Από όλους τους τύπους ανθρώπων που αναδείχθηκαν στα διάφορα θρησκευτικά και πολιτικά κινήματα- μονοθεϊστικά και νεωτερικά αντίστοιχα- οι πλέον αντιπαθείς, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, ήταν αυτός του ζηλωτή χωρίς καμία αγάπη για τον πάσχοντα άνθρωπο, του οσιοκήρυκα, του γραφειοκράτη που κρίνει αφ' υψηλού, καταδικάζοντας στην πυρά τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Αφενός, γιατί η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για φοβισμένα, αδύναμα ανθρωπάκια, που οικτίρουν πρώτα και κύρια την ίδια τους τη φύση. Αυτήν την οργή τους τη μετατρέπουν σε μίσος προς τον άλλον και σε ναρκισσιστική λατρεία της εξουσίας τους. Είναι έτοιμοι να παραδοθούν στις πλέον ευτελείς χυδαιότητες, την ώρα που δαιμονοποιούν κάθε φυσιολογική ανθρώπινη απόλαυση. Αφετέρου, επειδή τείνουν να μισούν την ίδια την ανθρώπινη φύση εν γένει: οραματιζόμενοι έναν άλλον άνθρωπο και μην μπορώντας να πετύχουν το στόχο τους αναγιγνώσκουν τη δική τους αποτυχία ως αποτυχία των ανθρώπων να υπηρετήσουν το μοντέλο που έχει ξεπηδήσει από τα κεφάλια τους.
Μη με παρεξηγήσετε: δεν απορρίπτω τον αγώνα του ανθρώπου να βελτιώσει, να αλλάξει ελεύθερα τη φύση του- αν και μπορεί βάσιμα να αμφιβάλλει κανείς για την επιτυχία ένος τέτοιου στόχου. Όσο ηρωικός όμως είναι αυτός ο αγώνας όταν διεξάγεται ελεύθερα και συνειδητοποιημένα, άλλο τόσο βάρβαρος γίνεται όταν επιβάλλεται άνωθεν, βίαια, βάσει βολονταριστικών και εγκεφαλικών δημιουργημάτων. Η ιδεαλιστική- με την αντιδραστική έννοια του όρου- εξιδανίκευση του “περιούσιου” λαού, του έθνους, του προλεταριάτου κλπ, συνεπάγεται την αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και εν τέλει την άρνησή της, την άρνηση του ίδιου του ανθρώπου. Οδηγεί σε ζηλωτές ή σε γραφειοκράτες γεμάτους μίσος.
Η διαφορά του επαναστάση από το ζηλωτή χωρίς αγάπη είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο: ο επαναστάτης ακόμα και στις πιο βίαιες στιγμές της επαναστατικής διαδικασίας έχει ως αφετηρία την αγάπη, την κατανόηση και την αποδοχή της ανθρώπινης φύσης, του σημερινού, υπάρχοντος ανθρώπου. Ο επαναστάτης ακόμα και όταν θυσιάζει προσωπικές απολαύσεις προς όφελος της επανάστασης, πράγμα πάντα επικίνδυνο βέβαια, δε μισεί τις απολαύσεις αυτές, δεν τις φθονεί, ούτε τις απαξιώνει. Η προσπάθεια να συμβάλλει κανείς στην εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης δεν οδηγεί στη λατρεία της βίας, στον εξουσιαστικό ναρκισσισμό ή ακόμα χειρότερα στην ευκολία της βαρβαρότητας, που τόσες πολλές φορές έχει οδηγήσει στην παραφθορά της επαναστατικής διαδικασίας: “δεν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα; πάρε μερικά κεφάλια ακόμα.”
Η επανάσταση συντρίβεται από τον ιεροεξεταστικό σκοταδισμό, που εξιδανικεύει την πυρά, από το μείγμα αριστερισμού και μικροαστισμού που αναγορεύει σε επαναστατικές πράξεις τη βεντέτα, το λιντσάρισμα- για παράδειγμα όποιου μεμονωμένου αστυνομικού βρεθεί στο δρόμο- τις κραυγές για κρεμάλες- πχ. εναντίον των “προδοτών πολιτικών”, που υποκύπτουν στην ευκολία της θεωρίας της πισώπλατης μαχαιριάς- τα πογκρόμ, το μίσος και την οργή. Αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκτονωτικές κινήσεις εκκρεμούς, από τον αριστερισμό στη συντηρητική αναδίπλωση, χωρίς τίποτε το ουσιαστικά επαναστικό ή έστω εν γένει προοδευτικό. Άλλωστε η συντήρηση δε δρα μόνο στο πλαίσιο δεξιών κομμάτων. Η συντήρηση, η εμμονή στο status quo αναπτύσσεται και σε προοδευτικά ή και επαναστατικά κόμματα και κινήματα, αφαιρώντας τους το ουσιαστικό τους περιεχόμενο.
Η επανάσταση δε βασίζεται, ούτε πραγματώνεται επειδή ορισμένοι, όσο ικανοί και αν είναι, το επιθυμούν. Έτσι μπορεί να οργανωθεί πραξικόπημα, αμφίβολης επιτυχίας. Η επανάσταση είναι ώριμο τέκνο της ανθρώπινης ανάγκης, που με τη σειρά της πηγάζει από την ένταξη της φύσης του ανθρώπου στις υπάρχουσες συνθήκες, στο περιβάλλον του. Η ανθρώπινη ανάγκη για συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου, για άλμα στο μέλλον, με την έννοια μιας νέας δόμησης είναι που θέτει εν κινήσει την επαναστατική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, ο επαναστάτης οφείλει να έχει πάντα κατά νου ότι “όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι ο άνθρωπος”, όπως ο Α. Μπρετόν διαυγώς είχε επισημάνει. Θα προσέθετα, ο υπάρχων άνθρωπος, όχι ο μελλοντικός, εν δυνάμει άνθρωπος.
Την ιστορία την κινητοποιεί ο ορθολογισμός που πηγάζει από την παρούσα, υπαρκτή ανθρώπινη ύπαρξη, η ανθρώπινη ανάγκη. Όχι μια ιδεαλιστική αντιδραστική “ηθική”, αποστασιοποιημένη από την πραγματικότητα, που ένα ορισμένο ιερατείο επιβάλλει με “ιερή μανία”. Ο ίδιος ο άνθρωπος οφείλει να απαντήσει στην ανάγκη, εξελισσόμενος βεβαίως αλλά σε καθεστώς ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού, με γνώση της σχετικότητας της αλήθειας του, χωρίς να αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα εντός της οποία αγωνίζεται. Αυτή, η ανθρώπινη ανάγκη είναι η κοινή ρίζα των αναζητήσεων που οδήγησαν στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες και στις κοσμικές ιδεολογίες.
Το νόημα αυτού του κειμένου εν κατακλείδι είναι ότι ο “ζηλωτής” ή ο γραφειοκράτης ή ο επαγγελματίας “επαναστάτης” χωρίς αγάπη, ο ανέραστος και αντί- ανθρώπινος, γι' αυτό και εν τέλει απάνθρωπος είναι παρών με τις διάφορες μορφές του εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αναδεικνύεται δε, σε κάθε εποχή βαθιάς κρίσης. Οι πύρινοι λόγοι, η ονομάτιση εχθρών πάνω στους οποίους μπορεί να εκτονωθεί κάθε αρνητικό, έντονο συναίσθημα, οι εύκολες, παραπλανητικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα και αγωνίες, η ουτοπία- που μετατρέπεται βεβαίως σε δυστοπία- είναι καθιερωμένα μοτίβα της ιστορικής εξέλιξης, που ασκούσαν πάντα γοητεία σε φοβισμένες, μεγάλες μάζες. Δηλαδή σε παρακμάζοντες λαούς και πολίτες, που σπεύδουν να ξεφορτωθούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους σε κάποιον άλλον, να του τα εκχωρήσουν, να γίνουν ιδιώτες.
Άλλωστε, δε θα πρωτοτυπήσω αν υποστηρίξω ότι οι μονοθεϊστικές θρησκείες και οι μεγάλες κοσμικές ιδεολογίες της νεωτερικής εποχής έχουν κοινά σημεία που τις διατρέχουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ιουδαιοχριστιανικής έμπνευσης αντίληψη περί του ιδεατού τέλους της ιστορίας, που πέρασε και αναδύθηκε στις κοσμικές, νεωτερικές ιδεολογίες όχι μόνο ή κυρίως εξαιτίας των θεμελιωτών τους, όσο των επιγόνων, που εν μέρει ή εν πολλοίς διέστρεψαν το νόημά τους.
Πιθανολογεί κανείς για παράδειγμα, ότι ο Μαρξ θα έφριττε βλέποντας το βαθύτατα ορθολογικό σύστημα ανάλυσης με το οποίο αποπειράθηκε να προβλέψει τη μετεξέλιξη και υπέρβαση του καπιταλισμού να ρέπει ρητά ή υπόκωφα προς τη μεσσιανική αντίληψη του “τέλους” της ιστορίας και στο μανιχαϊσμό του σωστού- λάθους, ορθοδόξου- αιρετικού, αποδεκτού και αμαρτωλού. Να μετατρέπεται σε ένα είδος κοσμικής θρησκείας. Χωρίς να είναι ολότελα ανεύθυνος προς τούτο, χειρότερο βιασμό της θεωρίας του δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί.
Βεβαίως, το κυρίαρχο παράδειγμα τέτοιου βιασμού δεν είναι άλλο από το χριστιανισμό, με τη διαστροφή που υπέστη ως σύστημα αξιών και πίστης από τους λειτουργούς του, στο διάβα των χρόνων- μολονότι θα μπορούσε ίσως να εντοπίσει κανείς στη διδασκαλία του Ιησού, τουλάχιστον όπως μας μεταφέρθηκε και με μια συγκεκριμένη ερμηνεία της, σπέρματα της μελλοντικής της εξέλιξης και διαστροφής.
Μέρες λοιπόν που είναι, με μια σειρά λαών να δοκιμάζονται, κάποιους μάλιστα πολύ χειρότερα από εμάς, ας σκεφτούμε αν θα διαλέξουμε το επόμενο διάστημα τους ζηλωτές ή τους επαναστάτες. Το μίσος ή την (επ)ανάσταση. Η πορεία των πραγμάτων θα διαμορφώσει άφθονους από τους πρώτους και λίγους μα τόσο αναγκαίους από τους δεύτερους.
1 Όταν μιλώ για πάσχοντα άνθρωπο και για ανθρώπινες αδυναμίες δεν αναφέρομαι μόνο ή κυρίως σε αυτόν που πάσχει και υποφέρει από εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή στον παθόντα. Αναφέρομαι κυρίως σε εκείνον που πασχίζει να υπερβεί τις προσωπικές του αδυναμίες, ανασφάλειες, φοβίες, που θέλει να εξελιχθεί ως προσωπικότητα, χωρίς να εκχωρεί την ανθρώπινή του φύση. Δεν αναφέρομαι σε εκείνον που παραδίδεται στην πορεία των πραγμάτων, στον ηττοπαθή, στον παραιτημένο αλλά σε εκείνον που αποδέχεται τη φύση του, που αναγνωρίζει τη σχετικότητα της ατομικής και συλλογικής αντίληψης και γι' αυτό προσπαθεί μέσα από αγώνα σε διάφορα επίπεδα να την κανοναρχήσει και να την αντικειμενικοποιήσει, κατά το δυνατόν. Που αγκαλιάζει τη φύση του, δεν τη μισεί, δεν τη λυπάται, δεν την απορρίπτει και γι' αυτό μπορεί να την εξελίξει- ίσως.
tvxs.
Αφενός, γιατί η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων πρόκειται για φοβισμένα, αδύναμα ανθρωπάκια, που οικτίρουν πρώτα και κύρια την ίδια τους τη φύση. Αυτήν την οργή τους τη μετατρέπουν σε μίσος προς τον άλλον και σε ναρκισσιστική λατρεία της εξουσίας τους. Είναι έτοιμοι να παραδοθούν στις πλέον ευτελείς χυδαιότητες, την ώρα που δαιμονοποιούν κάθε φυσιολογική ανθρώπινη απόλαυση. Αφετέρου, επειδή τείνουν να μισούν την ίδια την ανθρώπινη φύση εν γένει: οραματιζόμενοι έναν άλλον άνθρωπο και μην μπορώντας να πετύχουν το στόχο τους αναγιγνώσκουν τη δική τους αποτυχία ως αποτυχία των ανθρώπων να υπηρετήσουν το μοντέλο που έχει ξεπηδήσει από τα κεφάλια τους.
Μη με παρεξηγήσετε: δεν απορρίπτω τον αγώνα του ανθρώπου να βελτιώσει, να αλλάξει ελεύθερα τη φύση του- αν και μπορεί βάσιμα να αμφιβάλλει κανείς για την επιτυχία ένος τέτοιου στόχου. Όσο ηρωικός όμως είναι αυτός ο αγώνας όταν διεξάγεται ελεύθερα και συνειδητοποιημένα, άλλο τόσο βάρβαρος γίνεται όταν επιβάλλεται άνωθεν, βίαια, βάσει βολονταριστικών και εγκεφαλικών δημιουργημάτων. Η ιδεαλιστική- με την αντιδραστική έννοια του όρου- εξιδανίκευση του “περιούσιου” λαού, του έθνους, του προλεταριάτου κλπ, συνεπάγεται την αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα και εν τέλει την άρνησή της, την άρνηση του ίδιου του ανθρώπου. Οδηγεί σε ζηλωτές ή σε γραφειοκράτες γεμάτους μίσος.
Η διαφορά του επαναστάση από το ζηλωτή χωρίς αγάπη είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο: ο επαναστάτης ακόμα και στις πιο βίαιες στιγμές της επαναστατικής διαδικασίας έχει ως αφετηρία την αγάπη, την κατανόηση και την αποδοχή της ανθρώπινης φύσης, του σημερινού, υπάρχοντος ανθρώπου. Ο επαναστάτης ακόμα και όταν θυσιάζει προσωπικές απολαύσεις προς όφελος της επανάστασης, πράγμα πάντα επικίνδυνο βέβαια, δε μισεί τις απολαύσεις αυτές, δεν τις φθονεί, ούτε τις απαξιώνει. Η προσπάθεια να συμβάλλει κανείς στην εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης δεν οδηγεί στη λατρεία της βίας, στον εξουσιαστικό ναρκισσισμό ή ακόμα χειρότερα στην ευκολία της βαρβαρότητας, που τόσες πολλές φορές έχει οδηγήσει στην παραφθορά της επαναστατικής διαδικασίας: “δεν μπορείς να λύσεις ένα πρόβλημα; πάρε μερικά κεφάλια ακόμα.”
Η επανάσταση συντρίβεται από τον ιεροεξεταστικό σκοταδισμό, που εξιδανικεύει την πυρά, από το μείγμα αριστερισμού και μικροαστισμού που αναγορεύει σε επαναστατικές πράξεις τη βεντέτα, το λιντσάρισμα- για παράδειγμα όποιου μεμονωμένου αστυνομικού βρεθεί στο δρόμο- τις κραυγές για κρεμάλες- πχ. εναντίον των “προδοτών πολιτικών”, που υποκύπτουν στην ευκολία της θεωρίας της πισώπλατης μαχαιριάς- τα πογκρόμ, το μίσος και την οργή. Αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκτονωτικές κινήσεις εκκρεμούς, από τον αριστερισμό στη συντηρητική αναδίπλωση, χωρίς τίποτε το ουσιαστικά επαναστικό ή έστω εν γένει προοδευτικό. Άλλωστε η συντήρηση δε δρα μόνο στο πλαίσιο δεξιών κομμάτων. Η συντήρηση, η εμμονή στο status quo αναπτύσσεται και σε προοδευτικά ή και επαναστατικά κόμματα και κινήματα, αφαιρώντας τους το ουσιαστικό τους περιεχόμενο.
Η επανάσταση δε βασίζεται, ούτε πραγματώνεται επειδή ορισμένοι, όσο ικανοί και αν είναι, το επιθυμούν. Έτσι μπορεί να οργανωθεί πραξικόπημα, αμφίβολης επιτυχίας. Η επανάσταση είναι ώριμο τέκνο της ανθρώπινης ανάγκης, που με τη σειρά της πηγάζει από την ένταξη της φύσης του ανθρώπου στις υπάρχουσες συνθήκες, στο περιβάλλον του. Η ανθρώπινη ανάγκη για συμπύκνωση του ιστορικού χρόνου, για άλμα στο μέλλον, με την έννοια μιας νέας δόμησης είναι που θέτει εν κινήσει την επαναστατική διαδικασία. Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας, ο επαναστάτης οφείλει να έχει πάντα κατά νου ότι “όποια κι αν είναι η ερώτηση, η απάντηση είναι ο άνθρωπος”, όπως ο Α. Μπρετόν διαυγώς είχε επισημάνει. Θα προσέθετα, ο υπάρχων άνθρωπος, όχι ο μελλοντικός, εν δυνάμει άνθρωπος.
Την ιστορία την κινητοποιεί ο ορθολογισμός που πηγάζει από την παρούσα, υπαρκτή ανθρώπινη ύπαρξη, η ανθρώπινη ανάγκη. Όχι μια ιδεαλιστική αντιδραστική “ηθική”, αποστασιοποιημένη από την πραγματικότητα, που ένα ορισμένο ιερατείο επιβάλλει με “ιερή μανία”. Ο ίδιος ο άνθρωπος οφείλει να απαντήσει στην ανάγκη, εξελισσόμενος βεβαίως αλλά σε καθεστώς ελευθερίας και αυτοπροσδιορισμού, με γνώση της σχετικότητας της αλήθειας του, χωρίς να αποστασιοποιείται από την πραγματικότητα εντός της οποία αγωνίζεται. Αυτή, η ανθρώπινη ανάγκη είναι η κοινή ρίζα των αναζητήσεων που οδήγησαν στις μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες και στις κοσμικές ιδεολογίες.
Το νόημα αυτού του κειμένου εν κατακλείδι είναι ότι ο “ζηλωτής” ή ο γραφειοκράτης ή ο επαγγελματίας “επαναστάτης” χωρίς αγάπη, ο ανέραστος και αντί- ανθρώπινος, γι' αυτό και εν τέλει απάνθρωπος είναι παρών με τις διάφορες μορφές του εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αναδεικνύεται δε, σε κάθε εποχή βαθιάς κρίσης. Οι πύρινοι λόγοι, η ονομάτιση εχθρών πάνω στους οποίους μπορεί να εκτονωθεί κάθε αρνητικό, έντονο συναίσθημα, οι εύκολες, παραπλανητικές απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα και αγωνίες, η ουτοπία- που μετατρέπεται βεβαίως σε δυστοπία- είναι καθιερωμένα μοτίβα της ιστορικής εξέλιξης, που ασκούσαν πάντα γοητεία σε φοβισμένες, μεγάλες μάζες. Δηλαδή σε παρακμάζοντες λαούς και πολίτες, που σπεύδουν να ξεφορτωθούν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους σε κάποιον άλλον, να του τα εκχωρήσουν, να γίνουν ιδιώτες.
Άλλωστε, δε θα πρωτοτυπήσω αν υποστηρίξω ότι οι μονοθεϊστικές θρησκείες και οι μεγάλες κοσμικές ιδεολογίες της νεωτερικής εποχής έχουν κοινά σημεία που τις διατρέχουν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η ιουδαιοχριστιανικής έμπνευσης αντίληψη περί του ιδεατού τέλους της ιστορίας, που πέρασε και αναδύθηκε στις κοσμικές, νεωτερικές ιδεολογίες όχι μόνο ή κυρίως εξαιτίας των θεμελιωτών τους, όσο των επιγόνων, που εν μέρει ή εν πολλοίς διέστρεψαν το νόημά τους.
Πιθανολογεί κανείς για παράδειγμα, ότι ο Μαρξ θα έφριττε βλέποντας το βαθύτατα ορθολογικό σύστημα ανάλυσης με το οποίο αποπειράθηκε να προβλέψει τη μετεξέλιξη και υπέρβαση του καπιταλισμού να ρέπει ρητά ή υπόκωφα προς τη μεσσιανική αντίληψη του “τέλους” της ιστορίας και στο μανιχαϊσμό του σωστού- λάθους, ορθοδόξου- αιρετικού, αποδεκτού και αμαρτωλού. Να μετατρέπεται σε ένα είδος κοσμικής θρησκείας. Χωρίς να είναι ολότελα ανεύθυνος προς τούτο, χειρότερο βιασμό της θεωρίας του δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί.
Βεβαίως, το κυρίαρχο παράδειγμα τέτοιου βιασμού δεν είναι άλλο από το χριστιανισμό, με τη διαστροφή που υπέστη ως σύστημα αξιών και πίστης από τους λειτουργούς του, στο διάβα των χρόνων- μολονότι θα μπορούσε ίσως να εντοπίσει κανείς στη διδασκαλία του Ιησού, τουλάχιστον όπως μας μεταφέρθηκε και με μια συγκεκριμένη ερμηνεία της, σπέρματα της μελλοντικής της εξέλιξης και διαστροφής.
Μέρες λοιπόν που είναι, με μια σειρά λαών να δοκιμάζονται, κάποιους μάλιστα πολύ χειρότερα από εμάς, ας σκεφτούμε αν θα διαλέξουμε το επόμενο διάστημα τους ζηλωτές ή τους επαναστάτες. Το μίσος ή την (επ)ανάσταση. Η πορεία των πραγμάτων θα διαμορφώσει άφθονους από τους πρώτους και λίγους μα τόσο αναγκαίους από τους δεύτερους.
1 Όταν μιλώ για πάσχοντα άνθρωπο και για ανθρώπινες αδυναμίες δεν αναφέρομαι μόνο ή κυρίως σε αυτόν που πάσχει και υποφέρει από εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή στον παθόντα. Αναφέρομαι κυρίως σε εκείνον που πασχίζει να υπερβεί τις προσωπικές του αδυναμίες, ανασφάλειες, φοβίες, που θέλει να εξελιχθεί ως προσωπικότητα, χωρίς να εκχωρεί την ανθρώπινή του φύση. Δεν αναφέρομαι σε εκείνον που παραδίδεται στην πορεία των πραγμάτων, στον ηττοπαθή, στον παραιτημένο αλλά σε εκείνον που αποδέχεται τη φύση του, που αναγνωρίζει τη σχετικότητα της ατομικής και συλλογικής αντίληψης και γι' αυτό προσπαθεί μέσα από αγώνα σε διάφορα επίπεδα να την κανοναρχήσει και να την αντικειμενικοποιήσει, κατά το δυνατόν. Που αγκαλιάζει τη φύση του, δεν τη μισεί, δεν τη λυπάται, δεν την απορρίπτει και γι' αυτό μπορεί να την εξελίξει- ίσως.
tvxs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου