«…Φίλοι κι αδέλφια της ψυχής μου. Εσείς που πέσατε στις φυλακές και στα νησιά της κόλασης, που σας κρατάν αλυσωμένους μες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης γιατί πολεμάτε για την ανεξαρτησία, το ψωμί και τη λευτεριά του ελληνικού λαού, δεχτείτε την αγάπη και το θαυμασμό μου».
Ναζίμ Χικμέτ, 10 Αυγούστου 1951-Βερολίνο
Είναι το μήνυμα που μεταδόθηκε ραδιοφωνικά, κατά τη διάρκεια της δίκης του Νίκου Μπελογιάννη.
Από το πολιτιστικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, τον Εξώστη, που ζει μια δεύτερη ζωή, σε πείσμα των καιρών και από τη φίλη ζωγράφο Στεφανία Βελδεμίρη, έπεσε η ιδέα να γράψουμε μερικά μικρά παραμύθια για… μεγάλους.
Τα παραμύθια συνοδεύουν τους πίνακες από ένα παράξενο Ημερολόγιο που δεν έχει δώδεκα μήνες αλλά δεκαπέντε! Οι γνωστές σε όλους μας τέσσερις εποχές συμπληρώνονται από μια… Αποχή. Οι μήνες της, μήνες του «Δεν», έχουν τα εξής παράξενα ονόματα:
Από το πολιτιστικό περιοδικό της Θεσσαλονίκης, τον Εξώστη, που ζει μια δεύτερη ζωή, σε πείσμα των καιρών και από τη φίλη ζωγράφο Στεφανία Βελδεμίρη, έπεσε η ιδέα να γράψουμε μερικά μικρά παραμύθια για… μεγάλους.
Τα παραμύθια συνοδεύουν τους πίνακες από ένα παράξενο Ημερολόγιο που δεν έχει δώδεκα μήνες αλλά δεκαπέντε! Οι γνωστές σε όλους μας τέσσερις εποχές συμπληρώνονται από μια… Αποχή. Οι μήνες της, μήνες του «Δεν», έχουν τα εξής παράξενα ονόματα:
-Όσα δεν σου είπα
-Τα φιλιά που δεν σου έδωσα
-Οι βρισιές που δεν ξεφώνισα
Ξεκινώντας να γράφω για τον πρώτο (κανονικό) μήνα το Γενάρη, χωρίς να ξέρω τι ήταν αυτό που με οδηγούσε, χρησιμοποίησα ένα στίχο από το ποίημα του Χικμέτ με το οποίο τελειώνουν Οι Ρομαντικοί: «…αγάπη θα πει να δέσεις μια κούνια στ’ άστρα…».
Οι Ρομαντικοί είναι ένα μυθιστόρημα εμβληματικό, που κυκλοφόρησε ένα χρόνο πριν από τον θάνατό του στη Μόσχα. Ένα μυθιστόρημα που σημάδεψε την εφηβεία μας. Τη στράτευση στην Αριστερά. Και επηρέασε βαθύτατα τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Όπως και τα ποιήματά του. Κυρίως στη μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου. Και τα τραγούδια:
Μικρούτσικος, Λοΐζος, αλλά και Λιβανελί, Πολυκανδριώτης, Μπακιρτζής, Ηδύλη Τσαλίκη, Κωστής Μαραβέγιας…
Πόσες συγκεντρώσεις, πόσα σφιξίματα γροθιάς, πόσες διαδηλώσεις, πόσα επαναστατικά όνειρα, πόσες ελπίδες διαψευσμένες… Και από κοντά ό,τι πιο αισιόδοξο έχει γραφτεί ποτέ σε ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια:
«Θα γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα».
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο
Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα
Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα».
Το απίστευτο είναι πως πρόκειται για στίχους γραμμένους μέσα στη φυλακή, κατά την περίοδο 1942-1946. Ο Χικμέτ βρίσκεται στη φυλακή από το 1934. Καταδικασμένος για «προπαγάνδα στους σπουδαστές της Στρατιωτικής Ακαδημίας». Η δίκη του είχε γίνει «κεκλεισμένων των θυρών», χωρίς την παρουσία συνήγορου. Καταδικάστηκε σε 35 χρόνια φυλακή! Κατέληξε στα μπουντρούμια της Προύσας… Ακόμη κι εκεί, χρόνια έγκλειστος δεν κάμπτεται. Δεν παραδίνεται. Τα γράμματα και τα ποιήματα προς τη γυναίκα του είναι τα απίστευτα ντοκουμέντα μιας τρυφερής και αδούλωτης ψυχής.
Μόλις το 1950, μετά από απεργία πείνας και τη μεγάλη εκστρατεία απελευθέρωσής του, αφήνεται ελεύθερος. Δεν υπάρχει όμως πια ζωή γι’ αυτόν στη αγαπημένη του Ισταμπούλ. Με μυθιστορηματικό τρόπο, διασχίζοντας της Μαύρη θάλασσα με καράβι φτάνει στη Ρωσία και καταλήγει στη Μόσχα. Η οικογένειά του παρακολουθείται στενά και ο ίδιος χάνει για πάντα την τουρκική υπηκοότητα…
Αλλά ούτε εκεί επαναπαύεται. Το πνεύμα του δεν ησυχάζει. Στέκεται κριτικά στα όσα συμβαίνουν στην τότε Σοβιετική Ένωση. Δυσαρεστεί την εξουσία.
Μόλις το 1950, μετά από απεργία πείνας και τη μεγάλη εκστρατεία απελευθέρωσής του, αφήνεται ελεύθερος. Δεν υπάρχει όμως πια ζωή γι’ αυτόν στη αγαπημένη του Ισταμπούλ. Με μυθιστορηματικό τρόπο, διασχίζοντας της Μαύρη θάλασσα με καράβι φτάνει στη Ρωσία και καταλήγει στη Μόσχα. Η οικογένειά του παρακολουθείται στενά και ο ίδιος χάνει για πάντα την τουρκική υπηκοότητα…
Αλλά ούτε εκεί επαναπαύεται. Το πνεύμα του δεν ησυχάζει. Στέκεται κριτικά στα όσα συμβαίνουν στην τότε Σοβιετική Ένωση. Δυσαρεστεί την εξουσία.
Γεννήθηκα στη Σαλονίκη…Διαβάζοντας πάλι για τη ζωή του, θυμάμαι πως είχε γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη, στις 15 Ιανουαρίου του 1902. Πριν από 110 χρόνια. Είναι εύκολο να αρχίζεις να σκέφτεσαι… μεταφυσικά μετά από αυτό. Οι στίχοι του, οι σκέψεις του μπλέκονται πια για τα καλά με τα παραμύθια που γράφω.
Μήπως κι εκείνος δεν ήταν ένας καταπληκτικός παραμυθάς; Διαβάζω στα παιδιά μου Το ερωτευμένο σύννεφο και σκέφτομαι πως ναι, κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι ένας κομμουνιστής. Με το ένα πόδι στη γη και το άλλο στα σύννεφα. Με τον αγώνα, αλλά και με τη φαντασία. Με την ευαισθησία και την κριτική σκέψη….
Γράφω τον δέκατο πέμπτο μήνα του Ημερολογίου
Μήπως κι εκείνος δεν ήταν ένας καταπληκτικός παραμυθάς; Διαβάζω στα παιδιά μου Το ερωτευμένο σύννεφο και σκέφτομαι πως ναι, κάπως έτσι θα έπρεπε να είναι ένας κομμουνιστής. Με το ένα πόδι στη γη και το άλλο στα σύννεφα. Με τον αγώνα, αλλά και με τη φαντασία. Με την ευαισθησία και την κριτική σκέψη….
Γράφω τον δέκατο πέμπτο μήνα του Ημερολογίου
Οι βρισιές που δεν ξεφώνισα
«Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά/ στ’ άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των νικημένων»* Ήταν κι αυτός εκεί. Θεατής. Κρυμμένος είδε να συντρίβονται τα στρατεύματα του Μουσταφά. Με φρίκη έζησε τη σφαγή, πίσω από το θάμνο του. Και ονειρεύτηκε πως τα χρόνια πέρασαν, ήρθαν άλλες εποχές. Άλλοι νικηφόροι στρατοί. Μα τη δική του φωνή δεν την άκουγε. Οι βλαστήμιες του πνίγονταν στο λαιμό του, πριν τις ξεστομίσει. Άλλοι εξεγείρονταν, σκορπούσαν τη φωτιά τους στο φεγγάρι. Καίγονταν οι ίδιοι. Οι νικητές πάντα σκουπίζανε τα ματωμένα τους σπαθιά στα ρούχα των νικημένων. Μέχρι που μια μέρα, επιτέλους κατάλαβε: Έβαλε φωτιά στο θάμνο που κρυβόταν. Το θέαμα της φλεγομένης βάτου σκόρπισε τους εχθρούς. Πήρε ένα σπαθί από το χώμα και όρμησε φωνάζοντας δυνατά καταπάνω τους!
Μετά, διαβάζω ένα απόσπασμα της Αυτοβιογραφίας του:
Γεννήθηκα στα 1902, / δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου / δε θα ’θελα να ξαναγυρίσω. / Τριών χρονών, εγγονός του Πασά, βρισκόμουν / στη Δαμασκό, / στα δεκαεννιά μου φοιτητής στη Μόσχα, / στα σαράντα εννιά πάλι στη Μόσχα / κι από τα δεκατέσσερά μου γράφω στίχους.
Μετά, διαβάζω ένα απόσπασμα της Αυτοβιογραφίας του:
Γεννήθηκα στα 1902, / δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου / δε θα ’θελα να ξαναγυρίσω. / Τριών χρονών, εγγονός του Πασά, βρισκόμουν / στη Δαμασκό, / στα δεκαεννιά μου φοιτητής στη Μόσχα, / στα σαράντα εννιά πάλι στη Μόσχα / κι από τα δεκατέσσερά μου γράφω στίχους.
Άλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα, / άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών, / εγώ έμαθα κάθε είδος χωρισμού. / Άλλος γνωρίζει απ’ έξω όλα τα ονόματα των άστρων, /
Εγώ έμαθα όλα τα ονόματα των πόθων / κι όχι μόνο τα ονόματα.
Κοιμήθηκα σε φυλακές και σε ξενοδοχεία μεγάλα, / πείνασα, στη φυλακή έκαμα απεργία πείνας / και, θαρρώ, δεν υπάρχει φαγητό / που να μην το ’χω δοκιμάσει.
Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν, / στα σαράντα οχτώ μου μού ’δωσαν το Βραβείο Ειρήνης, / στα τριανταέξι μου πέρασα έξι μήνες / σ’ ένα κελί από μπετόν τεσσάρων μέτρων. / Στα πενήντα εννιά μου πέταξα σε δεκαοχτώ ώρες / από την Πράγα στην Αβάνα.
Τον Λένιν, όχι, δεν τον είδα, / μα στα 1924 / στάθηκα φρουρός πλάι στο φέρετρό του / κ’ η επίσκεψή μου, στα 1961, / στο Μαυσωλείο του, / γράφτηκε στα βιβλία. / Θελήσανε να με πετάξουν απ’ το κόμμα, / μα δεν το πέτυχαν, και δε συντρίφτηκα κάτω / απ’ τα είδωλα που γκρεμίζονταν.
(Ανατολικό Βερολίνο, 11 Σεπτεμβρίου 1962)
Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα, στις 3 Ιουνίου 1963 ο Ναζίμ Χικμέτ πεθαίνει και θάβεται στη Μόσχα, σε ηλικία 61 ετών. Ο Γιάννης Ρίτσος γράφει:
«…Ο αγαπημένος μας Ναζίμ, με τα γαλάζια μάτια, τα κάπως αόριστα λυπημένα μέσα στη ζωντάνια του προσώπου του, μέσα στην ανεπιφύλακτη και σχεδόν παιδική εγκαρδιότητα του γέλιου του, μόλις μας άφησε ένα μεγάλο σιωπηλό κενό γύρω μας και μέσα μας που αντηχεί σοβαρά απ’ τους βαθείς, ανθρώπινους στίχους του… Η ποίησή του… θα μείνει πάντα τέλεια στα δικά τη μέτρα, ουσιαστικά κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη, θαυμαστά απέριττη, ανεξάντλητη πηγή συγκινήσεων και ευγενικό δίδαγμα της ευθύνης του ποιητή μπροστά στην εποχή του και τον κόσμο… Ο θάνατος μας στερεί έναν ακέραιο άνθρωπο, έναν παρήγορο φίλο, έναν εξαίσιο αγωνιστή-ποιητή…».
Οι στίχοι και το παράδειγμα του στις δύσκολες σημερινές εποχές μας δίνουν έμπνευση και δύναμη. Αξίζει να σκύψουμε πάλι από πάνω τους…
Κώστας Στοφόρος
* Στίχος του Ναζίμ Χικμέτ από την Αυτοκρατορική περιοχή (μετάφραση Γιάννης Ρίτσος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου