Του Νίκου Κοτζιά
Τα τρία κριτήρια συγκρότησης εκλογικών νόμων
Οι εκλογικοί νόμοι κατασκευάζονται στη βάση τριών κριτηρίων. Το πρώτο είναι η αναλογικότητα, δηλαδή, η δημοκρατικότητα. Σκοπός αυτού του κριτηρίου είναι να διασφαλίζεται, έστω και τυπικά, ότι μετρά η ψήφος κάθε έλληνα και ελληνίδας εξίσου. Οτι έχει τον ίδιο βαθμό επίδρασης στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το κριτήριο αυτό υποστηρίζεται από παλιά από την αριστερά. Το δεύτερο είναι αυτό της αυτονομίας, δηλαδή, της διασφάλισης ότι η πολιτική και οι εκλεγμένοι πολιτικοί είναι όσο το δυνατό πιο ανεξάρτητοι από τα μεγάλα συμφέροντα, ιδιαίτερα την διαπλοκή. Στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ του 2009 υπήρχαν προτάσεις σε μια τέτοια κατεύθυνση που δεν ήταν, όπως αποδείχτηκε, ειλικρινείς. Το τρίτο κριτήριο είναι της σταθερότητας, υποτίθεται της κυβερνησιμότητας. Αυτό είναι το κριτήριο αιτιολόγησης πλειοψηφικών νόμων, καθώς και της πρόβλεψης ελάχιστου ποσοστού εισόδου στην βουλή, το λεγόμενο κατώφλι.
Ο σημερινός εκλογικός νόμος είναι ένας μεικτός νόμος που προτάσσει το κριτήριο «της σταθερότητας». Για να εισέλθει ένα κόμμα στη βουλή πρέπει να έχει λάβει πάνω από 3% των ψήφων. Προβλέπεται, δηλαδή, κατώφλι, σχετικά όχι μεγάλο (στη Γερμανία είναι 5%, στην Ρωσία και Τουρκία φτάνει το 10%). Οι 250 έδρες κατανέμονται αναλογικά ανάμεσα στα κόμματα που υπερβαίνουν το κατώφλι. Οι 50 υπολειπόμενες έδρες δίνονται με τη λογική του απόλυτου πλειοψηφικού συστήματος. Η Ελλάδα θεωρείται ως μία και μοναδική εκλογική περιφέρεια και το πρώτο κόμμα λαμβάνει και τις 50 έδρες. Με αυτό τον τρόπο ένα κόμμα ακόμα και αν έχει λάβει μόλις το 37-38% του εκλογικού σώματος μπορεί να αποκτήσει απόλυτη πλειοψηφία και να κυβερνήσει.
Η αντιδημοκρατική μετατροπή της μειοψηφίας του εκλογικού σώματος σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι αυθαίρετη και αυταρχική. Επιβάλλεται στο όνομα κάποιας σταθερότητας. Μάλιστα, η λογική ενός εκλογικού συστήματος που έχει υποταχτεί στην «σταθερότητα» είναι λογική μονοκομματικών κυβερνήσεων, παράγει περισσότερο σύγκρουση από ουσία και δυσκολεύει τις προγραμματικές κυβερνητικές συνεργασίες. Παράγει δε, επιπλέον, σε συνδυασμό με το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών και του σταυρού, μια κουλτούρα πελατειακών σχέσεων που δίνει την δυνατότητα να κυβερνά ένα μειοψηφικό στην κοινωνία κόμμα. Μόνο που όπως συμβαίνει σε όλα τα εκλογικά συστήματα, αλλά και γενικότερα στα πολιτικά συστήματα, που προτάσσουν το κριτήριο της σταθερότητας εκείνου της αναλογικότητας, όταν η χώρα μπει σε τροχιά κρίσης, τότε, μια τέτοια πλαστή πλειοψηφία, αποτελεί περισσότερο στοιχείο αστάθειας και αδιεξόδων, παρά λύσεων.
Εκλογικό σύστημα παραγωγής σύμπλευσης του δικομματισμούΤο εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα είναι ένα σύστημα που στηρίζεται στη λογική του δικομματικού καυγά και του αποκλεισμού από τη διακυβέρνηση των κομμάτων αντιπολίτευσης στον δικομματισμό. Στην ιστορία, όμως, προκύπτουν καταστάσεις που δεν μπορεί να τις προβλέψει ο αυταρχικός νομοθέτης της «σταθερότητας». Σε τέτοιες ιδιαίτερες καταστάσεις δίνεται η δυνατότητα πολλαπλών αλλαγών, ενάντια ακόμα και στη λογική του υπάρχοντος εκλογικού συστήματος. Επί παραδείγματι, μετά το 2009, παρά την μεγάλη αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ (160 έδρες) και μάλιστα με σχετικά μεγάλο ποσοστό ψήφων (44%), το σύστημα αποδείχτηκε αδύναμο και ασταθές έναντι των μεγάλων αλλαγών που επιτελούνταν στο εκλογικό σώμα, εξαιτίας της πολιτικής του νέου ραγιαδισμού. Τα κόμματα του δικομματισμού αναγκάστηκαν να συνεργαστούν στο επίπεδο της διακυβέρνησης, χωρίς μεταξύ τους προγραμματική συμφωνία, στη βάση των εντολών του ξένου παράγοντα. Στην ουσία όπως επιβλήθηκαν στην Ελλάδα τα μνημόνια, έτσι επιβλήθηκε στον δικομματισμό το Μνημόνιο 2 ως κοινό κυβερνητικό και ουσιαστικά σημερινό προεκλογικό πρόγραμμα. Αυτό δε συνέβη, χωρίς καν να υπάρξει διαπραγμάτευση ανάμεσα στα κόμματα του δικομματισμού.
Στις συνθήκες της εποχής της τρόικας, τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα τον τόπο και τον κατέστρεψαν δεν επιδιώκουν την αυτοδυναμία. Όταν την επικαλούνται άμεσα (ΝΔ) ή έμμεσα (Το ΠΑΣΟΚ με εκείνο το γελοίο εφεύρημα του Βενιζέλου για «αυτοδύναμη Ελλάδα») το κάνουν περισσότερο για να μαζέψουν ψήφους προκειμένου να συγκυβερνήσουν παρά γιατί το πιστεύουν.
Τα κόμματα του δημοκρατικού αντιμνημονιακού αγώναΤα κόμματα του δημοκρατικού αντιμνημονιακού αγώνα δείχνουν αδύναμα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής. Να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας διαφορετικής κυβέρνησης κοινού προγράμματος. Εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα βαθμό με την λογική που είχαν και πριν την εποχή της κρίσης και της τρόικας. Επιπλέον, καμία πολιτική πλατφόρμα των μεγαλύτερων κομμάτων της δημοκρατικής αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης δεν διακρίνεται για τον πλούτο και το βάθος των επεξεργασιών της. Κάθε άλλο. Ακόμα χειρότερα, δείχνουν όλα τους να είναι εγκλωβισμένα στις λογικές εσωτερικής ισορροπίας και διαπραγμάτευσης μηχανισμών. Δείχνουν ατολμία ως προς την υπέρβαση ακόμα και τη σκιά τους. Σε διαφορετικό βαθμό έχουν ευθύνη που δεν θέλησαν ή δεν τα κατάφεραν στην ουσιαστική δημιουργία ενός μεγάλου μετώπου συνεργασιών.
Το πλέον οργανωμένο κόμμα της αριστεράς με πολλές αρετές στον τρόπο δράσης του, πολιτικά συμπεριφέρθηκε ως ένα κόμμα που το ενδιέφερε περισσότερο να μην πάθει κρύωμα από την επαφή με τον έξω κόσμο, αν τυχόν άνοιγε τις πόρτες του, παρά να συνεργαστεί με ευρύτερες δυνάμεις. Ίσως έχει βγάλει λάθος συμπέρασμα από τα όσα συνέβησαν το 1989. Η εμπειρία του με τον ενιαίο Συνασπισμό που συνίδρυσε, υπήρξε για το ίδιο αρνητική, αφού το οδήγησε σε μια πρώτη διάσπαση το 1989 από δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στη διαπλοκή και κατόπιν σε μια δεύτερη διάσπαση, στο ίδιο το εσωτερικό του, το 1991, όταν αποσύρθηκε από τον Συνασπισμό. Έτσι ενώ έχει συγκυβερνήσει με τη ΝΔ για κάποια σκάνδαλα και εκχωρήσεις, αρνείται μέσα στην βαθιά κρίση να συνεργαστεί με ριζοσπαστικές και αριστερές ρεφορμιστικές αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Το δεύτερο κόμμα υπέστη δύο διασπάσεις στην περίοδο της κρίσης. Κινδύνεψε να πάθει μεγάλη ζημιά. Κατάφερε να αναδείξει την αντιμνημονιακή πολιτική του, αλλά και να προβάλει έναν λόγο που τασσόταν υπέρ των συνεργασιών. Ο λόγος αυτός δεν έχει ακόμα ωριμάσει και δεν συνδέθηκε με μια ουσιαστική προγραμματική και με σεβασμό συνεργασία. Συχνά, έδειξε να προτιμά περισσότερο το τσιμπολόγημα μεμονωμένων προσώπων και την ένταξή τους άμεσα ή έμμεσα στις γραμμές του, παρά την με σεβασμό συνεργασία με διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.
Το τρίτο κόμμα έδειξε ως να επιθυμεί περισσότερο από όλα το να αποφύγει κάθε συμπόρευση με τον χώρο από τον οποίο προήλθε. Στην πορεία έχασε τις ισορροπίες του, καθότι άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του για τμήματα του ΠΑΣΟΚ που συνδέθηκαν με το «εκσυγχρονιστικό», ορθότερα αναχρονιστικό εγχείρημα. Παραμένει, όμως, ένα κόμμα που ο λόγος του είναι, έστω και με αστάθειες, αντιμνημονιακός. Συχνά δίνει τροφή να κατηγορείται ότι έχει την πρόθεση συμπόρευσης με το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Ελπίζω, μετεκλογικά, να συνταχθεί με τις άλλες δημοκρατικές αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Για έναν δημοκρατικό, πατριωτικό χώρο, κοινωνικής ευαισθησίαςΌλα δείχνουν ότι συχνά στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό υπάρχει περισσότερη ρητορική για συνεργασία των αντιμνημονιακών δυνάμεων και πρόθεση αύξησης ψήφων στο όνομα αυτής της ρητορικής, παρά ουσιαστική στρατηγική επιλογή μακρόχρονων συνεργασιών. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι οι δυνάμεις του δημοκρατικού-αριστερού χώρου που διακρίνονται για μια ριζοσπαστική οικονομική αντίληψη, πατριωτισμό και κοινωνική ευαισθησία, δεν μπόρεσαν να συμπτύξουν ένα μεγάλο κοινό μέτωπο που θα τις έκανε ικανές να σφραγίσουν το πολιτικό σκηνικό και να θέσουν το ζήτημα των συνεργασιών πάνω σε πιο ώριμα θεμέλια.
Το μέτωπο αυτό, λογικά, θα είχε συγκροτηθεί, αφού ήταν σε μεγάλο βαθμό συμφωνημένο λίγο πριν την προαναγγελία των εκλογών. Θα είχε δε προχωρήσει, αν δεν είχαν εκδηλωθεί προσωπικές ανασφάλειες, καθυστερήσεις στη συνείδηση ορισμένων ως προς την υπέρβαση των αυταπατών για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ, καθώς και «έξωθεν» επιρροές από δυνάμεις που δεν επιθυμούσαν να υπάρξει ένα τέτοιο ισχυρό μέτωπο. Προσωπικά προσπάθησα να συμβάλω σε μια τέτοια ακριβώς ενωτική προοπτική, ενώ παραμένω πιστός υπηρέτης της.
Σήμερα πολλές αριστερές δυνάμεις που δεν πέρασαν ποτέ από το ΠΑΣΟΚ, δυνάμεις που συντάχτηκαν και εντάχτηκαν με το ΠΑΣΟΚ, μεγάλα τμήματα των αγανακτισμένων, έλληνες πατριώτες, επιθυμούν μια νέα πορεία και πολιτική έκφραση. Οι δυνάμεις αυτές συγκροτούνται βαθμιαία από την μία πλευρά της Ελλάδας μέχρι την άλλη. Με δίκτυα, με κόμματα όπως το Άρμα Πολιτών, με κινήσεις όπως η Ενωτική Κίνηση, με ομάδες πρωτοβουλίας από τον Πειραιά μέχρι και τη Θεσσαλονίκη, σε πολλές ηπειρωτικές πόλεις και νησιά, ο δημοκρατικός, πατριωτικός και κοινωνικά ευαίσθητος χώρος έχει τη δυνατότητα μετά τις εκλογές να ανασυγκροτηθεί σε μια νέα προωθητική πολιτική δύναμη και παρά το ότι καθυστέρησε να το κάνει. Πιστεύω δε, ότι θα το κάνει .
Οι εκλογικοί νόμοι κατασκευάζονται στη βάση τριών κριτηρίων. Το πρώτο είναι η αναλογικότητα, δηλαδή, η δημοκρατικότητα. Σκοπός αυτού του κριτηρίου είναι να διασφαλίζεται, έστω και τυπικά, ότι μετρά η ψήφος κάθε έλληνα και ελληνίδας εξίσου. Οτι έχει τον ίδιο βαθμό επίδρασης στο πολιτικό γίγνεσθαι. Το κριτήριο αυτό υποστηρίζεται από παλιά από την αριστερά. Το δεύτερο είναι αυτό της αυτονομίας, δηλαδή, της διασφάλισης ότι η πολιτική και οι εκλεγμένοι πολιτικοί είναι όσο το δυνατό πιο ανεξάρτητοι από τα μεγάλα συμφέροντα, ιδιαίτερα την διαπλοκή. Στο πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ του 2009 υπήρχαν προτάσεις σε μια τέτοια κατεύθυνση που δεν ήταν, όπως αποδείχτηκε, ειλικρινείς. Το τρίτο κριτήριο είναι της σταθερότητας, υποτίθεται της κυβερνησιμότητας. Αυτό είναι το κριτήριο αιτιολόγησης πλειοψηφικών νόμων, καθώς και της πρόβλεψης ελάχιστου ποσοστού εισόδου στην βουλή, το λεγόμενο κατώφλι.
Ο σημερινός εκλογικός νόμος είναι ένας μεικτός νόμος που προτάσσει το κριτήριο «της σταθερότητας». Για να εισέλθει ένα κόμμα στη βουλή πρέπει να έχει λάβει πάνω από 3% των ψήφων. Προβλέπεται, δηλαδή, κατώφλι, σχετικά όχι μεγάλο (στη Γερμανία είναι 5%, στην Ρωσία και Τουρκία φτάνει το 10%). Οι 250 έδρες κατανέμονται αναλογικά ανάμεσα στα κόμματα που υπερβαίνουν το κατώφλι. Οι 50 υπολειπόμενες έδρες δίνονται με τη λογική του απόλυτου πλειοψηφικού συστήματος. Η Ελλάδα θεωρείται ως μία και μοναδική εκλογική περιφέρεια και το πρώτο κόμμα λαμβάνει και τις 50 έδρες. Με αυτό τον τρόπο ένα κόμμα ακόμα και αν έχει λάβει μόλις το 37-38% του εκλογικού σώματος μπορεί να αποκτήσει απόλυτη πλειοψηφία και να κυβερνήσει.
Η αντιδημοκρατική μετατροπή της μειοψηφίας του εκλογικού σώματος σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία είναι αυθαίρετη και αυταρχική. Επιβάλλεται στο όνομα κάποιας σταθερότητας. Μάλιστα, η λογική ενός εκλογικού συστήματος που έχει υποταχτεί στην «σταθερότητα» είναι λογική μονοκομματικών κυβερνήσεων, παράγει περισσότερο σύγκρουση από ουσία και δυσκολεύει τις προγραμματικές κυβερνητικές συνεργασίες. Παράγει δε, επιπλέον, σε συνδυασμό με το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών και του σταυρού, μια κουλτούρα πελατειακών σχέσεων που δίνει την δυνατότητα να κυβερνά ένα μειοψηφικό στην κοινωνία κόμμα. Μόνο που όπως συμβαίνει σε όλα τα εκλογικά συστήματα, αλλά και γενικότερα στα πολιτικά συστήματα, που προτάσσουν το κριτήριο της σταθερότητας εκείνου της αναλογικότητας, όταν η χώρα μπει σε τροχιά κρίσης, τότε, μια τέτοια πλαστή πλειοψηφία, αποτελεί περισσότερο στοιχείο αστάθειας και αδιεξόδων, παρά λύσεων.
Εκλογικό σύστημα παραγωγής σύμπλευσης του δικομματισμούΤο εκλογικό σύστημα στην Ελλάδα είναι ένα σύστημα που στηρίζεται στη λογική του δικομματικού καυγά και του αποκλεισμού από τη διακυβέρνηση των κομμάτων αντιπολίτευσης στον δικομματισμό. Στην ιστορία, όμως, προκύπτουν καταστάσεις που δεν μπορεί να τις προβλέψει ο αυταρχικός νομοθέτης της «σταθερότητας». Σε τέτοιες ιδιαίτερες καταστάσεις δίνεται η δυνατότητα πολλαπλών αλλαγών, ενάντια ακόμα και στη λογική του υπάρχοντος εκλογικού συστήματος. Επί παραδείγματι, μετά το 2009, παρά την μεγάλη αυτοδυναμία του ΠΑΣΟΚ (160 έδρες) και μάλιστα με σχετικά μεγάλο ποσοστό ψήφων (44%), το σύστημα αποδείχτηκε αδύναμο και ασταθές έναντι των μεγάλων αλλαγών που επιτελούνταν στο εκλογικό σώμα, εξαιτίας της πολιτικής του νέου ραγιαδισμού. Τα κόμματα του δικομματισμού αναγκάστηκαν να συνεργαστούν στο επίπεδο της διακυβέρνησης, χωρίς μεταξύ τους προγραμματική συμφωνία, στη βάση των εντολών του ξένου παράγοντα. Στην ουσία όπως επιβλήθηκαν στην Ελλάδα τα μνημόνια, έτσι επιβλήθηκε στον δικομματισμό το Μνημόνιο 2 ως κοινό κυβερνητικό και ουσιαστικά σημερινό προεκλογικό πρόγραμμα. Αυτό δε συνέβη, χωρίς καν να υπάρξει διαπραγμάτευση ανάμεσα στα κόμματα του δικομματισμού.
Στις συνθήκες της εποχής της τρόικας, τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν μέχρι σήμερα τον τόπο και τον κατέστρεψαν δεν επιδιώκουν την αυτοδυναμία. Όταν την επικαλούνται άμεσα (ΝΔ) ή έμμεσα (Το ΠΑΣΟΚ με εκείνο το γελοίο εφεύρημα του Βενιζέλου για «αυτοδύναμη Ελλάδα») το κάνουν περισσότερο για να μαζέψουν ψήφους προκειμένου να συγκυβερνήσουν παρά γιατί το πιστεύουν.
Τα κόμματα του δημοκρατικού αντιμνημονιακού αγώναΤα κόμματα του δημοκρατικού αντιμνημονιακού αγώνα δείχνουν αδύναμα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της εποχής. Να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας διαφορετικής κυβέρνησης κοινού προγράμματος. Εξακολουθούν να λειτουργούν σε ένα βαθμό με την λογική που είχαν και πριν την εποχή της κρίσης και της τρόικας. Επιπλέον, καμία πολιτική πλατφόρμα των μεγαλύτερων κομμάτων της δημοκρατικής αντιμνημονιακής αντιπολίτευσης δεν διακρίνεται για τον πλούτο και το βάθος των επεξεργασιών της. Κάθε άλλο. Ακόμα χειρότερα, δείχνουν όλα τους να είναι εγκλωβισμένα στις λογικές εσωτερικής ισορροπίας και διαπραγμάτευσης μηχανισμών. Δείχνουν ατολμία ως προς την υπέρβαση ακόμα και τη σκιά τους. Σε διαφορετικό βαθμό έχουν ευθύνη που δεν θέλησαν ή δεν τα κατάφεραν στην ουσιαστική δημιουργία ενός μεγάλου μετώπου συνεργασιών.
Το πλέον οργανωμένο κόμμα της αριστεράς με πολλές αρετές στον τρόπο δράσης του, πολιτικά συμπεριφέρθηκε ως ένα κόμμα που το ενδιέφερε περισσότερο να μην πάθει κρύωμα από την επαφή με τον έξω κόσμο, αν τυχόν άνοιγε τις πόρτες του, παρά να συνεργαστεί με ευρύτερες δυνάμεις. Ίσως έχει βγάλει λάθος συμπέρασμα από τα όσα συνέβησαν το 1989. Η εμπειρία του με τον ενιαίο Συνασπισμό που συνίδρυσε, υπήρξε για το ίδιο αρνητική, αφού το οδήγησε σε μια πρώτη διάσπαση το 1989 από δυνάμεις που αντιτάχθηκαν στη διαπλοκή και κατόπιν σε μια δεύτερη διάσπαση, στο ίδιο το εσωτερικό του, το 1991, όταν αποσύρθηκε από τον Συνασπισμό. Έτσι ενώ έχει συγκυβερνήσει με τη ΝΔ για κάποια σκάνδαλα και εκχωρήσεις, αρνείται μέσα στην βαθιά κρίση να συνεργαστεί με ριζοσπαστικές και αριστερές ρεφορμιστικές αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Το δεύτερο κόμμα υπέστη δύο διασπάσεις στην περίοδο της κρίσης. Κινδύνεψε να πάθει μεγάλη ζημιά. Κατάφερε να αναδείξει την αντιμνημονιακή πολιτική του, αλλά και να προβάλει έναν λόγο που τασσόταν υπέρ των συνεργασιών. Ο λόγος αυτός δεν έχει ακόμα ωριμάσει και δεν συνδέθηκε με μια ουσιαστική προγραμματική και με σεβασμό συνεργασία. Συχνά, έδειξε να προτιμά περισσότερο το τσιμπολόγημα μεμονωμένων προσώπων και την ένταξή τους άμεσα ή έμμεσα στις γραμμές του, παρά την με σεβασμό συνεργασία με διαφορετικούς πολιτικούς χώρους.
Το τρίτο κόμμα έδειξε ως να επιθυμεί περισσότερο από όλα το να αποφύγει κάθε συμπόρευση με τον χώρο από τον οποίο προήλθε. Στην πορεία έχασε τις ισορροπίες του, καθότι άνοιξε διάπλατα τις πόρτες του για τμήματα του ΠΑΣΟΚ που συνδέθηκαν με το «εκσυγχρονιστικό», ορθότερα αναχρονιστικό εγχείρημα. Παραμένει, όμως, ένα κόμμα που ο λόγος του είναι, έστω και με αστάθειες, αντιμνημονιακός. Συχνά δίνει τροφή να κατηγορείται ότι έχει την πρόθεση συμπόρευσης με το σημερινό ΠΑΣΟΚ. Ελπίζω, μετεκλογικά, να συνταχθεί με τις άλλες δημοκρατικές αντιμνημονιακές δυνάμεις.
Για έναν δημοκρατικό, πατριωτικό χώρο, κοινωνικής ευαισθησίαςΌλα δείχνουν ότι συχνά στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό υπάρχει περισσότερη ρητορική για συνεργασία των αντιμνημονιακών δυνάμεων και πρόθεση αύξησης ψήφων στο όνομα αυτής της ρητορικής, παρά ουσιαστική στρατηγική επιλογή μακρόχρονων συνεργασιών. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι οι δυνάμεις του δημοκρατικού-αριστερού χώρου που διακρίνονται για μια ριζοσπαστική οικονομική αντίληψη, πατριωτισμό και κοινωνική ευαισθησία, δεν μπόρεσαν να συμπτύξουν ένα μεγάλο κοινό μέτωπο που θα τις έκανε ικανές να σφραγίσουν το πολιτικό σκηνικό και να θέσουν το ζήτημα των συνεργασιών πάνω σε πιο ώριμα θεμέλια.
Το μέτωπο αυτό, λογικά, θα είχε συγκροτηθεί, αφού ήταν σε μεγάλο βαθμό συμφωνημένο λίγο πριν την προαναγγελία των εκλογών. Θα είχε δε προχωρήσει, αν δεν είχαν εκδηλωθεί προσωπικές ανασφάλειες, καθυστερήσεις στη συνείδηση ορισμένων ως προς την υπέρβαση των αυταπατών για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ, καθώς και «έξωθεν» επιρροές από δυνάμεις που δεν επιθυμούσαν να υπάρξει ένα τέτοιο ισχυρό μέτωπο. Προσωπικά προσπάθησα να συμβάλω σε μια τέτοια ακριβώς ενωτική προοπτική, ενώ παραμένω πιστός υπηρέτης της.
Σήμερα πολλές αριστερές δυνάμεις που δεν πέρασαν ποτέ από το ΠΑΣΟΚ, δυνάμεις που συντάχτηκαν και εντάχτηκαν με το ΠΑΣΟΚ, μεγάλα τμήματα των αγανακτισμένων, έλληνες πατριώτες, επιθυμούν μια νέα πορεία και πολιτική έκφραση. Οι δυνάμεις αυτές συγκροτούνται βαθμιαία από την μία πλευρά της Ελλάδας μέχρι την άλλη. Με δίκτυα, με κόμματα όπως το Άρμα Πολιτών, με κινήσεις όπως η Ενωτική Κίνηση, με ομάδες πρωτοβουλίας από τον Πειραιά μέχρι και τη Θεσσαλονίκη, σε πολλές ηπειρωτικές πόλεις και νησιά, ο δημοκρατικός, πατριωτικός και κοινωνικά ευαίσθητος χώρος έχει τη δυνατότητα μετά τις εκλογές να ανασυγκροτηθεί σε μια νέα προωθητική πολιτική δύναμη και παρά το ότι καθυστέρησε να το κάνει. Πιστεύω δε, ότι θα το κάνει .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου