Ο δημοσιογράφος και οι καλεσμένοι του είναι στη θέση τους. Κάμερες on 3-2-1 η παράσταση του παλιού κόσμου αρχίζει.
Ο Δημοσιογράφος, ο βουλευτής, η συγγραφέας και τα άλλα παιδιά δεν είναι μόνα. Ανήκουν σε μια ευρύτερη παρέα που δεν έχει τόση σημασία πλέον ποια κόμματα την εκφράζουν, αλλά ότι η ίδια εκφράζει έναν κόσμο που έχει πια πεθάνει. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τους τύπους που μας εγκαλούν με κραυγές διαρκώς από το υπερπέραν αν όχι φαντάσματα;
Η θανάσιμη μοναξιά του συστήματος αναβοσβήνει κάθε μέρα στις οθόνες μας, πίνει από την κούπα του Μιχαλολιάκου καφέ πολλά βαρύ και όχι, διαφημίζει τους φασίστες σήμερα και την επομένη τους συλλαμβάνει. Επικαλείται τη νομιμότητα για τα συμφέροντα της παρέας και την καταλύει πάλι για τα ίδια συμφέροντα. Ξεχειλώνει τις έννοιες για να χωρέσουν στον απροσδιόριστο σωματότυπο των φαντασμάτων και τις συρρικνώνει όταν κινδυνεύουν να αποδώσουν τον ορθό λόγο. Ο ορθός λόγος είναι εχθρός του παλιού κόσμου που αρέσκεται στις στρεβλώσεις και στη σύγχυση του παραληρήματος του μελλοθάνατου.
Ο παλιός κόσμος δεν ακούει εμένα, δεν ακούει εσένα, είναι απασχολημένος με την τιτάνια προσπάθειά του να επιβιώσει έστω ως μνήμη. Δημιούργησε εκατομμύρια ανασφάλιστους ανέργους δεκάδες αυτόχειρες και οι 58 υπογραφές δεν φτάνουν ούτε για τα κόλυβα πόσο άλλωστε για μια γενναία νεκρανάσταση.
Ο συνταγματολόγος διαφωνεί, η συγγραφέας τον αποκαλεί αήθη. Η συγγραφέας δεν θέλει να ακούσει τι ορίζει το σύνταγμα εκτός αν πρόκειται για παράγραφο που ποινικοποιεί οτιδήποτε κόκκινο. Αποφασίζει να δείξει αυτοσυγκράτηση, εξάλλου μπορεί να εκφράσει το αντικομμουνιστικό της μένος για νιοστή φορά μέσα από την αρθρογραφία της. Εξάλλου ποιό θέμα να αναδείξει; Τα σκάνδαλα του παλιού κόσμου; Την κατάλυση της δημόσιας παιδείας και υγείας; Τους 300 νεκρούς μετανάστες στα νερά του Ιονίου;
Οι άνθρωποι - φαντάσματα του παλιού κόσμου έχουν αντικομμουνιστικό μένος και ταυτόχρονα καταδικάζουν κάθε εμφυλιοπολεμική ρητορική. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία των φαντασμάτων.
Οι άνθρωποι - φαντάσματα του παλιού κόσμου καταδικάζουν τον παλιό κόσμο αλλά όχι τους διαμορφωτές του γιατί η αυτοκριτική είναι μια άγνωστη λέξη για αυτούς και η ανάληψη ευθύνης αφορά μόνος τους ιθαγενείς του παλιού κόσμου. Καταδικάζουν τον παλιό κόσμο χωρίς να αναφέρουν ονόματα. Καταδικάζουν τον παλιό κόσμο αντιπροτείνοντας έναν νέο κόσμο που οι μόνοι που μπορούν να τον δημιουργήσουν είναι τα φαντάσματα του παλιού. Αυτό συμβαίνει συχνά στην ιστορία των φαντασμάτων.
Δημιουργούν πεινασμένους κι επειδή γνωρίζουν ότι «δεν φταίνε τα λιοντάρια, αν μείνουν νηστικά πεινάνε»* καταδικάζουν τη βία του νηστικού του άστεγου του καθενός που αντιστέκεται για τις όποιες Σκουριές του.
Ο συνταγματολόγος μιλά για τη βία της καταστολής, του κράτους. Ο δημοσιογράφος ανάβει τον διακόπτη του διαφωτισμού, σε λίγο τον σβήνει. Ο συνταγματολόγος μιλάει για τα κεκτημένα των αγώνων των λαών. Η συγγραφέας απειλεί ξανά με το βλέμμα της κόμπρας. Οι βουλευτές εξανίστανται.
Η θανάσιμη μοναξιά του παλιού κόσμου διακρίνεται μέσα από την απόγνωση για λίγη ακόμα εξουσία - αθανασία. Ο παρηκμασμένος σκηνοθέτης αγνοεί άραγε το γεγονός πως τα σηκωμένα δάχτυλα των φαντασμάτων προεκτείνονται από τις οθόνες και προσγειώνονται σε ανθρώπους που ζουν σε σπίτια χωρίς πετρέλαιο ή ρεύμα; Αλήθεια τα φαντάσματα, τα μάτια μας τα βλέπουνε;
* Στίχος του Παύλου Παυλίδη από το Αερικό
tvxs.gr
Ο Δημοσιογράφος, ο βουλευτής, η συγγραφέας και τα άλλα παιδιά δεν είναι μόνα. Ανήκουν σε μια ευρύτερη παρέα που δεν έχει τόση σημασία πλέον ποια κόμματα την εκφράζουν, αλλά ότι η ίδια εκφράζει έναν κόσμο που έχει πια πεθάνει. Και πως αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς τους τύπους που μας εγκαλούν με κραυγές διαρκώς από το υπερπέραν αν όχι φαντάσματα;
Η θανάσιμη μοναξιά του συστήματος αναβοσβήνει κάθε μέρα στις οθόνες μας, πίνει από την κούπα του Μιχαλολιάκου καφέ πολλά βαρύ και όχι, διαφημίζει τους φασίστες σήμερα και την επομένη τους συλλαμβάνει. Επικαλείται τη νομιμότητα για τα συμφέροντα της παρέας και την καταλύει πάλι για τα ίδια συμφέροντα. Ξεχειλώνει τις έννοιες για να χωρέσουν στον απροσδιόριστο σωματότυπο των φαντασμάτων και τις συρρικνώνει όταν κινδυνεύουν να αποδώσουν τον ορθό λόγο. Ο ορθός λόγος είναι εχθρός του παλιού κόσμου που αρέσκεται στις στρεβλώσεις και στη σύγχυση του παραληρήματος του μελλοθάνατου.
Ο παλιός κόσμος δεν ακούει εμένα, δεν ακούει εσένα, είναι απασχολημένος με την τιτάνια προσπάθειά του να επιβιώσει έστω ως μνήμη. Δημιούργησε εκατομμύρια ανασφάλιστους ανέργους δεκάδες αυτόχειρες και οι 58 υπογραφές δεν φτάνουν ούτε για τα κόλυβα πόσο άλλωστε για μια γενναία νεκρανάσταση.
Ο συνταγματολόγος διαφωνεί, η συγγραφέας τον αποκαλεί αήθη. Η συγγραφέας δεν θέλει να ακούσει τι ορίζει το σύνταγμα εκτός αν πρόκειται για παράγραφο που ποινικοποιεί οτιδήποτε κόκκινο. Αποφασίζει να δείξει αυτοσυγκράτηση, εξάλλου μπορεί να εκφράσει το αντικομμουνιστικό της μένος για νιοστή φορά μέσα από την αρθρογραφία της. Εξάλλου ποιό θέμα να αναδείξει; Τα σκάνδαλα του παλιού κόσμου; Την κατάλυση της δημόσιας παιδείας και υγείας; Τους 300 νεκρούς μετανάστες στα νερά του Ιονίου;
Οι άνθρωποι - φαντάσματα του παλιού κόσμου έχουν αντικομμουνιστικό μένος και ταυτόχρονα καταδικάζουν κάθε εμφυλιοπολεμική ρητορική. Αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην ιστορία των φαντασμάτων.
Οι άνθρωποι - φαντάσματα του παλιού κόσμου καταδικάζουν τον παλιό κόσμο αλλά όχι τους διαμορφωτές του γιατί η αυτοκριτική είναι μια άγνωστη λέξη για αυτούς και η ανάληψη ευθύνης αφορά μόνος τους ιθαγενείς του παλιού κόσμου. Καταδικάζουν τον παλιό κόσμο χωρίς να αναφέρουν ονόματα. Καταδικάζουν τον παλιό κόσμο αντιπροτείνοντας έναν νέο κόσμο που οι μόνοι που μπορούν να τον δημιουργήσουν είναι τα φαντάσματα του παλιού. Αυτό συμβαίνει συχνά στην ιστορία των φαντασμάτων.
Δημιουργούν πεινασμένους κι επειδή γνωρίζουν ότι «δεν φταίνε τα λιοντάρια, αν μείνουν νηστικά πεινάνε»* καταδικάζουν τη βία του νηστικού του άστεγου του καθενός που αντιστέκεται για τις όποιες Σκουριές του.
Ο συνταγματολόγος μιλά για τη βία της καταστολής, του κράτους. Ο δημοσιογράφος ανάβει τον διακόπτη του διαφωτισμού, σε λίγο τον σβήνει. Ο συνταγματολόγος μιλάει για τα κεκτημένα των αγώνων των λαών. Η συγγραφέας απειλεί ξανά με το βλέμμα της κόμπρας. Οι βουλευτές εξανίστανται.
Η θανάσιμη μοναξιά του παλιού κόσμου διακρίνεται μέσα από την απόγνωση για λίγη ακόμα εξουσία - αθανασία. Ο παρηκμασμένος σκηνοθέτης αγνοεί άραγε το γεγονός πως τα σηκωμένα δάχτυλα των φαντασμάτων προεκτείνονται από τις οθόνες και προσγειώνονται σε ανθρώπους που ζουν σε σπίτια χωρίς πετρέλαιο ή ρεύμα; Αλήθεια τα φαντάσματα, τα μάτια μας τα βλέπουνε;
* Στίχος του Παύλου Παυλίδη από το Αερικό
tvxs.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου