Του Χρήστου Λάσκου
Να το πω από την αρχή: τα όσα ακολουθούν δεν έχουν τον χαρακτήρα κάποιας βαθιάς ή εμβριθώς αιτιολογημένης τοποθέτησης στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος. Μια επιφυλλίδα αποτελούν, γραμμένη στην ατμόσφαιρα της επετείου του ΟΧΙ. Σκέψεις κοφτές, εκκινήσεις μιας πολύ πιο απαιτητικής ανάπτυξης. Θεώρησα, ωστόσο, πως αξίζει να κατατεθούν για μια σειρά από λόγους. Πρώτος και κυριότερος, το γεγονός πως ένας ορισμένος πατριωτισμός βρίσκει όλο και περισσότερο ευήκοα ώτα στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και αυτό, νομίζω, δεν είναι καλό πράγμα.
Παράξενη απόφανση θα πουν πολλοί. Αφού είναι άλλο πράγμα ο εθνικισμός και άλλο ο πατριωτισμός. Το πρώτο είναι πράγματι κακόν πράγμα. Το δεύτερο, όμως, από πού κι ως πού; Ας το δούμε, λοιπόν.
Θα έπρεπε να είναι γνωστό πως η πρώτη φορά που τα συναφή ζητήματα τέθηκαν με καθοριστικό τρόπο για το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν στην περίοδο του Μεγάλου Πολέμου του 1914-1918....
Τότε που η πλειοψηφία των ενιαίων Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», αμυντικού, βεβαίως, ψήφιζε στα κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών σε έναν πόλεμο, που έμελλε να αποδειχτεί το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε.
Με την εξαιρετικά τιμητική εξαίρεση των σέρβων και ρώσων επαναστατών, οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων αγνοώντας δεκαετίες διεθνιστικής προσήλωσης του κινήματος, αποφάσεις Διεθνών και έναν ολόκληρο αξιακό πολιτισμό, που ήταν η κύρια εγγύηση πως ο σοσιαλισμός ήταν ρεαλιστικό πρόταγμα, αποδείχτηκαν πολύ πατριώτες, δηλαδή καθόλου επαναστάτες. Προσέξτε! Πατριώτες, όχι εθνικιστές. Γι’ αυτό κιόλας η επίθεση που τους γινόταν από τις αριστερές πτέρυγες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τις διασπάσεις, που θα διαμόρφωναν στη συνέχεια την κομμουνιστική παράταξη, τους χαρακτήριζε με σαφήνεια σοσιαλπατριώτες, θεωρώντας τον χαρακτηρισμό αυτό τη μεγαλύτερη προσβολή, που θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Στο μέτρο που έβαζαν τα εθνικά συμφέροντα πάνω από τα ταξικά η κατηφόρα ήταν χωρίς τέλος. Η συνεργασία των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών της πλειοψηφίας με τα προφασιστικά Freikorps στη δολοφονία του Λήμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ συμβόλισε στο διηνεκές αυτό το γεγονός. Πατριώτες ήταν, λοιπόν, όσοι εργατικοί ηγέτες μπήκαν με παιάνες και εμβατήρια στο σφαγείο του Α΄ Π.Π. Όχι εθνικιστές, προς Θεού! Την άμυνα της πατρίδας φρόντιζαν. Μακριά από αυτούς οι επιθετικές προθέσεις.
Κι όσοι αντιστάθηκαν σε αυτόν τον εξευτελισμό, απλώς δεν καταλάβαιναν. Ο αριστερισμός τους τύφλωνε. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν θα επιχειρούσαν επαναστατικές προσπάθειες θα έβρισκαν τους πατριώτες πρώην συντρόφους τους πάντοτε στην αντίθετη πλευρά. Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Η ανωριμότητα των μπολσεβίκων, η απίστευτη αντιπατριωτική τους τρέλα, η απλοϊκότητά τους, που τους οδηγούσε να πορεύονται με χονδροειδή «σχήματα» περί του κοινωνικού, διαμόρφωναν ένα υπόδειγμα, που έπρεπε απαρεγκλίτως να παταχθεί. Και οι σοσιαλπατριώτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για τον σκοπό αυτό.
Στις ακραία δύσκολες αυτές συνθήκες, η αριστερά του εργατικού κινήματος, με πρώτους τους ρώσους κομμουνιστές, συνέχιζε να ισχυρίζεται πως η καταληκτήρια φράση του Μανιφέστου, περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αποτελούσε τον πυρήνα μιας αξιοπρεπούς και ρεαλιστικής πράξης, στο μέτρο που ο στόχος ήταν πράγματι ο σοσιαλισμός. Πάει να πει, η εθνική ενότητα είναι μια παγίδα, οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα. Προσέξτε και πάλι: πατρίδα λέει το σύνθημα, όχι έθνος. Στους πατριώτες αντιπαρατίθεται και όχι στους εθνικιστές.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο απόγειο μιας περιόδου ιστορικής απαισιοδοξίας, ο Τέρι Ήγκλετον έγραψε πως «ίσως η οριστική μάχη για τον κομμουνισμό δόθηκε ήδη και χάθηκε για πάντα», δείχνοντας αυτήν την κρίσιμη περίοδο, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Χωρίς να θεωρώ τίποτε οριστικό, όπως θα έκανε και ο Ήγκλετον, άλλωστε, αργότερα, κατανοώ απολύτως τι ήθελε να πει. Η «σοσιαλπατριωτική προδοσία», για να χρησιμοποιήσουμε την τοτινή αργκό, αποδείχτηκε ένα από τα καθοριστικότερα γεγονότα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, άρα και της ιστορίας γενικότερα.
Καλά, θα πει κάποιος, όμως στη συνέχεια ο πατριωτισμός «μετεξελίχθηκε» με τα νάματα του αντιφασιστικού αγώνα. Μεγάλη συζήτηση με πολλά «αυτονόητα» που, προφανώς, δεν μπορεί να γίνει εδώ. Δυό τρεις παρατηρήσεις, ωστόσο, θα ήθελα να κάνω, με αναφορά στη δική μας την ελληνική εμπειρία:
Το πρώτο που επισημαίνω είναι πως η αντιφασιστική πάλη υπήρξε, στη διάρκεια της κατοχής, πολύ περισσότερο κοινωνικά επικαθορισμένη από ό,τι αντιλαμβάνονταν ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της πολλές φορές. Με αυτήν την έννοια, μια πολύ ισχυρή ερμηνεία του γεγονότος πως η «νικηφόρα επανάσταση» χάθηκε με τον τραγικότερο τρόπο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την ιδιαίτερη εμμονή και από το ΚΚΕ, για λόγους που μένει να συζητηθούν, στην «εθνική» διάσταση του αγώνα, ακόμη κι όταν ήταν φως φανάρι το ταξικό περιεχόμενο του και, πολύ περισσότερο, η ταξική διάσταση των «πλησιαζόντων γεγονότων». Οι αντίπαλοι το κατάλαβαν πολύ καλύτερα και πορεύτηκαν ορθολογικά με βάση το πραγματικό επίδικο γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, κιόλας, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό, ακόμη και οι αντιφασίστες ανάμεσά τους, να συνεργαστούν αδελφικά με τους δοσίλογους και τους ταγματασφαλίτες.
Θέλω να πω, με όλο το μεγαλείο, το ΕΑΜ δεν κέρδισε: έχασε. Και η ήττα δεν μπορεί να αφήνεται στο χώρο του ανεξήγητου. Κατά τη γνώμη μου, να το ξαναπώ, η πατριωτική υπερεπένδυση ήταν κύρια αιτία αυτής της τόσο επώδυνης για την ελληνική κοινωνία ήττας.
Τα προηγούμενα, ωστόσο, δεν σημαίνουν πως μου διαφεύγει ο πολύ υλικός χαρακτήρας της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στη μείζονα φαντασιακή κοινότητα, την οποία συνιστά το έθνος και το έδαφός του. Ούτε ό,τι θεωρώ ασήμαντα όσα σπουδαία μας έμαθε ο Γκράμσι με τα κείμενά του για το Risorgimento.
Οι ιδέες, οι παραστάσεις, τα αισθήματα τα σχετικά «με το έθνος και την πατρίδα» είναι εξαιρετικά πρακτικά και αποτελεσματικά στοιχεία της ύπαρξης όλων μας. Γι’ αυτό, άλλωστε, αποτελούν και σημαντικό μέρος της διαδικασίας κατασκευής του σύγχρονου υποκειμένου. Ξέρω καλά, επομένως, πως κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση μαζί τους. Δεν πρόκειται για ψευδή συνείδηση, αλλά για απολύτως υλική πραγματικότητα. Και, ακριβώς γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους πατριωτικά κλίνοντες ανάμεσά μας, θεωρώ πως πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ: η προσβολή του εθνικού αισθήματος των ανθρώπων δεν μπορεί να τίθεται εντός παρενθέσεως. Πολύ περισσότερο, όμως, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πως είναι πολιτικά αξιοποιήσιμη ως τέτοια. Η επιμονή στο διεθνισμό σε αυτήν ακριβώς την περίσταση είναι που γίνεται απολύτως αναγκαία.
Θα τελειώσω όπως ξεκίνησα, θυμίζοντας δηλαδή πως διαβάζετε μια επιφυλλίδα και όχι κάποιο απαιτητικό πόνημα. Και επιμένοντας πως αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει σοβαρά και σε βάθος, εφόσον η κύρια παράδοση της αριστεράς δεν βοηθάει, νομίζω, στην αντιμετώπιση των μεγάλων αυτών θεμάτων. Τα «αυτονόητα» δηλαδή, και τα πατριωτικά-αντιιμπεριαλιστικά ανάμεσά τους, ελάχιστα αυτονόητα είναι. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι θέλω να πω παραπέμπω στο μέσον (!) του θαυμάσιου τόμου Φωνές από τη Βαϊμάρη [1], εκεί όπου «αντικρυστά» είναι τα κείμενα του «Σπάρτακου» και του Γκέμπελς. Όπου ο ναζιστής απευθύνεται στο γερμανό εργάτη και στον «αγαπητό φίλο της Αριστεράς», λέγοντας πως το βασικό ζήτημα, «που μας χωρίζει» είναι «εθνικός ή διεθνικός ο στόχος;» και η κομμουνιστική συλλογικότητα καταλήγει «ω, νάτη μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής». Έχουν δίκιο και οι δυό.
Πηγή: rednotebook.gr
Να το πω από την αρχή: τα όσα ακολουθούν δεν έχουν τον χαρακτήρα κάποιας βαθιάς ή εμβριθώς αιτιολογημένης τοποθέτησης στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος. Μια επιφυλλίδα αποτελούν, γραμμένη στην ατμόσφαιρα της επετείου του ΟΧΙ. Σκέψεις κοφτές, εκκινήσεις μιας πολύ πιο απαιτητικής ανάπτυξης. Θεώρησα, ωστόσο, πως αξίζει να κατατεθούν για μια σειρά από λόγους. Πρώτος και κυριότερος, το γεγονός πως ένας ορισμένος πατριωτισμός βρίσκει όλο και περισσότερο ευήκοα ώτα στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς και αυτό, νομίζω, δεν είναι καλό πράγμα.
Παράξενη απόφανση θα πουν πολλοί. Αφού είναι άλλο πράγμα ο εθνικισμός και άλλο ο πατριωτισμός. Το πρώτο είναι πράγματι κακόν πράγμα. Το δεύτερο, όμως, από πού κι ως πού; Ας το δούμε, λοιπόν.
Θα έπρεπε να είναι γνωστό πως η πρώτη φορά που τα συναφή ζητήματα τέθηκαν με καθοριστικό τρόπο για το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν στην περίοδο του Μεγάλου Πολέμου του 1914-1918....
Τότε που η πλειοψηφία των ενιαίων Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Ευρώπης, για λόγους «δίκαιου πατριωτισμού», αμυντικού, βεβαίως, ψήφιζε στα κοινοβούλια τις πολεμικές πιστώσεις και την είσοδο των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών σε έναν πόλεμο, που έμελλε να αποδειχτεί το μεγαλύτερο σφαγείο όλων των εποχών μέχρι τότε.
Με την εξαιρετικά τιμητική εξαίρεση των σέρβων και ρώσων επαναστατών, οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων αγνοώντας δεκαετίες διεθνιστικής προσήλωσης του κινήματος, αποφάσεις Διεθνών και έναν ολόκληρο αξιακό πολιτισμό, που ήταν η κύρια εγγύηση πως ο σοσιαλισμός ήταν ρεαλιστικό πρόταγμα, αποδείχτηκαν πολύ πατριώτες, δηλαδή καθόλου επαναστάτες. Προσέξτε! Πατριώτες, όχι εθνικιστές. Γι’ αυτό κιόλας η επίθεση που τους γινόταν από τις αριστερές πτέρυγες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και τις διασπάσεις, που θα διαμόρφωναν στη συνέχεια την κομμουνιστική παράταξη, τους χαρακτήριζε με σαφήνεια σοσιαλπατριώτες, θεωρώντας τον χαρακτηρισμό αυτό τη μεγαλύτερη προσβολή, που θα μπορούσε να γίνει στο πλαίσιο του εργατικού κινήματος. Στο μέτρο που έβαζαν τα εθνικά συμφέροντα πάνω από τα ταξικά η κατηφόρα ήταν χωρίς τέλος. Η συνεργασία των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών της πλειοψηφίας με τα προφασιστικά Freikorps στη δολοφονία του Λήμπκνεχτ και της Λούξεμπουργκ συμβόλισε στο διηνεκές αυτό το γεγονός. Πατριώτες ήταν, λοιπόν, όσοι εργατικοί ηγέτες μπήκαν με παιάνες και εμβατήρια στο σφαγείο του Α΄ Π.Π. Όχι εθνικιστές, προς Θεού! Την άμυνα της πατρίδας φρόντιζαν. Μακριά από αυτούς οι επιθετικές προθέσεις.
Κι όσοι αντιστάθηκαν σε αυτόν τον εξευτελισμό, απλώς δεν καταλάβαιναν. Ο αριστερισμός τους τύφλωνε. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν θα επιχειρούσαν επαναστατικές προσπάθειες θα έβρισκαν τους πατριώτες πρώην συντρόφους τους πάντοτε στην αντίθετη πλευρά. Η ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της εξέλιξης. Η ανωριμότητα των μπολσεβίκων, η απίστευτη αντιπατριωτική τους τρέλα, η απλοϊκότητά τους, που τους οδηγούσε να πορεύονται με χονδροειδή «σχήματα» περί του κοινωνικού, διαμόρφωναν ένα υπόδειγμα, που έπρεπε απαρεγκλίτως να παταχθεί. Και οι σοσιαλπατριώτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για τον σκοπό αυτό.
Στις ακραία δύσκολες αυτές συνθήκες, η αριστερά του εργατικού κινήματος, με πρώτους τους ρώσους κομμουνιστές, συνέχιζε να ισχυρίζεται πως η καταληκτήρια φράση του Μανιφέστου, περισσότερο από ό,τι στο παρελθόν, αποτελούσε τον πυρήνα μιας αξιοπρεπούς και ρεαλιστικής πράξης, στο μέτρο που ο στόχος ήταν πράγματι ο σοσιαλισμός. Πάει να πει, η εθνική ενότητα είναι μια παγίδα, οι προλετάριοι δεν έχουνε πατρίδα. Προσέξτε και πάλι: πατρίδα λέει το σύνθημα, όχι έθνος. Στους πατριώτες αντιπαρατίθεται και όχι στους εθνικιστές.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, στο απόγειο μιας περιόδου ιστορικής απαισιοδοξίας, ο Τέρι Ήγκλετον έγραψε πως «ίσως η οριστική μάχη για τον κομμουνισμό δόθηκε ήδη και χάθηκε για πάντα», δείχνοντας αυτήν την κρίσιμη περίοδο, στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως. Χωρίς να θεωρώ τίποτε οριστικό, όπως θα έκανε και ο Ήγκλετον, άλλωστε, αργότερα, κατανοώ απολύτως τι ήθελε να πει. Η «σοσιαλπατριωτική προδοσία», για να χρησιμοποιήσουμε την τοτινή αργκό, αποδείχτηκε ένα από τα καθοριστικότερα γεγονότα της ιστορίας του εργατικού κινήματος, άρα και της ιστορίας γενικότερα.
Καλά, θα πει κάποιος, όμως στη συνέχεια ο πατριωτισμός «μετεξελίχθηκε» με τα νάματα του αντιφασιστικού αγώνα. Μεγάλη συζήτηση με πολλά «αυτονόητα» που, προφανώς, δεν μπορεί να γίνει εδώ. Δυό τρεις παρατηρήσεις, ωστόσο, θα ήθελα να κάνω, με αναφορά στη δική μας την ελληνική εμπειρία:
Το πρώτο που επισημαίνω είναι πως η αντιφασιστική πάλη υπήρξε, στη διάρκεια της κατοχής, πολύ περισσότερο κοινωνικά επικαθορισμένη από ό,τι αντιλαμβάνονταν ακόμη και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της πολλές φορές. Με αυτήν την έννοια, μια πολύ ισχυρή ερμηνεία του γεγονότος πως η «νικηφόρα επανάσταση» χάθηκε με τον τραγικότερο τρόπο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την ιδιαίτερη εμμονή και από το ΚΚΕ, για λόγους που μένει να συζητηθούν, στην «εθνική» διάσταση του αγώνα, ακόμη κι όταν ήταν φως φανάρι το ταξικό περιεχόμενο του και, πολύ περισσότερο, η ταξική διάσταση των «πλησιαζόντων γεγονότων». Οι αντίπαλοι το κατάλαβαν πολύ καλύτερα και πορεύτηκαν ορθολογικά με βάση το πραγματικό επίδικο γι’ αυτούς. Γι’ αυτό, κιόλας, δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό, ακόμη και οι αντιφασίστες ανάμεσά τους, να συνεργαστούν αδελφικά με τους δοσίλογους και τους ταγματασφαλίτες.
Θέλω να πω, με όλο το μεγαλείο, το ΕΑΜ δεν κέρδισε: έχασε. Και η ήττα δεν μπορεί να αφήνεται στο χώρο του ανεξήγητου. Κατά τη γνώμη μου, να το ξαναπώ, η πατριωτική υπερεπένδυση ήταν κύρια αιτία αυτής της τόσο επώδυνης για την ελληνική κοινωνία ήττας.
Τα προηγούμενα, ωστόσο, δεν σημαίνουν πως μου διαφεύγει ο πολύ υλικός χαρακτήρας της επίδρασης που έχει η εκ γενετής προσχώρηση στη μείζονα φαντασιακή κοινότητα, την οποία συνιστά το έθνος και το έδαφός του. Ούτε ό,τι θεωρώ ασήμαντα όσα σπουδαία μας έμαθε ο Γκράμσι με τα κείμενά του για το Risorgimento.
Οι ιδέες, οι παραστάσεις, τα αισθήματα τα σχετικά «με το έθνος και την πατρίδα» είναι εξαιρετικά πρακτικά και αποτελεσματικά στοιχεία της ύπαρξης όλων μας. Γι’ αυτό, άλλωστε, αποτελούν και σημαντικό μέρος της διαδικασίας κατασκευής του σύγχρονου υποκειμένου. Ξέρω καλά, επομένως, πως κανείς δεν μπορεί να αποφύγει την αναμέτρηση μαζί τους. Δεν πρόκειται για ψευδή συνείδηση, αλλά για απολύτως υλική πραγματικότητα. Και, ακριβώς γι’ αυτό, σε αντίθεση με τους πατριωτικά κλίνοντες ανάμεσά μας, θεωρώ πως πρέπει να προσέχουμε πάρα πολύ: η προσβολή του εθνικού αισθήματος των ανθρώπων δεν μπορεί να τίθεται εντός παρενθέσεως. Πολύ περισσότερο, όμως, δεν είναι δυνατόν να θεωρείται πως είναι πολιτικά αξιοποιήσιμη ως τέτοια. Η επιμονή στο διεθνισμό σε αυτήν ακριβώς την περίσταση είναι που γίνεται απολύτως αναγκαία.
Θα τελειώσω όπως ξεκίνησα, θυμίζοντας δηλαδή πως διαβάζετε μια επιφυλλίδα και όχι κάποιο απαιτητικό πόνημα. Και επιμένοντας πως αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει σοβαρά και σε βάθος, εφόσον η κύρια παράδοση της αριστεράς δεν βοηθάει, νομίζω, στην αντιμετώπιση των μεγάλων αυτών θεμάτων. Τα «αυτονόητα» δηλαδή, και τα πατριωτικά-αντιιμπεριαλιστικά ανάμεσά τους, ελάχιστα αυτονόητα είναι. Προκειμένου να γίνει αντιληπτό τι θέλω να πω παραπέμπω στο μέσον (!) του θαυμάσιου τόμου Φωνές από τη Βαϊμάρη [1], εκεί όπου «αντικρυστά» είναι τα κείμενα του «Σπάρτακου» και του Γκέμπελς. Όπου ο ναζιστής απευθύνεται στο γερμανό εργάτη και στον «αγαπητό φίλο της Αριστεράς», λέγοντας πως το βασικό ζήτημα, «που μας χωρίζει» είναι «εθνικός ή διεθνικός ο στόχος;» και η κομμουνιστική συλλογικότητα καταλήγει «ω, νάτη μας προσμένει στον κόσμο η Διεθνής». Έχουν δίκιο και οι δυό.
Πηγή: rednotebook.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου