Κείμενο/Ερευνα: Φραγκίσκα Μεγαλούδη-Στυλιανός Παπαρδέλας
Άδεια μαγαζιά και άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια για τροφή δεν είναι
πλέον σπάνιο φαινόμενο για τον δημοφιλή τουριστικό προορισμό. Και ο
σαραντατριάχρονος πρέπει να δώσει τη δική του μάχη για να μην
χρεοκοπήσει η επιχείρηση που κληρονόμησε από τον πατέρα του.
«Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε το 2010», διηγείται ο Κουτσογιάννης. «Τότε ο τζίρος μειώθηκε κατά 90%. Σε ένα καλό μήνα το μαγαζί αποφέρει 500 ευρώ, ενώ έχει πάγια μηνιαία έξοδα 1300 ευρώ. Δεν έχω τη δυνατότητα πια να πληρώνω τις εισφορές στο ασφαλιστικό μου ταμείο και δεν τις πληρώνω». Με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά μετακόμισαν στο σπίτι της μητέρας του, ενώ έχουν μειώσει δραστικά τα έξοδα τους. Γάλα αγοράζουν μόνο σε προσφορά και δεν έχουν τη δυνατότητα για κάτι τόσο απλό, όπως ένα παγωτό για τα παιδιά. «Νιώθω», λέει, «σαν να γλίστρησε η ζωή μου μέσα από τα δάχτυλά μου».
Σαν τον Κουτσογιάννη είναι πολλοί, καθώς η οικονομική ύφεση διανύει τον έκτο χρόνο και η κρίση πλήττει τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Από το 2009, το εισόδημα έχει μειωθεί κατά 30% και ο αριθμός των φτωχών μέσα σε δύο χρόνια, απο το 2009 εως το 2011, αυξήθηκε κατα 200,000 αγγίζοντας τα 2,3 εκατομμύρια, σε ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων. Το ένα τρίτο των ανθρώπων είναι άνεργοι.
Ποιος είναι υπεύθυνος; Ο 43χρονος εμπορος δεν το σκέφτεται για πολύ: «Οι Έλληνες ανίκανοι πολιτικοί φυσικά, αλλά πάνω από όλα η Ευρώπη. Η πατρίδα μας πρέπει να αποφασίσει αν θα είναι μέρος μιας Ευρώπης που τόση δυστυχία μας προκαλεί. Eίναι απαραίτητο ένα νέο ξεκίνημα χωρίς αυτούς που μας έφεραν εδώ».
Όμως ποιοι ήταν αυτοί; Αναμφίβολα ο μέσος Έλληνας, όπως ο Κουτσογιάννης, είναι σήμερα το θύμα της κρίσης. Αλλά δεν ήταν μέχρι τώρα τμήμα του συστήματος το οποίο έχει πλέον καταρρεύσει; Τουλάχιστον αυτό υποστήριξε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος όταν έλεγε «όλοι μαζί τα φάγαμε». Σύμφωνα με αυτή τη λογική οι Έλληνες φέρουν συλλογική ευθύνη και πρέπει γι αυτό το λόγο και να τιμωρηθούν συλλογικά. Όμως μία τέτοια σκέψη αφήνει στο απυρόβλητο αυτούς που προκάλεσαν την κρίση, τους πολιτικούς, τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ, την οικονομική ολιγαρχία, τους χαϊδεμένους συνδικαλιστές. Αυτοί αποτελούν μέρος ενός κλειστού συστήματος, στο οποίο για την πλειονότητα των Ελλήνων απλώς δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης.
Η πρώτη εκλεγμένη συντηρητική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κρατικοποίησε τράπεζες, μέσα μεταφοράς και ναυπηγεία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δημόσιος τομέας στον οποίο έβρισκαν θέση οι κομματικοί φίλοι. Ο διάδοχος του Κ. Καραμανλή, ο σοσιαλιστής Ανδρέας Παπανδρέου συνέχισε την πελατειακή πολιτική από το 1981, ενώ παράλληλα είχε υποσχεθεί και ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι πολιτικοί μοίραζαν δώρα. «Παράλληλα υπήρχαν ήδη απο τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα πολλά προβλήματα: πληθωρισμός, δύο πετρελαϊκές κρίσεις, αποβιομηχάνιση. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας στερέωσαν ένα σύστημα προβληματικό», λέει ο Ευστράτιος Τσοτσορός καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής μεταρρύθμισης στο Πάντειο πανεπιστήμιο. «Και το έκαναν αυτό εις βάρος της ανταγωνιστικότητας για να εξασφαλίσουν το προσωπικό τους όφελος».
Οι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι, αλλά αυτό είχε ελάχιστη σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας.
«Η ελληνική αστική τάξη συγκροτήθηκε από πολιτικούς που εμπόδιζαν την ανταγωνιστικότητα. Υποστηρίζονταν- οι πολιτικοί αυτοί- από την οικονομική ελίτ, στην οποία ως αντάλλαγμα, παραχωρούσαν προνόμια και άδειες. Είναι η ίδια ολιγαρχία που κατέχει τα ΜΜΕ και ελέγχει τον τραπεζικό τομέα», υποστηρίζει ο Τσοτσορός. «Για να λειτουργήσει αυτό το σύστημα χρειαζόταν μια ισχυρή γραφειοκρατία. Ετσι δημιουργήθηκε μία ομάδα από πρόθυμους μηχανικούς, συμβούλους και ακαδημαϊκούς οι οποίοι όφειλαν την περίοπτη θέση τους όχι στα προσόντα τους, αλλά κυρίως στην κομματική τους αφοσίωση. Το κράτος μεταβλήθηκε σε έναν μηχανισμό αλόγιστης σπατάλης χρημάτων απο την οποία όμως δεν ωφελήθηκαν όλοι, αλλά συγκεκριμένες ομάδες, όπως αυτοί που ασκούσαν ένα κλειστό επάγγελμα: συμβολαιογράφοι, φαρμακοποιοί, γιατροί, αυτοκινητιστές...»
Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πριν την είσοδο στο ευρώ, που σηματοδοτεί και την υποτιθέμενη πτώση. Όταν εισήχθη το ενιαίο νόμισμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύτηκαν. Ο δανεισμός στη δεκαετία του ενενήντα αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4% του ΑΕΠ φτάνοντας πλέον το 10%. Το ευρώ έφερε την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ήταν στο πλαίσιο των αναποτελεσματικών πολιτικών που εφάρμοσαν οι πολιτικοί στη δεκαετία του εβδομήντα. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε θεωρηθεί θετική. «Οι οικονομικές προοπτικές στην Ελλάδα φαίνονται καλές», έγραφαν οι Times το 2007. Οικονομολόγοι και αναλυτές αισιοδοξούσαν ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 2000 και όταν ξεκίνησε η κρίση, άρχισε και η κριτική για τον δήθεν πολυτελή τρόπο διαβίωσης των Ελλήνων.
Ο μισθός της χωρισμένης μητέρας ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού περικόπηκε κατά 20% και είναι τώρα περίπου 900 ευρώ. Λόγω της κρίσης υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι. Και βλέπει το μέλλον δυσοίωνο. Κάτω από την πίεση των διεθνών δανειστών πρέπει να απολυθούν 25.000 δημόσιοι υπάλληλοι, πολλοί από αυτούς δάσκαλοι. 118 νηπιαγωγεία και δημοτικά καθώς και 28 γυμνάσια πρέπει να κλείσουν ή να συγχωνευτούν. Η κυβέρνηση υπόσχεται ότι αυτό θα γίνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης, αλλά η Στεφανία Μ βλέπει μόνο μία δικαιολογία για να κατεδαφιστεί το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης και να απολυθούν εκπαιδευτικοί.
Για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτών των περικοπών μέχρι τώρα μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν βάσει των αριθμών: Από τους 774.000 ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ, το 2012 δεν έχουν πληρώσει τις οφειλές τους γύρω στους 400.000, όπως ο καταστηματάρχης Κουτσογιάννης στο Ηράκλειο. Ο ασφαλιστικός φορέας έχει χάσει έτσι περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο κοινωνικός ιστός υφίσταται ανεπανόρθωτες ρωγμές.
Η Μαριάννα Φουσταγιαννάκη, λογίστρια που συμβουλεύει ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων στο Ηράκλειο, βλέπει καθημερινά τη διάλυση της κοινωνίας. «Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς των εταιρειών κοινής ωφελείας. Ο φόβος παίζει σημαντικό ρόλο. Οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο γι αυτό που θα μπορούσε να έρθει παρα αυτό που βιώνουν», λέει η τριαντάχρονη.
Ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση. Πολλοί έλληνες συζητάνε για το σκάνδαλο της Siemens. Η γερμανική εταιρεία για χρόνια δωροδοκούσε έλληνες πολιτικούς και το κόστος για το κράτος υπολογίστηκε πάνω από δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Ομως η Siemens συμφώνησε με την κυβέρνηση για αποζημίωση μόνο 270 εκατομμυρίων ευρώ, 100 εκατομμύρια απο τα οποία με τη μορφή επενδύσεων.
Στη συνέχεια ακολούθησε η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ στην οποία περιλαμβάνονται 2000 ονόματα ελλήνων με τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία. Παρόλο που προφανώς πολλοί πολιτικοί εμπλέκονται στο σκάνδαλο της συγκάλυψης της λιστας, μόνο ο πρώην υπουργός οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου θα δικαστεί για το θέμα. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αφού τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης προστατεύονται με ειδικό νόμο (το νόμο περί ευθύνης υπουργών) από την ποινική δίωξη ακόμα και μετά τη λήξη της θητείας τους.
Πολλοί πολιτικοί δείχνουν ότι απλώς θα συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια λάθη, όπως έκαναν μέχρι σήμερα. Οπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και πρώην δημοσιογράφος στην ΕΡΤ, Σίμος Κεδίκογλου, ο οποίος το Μάρτιο του τρέχοντος έτους, διόρισε στο πολιτικό του γραφείο την κατά πολύ νεότερη φίλη του και στη συνέχεια αναγκάστηκε να την απολύσει υπο το βάρος της δημόσιας κατακραυγής. Είναι ο ίδιος, που ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά τον Ιούνιο το κλείσιμο της δημόσιας τηλεόρασης και το δικαιολόγησε κάνοντας λόγο για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης.
«Τα πραγματικά θύματα αυτής της παράλογης πολιτικής, λέει η λογίστρια Φουσταγιαννάκη, είναι οι νέοι. Προστατευμένοι όπως ήταν από τις οικογένειές τους, η κρίση τους βρήκε εντελώς απροετοίμαστους. Γι αυτό η μόνη λύση, είναι να συντρίψουμε τη διαφθορά και να αναδιοργανώσουμε το πολιτικό σύστημα».
Πολλοί προσπαθούν ήδη γι αυτό.
«Μπορεί να φαίνεται περίεργο ότι ιδρύθηκε μία επιχείρηση στις παρούσες συνθήκες», λέει, «αλλά ακόμα και σε περιόδους κρίσεων υπάρχουν ευκαιρίες. Οι άνθρωποι πρέπει να σκέφτονται διαφορετικά, να είναι καινοτόμοι και να βγαίνουν από τις κρύπτες τους».
Ο Παναγιωτίδης θα μπορούσε να μην κάνει τίποτα από αυτά. «Οι γονείς μου ήθελαν να εργαστώ σε μία τράπεζα, μία δουλειά που μέσω των διασυνδέσεων της οικογένειάς μου εύκολα θα αποκτούσα. Αλλά δεν το έκανα».
Η απόφασή του ήταν ακόμη και λίγα χρόνια πριν ασυνήθιστη. «Αν κάποιος διέθετε χρήματα κατά προτίμηση αγόραζε ένα αυτοκίνητο. Ο καθένας ονειρευόταν ένα ακριβό αυτοκίνητο και μία δουλειά στο δημόσιο. Αυτό δεν ισχύει πια. Στην Ελλάδα αυτή η νοοτροπία έχει αρχίσει να αλλάζει».
Όπως πολλοί νέοι, ο Παναγιωτίδης πιστεύει ότι η κρίση είναι στην πραγματικότητα ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ωστόσο επικαλείται τις αλλαγές στην πατρίδα του.
«Οι γονείς μας μας κληροδότησαν την ευνοιοκρατία, την κρατική προστασία, τις πελατειακές σχέσεις. Αυτό είναι το πρόσωπο της συντηρητικής Ελλάδας, το οποίο με κανένα τρόπο δεν θέλει τις αλλαγές. Είναι μία χώρα που ακόμα και οι φοιτητικές οργανώσεις εξυπηρετούσαν σκοπούς πολιτικής καριέρας και την οποία για σαράντα χρόνια κυβέρνησαν δύο οικογένειες. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που διαπραγματεύονται τώρα τη σωτηρία μας. Αυτό είναι ανοησία», καταλήγει ο Παναγιωτίδης.
Μετάφραση στα ελληνικά: Λένα Κουλογιάννη
Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε στα γερμανικά στο Spiegel Online με τον τίτλο Der Verrat an Griechenlands Mittelschicht
«Το πραγματικό πρόβλημα ξεκίνησε το 2010», διηγείται ο Κουτσογιάννης. «Τότε ο τζίρος μειώθηκε κατά 90%. Σε ένα καλό μήνα το μαγαζί αποφέρει 500 ευρώ, ενώ έχει πάγια μηνιαία έξοδα 1300 ευρώ. Δεν έχω τη δυνατότητα πια να πληρώνω τις εισφορές στο ασφαλιστικό μου ταμείο και δεν τις πληρώνω». Με τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά μετακόμισαν στο σπίτι της μητέρας του, ενώ έχουν μειώσει δραστικά τα έξοδα τους. Γάλα αγοράζουν μόνο σε προσφορά και δεν έχουν τη δυνατότητα για κάτι τόσο απλό, όπως ένα παγωτό για τα παιδιά. «Νιώθω», λέει, «σαν να γλίστρησε η ζωή μου μέσα από τα δάχτυλά μου».
Σαν τον Κουτσογιάννη είναι πολλοί, καθώς η οικονομική ύφεση διανύει τον έκτο χρόνο και η κρίση πλήττει τη μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Από το 2009, το εισόδημα έχει μειωθεί κατά 30% και ο αριθμός των φτωχών μέσα σε δύο χρόνια, απο το 2009 εως το 2011, αυξήθηκε κατα 200,000 αγγίζοντας τα 2,3 εκατομμύρια, σε ένα πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων. Το ένα τρίτο των ανθρώπων είναι άνεργοι.
Ποιος είναι υπεύθυνος; Ο 43χρονος εμπορος δεν το σκέφτεται για πολύ: «Οι Έλληνες ανίκανοι πολιτικοί φυσικά, αλλά πάνω από όλα η Ευρώπη. Η πατρίδα μας πρέπει να αποφασίσει αν θα είναι μέρος μιας Ευρώπης που τόση δυστυχία μας προκαλεί. Eίναι απαραίτητο ένα νέο ξεκίνημα χωρίς αυτούς που μας έφεραν εδώ».
Όμως ποιοι ήταν αυτοί; Αναμφίβολα ο μέσος Έλληνας, όπως ο Κουτσογιάννης, είναι σήμερα το θύμα της κρίσης. Αλλά δεν ήταν μέχρι τώρα τμήμα του συστήματος το οποίο έχει πλέον καταρρεύσει; Τουλάχιστον αυτό υποστήριξε ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος όταν έλεγε «όλοι μαζί τα φάγαμε». Σύμφωνα με αυτή τη λογική οι Έλληνες φέρουν συλλογική ευθύνη και πρέπει γι αυτό το λόγο και να τιμωρηθούν συλλογικά. Όμως μία τέτοια σκέψη αφήνει στο απυρόβλητο αυτούς που προκάλεσαν την κρίση, τους πολιτικούς, τους ιδιοκτήτες ΜΜΕ, την οικονομική ολιγαρχία, τους χαϊδεμένους συνδικαλιστές. Αυτοί αποτελούν μέρος ενός κλειστού συστήματος, στο οποίο για την πλειονότητα των Ελλήνων απλώς δεν υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης.
Η αρχή
Αν κάποιος στην Ελλάδα θέλει να κατανοήσει τις αιτίες της σημερινής κρίσης, πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 70. Το τέλος της επτάχρονης δικτατορίας, τον Ιούλιο του 1974, καταγράφεται ως η πιο σημαντική ημερομηνία στη νεότερη ελληνική ιστορία. Τότε δημιουργήθηκαν νέες πολιτικές ελίτ που διεκδικούσαν σταθερή εκλογική βάση. Το κλειδί γι αυτό ήταν οι πελατειακές σχέσεις και ο λαϊκισμός.Η πρώτη εκλεγμένη συντηρητική κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή κρατικοποίησε τράπεζες, μέσα μεταφοράς και ναυπηγεία. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δημόσιος τομέας στον οποίο έβρισκαν θέση οι κομματικοί φίλοι. Ο διάδοχος του Κ. Καραμανλή, ο σοσιαλιστής Ανδρέας Παπανδρέου συνέχισε την πελατειακή πολιτική από το 1981, ενώ παράλληλα είχε υποσχεθεί και ριζικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις.
Οι πολιτικοί μοίραζαν δώρα. «Παράλληλα υπήρχαν ήδη απο τις δεκαετίες του εβδομήντα και του ογδόντα πολλά προβλήματα: πληθωρισμός, δύο πετρελαϊκές κρίσεις, αποβιομηχάνιση. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας στερέωσαν ένα σύστημα προβληματικό», λέει ο Ευστράτιος Τσοτσορός καθηγητής οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής μεταρρύθμισης στο Πάντειο πανεπιστήμιο. «Και το έκαναν αυτό εις βάρος της ανταγωνιστικότητας για να εξασφαλίσουν το προσωπικό τους όφελος».
Οι Έλληνες έγιναν πλουσιότεροι, αλλά αυτό είχε ελάχιστη σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας.
«Η ελληνική αστική τάξη συγκροτήθηκε από πολιτικούς που εμπόδιζαν την ανταγωνιστικότητα. Υποστηρίζονταν- οι πολιτικοί αυτοί- από την οικονομική ελίτ, στην οποία ως αντάλλαγμα, παραχωρούσαν προνόμια και άδειες. Είναι η ίδια ολιγαρχία που κατέχει τα ΜΜΕ και ελέγχει τον τραπεζικό τομέα», υποστηρίζει ο Τσοτσορός. «Για να λειτουργήσει αυτό το σύστημα χρειαζόταν μια ισχυρή γραφειοκρατία. Ετσι δημιουργήθηκε μία ομάδα από πρόθυμους μηχανικούς, συμβούλους και ακαδημαϊκούς οι οποίοι όφειλαν την περίοπτη θέση τους όχι στα προσόντα τους, αλλά κυρίως στην κομματική τους αφοσίωση. Το κράτος μεταβλήθηκε σε έναν μηχανισμό αλόγιστης σπατάλης χρημάτων απο την οποία όμως δεν ωφελήθηκαν όλοι, αλλά συγκεκριμένες ομάδες, όπως αυτοί που ασκούσαν ένα κλειστό επάγγελμα: συμβολαιογράφοι, φαρμακοποιοί, γιατροί, αυτοκινητιστές...»
Όλα αυτά συνέβαιναν πολύ πριν την είσοδο στο ευρώ, που σηματοδοτεί και την υποτιθέμενη πτώση. Όταν εισήχθη το ενιαίο νόμισμα, το δημόσιο και το ιδιωτικό χρέος εκτοξεύτηκαν. Ο δανεισμός στη δεκαετία του ενενήντα αυξήθηκε κατά μέσο όρο 4% του ΑΕΠ φτάνοντας πλέον το 10%. Το ευρώ έφερε την ψευδαίσθηση της ευημερίας, αλλά οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης ήταν στο πλαίσιο των αναποτελεσματικών πολιτικών που εφάρμοσαν οι πολιτικοί στη δεκαετία του εβδομήντα. Παρόλα αυτά η ανάπτυξη στην Ελλάδα είχε θεωρηθεί θετική. «Οι οικονομικές προοπτικές στην Ελλάδα φαίνονται καλές», έγραφαν οι Times το 2007. Οικονομολόγοι και αναλυτές αισιοδοξούσαν ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Μόλις στο τέλος της δεκαετίας του 2000 και όταν ξεκίνησε η κρίση, άρχισε και η κριτική για τον δήθεν πολυτελή τρόπο διαβίωσης των Ελλήνων.
Το παρόν
«Αυτό που με κάνει έξαλλη σήμερα είναι ότι δεν υπήρξα μέρος όλων αυτών», λέει η Στεφανία Μ., μία σαραντάχρονη δασκάλα από την Αθήνα. «Δεν είχα χρέη δεν είχα δάνεια και δεν ζούσα με πολυτέλεια, δεν έκανα φοροδιαφυγή ούτε έψαχνα για ρουσφέτια .Όμως πληρώνω σήμερα υψηλό τίμημα για λάθη που έκαναν άλλοι. Άνθρωποι σαν κι εμένα είναι οι παράπλευρες απώλειες αυτής της κρίσης».Ο μισθός της χωρισμένης μητέρας ενός δεκαπεντάχρονου αγοριού περικόπηκε κατά 20% και είναι τώρα περίπου 900 ευρώ. Λόγω της κρίσης υποχρεώθηκε να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι. Και βλέπει το μέλλον δυσοίωνο. Κάτω από την πίεση των διεθνών δανειστών πρέπει να απολυθούν 25.000 δημόσιοι υπάλληλοι, πολλοί από αυτούς δάσκαλοι. 118 νηπιαγωγεία και δημοτικά καθώς και 28 γυμνάσια πρέπει να κλείσουν ή να συγχωνευτούν. Η κυβέρνηση υπόσχεται ότι αυτό θα γίνει βάσει αντικειμενικών κριτηρίων αξιολόγησης, αλλά η Στεφανία Μ βλέπει μόνο μία δικαιολογία για να κατεδαφιστεί το δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης και να απολυθούν εκπαιδευτικοί.
Για τις μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτών των περικοπών μέχρι τώρα μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν βάσει των αριθμών: Από τους 774.000 ασφαλισμένους του ΟΑΕΕ, το 2012 δεν έχουν πληρώσει τις οφειλές τους γύρω στους 400.000, όπως ο καταστηματάρχης Κουτσογιάννης στο Ηράκλειο. Ο ασφαλιστικός φορέας έχει χάσει έτσι περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ. Ο κοινωνικός ιστός υφίσταται ανεπανόρθωτες ρωγμές.
Η Μαριάννα Φουσταγιαννάκη, λογίστρια που συμβουλεύει ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων στο Ηράκλειο, βλέπει καθημερινά τη διάλυση της κοινωνίας. «Πολλές επιχειρήσεις κλείνουν, γιατί δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς των εταιρειών κοινής ωφελείας. Ο φόβος παίζει σημαντικό ρόλο. Οι άνθρωποι φοβούνται περισσότερο γι αυτό που θα μπορούσε να έρθει παρα αυτό που βιώνουν», λέει η τριαντάχρονη.
Ο φόβος και η οργή του κόσμου πηγάζει από το γεγονός ότι οι πολιτικές και οι οικονομικές ελίτ δείχνουν να μην έχουν επηρεαστεί από την κρίση. Πολλοί έλληνες συζητάνε για το σκάνδαλο της Siemens. Η γερμανική εταιρεία για χρόνια δωροδοκούσε έλληνες πολιτικούς και το κόστος για το κράτος υπολογίστηκε πάνω από δύο δισεκατομμύρια ευρώ. Ομως η Siemens συμφώνησε με την κυβέρνηση για αποζημίωση μόνο 270 εκατομμυρίων ευρώ, 100 εκατομμύρια απο τα οποία με τη μορφή επενδύσεων.
Στη συνέχεια ακολούθησε η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ στην οποία περιλαμβάνονται 2000 ονόματα ελλήνων με τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελβετία. Παρόλο που προφανώς πολλοί πολιτικοί εμπλέκονται στο σκάνδαλο της συγκάλυψης της λιστας, μόνο ο πρώην υπουργός οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου θα δικαστεί για το θέμα. Αυτό δεν προκαλεί έκπληξη, αφού τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης προστατεύονται με ειδικό νόμο (το νόμο περί ευθύνης υπουργών) από την ποινική δίωξη ακόμα και μετά τη λήξη της θητείας τους.
Πολλοί πολιτικοί δείχνουν ότι απλώς θα συνεχίσουν να κάνουν τα ίδια λάθη, όπως έκαναν μέχρι σήμερα. Οπως ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και πρώην δημοσιογράφος στην ΕΡΤ, Σίμος Κεδίκογλου, ο οποίος το Μάρτιο του τρέχοντος έτους, διόρισε στο πολιτικό του γραφείο την κατά πολύ νεότερη φίλη του και στη συνέχεια αναγκάστηκε να την απολύσει υπο το βάρος της δημόσιας κατακραυγής. Είναι ο ίδιος, που ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά τον Ιούνιο το κλείσιμο της δημόσιας τηλεόρασης και το δικαιολόγησε κάνοντας λόγο για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης.
«Τα πραγματικά θύματα αυτής της παράλογης πολιτικής, λέει η λογίστρια Φουσταγιαννάκη, είναι οι νέοι. Προστατευμένοι όπως ήταν από τις οικογένειές τους, η κρίση τους βρήκε εντελώς απροετοίμαστους. Γι αυτό η μόνη λύση, είναι να συντρίψουμε τη διαφθορά και να αναδιοργανώσουμε το πολιτικό σύστημα».
Πολλοί προσπαθούν ήδη γι αυτό.
Το μέλλον
Μια ακόμα επιχείρηση στο Ηράκλειο, αυτή τη φορά του 32χρονού Πέτρου Παναγιωτίδη. Πρωην καθηγητής μαθηματικών σήμερα διευθύνει ένα βιβλιοπωλείο κομικς και ιντερνετ καφέ. Το άνοιξε το 2009 με ένα δάνειο από τους γονείς του. Η κυβέρνηση είχε υποσχεθεί ένα πρόγραμμα βοήθειας για τους νέους επιχειρηματίες το οποίο όμως ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.«Μπορεί να φαίνεται περίεργο ότι ιδρύθηκε μία επιχείρηση στις παρούσες συνθήκες», λέει, «αλλά ακόμα και σε περιόδους κρίσεων υπάρχουν ευκαιρίες. Οι άνθρωποι πρέπει να σκέφτονται διαφορετικά, να είναι καινοτόμοι και να βγαίνουν από τις κρύπτες τους».
Ο Παναγιωτίδης θα μπορούσε να μην κάνει τίποτα από αυτά. «Οι γονείς μου ήθελαν να εργαστώ σε μία τράπεζα, μία δουλειά που μέσω των διασυνδέσεων της οικογένειάς μου εύκολα θα αποκτούσα. Αλλά δεν το έκανα».
Η απόφασή του ήταν ακόμη και λίγα χρόνια πριν ασυνήθιστη. «Αν κάποιος διέθετε χρήματα κατά προτίμηση αγόραζε ένα αυτοκίνητο. Ο καθένας ονειρευόταν ένα ακριβό αυτοκίνητο και μία δουλειά στο δημόσιο. Αυτό δεν ισχύει πια. Στην Ελλάδα αυτή η νοοτροπία έχει αρχίσει να αλλάζει».
Όπως πολλοί νέοι, ο Παναγιωτίδης πιστεύει ότι η κρίση είναι στην πραγματικότητα ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα. Ωστόσο επικαλείται τις αλλαγές στην πατρίδα του.
«Οι γονείς μας μας κληροδότησαν την ευνοιοκρατία, την κρατική προστασία, τις πελατειακές σχέσεις. Αυτό είναι το πρόσωπο της συντηρητικής Ελλάδας, το οποίο με κανένα τρόπο δεν θέλει τις αλλαγές. Είναι μία χώρα που ακόμα και οι φοιτητικές οργανώσεις εξυπηρετούσαν σκοπούς πολιτικής καριέρας και την οποία για σαράντα χρόνια κυβέρνησαν δύο οικογένειες. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που διαπραγματεύονται τώρα τη σωτηρία μας. Αυτό είναι ανοησία», καταλήγει ο Παναγιωτίδης.
Μετάφραση στα ελληνικά: Λένα Κουλογιάννη
Το πρωτότυπο δημοσιεύτηκε στα γερμανικά στο Spiegel Online με τον τίτλο Der Verrat an Griechenlands Mittelschicht
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου