Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Θέμης Τζήμας: 6 Μαϊου: Ήττα, νίκη, για ποιους και πως

Το πραγματικά σημαντικό γεγονός που χρονικά συμπίπτει με την προκήρυξη των εκογών δεν είναι η σύλληψη Τσοχατζόπουλου και η επικοινωνιακή φιέστα που έστησαν τα γνωστά πια για το ρόλο του ΜΜΕ. Τα γεγονότα που σημαδεύουν την προκήρυξη των εκλογών στην πραγματικότητα είναι πρώτον η σε πλήρη ένταση επανάκαμψη της κρίσης στην Ισπανία και στην Ιταλία, παρά τις προσπάθειες της ΕΚΤ. Η νέα άνοδος των επιτοκίων δανεισμού των δύο κρατών σε συνδυασμό με την ύφεση, με την επιδείνωση μιας σειράς ακόμα οικονομικών, δημοσιονομικών στοιχείων και κυρίως της κοινωνικής κατάστασης καταδεικνύουν την ανεπάρκεια των ευρωπαϊκών θεσμών, των ευρωπαϊκών ηγεσιών να διαχειριστούν την εν εξελίξει καπιταλιστική κρίση και να αναζωογονήσουν το φθίνον ευρωπαϊκό εγχείρημα, τουλάχιστον στο σκέλος του ευρώ. Δεύτερο γεγονός η νέα εκτόξευση της ανεργίας που εξουθενώνει την ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο οι εκλογές της 6ης Μαϊου αποτελούν σταυροδρόμι για την ιστορική πορεία της χώρας αλλά και της Ευρώπης. Μαζί με μια σειρά εκλογικών αναμετρήσεων θα παίξουν κρίσιμο ρόλο στην πορεία όχι μόνο των επιμέρους χωρών στις οποίες λαμβάνουν χώρα αλλά συνολικά της ευρωπαϊκής οικονομίας και κοινωνίας. Είναι οι πρώτες εκλογές μετά από πολλές δεκαετίες, που διεξάγονται σε περιβάλλον σοβούσας κρίσης του παγκοσμίου και ευρωπαϊκού καπιταλισμού.

Στις εκλογές στη χώρα μας- και όχι μόνο- θα αναμετρηθούν δύο πλευρές: από τη μια οι δυνάμεις του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού και της ροπής στον αυταρχισμό. Οι δυνάμεις που στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο έχουν ήδη ηττηθεί. Είναι οι δυνάμεις που έβαλαν τον κόσμο και την Ευρώπη στην κρίση, που την επιδεινώνουν, τη μετατρέπουν ραγδαία σε κρίση δημοκρατίας, κοινωνικής διάλυσης ακόμα και αντιπάλων εθνικισμών. Είναι επίσης οι δυνάμεις που κερδοσκοπούν ιδιοτελώς- πράγμα απόλυτα λογικό- μέσα και χάρη στην κρίση εις βάρος των λαών.
Από την άλλη βρίσκονται οι δυνάμεις που δομήθηκαν γύρω από την πρωταρχική άρνηση στη στρατηγική του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Είναι οι δυνάμεις που στην τρέχουσα φάση της κρίσης διέγνωσαν την αποτυχία των μνημονίων στην Ελλάδα όπως και συνολικά στην Ευρώπη. Οι δυνάμεις που προέταξαν την εν γένει προοδευτική, δημοκρατική στρατηγική εξόδου από την κρίση.
Σε εγχώριο επίπεδο, παρά την προφανή ανομοιογένεια των δυνάμεων στο εσωτερικό αυτής της πλευράς μπορεί κανείς στις περισσότερες εξ αυτών να εντοπίσει ορισμένα κοινά, βασικά στοιχεία: την ανάγκη εξόδου από τη μνημονιακή πολιτική, νέας διεθνούς διαπραγμάτευσης, εμβάθυνσης των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, στροφής από το δημοσιονομισμό στην πραγματική οικονομία με πρόταξη της παραγωγικής ανασυγκρότησης, ορθολογικοποίησης του δημοσίου τομέα απέναντι στη διάλυσή του, στήριξης του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, διασφάλισης του δημοσίου πλούτου απέναντι στη λογική του ξεπουλήματός του. Φυσικά θα εντοπίσει κανείς σημαντικές διαφωνίες σε σχέση με το ευρώ ή με άλλες βασικές πτυχές της εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής. Ωστόσο αυτές οι διαφοροποιήσεις τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα ίσως να είναι σημαντικά μικρότερες από όσο ορισμένοι νομίζουν ή θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είναι.
Στο μνημονιακό μπλοκ, στο μπλοκ των υποστηρικτών του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού ανήκουν η ΝΔ, το (φερόμενο ως) ΠΑΣΟΚ1 και η ακροδεξιά. Η στρατηγική των δυνάμεων αυτών έχει ήδη ηττηθεί πολλαπλά. Δεν είναι μόνο η πραγματικότητα της εμβάθυνσης της κρίσης, με συνέπειες διαλυτικές για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, η ρητή- credit event- και άρρητη χρεωκοπία της χώρας, της οποίας πιθανά έπονται και άλλες, η διεθνής απομόνωση και ταπείνωση. Είναι επιπλέον ότι πανευρωπαϊκά, η πανομοιότυπη με την ελληνική, μνημονιακή στρατηγική αποτυγχάνει, ωθώντας το ευρώ σε μια οδυνηρή διάλυση. Την ώρα μάλιστα που τα σενάρια διάλυσης ή διάσπασης της ευρωζώνης επανέρχονται δριμύτερα- αν ποτέ έφυγαν- οι ντόπιοι απολογητές των μνημονίων δεν έχουν ούτε μια γραμμή θέσεων έτοιμη, ως προς το τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση που σενάρια όπως τα προαναφερθέντα επιβεβαιωθούν, ώστε η χώρα να μην πιαστεί εξ απήνης. Συνειδητά σπέρνουν πανικό, για να θερίσουν τους καρπούς της καταστροφής του λαού.
Αν ο εικοστός αιώνας έκλεισε με το τέλος του (αν)υπαρκτού σοσιαλισμού στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ο 21ος άνοιξε- πέραν της επίθεσης της 11/9- με το αργό και βασανιστικό τέλος του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού: της αντί- κοινωνικής, αυταρχικής, διαλυτικής στρατηγικής, που αφού ύψωσε την παγκόσμια οικονομία πάνω σε βουνά άυλου χρήματος την κατακρημνίζει ήδη από το 2007 στη φτώχεια και στη βαρβαρότητα.
Τίθεται λοιπόν το εξής ερώτημα: ο ελληνικός λαός θα δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στις δυνάμεις της κρίσης, της χρεωκοπίας, της φτώχειας, του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού, στις δυνάμεις των οποίων η πολιτική ηττάται και καταρρέει διεθνώς; θα υποκύψει στο φόβο ανάβοντας πράσινο φως σε εγνωσμένα αποτυχημένες να τον βγάλουν από την κρίση πολιτικές; Εάν το κάνει θα πρόκειται για την καταρχήν επιτυχή έκβαση ενός πειράματος, ιδρυματοποίησης της πλειοψηφίας του λαού πίσω από τους τοίχους του φόβου και της αυτοτιμωρίας.
Ποια είναι όμως η έστω κατ’ ελάχιστον ήττα για τις παραπάνω δυνάμεις; καταρχήν- και πρέπει να τονίσουμε το καταρχήν διότι οι επερχόμενες εκλογές είναι μεν σταυροδρόμι αλλά όχι τελική μάχη- η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος να απορρίψει την πολιτική τους και αυτές τις ίδιες. Ακόμα και αν ο εκλογικός νόμος δώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στη νέα συγκυβέρνηση (τύπου) Παπαδήμου που έχει ήδη αποφασίσει το κατεστημένο της χώρας και προωθεί υπό τις επιταγές του ξένου παράγοντα, είναι απολύτως απαραίτητο να είναι σαφής η άρνηση του λαού προς την πολιτική τους. Πρέπει να γνωρίζουν ότι διαθέτουν κοινοβουλευτική πλειοψηφία μόνο βάσει του εκλογικού νόμου και όχι χάρη στη λαϊκή ετυμηγορία.
Η -κατ’ ελάχιστον- ήττα όμως των μεν δε θα σημάνει παρά μια πρόσκαιρη υποχώρηση της πολιτικής τους, προκειμένου απλά να επανακάμψουν ισχυρότεροι στο κοντινό μέλλον, αν δε συνοδευτεί από μια έστω κατ’ ελάχιστο νίκη της άλλης πλεύρας. Εδώ τα πράγματα σε ό,τι αφορά την έστω κατ’ ελαχίστο νίκη είναι αρκετά διαφορετικά. Συνιστά αναγκαία μεν, όχι ικανή δε, συνθήκη προς την προαναφερθείσα κατεύθυνση, η πλειοψήφιση των “αντιμνημονιακών” δυνάμεων στο εκλογικό σώμα. Έχει ωστόσο σημασία η πλειοψηφία των ψήφων να κατευθυνθεί προς συγκεκριμένα κόμματα ώστε να θέσει τα θεμέλια της συγκρότησης, ουσιαστικά να εξαναγκάσει και να ωθήσει στο άμεσο μέλλον προς την κατεύθυνση της δόμησης εναλλακτικής, προοδευτικής κυβερηντικής πρότασης. Άρα να ενισχύσει τις δυνάμεις εκείνες του σοσιαλιστικού, δημοκρατικού χώρου που είναι ανοιχτές σε συνεργασίες και σε συγκρότηση εναλλακτικής, προοδευτικής κυβερνητικής πρότασης.
Ο ορισμός του τι συνιστά έστω κατ’ ελάχιστο νίκη με τη σειρά του ορίζει και τα καθήκοντα των πολιτικών δυνάμεων που φιλοδοξούν να πρωτοπορήσουν στην έξοδο από την κρίση: κατανόηση του νοήματος των εκλογών, υπέρβαση των υπαρχόντων σχημάτων δια του μετασχηματισμού και όχι της άθροισης ή συγκόλλησης, προγραμματική σύγκληση για την κυβερνητική πρόταση και αξιοπιστία στη σχέση με το λαό.
Πρώτον, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι εκλογές αυτές δεν είναι σκαλοπάτι μεγέθυνσης των ποσοστών του κάθε κόμματος. Αυτή δεν είναι παρά παράπλευρη συνέπεια. Είναι κυρίως, σταυροδρόμι: οδεύοντας προς τις εκλογές και μέσα από το αποτέλεσμά τους πρέπει να στεριώσει η στρατηγική εξόδου από την κρίση, ως κυβερνητική πρόταση και προοπτική. Όχι αυτάρεσκα να καμαρώσουν τα πρόσκαιρα ποσοστά τους διάφορα κόμματα, προκειμένου να προχωρήσουν σε ξεκαθάρισμα εσωκομματικών λογαριασμών ή να προτάξουν το μέσο επί του στόχου μέσα από έναν τόσο γνώριμο σε όλους πολιτικό παραγοντισμό. Δεν πρέπει να προσχωρήσουν σε κινήσεις που θα δικαιώσουν την προπαγάνδα του κατεστημένου περί ακυβερνησίας.
Δεύτερον, είναι κρίσιμο ήδη από τώρα και απολύτως αναγκαίο έστω μετά τις εκλογές να αντιληφθούμε όσοι αυτοπροσδιοριζόμαστε ως σοσιαλιστές, δημοκράτες, προοδευτικοί ότι απαιτούνται νέοι σχηματισμοί. Οι τεκτονικές μετατοπίσεις, η διεθνής και εγχώρια κρίση του καπιταλισμού, η συνακόλουθη αμφισβήτηση του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού συστήματος δεν αφήνουν κανένα σχήμα και κανένα κόμμα ανεπηρέαστο. Κόμματα, θεσμοί και χώροι που διαμορφώθηκαν κατά τη μεταπολιτευτική διαδικασία στις συνθήκες οξείας κρίσης του πολιτικού εποικοδομήματος αλλά συναίνεσης ως προς την οικονομική βάση δεν μπορούν να επιβιώσουν ως είχαν μέχρι σήμερα, μέσα σε συνθήκες κρίσης τόσο στη βάση όσο και στο εποικοδόμημα. Η ανάγκη μετασχηματισμών αφορά ιδίως τις δυνάμεις του σοσιαλιστικού χώρου, αυτές δηλαδή τις δυνάμεις που δε διαθέτουν την προστασία και το συνεκτικό δεσμό που προσφέρει το κατεστημένο με τους μηχανισμούς του στους πολιτικούς του βραχίονες. Οι δυνάμεις που επιδιώκουν να συγκρουστούν με το κατεστημένο να προωθήσουν μια άλλη θέσμιση στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο χρειάζονται οργανωτική, ιδεολογική, προγραμματική, κινηματική και επικοινωνιακή υπερεπάρκεια. Γι’ αυτό πρέπει να περάσουν από τον αναγκαίο μετασχηματισμό, στοιχιζόμενες έτσι με τις επιταγές των καιρών.
Δεν αρκεί λοιπόν απλά η συγκόλληση υπαρχόντων σχημάτων. Σήμερα άλλωστε η κρίση αξιοπιστίας διαπερνά και θεσμούς που θα έπρεπε να είναι προνομιακοί για την αριστερά ή εν γένει τον αντιμνημονιακό χώρο- για παράδειγμα το μαζικό κομματικό φαινόμενο και τα συνδικάτα. Δεν αρκεί για παράδειγμα η άθροιση γραφειοκρατών, εν γένει στελεχών και ποσοστών. Απαιτείται η δόμηση ενός νέου πλειοψηφικού φορέα που θα ταυτιστεί με την έξοδο από την κρίση- άρα και από τα μνημόνια- μέσα από την παραγωγική ανασυγκρότηση, τη δημοκρατική εμβάθυνση, την αποκατάσταση της κοινωνικής αλληλεγγύης, την ολοκλήρωση απαραίτητων στοιχείων προοδευτικού αστικού εκσυγχρονισμού, τη διεθνή ισχυροποίηση της χώρας και τη θεμελίωση ενός νέου στρατηγικού στόχου για την πρωταγωνιστική συμμετοχή της χώρας στη διαμόρφωση και στο χτίσιμο του νέου μοντέλου διεθνώς, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού. Δηλαδή την τοποθέτηση της χώρας στην πρωτοπορία της λύσης από το επίκεντρο της κρίσης που βρίσκεται σήμερα.
Αυτός ο νέος, ενιαίος φορέας πρέπει να αποκτήσει γερές ρίζες στα κοινωνικά κινήματα και από εκεί να ανεβεί “προς τα πάνω”. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνούμε ότι η νεοελληνική ιστορία προχώρησε μέσα και χάρη σε τέτοιους μετασχηματισμούς που πάντοτε προέκυπταν από- με τον έναν ή τον άλλον τρόπο- βίαιες, μη ομαλές εξελίξεις και από γεγονότα- τομές. Σήμερα αυτή η εξέλιξη δεν έχει ολοκληρωθεί, γι’ αυτό και ακόμα πορευόμαστε με προϋπάρχοντα σχήματα. Τούτο όμως δε σημαίνει ότι υπάρχει χρόνος για καθυστέρηση.
Τρίτον, χρειάζεται προγραμματική σύγκληση των δυνάμεων που είναι διατεθειμένες να εισέλθουν στην περιγραφείσα πιο πάνω διαδικασία μετασχηματισμού. Σύγκληση με στόχο για τη λύση, το πως θα βγει ο λαός από την κρίση. Η προσπάθεια σύγκλησης πρέπει χωρίς τυμπανοκρουσίες και παρά τις όποιες αντιθέσεις να ξεκινήσει από τώρα, γύρω από συγκεκριμένους άξονες και παρά την καλώς ή κακώς- κακώς κατά το γράφοντα- μη κοινή εκλογική συμμετοχή των παραπάνω δυνάμεων. Η de-facto και de-jure αναίρεση των ρυθμίσεων των «μνημονίων», το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, η δημοσιονομική ορθολογικοποίηση με προοδευτικό, αναδιανεμητικό χαρακτήρα, ο μετασχηματισμός του δημοσίου τομέα και η ενίσχυση της αποτελεσματικότητάς του, το σχέδιο για την κοινωνική συνοχή με άμεση και έμμεση στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων, η προώθηση του πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού εκδημοκρατισμού, η εκπόνηση σεναρίων αντίδρασης σε περίπτωση επιδείνωσης της κρίσης, ο στρατηγικός σχεδιασμός για την Ελλάδα και την Ευρώπη μετά την κρίση μπρούν να αποτελέσουν τους παραπάνω άξονες.
Τέταρτον, πρέπει να στεριώσει μια νέα σχέση συνέπειας στη δημοκρατία μας μεταξύ λαού και αντιπροσώπων του. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να είναι καθαρή η ευθύνη που θα κληθεί να επωμιστεί ο λαός για τη στρατηγική εξόδου από την κρίση που οι προοδευτικές, αντιμνημονιακές δυνάμεις θα υλοποιήσουν σε κυβερνητικό επίπεδο. Η ευθύνη δεν έχει να κάνει μόνο με το οικονομικό κόστος αλλά επιπρόσθετα με την ανάγκη για διαρκή παρουσία στο προσκήνιο του λαού, των πολιτών, δηλαδή για πλήρη ανάληψη της θέσης που η λαϊκή κυριαρχία συνεπάγεται.
Εν τέλει ωστόσο όλα ξεκινούν και καταλήγουν στη λαϊκή ετυμηγορία. Ο λαός σήμερα βρίσκεται σε ένα δικαιολογημένο καθεστώς σύγχυσης. Μόλις τώρα αρχίζει να αναπτύσσει κάποιες άμυνες στην επίθεση φόβου που με πρωταγωνίστρια τη ραδιοτηλεοπτική χούντα το κατεστημένο εξαπέλυσε.
Για παράδειγμα περίπου το 30% του εκλογικού σώματος, που το 2009 υπερψήφισε διά του ΠΑΣΟΚ μια έστω μετριοπαθή κεϋνσιανή πολιτική περιφέρεται πολιτικά άστεγο. Από την άλλη ένα αντιπολιτικό και αντικομματικό, δηλαδή εξ ορισμού αντιδραστικό κλίμα υποθάλπεται από το κατεστημένο ως δήθεν προοδευτικό, προκειμένου η επιχειρηματική, παρασιτική ελίτ να διασφαλίσει την κυριαρχία της. Δύο συνθήκες, διαφορετικής βαρύτητας και ποιοτικών επιπτώσεων βεβαίως, που δείχνουν ότι η πλειοψηφία του λαού βρίσκεται σε αναζήτηση και σε σύγχυση. Ανιχνεύει περίπου τι απορρίπτει, συχνά ωστόσο ισοπεδωτικά. Χτυπά ακόμα τη βιτρίνα του κατεστημένου αφήνοντας ανέπαφο ό,τι κρύβεται από πίσω. Στρέφεται σε νέα πρόσωπα που δεν είναι τίποτα διαφορετικό από προθύμους να υπηρετήσουν την ίδια καταστροφική πολιτική αλλά με ομορφότερο χαμόγελο. Όλα αυτά είναι εν μέρει δικαιλογημένα και απολύτως ενδεικτικά.
Πάνω απ’ όλα όμως ο λαός ευτυχώς αναζητά λύση, όχι ηρωικές ήττες. Αυτό είναι η αμείλικτη βάσανος στην οποία υποβάλλει όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν έστω τώρα, λίγο πριν τις εκλογές; Πρωτοβουλιακά, χωρίς μεμψοιμιρίες και καχυποψίες- κατά το δυνατόν- με συμμετοχή δυνάμεων από όσα κόμματα, κινήσεις, κινήματα και προσωπικότητες επιζητούν τη συνεργασία των προοδευτικών, δημοκρατικών, αντιμνημονιακών δυνάμεων, με στόχο τη σύνθεση εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης σήμερα και όχι στο απροσδιόριστο μέλλον, χωρίς να φοβόμαστε να “λερώσουμε” τα χέρια μας με ιδεολογικά “ακάθαρτους” να οργανώσουμε ένα χώρο διαλόγου, που θα παράξει άμεσα αποτελέσματα με θέματα τη σύγκληση για την εναλλακτική, προοδευτική κυβέρνηση και το ρίζωμα αυτού του σχεδίου στην οργανωμένη κοινωνία, στα κινήματα.
Οι καιροί ου μενετοί.
www.harta.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: