτητα από το ποιος τον χρησιμοποιεί: «τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους “προνομιούχους” και τους “μη προνομιούχους”. Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητά την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον “κατεστημένο”. Αυτή είναι κλασική μορφή του λαϊκισμού».
Λαϊκισμό κατά συνέπεια θα ασκήσει και η δεξιά και η αριστερά, με μόνο κριτήριο τον ορισμό του εκάστοτε “μη προνομιούχου”.
Έτσι λοιπόν, λαϊκισμός είναι η άκρατη υποστήριξη κάθε συνδικαλιστικού αιτήματος, είτε εξυπηρετεί είτε όχι τα πραγματικά ταξικά συμφέροντα των εργατών. Λαϊκισμός είναι η εξίσωση της ιδιοκτησίας με την εργασία και της συντεχνίας με την τάξη. Λαϊκισμός είναι η καταφυγή σε φιλολαϊκά συνθήματα που αγγίζουν αποκλειστικά το θυμικό, προκειμένου να εξασφαλιστεί κομματική πελατεία. Λαϊκισμός είναι να κρύβεις τις δύσκολες αποφάσεις και να τις αντικαθιστάς με ευκαιριακές υποσχέσεις δίχως αντίκρυσμα. Λαϊκισμός είναι να στριμώχνεσαι κάτω από το πανό και να κραυγάζεις στην ντουντούκα, για να εξασκήσεις απεργιακό… μάρκετινγκ.
Λαϊκισμός όμως είναι και το κλάμα του εργοστασιάρχη και βιοτέχνη που μετέφερε το τσιφλίκι του στους φορολογικούς παραδείσους των Βαλκανίων και τώρα οδύρεται για την κρίση. Είναι η πατριωτική κορώνα του εφοπλιστή που χτίζει καράβια στην Κίνα και τα σημαιοστολίζει στον Παναμά. Είναι η εθνική παρόλα του ραντιέρη, το ομόψυχον του μεγαλοϊδιοκτήτη και το όμαιμον του εκμεταλλευτή της μαύρης εργασίας των μεταναστών. Είναι η επίκληση του πολιτικού πολιτισμού από μεγαλοαπατεώνες και οικογενειοκράτες των σαλονιών της εξουσίας. Είναι η καταδίκη του κλούβιου αβγού από διανοουμενίστικες οξυζεναρισμένες κεφαλές. Είναι οι κραυγές ομοψυχίας από καρεκλοκένταυρους πανεπιστημιακούς. Είναι και το μακρύ δάχτυλο που σου κουνούν επιδεικτικά στο μάτι γραβατοφόροι κάτοχοι στιλπνών… Mont Blanc.
Λαϊκισμός είναι η επιλεκτική θεσμολαγνεία, μεγαλοϋπαλλήλων διαπλεκόμενων καταλαρχών. Είναι το κροκοδείλιο δάκρυ από παραθύρου για τη χαμένη επένδυση, τη σπασμένη βιτρίνα και τον τουρίστα σε απόγνωση. Λαϊκισμός, της κακιάς ώρας, είναι να πουλάς ελληνισμό γράφοντας τη λέξη Sky με ελληνικά γράμματα, κεφαλαία και διαλυτικά στο ιώτα.
Mε λίγα λόγια, λαϊκισμός είναι κατεξοχήν ο αντιλαϊκισμός ως επικοινωνιακό προϊόν ευρείας κατανάλωσης. Ακριβώς διότι χρησιμοποιεί τον ίδιο μηχανισμό με το λαϊκισμό, προκειμένου να διχοτομήσει το κοινωνικό σύνολο σε προνομιούχους και μη, αντιστρέφοντας τους όρους.
Αποϊδεολογικοποίηση και αποπολιτικοποίηση
Σε μία θαυμάσια ανάλυση περί λαϊκισμού, ο Νικος Χρυσολωράς στην Καθημερινή, επικαλείται τα συμπεράσματα του Ερνέστο Λακλάου, προκειμένου να παρουσιάσει το δίπολο τεχνοκρατισμού (θεσμικότητας)-λαϊκισμού. Λαμβάνοντας ως δεδομένο λοιπόν, ότι ούτε ο τεχνοκρατισμός, ούτε ο λαϊκισμός -ως έννοιες- ενέχουν συγκεκριμένο πρόσημο, τοποθετεί τους δύο όρους στις πλευρές μίας ζυγαριάς καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «στις κοινωνίες των ειδικών και των τεχνοκρατών δεν υπάρχει χώρος ούτε για πολιτική ούτε για δημοκρατία, ενώ οι κοινωνίες του ακραίου λαϊκισμού και της πλήρους απαξίωσης των θεσμών οδηγούν στη θηριωδία». Ο αρθρογράφος, στηριζόμενος στα συμπεράσματα του Λακλάου, επισημαίνει ότι η ΕΕ πάσχει από «ανισορροπία μεταξύ θεσμικής σταθερότητας και λαϊκισμού», καθώς ο άκρατος τεχνοκρατισμός μίας ανεξέλεγχτης ελίτ έχει οδηγήσει στην πάγια δογματική πεποίθηση «ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κυβερνηθεί η ΕΕ (αλλά και τα κράτη–μέλη της) και αυτός ο τρόπος είναι γνωστός μόνο στους τεχνοκράτες».
Στην Ελλάδα, η μετάβαση από το λαϊκισμό στον τεχνοκρατισμό επήλθε ελαφρώς καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η αλήθεια όμως είναι ότι επήλθε, και σε πλήρη αντίθεση με την πλασματική εικόνα που θέλουν να παρουσιάσουν οι (δήθεν) προοδευτικές φωνές του μεγαλοαστικού λόμπι πολιτικών και δημοσιογράφων. Αν και οι πρώτες προσπάθειες, στην τριετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είχαν τραγικά αποτελέσματα (κυρίως λόγω της τραγικής εκείνης διακυβέρνησης), η επάνοδος λίγα χρόνια μετά, επί πρωθυπουργίας Σημίτη, ήταν θεαματική και συντριπτική. Ο τεχνοκρατισμός επεκτάθηκε ταχύτατα με τη μορφή πολιτικής μόδας, που φοριέται από τους πολιτικά καθωσπρέπει και ώριμους ψηφοφόρους. Ένα είδος ιδεολογικού μπλέιζερ και πολιτικής γευσιγνωσίας. Η απότομη στροφή προς την τεχνοκρατική μονοκρατορία είχε ως μοιραίο αποτέλεσμα, όπως σωστά καταδεικνύει ο Λακλάου, την πλήρη αποϊδεολογικοποίηση της εφαρμοζόμενης πολιτικής και την αντικατάσταση του κοινωνικού μετασχηματισμού με μανιχαϊστικές δοξασίες περί προοδευτικού και οπισθοδρομικού, εφικτού και ανέφικτου, καλού και κακού.
Μία βαθύτατα (με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό σημαίνει) πολιτικοποιημένη κοινωνία, είτε κατέφυγε σε προτεσταντικού τύπου -και ξένες προς την πολιτική- ηθικές αξίες, είτε απομακρύνθηκε εντελώς από τις διαδικασίες συμμετοχής και ελέγχου της αστικής δημοκρατίας. Το εργατικό κίνημα ξεδοντιάστηκε και αντικαταστάθηκε από τον κομματοκρατούμενο συνδικαλισμό, ο οποίος με τη σειρά του υπηρέτησε πιστά την νέα τεχνοκρατική ελίτ.
Ακόμη όμως και προκειμένου όμως να κινήσεις τις μάζες προς τη θεωρητικά αντίθετη προς το λαϊκισμό κατεύθυνση, που είναι ο τεχνοκρατισμός, χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις τον πρώτο προς όφελος του δεύτερου. Με λίγα λόγια, να προσδώσεις λαϊκίστικες προεκτάσεις στη θεσμικότητα. Εδώ λοιπόν έρχεται ο αντιλαϊκισμός, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την εποχή που ο Σημίτης ανεξέλεγχτα ενέτασσε τη χώρα στην καρδιά της ευρωκαπιταλιστικής ελίτ: την ευρωζώνη. Την εποχή που κανείς δε γνώριζε την ουσία της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, καθώς το κοινό νόμισμα διαφημιζόταν ως μία ευκολία για ταξίδια και ψώνια στις χώρες της ευρωζώνης. Την περίοδο που κανείς δεν έδινε σημασία στο τίμημα των χαμηλών επιτοκίων και της χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες ένταξης στο ακραία ανισόρροπο ανταγωνιστικό πεδίο της λεγόμενης “ευρωπαϊκής οικογένειας”.
Ο αντιλαϊκισμός αυτός, υπήρξε μία ακραία μορφή λαϊκισμού με μεταρρυθμιστικό και προοδευτικό μανδύα. Η αποϊδεολογικοποίηση επήλθε με της επιβολή της ένταξης σε μία τρέντι πραγματικότητα. Ο ευρωσκεπτικισμός βαφτίστηκε οπισθοδρομισμός. Η ταξική ανάλυση, ξύλινη γλώσσα. Οι εργατικοί αγώνες, συντεχνιακός υπερσυντηρητισμός. Το κοινωνικό κράτος, σοβιετικό απολίθωμα. Και οι κοινωνικοί αγώνες, μαύρη αντίδραση (αργότερα γνωστή και ως “μυωπικός αριστερισμός”). Το αναποδογύρισμα των εννοιών, δεν οδήγησε σε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την αντιστροφή του αριστερού λαϊκισμού και την αντικατάστασή του από το χυδαίο δεξιό (αντι)λαϊκισμό.
Το ίδιο ακριβώς επιχειρείται αυτήν την πολύ κρίσιμη περίοδο για την επικράτηση της πιο σκοτεινής, οπισδοδρομικής και αντιδραστικής μορφής της καπιταλιστικής ολιγαρχίας. Με το ιδεολόγημα του αντιλαϊκισμού εξοπλίζονται και πάλι οι δημαγωγοί των κύκλων εξυπηρέτησης συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Των υποτακτικών του ημεδαπού καπιταλισμού που τρέμουν τόσο τη λαϊκή κατακραυγή, όσο όμως και τον ενδοαστικό ανταγωνισμό που μπορεί να τους αφήσει χωρίς δόντια, αν η οικονομική κρίση ξεφύγει από τον έλεγχο της εγχώριας παρασιτικής αστικής τάξης. Είμαστε όμως πλέον υποψιασμένοι, ή θα χάψουμε και πάλι το μεταρρυθμιστικό δόλωμα του αγοραίου αυτού δεξιού λαϊκισμού;
Zaphod
youpayyourcrisis
Κατά καιρούς αναβιώνει το τέρας του λαϊκισμού, ως η μαμμή όλων των δεινών αυτού του τόπου. Με τη διαφορά ότι ο λαϊκισμός, ως εργαλείο, είναι διαχρονικός και πανταχού παρών στην άσκηση εξουσίας. Αντιθέτως, ο αντιλαϊκισμός είναι ένα δημαγωγικό ιδεολόγημα, που χρησιμοποιείται κατά κόρον από την αστική τάξη, είτε όταν απειλούνται τα συμφέροντά της, είτε για τις άμεσες επιδιώξεις της που θέλει να τις παρουσιάσει ως παλαϊκό διακύβευμα. Σήμερα ενυπάρχουν και οι δύο αυτές συνθήκες. Σήμερα ο χρόνος είναι πιο πιεστικός εχθρός, από τον εχθρό λαό. Σήμερα οι δημαγωγοί, με όλες τους τις δυνάμεις, (ξανα)ρίχουν τον αντιλαϊκισμό, αυτόν τον ανεστραμμένο λαϊκισμό, στη μάχη.
Σύμφωνα με τον Ερνέστο Λακλάου, ομότιμο καθηγητή Πολιτικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο του Εσεξ και κορυφαίο μελετητή του λαϊκισμού παγκοσμίως, ο λαϊκισμός δεν έχει ούτε ιδεολογικό, ούτε ηθικό πρόσημο, παρά μόνο έναν κοινό στόχο, ανεξάρτητα από το ποιος τον χρησιμοποιεί: «τη διχοτόμηση του κοινωνικού πεδίου ανάμεσα στους “προνομιούχους” και τους “μη προνομιούχους”. Ο λαϊκιστής απευθύνεται στους τελευταίους –παρακάμπτοντας το θεσμικό πλαίσιο της κοινωνίας– και ζητά την υποστήριξή τους, ώστε να ανατραπεί το υπάρχον “κατεστημένο”. Αυτή είναι κλασική μορφή του λαϊκισμού».
Λαϊκισμό κατά συνέπεια θα ασκήσει και η δεξιά και η αριστερά, με μόνο κριτήριο τον ορισμό του εκάστοτε “μη προνομιούχου”.
Έτσι λοιπόν, λαϊκισμός είναι η άκρατη υποστήριξη κάθε συνδικαλιστικού αιτήματος, είτε εξυπηρετεί είτε όχι τα πραγματικά ταξικά συμφέροντα των εργατών. Λαϊκισμός είναι η εξίσωση της ιδιοκτησίας με την εργασία και της συντεχνίας με την τάξη. Λαϊκισμός είναι η καταφυγή σε φιλολαϊκά συνθήματα που αγγίζουν αποκλειστικά το θυμικό, προκειμένου να εξασφαλιστεί κομματική πελατεία. Λαϊκισμός είναι να κρύβεις τις δύσκολες αποφάσεις και να τις αντικαθιστάς με ευκαιριακές υποσχέσεις δίχως αντίκρυσμα. Λαϊκισμός είναι να στριμώχνεσαι κάτω από το πανό και να κραυγάζεις στην ντουντούκα, για να εξασκήσεις απεργιακό… μάρκετινγκ.
Λαϊκισμός όμως είναι και το κλάμα του εργοστασιάρχη και βιοτέχνη που μετέφερε το τσιφλίκι του στους φορολογικούς παραδείσους των Βαλκανίων και τώρα οδύρεται για την κρίση. Είναι η πατριωτική κορώνα του εφοπλιστή που χτίζει καράβια στην Κίνα και τα σημαιοστολίζει στον Παναμά. Είναι η εθνική παρόλα του ραντιέρη, το ομόψυχον του μεγαλοϊδιοκτήτη και το όμαιμον του εκμεταλλευτή της μαύρης εργασίας των μεταναστών. Είναι η επίκληση του πολιτικού πολιτισμού από μεγαλοαπατεώνες και οικογενειοκράτες των σαλονιών της εξουσίας. Είναι η καταδίκη του κλούβιου αβγού από διανοουμενίστικες οξυζεναρισμένες κεφαλές. Είναι οι κραυγές ομοψυχίας από καρεκλοκένταυρους πανεπιστημιακούς. Είναι και το μακρύ δάχτυλο που σου κουνούν επιδεικτικά στο μάτι γραβατοφόροι κάτοχοι στιλπνών… Mont Blanc.
Λαϊκισμός είναι η επιλεκτική θεσμολαγνεία, μεγαλοϋπαλλήλων διαπλεκόμενων καταλαρχών. Είναι το κροκοδείλιο δάκρυ από παραθύρου για τη χαμένη επένδυση, τη σπασμένη βιτρίνα και τον τουρίστα σε απόγνωση. Λαϊκισμός, της κακιάς ώρας, είναι να πουλάς ελληνισμό γράφοντας τη λέξη Sky με ελληνικά γράμματα, κεφαλαία και διαλυτικά στο ιώτα.
Mε λίγα λόγια, λαϊκισμός είναι κατεξοχήν ο αντιλαϊκισμός ως επικοινωνιακό προϊόν ευρείας κατανάλωσης. Ακριβώς διότι χρησιμοποιεί τον ίδιο μηχανισμό με το λαϊκισμό, προκειμένου να διχοτομήσει το κοινωνικό σύνολο σε προνομιούχους και μη, αντιστρέφοντας τους όρους.
Αποϊδεολογικοποίηση και αποπολιτικοποίηση
Σε μία θαυμάσια ανάλυση περί λαϊκισμού, ο Νικος Χρυσολωράς στην Καθημερινή, επικαλείται τα συμπεράσματα του Ερνέστο Λακλάου, προκειμένου να παρουσιάσει το δίπολο τεχνοκρατισμού (θεσμικότητας)-λαϊκισμού. Λαμβάνοντας ως δεδομένο λοιπόν, ότι ούτε ο τεχνοκρατισμός, ούτε ο λαϊκισμός -ως έννοιες- ενέχουν συγκεκριμένο πρόσημο, τοποθετεί τους δύο όρους στις πλευρές μίας ζυγαριάς καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι «στις κοινωνίες των ειδικών και των τεχνοκρατών δεν υπάρχει χώρος ούτε για πολιτική ούτε για δημοκρατία, ενώ οι κοινωνίες του ακραίου λαϊκισμού και της πλήρους απαξίωσης των θεσμών οδηγούν στη θηριωδία». Ο αρθρογράφος, στηριζόμενος στα συμπεράσματα του Λακλάου, επισημαίνει ότι η ΕΕ πάσχει από «ανισορροπία μεταξύ θεσμικής σταθερότητας και λαϊκισμού», καθώς ο άκρατος τεχνοκρατισμός μίας ανεξέλεγχτης ελίτ έχει οδηγήσει στην πάγια δογματική πεποίθηση «ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος να κυβερνηθεί η ΕΕ (αλλά και τα κράτη–μέλη της) και αυτός ο τρόπος είναι γνωστός μόνο στους τεχνοκράτες».
Στην Ελλάδα, η μετάβαση από το λαϊκισμό στον τεχνοκρατισμό επήλθε ελαφρώς καθυστερημένα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Η αλήθεια όμως είναι ότι επήλθε, και σε πλήρη αντίθεση με την πλασματική εικόνα που θέλουν να παρουσιάσουν οι (δήθεν) προοδευτικές φωνές του μεγαλοαστικού λόμπι πολιτικών και δημοσιογράφων. Αν και οι πρώτες προσπάθειες, στην τριετία της κυβέρνησης Μητσοτάκη είχαν τραγικά αποτελέσματα (κυρίως λόγω της τραγικής εκείνης διακυβέρνησης), η επάνοδος λίγα χρόνια μετά, επί πρωθυπουργίας Σημίτη, ήταν θεαματική και συντριπτική. Ο τεχνοκρατισμός επεκτάθηκε ταχύτατα με τη μορφή πολιτικής μόδας, που φοριέται από τους πολιτικά καθωσπρέπει και ώριμους ψηφοφόρους. Ένα είδος ιδεολογικού μπλέιζερ και πολιτικής γευσιγνωσίας. Η απότομη στροφή προς την τεχνοκρατική μονοκρατορία είχε ως μοιραίο αποτέλεσμα, όπως σωστά καταδεικνύει ο Λακλάου, την πλήρη αποϊδεολογικοποίηση της εφαρμοζόμενης πολιτικής και την αντικατάσταση του κοινωνικού μετασχηματισμού με μανιχαϊστικές δοξασίες περί προοδευτικού και οπισθοδρομικού, εφικτού και ανέφικτου, καλού και κακού.
Μία βαθύτατα (με όλα τα καλά και τα κακά που αυτό σημαίνει) πολιτικοποιημένη κοινωνία, είτε κατέφυγε σε προτεσταντικού τύπου -και ξένες προς την πολιτική- ηθικές αξίες, είτε απομακρύνθηκε εντελώς από τις διαδικασίες συμμετοχής και ελέγχου της αστικής δημοκρατίας. Το εργατικό κίνημα ξεδοντιάστηκε και αντικαταστάθηκε από τον κομματοκρατούμενο συνδικαλισμό, ο οποίος με τη σειρά του υπηρέτησε πιστά την νέα τεχνοκρατική ελίτ.
Ακόμη όμως και προκειμένου όμως να κινήσεις τις μάζες προς τη θεωρητικά αντίθετη προς το λαϊκισμό κατεύθυνση, που είναι ο τεχνοκρατισμός, χρειάζεται να χρησιμοποιήσεις τον πρώτο προς όφελος του δεύτερου. Με λίγα λόγια, να προσδώσεις λαϊκίστικες προεκτάσεις στη θεσμικότητα. Εδώ λοιπόν έρχεται ο αντιλαϊκισμός, που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την εποχή που ο Σημίτης ανεξέλεγχτα ενέτασσε τη χώρα στην καρδιά της ευρωκαπιταλιστικής ελίτ: την ευρωζώνη. Την εποχή που κανείς δε γνώριζε την ουσία της ενιαίας νομισματικής πολιτικής, καθώς το κοινό νόμισμα διαφημιζόταν ως μία ευκολία για ταξίδια και ψώνια στις χώρες της ευρωζώνης. Την περίοδο που κανείς δεν έδινε σημασία στο τίμημα των χαμηλών επιτοκίων και της χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες ένταξης στο ακραία ανισόρροπο ανταγωνιστικό πεδίο της λεγόμενης “ευρωπαϊκής οικογένειας”.
Ο αντιλαϊκισμός αυτός, υπήρξε μία ακραία μορφή λαϊκισμού με μεταρρυθμιστικό και προοδευτικό μανδύα. Η αποϊδεολογικοποίηση επήλθε με της επιβολή της ένταξης σε μία τρέντι πραγματικότητα. Ο ευρωσκεπτικισμός βαφτίστηκε οπισθοδρομισμός. Η ταξική ανάλυση, ξύλινη γλώσσα. Οι εργατικοί αγώνες, συντεχνιακός υπερσυντηρητισμός. Το κοινωνικό κράτος, σοβιετικό απολίθωμα. Και οι κοινωνικοί αγώνες, μαύρη αντίδραση (αργότερα γνωστή και ως “μυωπικός αριστερισμός”). Το αναποδογύρισμα των εννοιών, δεν οδήγησε σε τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από την αντιστροφή του αριστερού λαϊκισμού και την αντικατάστασή του από το χυδαίο δεξιό (αντι)λαϊκισμό.
Το ίδιο ακριβώς επιχειρείται αυτήν την πολύ κρίσιμη περίοδο για την επικράτηση της πιο σκοτεινής, οπισδοδρομικής και αντιδραστικής μορφής της καπιταλιστικής ολιγαρχίας. Με το ιδεολόγημα του αντιλαϊκισμού εξοπλίζονται και πάλι οι δημαγωγοί των κύκλων εξυπηρέτησης συμφερόντων της άρχουσας τάξης. Των υποτακτικών του ημεδαπού καπιταλισμού που τρέμουν τόσο τη λαϊκή κατακραυγή, όσο όμως και τον ενδοαστικό ανταγωνισμό που μπορεί να τους αφήσει χωρίς δόντια, αν η οικονομική κρίση ξεφύγει από τον έλεγχο της εγχώριας παρασιτικής αστικής τάξης. Είμαστε όμως πλέον υποψιασμένοι, ή θα χάψουμε και πάλι το μεταρρυθμιστικό δόλωμα του αγοραίου αυτού δεξιού λαϊκισμού;
Zaphod
youpayyourcrisis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου