Του Δημήτρη Καραμάνη
Η περίοδος που διανύουμε εμφανίζει δύο πλήρως αντιφατικά φαινόμενα εντός της κοινωνίας και του πολιτικού σκηνικού.
Από τη μία πλευρά, διαμορφώνεται μια ισχυρή τάση ενίσχυσης της αριστεράς. Η τάση αυτή αποτυπώνεται, αφενός στη δυναμική που διαμόρφωσαν μια σειρά από κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, και αφετέρου στα δημοσκοπικά στοιχεία που, με περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο τρόπο, πιστοποιούν την υποχώρηση του δικομματισμού και την άνοδο των αριστερών σχηματισμών.
Στον αντίποδα, είναι εμφανής η επιρροή της ακροδεξιάς τόσο σε επίπεδο κοινωνικής πρακτικής όσο και σε επίπεδο αφομοίωσης της αφήγησης κυρίως όσον αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα. Ακόμα, η παραδοσιακή ακροδεξιά ατζέντα που ανοίγει τη βεντάλια των ζητημάτων της ασφάλειας και του
εσωτερικού (ή εξωτερικού) εχθρού, είναι πλέον βασικό κομμάτι της ρητορικής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, γεγονός που αντικειμενικά νομιμοποιεί απόψεις και πρακτικές, φορείς των οποίων ήταν μέχρι πρότινος περιθωριακές ναζιστικές συμμορίες. Κάπως έτσι, οι συμμορίες αυτές σήμερα διεκδικούν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Είναι γεγονός πως η κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία, από τη στιγμή που οι συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής έγιναν απτές, είναι αυτή που αποδίδει τους χαρακτηρισμούς της εθνικής προδοσίας και του δωσιλογισμού στους υπαίτιους της κρίσης. Αυτή η αντίληψη οδηγεί στην αναζήτηση λύσεων (σε πρόσωπα ή κόμματα) που θα έχουν τα χαρακτηριστικά «τιμωρού». Αυτού δηλαδή που θα αποδόσει δικαιοσύνη, στήνοντας κρεμάλες και στέλνοντας τους υπεύθυνους στο νέο Γουδί.
Η ρητορική περί «προδοτών του έθνους» είναι στοιχείο της παράδοσης του ελληνικού εθνικισμού που άνθισε στα μεταπολεμικά χρόνια, στοχοποιώντας το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Με αυτή την έννοια, αποτελεί, τώρα και πάντα, ξένη και απορριπτέα ρητορική για την αριστερά: τόσο για ιστορικούς λόγους, όσο και για το ότι βρίσκεται εκτός κάθε ταξικής ανάλυσης που η αριστερά (οφείλει να) έχει.
***
Η αριστερά εμφανίζεται ενισχυμένη σήμερα, επειδή διατηρεί αυτό που, ίσως αδόκιμα, ονομάζεται «ηθικό πλεονέκτημα». Για την πλειοψηφία ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας που συμμερίζεται τη ρητορική της «εθνοπροδοσίας», η αριστερά παραμένει εκείνος ο πόλος που έμεινε έξω από το όργιο της διαφθοράς και της διασπάθισης δημοσίου χρήματος - άρα αποτελεί μια εν δυνάμει εναλλακτική λύση.
Εδώ ακριβώς ανακύπτει το θέμα του πώς η αριστερά αντιλαμβάνεται τη σχέση της με τα συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας που στρέφονται προς αυτήν για πρώτη φορά, ενόψει μάλιστα των βουλευτικών εκλογών.
Αρχικά, είναι καταστροφική μια θέση ελιτιστική, σύμφωνα με την οποία οι συνειδήσεις είναι φτιαγμένες από ενισχυμένο σκυρόδεμα και άρα δεν έχει αξία να προσπαθήσεις καν να απευθυνθείς σε ένα ακροατήριο που παραδοσιακά βρισκόταν στο απέναντι στρατόπεδο, σε επίπεδο αξιών και πρακτικών.
Εξίσου καταστροφική, όμως, είναι η απόπειρα συνάντησης με αυτό τον κόσμο μέσω της υιοθέτησης ενός εθνικού λόγου, που αντικειμενικά συνιστά υποχώρηση από συγκροτητικά στοιχεία της αριστερής ταυτότητας και βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την ανάλυση της ταξικής φύσης της σημερινής σύγκρουσης. Στις περιπτώσεις που η αριστερά ενέταξε τμήματα του εθνικού λόγου στη ρητορική της, το έπραξε σε τελείως διαφορετικές συνθήκες και έχοντας ηγεμονεύσει σε επίπεδο πρακτικών εντός της κοινωνίας.
Σε συνθήκες «πολέμου», με βάση την ορολογία των ίδιων των κυβερνώντων, το πώς θα υπάρχει η αριστερά γίνεται ακόμα πιο σαφές: υπεράσπιση των συμφερόντων των πληττόμενων κομματιών της κοινωνίας και, συγχρόνως, πάλη στο επίπεδο των αξιών, των αντιλήψεων και των πρακτικών. Μια αριστερά που αντιμετωπίζει τον νέο κόσμο που την προσεγγίζει απλά και μόνο σαν εκλογικό ακροατήριο, αρνούμενη ή φοβούμενη να ανοίξει την κουβέντα στο πεδίο των αξιών της, είναι μια αριστερά αναποτελεσματική.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι κρίσιμο η αριστερά να μπορεί να είναι πειστική, υπενθυμίζοντας ότι το προγραμματικό πλαίσιο που εισηγείται είναι αλληλένδετο με ένα πλέγμα αξιών στον αντίποδα της κυρίαρχης αντίληψης.
Οι αξίες της αριστεράς είναι αυτές που την κράτησαν ζωντανή όταν παρέλαυναν τα άρματα του εκσυγχρονισμού και της «ισχυρής Ελλάδας». Το ίδιο ακριβώς πρέπει να θυμηθούμε σήμερα που η αντιμεταναστευτική υστερία κυριαρχεί. Αυτές οι αξίες οφείλουν να είναι το όχημα για την αλλαγή, όχι μόνο των πολιτικών συσχετισμών, αλλά και των συνειδήσεων και των πρακτικών στην κοινωνία.
Ειδικά σήμερα που οι αστικές πολιτικές δυνάμεις πλειοδοτούν σε ξενοφοβία και ρατσισμό, στοχοποιώντας τα πιο σκληρά εκμεταλλευόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, οφείλουμε να δώσουμε τη μάχη από θέσεις αρχών.
Ας διδαχθούμε από τον υποψήφιο του Μετώπου της Αριστεράς στη Γαλλία, που σπάει την εθνικιστική προπαγάνδα περί «ισλαμικής τρομοκρατίας» της Λεπέν και του Σαρκοζί, αφενός παραθέτοντας τα στοιχεία που φανερώνουν πως οι φασιστικές επιθέσεις είναι πολλαπλάσιες από περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς μεταναστών, και αφετέρου μιλώντας για τις ευθύνες της γαλλικής δεξιάς και ακροδεξιάς που στήριζαν τις πολεμικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενώ σήμερα κουνάνε το δάχτυλο στους πρόσφυγες.
Από τις γειτονιές μέχρι τα τηλεπαράθυρα, να σπάσουμε το μύθο της εγκληματικότητας που «προκαλούν οι ξένοι» και να μιλήσουμε για τα εκατοντάδες περιστατικά ρατσιστικών δολοφονικών επιθέσεων που γίνονται καθημερινά και περνάνε στα ψιλά. Να πολεμήσουμε τις απόψεις που θεωρούν πως το θέμα λύνεται με στρατόπεδα συγκέντρωσης. Να μιλήσουμε ανοιχτά για τους ανθρώπους που δουλεύουν για χρόνια κάτω από καθεστώς στυγνής εκμετάλλευσης.
Δεν υπάρχει δίλημμα, αν τουλάχιστον θέλουμε να είμαστε αντίστοιχοι με αυτά που αποτελούν ταυτοτικά στοιχεία της αριστεράς. Χρέος μας είναι να παλέψουμε με αυτούς που βιώνουν, αλλά δεν μπορούν να προφέρουν τη λέξη «απόγνωση» στα ελληνικά, και να τους μάθουμε τη λέξη «αλληλεγγύη».
rednotebook
Η περίοδος που διανύουμε εμφανίζει δύο πλήρως αντιφατικά φαινόμενα εντός της κοινωνίας και του πολιτικού σκηνικού.
Από τη μία πλευρά, διαμορφώνεται μια ισχυρή τάση ενίσχυσης της αριστεράς. Η τάση αυτή αποτυπώνεται, αφενός στη δυναμική που διαμόρφωσαν μια σειρά από κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος, και αφετέρου στα δημοσκοπικά στοιχεία που, με περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο τρόπο, πιστοποιούν την υποχώρηση του δικομματισμού και την άνοδο των αριστερών σχηματισμών.
Στον αντίποδα, είναι εμφανής η επιρροή της ακροδεξιάς τόσο σε επίπεδο κοινωνικής πρακτικής όσο και σε επίπεδο αφομοίωσης της αφήγησης κυρίως όσον αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα. Ακόμα, η παραδοσιακή ακροδεξιά ατζέντα που ανοίγει τη βεντάλια των ζητημάτων της ασφάλειας και του
εσωτερικού (ή εξωτερικού) εχθρού, είναι πλέον βασικό κομμάτι της ρητορικής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, γεγονός που αντικειμενικά νομιμοποιεί απόψεις και πρακτικές, φορείς των οποίων ήταν μέχρι πρότινος περιθωριακές ναζιστικές συμμορίες. Κάπως έτσι, οι συμμορίες αυτές σήμερα διεκδικούν κοινοβουλευτική εκπροσώπηση.
Είναι γεγονός πως η κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία, από τη στιγμή που οι συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής έγιναν απτές, είναι αυτή που αποδίδει τους χαρακτηρισμούς της εθνικής προδοσίας και του δωσιλογισμού στους υπαίτιους της κρίσης. Αυτή η αντίληψη οδηγεί στην αναζήτηση λύσεων (σε πρόσωπα ή κόμματα) που θα έχουν τα χαρακτηριστικά «τιμωρού». Αυτού δηλαδή που θα αποδόσει δικαιοσύνη, στήνοντας κρεμάλες και στέλνοντας τους υπεύθυνους στο νέο Γουδί.
Η ρητορική περί «προδοτών του έθνους» είναι στοιχείο της παράδοσης του ελληνικού εθνικισμού που άνθισε στα μεταπολεμικά χρόνια, στοχοποιώντας το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα. Με αυτή την έννοια, αποτελεί, τώρα και πάντα, ξένη και απορριπτέα ρητορική για την αριστερά: τόσο για ιστορικούς λόγους, όσο και για το ότι βρίσκεται εκτός κάθε ταξικής ανάλυσης που η αριστερά (οφείλει να) έχει.
***
Η αριστερά εμφανίζεται ενισχυμένη σήμερα, επειδή διατηρεί αυτό που, ίσως αδόκιμα, ονομάζεται «ηθικό πλεονέκτημα». Για την πλειοψηφία ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας που συμμερίζεται τη ρητορική της «εθνοπροδοσίας», η αριστερά παραμένει εκείνος ο πόλος που έμεινε έξω από το όργιο της διαφθοράς και της διασπάθισης δημοσίου χρήματος - άρα αποτελεί μια εν δυνάμει εναλλακτική λύση.
Εδώ ακριβώς ανακύπτει το θέμα του πώς η αριστερά αντιλαμβάνεται τη σχέση της με τα συγκεκριμένα τμήματα της κοινωνίας που στρέφονται προς αυτήν για πρώτη φορά, ενόψει μάλιστα των βουλευτικών εκλογών.
Αρχικά, είναι καταστροφική μια θέση ελιτιστική, σύμφωνα με την οποία οι συνειδήσεις είναι φτιαγμένες από ενισχυμένο σκυρόδεμα και άρα δεν έχει αξία να προσπαθήσεις καν να απευθυνθείς σε ένα ακροατήριο που παραδοσιακά βρισκόταν στο απέναντι στρατόπεδο, σε επίπεδο αξιών και πρακτικών.
Εξίσου καταστροφική, όμως, είναι η απόπειρα συνάντησης με αυτό τον κόσμο μέσω της υιοθέτησης ενός εθνικού λόγου, που αντικειμενικά συνιστά υποχώρηση από συγκροτητικά στοιχεία της αριστερής ταυτότητας και βρίσκεται σε αναντιστοιχία με την ανάλυση της ταξικής φύσης της σημερινής σύγκρουσης. Στις περιπτώσεις που η αριστερά ενέταξε τμήματα του εθνικού λόγου στη ρητορική της, το έπραξε σε τελείως διαφορετικές συνθήκες και έχοντας ηγεμονεύσει σε επίπεδο πρακτικών εντός της κοινωνίας.
Σε συνθήκες «πολέμου», με βάση την ορολογία των ίδιων των κυβερνώντων, το πώς θα υπάρχει η αριστερά γίνεται ακόμα πιο σαφές: υπεράσπιση των συμφερόντων των πληττόμενων κομματιών της κοινωνίας και, συγχρόνως, πάλη στο επίπεδο των αξιών, των αντιλήψεων και των πρακτικών. Μια αριστερά που αντιμετωπίζει τον νέο κόσμο που την προσεγγίζει απλά και μόνο σαν εκλογικό ακροατήριο, αρνούμενη ή φοβούμενη να ανοίξει την κουβέντα στο πεδίο των αξιών της, είναι μια αριστερά αναποτελεσματική.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, είναι κρίσιμο η αριστερά να μπορεί να είναι πειστική, υπενθυμίζοντας ότι το προγραμματικό πλαίσιο που εισηγείται είναι αλληλένδετο με ένα πλέγμα αξιών στον αντίποδα της κυρίαρχης αντίληψης.
Οι αξίες της αριστεράς είναι αυτές που την κράτησαν ζωντανή όταν παρέλαυναν τα άρματα του εκσυγχρονισμού και της «ισχυρής Ελλάδας». Το ίδιο ακριβώς πρέπει να θυμηθούμε σήμερα που η αντιμεταναστευτική υστερία κυριαρχεί. Αυτές οι αξίες οφείλουν να είναι το όχημα για την αλλαγή, όχι μόνο των πολιτικών συσχετισμών, αλλά και των συνειδήσεων και των πρακτικών στην κοινωνία.
Ειδικά σήμερα που οι αστικές πολιτικές δυνάμεις πλειοδοτούν σε ξενοφοβία και ρατσισμό, στοχοποιώντας τα πιο σκληρά εκμεταλλευόμενα στρώματα της εργατικής τάξης, οφείλουμε να δώσουμε τη μάχη από θέσεις αρχών.
Ας διδαχθούμε από τον υποψήφιο του Μετώπου της Αριστεράς στη Γαλλία, που σπάει την εθνικιστική προπαγάνδα περί «ισλαμικής τρομοκρατίας» της Λεπέν και του Σαρκοζί, αφενός παραθέτοντας τα στοιχεία που φανερώνουν πως οι φασιστικές επιθέσεις είναι πολλαπλάσιες από περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς μεταναστών, και αφετέρου μιλώντας για τις ευθύνες της γαλλικής δεξιάς και ακροδεξιάς που στήριζαν τις πολεμικές εκστρατείες στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, ενώ σήμερα κουνάνε το δάχτυλο στους πρόσφυγες.
Από τις γειτονιές μέχρι τα τηλεπαράθυρα, να σπάσουμε το μύθο της εγκληματικότητας που «προκαλούν οι ξένοι» και να μιλήσουμε για τα εκατοντάδες περιστατικά ρατσιστικών δολοφονικών επιθέσεων που γίνονται καθημερινά και περνάνε στα ψιλά. Να πολεμήσουμε τις απόψεις που θεωρούν πως το θέμα λύνεται με στρατόπεδα συγκέντρωσης. Να μιλήσουμε ανοιχτά για τους ανθρώπους που δουλεύουν για χρόνια κάτω από καθεστώς στυγνής εκμετάλλευσης.
Δεν υπάρχει δίλημμα, αν τουλάχιστον θέλουμε να είμαστε αντίστοιχοι με αυτά που αποτελούν ταυτοτικά στοιχεία της αριστεράς. Χρέος μας είναι να παλέψουμε με αυτούς που βιώνουν, αλλά δεν μπορούν να προφέρουν τη λέξη «απόγνωση» στα ελληνικά, και να τους μάθουμε τη λέξη «αλληλεγγύη».
rednotebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου