Περισσότερα από τρία χρόνια μετά την είσοδο μας στην χειρότερη οικονομική ύφεση από την δεκαετία του 1930, κάτι παράξενο και ενοχλητικό αμαυρώνει τον πολιτικό μας διάλογο εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες : η Ουάσιγκτον έχει χάσει το ενδιαφέρον της για τους ανέργους.Μια στο τόσο μιλούν ακόμα για θέσεις εργασίας – και ορισμένες πολιτικές προσωπικότητες, όπως η επικεφαλής των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο Νάνσι Πελόζι, ακόμη προσπαθούν. Όμως κανένα νομοσχέδιο για δημιουργία θέσεων εργασίας δεν παρουσιάστηκε στην Βουλή των Αντιπροσώπων, κανένα σχετικό σχέδιο δεν προωθήθηκε από τον Λευκό Οίκο. Ολη η πολιτική προσπάθεια μοιάζει να εστιάζεται στις περικοπές δαπανών.
Έτσι, το ένα έκτο των αμερικανών εργαζομένων – όλοι εκείνοι που είτε δεν μπορούν να βρουν εργασία, είτε είναι «παγιδευμένοι» άθελα τους στην μερική απασχόληση - έχουν πρακτικά εγκαταλειφθεί.
Τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο άσχημα αν οι άνεργοι είχαν ελπίδα να βρουν σχετικά σύντομα κάποια θέση. Όμως η ανεργία έχει γίνει παγίδα, από την οποία δύσκολα ξεφεύγει κανείς. Υπάρχουν ανά πάσα στιγμή σχεδόν πέντε φορές περισσότεροι άνεργοι, από ότι διαθέσιμες θέσεις εργασίας: ο κάθε άνεργος μένει κατά μέσο όρο χωρίς δουλειά για 37 εβδομάδες, διάστημα που αποτελεί αρνητικό μεταπολεμικό ρεκόρ. Με άλλα λόγια, είμαστε κοντά στο να δημιουργήσουμε μια μόνιμη κατώτερη κοινωνική τάξη ανέργων.
Γιατί δεν νοιάζεται η Ουάσιγκτον; Μέρος της απάντησης είναι πως, ενώ οι άνεργοι τείνουν να παραμείνουν άνεργοι, όσοι έχουν ακόμα δουλειές νιώθουν σήμερα ασφαλέστεροι από ότι προ διετίας. Οι απολύσεις κορυφώθηκαν κατά την κρίση του 2008-2009, αλλά μειώθηκαν σημαντικά έκτοτε. Στο σημείο που βρισκόμαστε, το πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας είναι τα χαμηλά επίπεδα προσλήψεων, όχι οι μαζικές απολύσεις –και αυτό δεν μοιάζει τόσο δυσάρεστο, αρκεί να ξεγράψεις τους ανέργους
Κι όμως: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι εξακολουθούν να νοιάζονται περισσότερο για την ανεργία, παρά για το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο πως στην Ουάσιγκτον ισχύει το ακριβώς αντίθετο- ιδιαίτερα καθώς τα οικονομικά επιχειρήματα που επιστρατεύονται για να δικαιολογήσουν την ψύχωση με τα ελλείμματα έχουν επανειλημμένα καταρριφθεί από την εμπειρία.
Μας βεβαιώνουν, αίφνης, πως οι περικοπές δαπανών θα ενισχύσουν θαυματουργά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Όμως τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει στις χώρες που ήδη εφαρμόζουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν η βρετανική κυβέρνηση Κάμερον ανακοίνωσε το «πακέτο» μέτρων λιτότητας τον περασμένο Μάιο, τα «γεράκια του ελλείμματος» στις ΗΠΑ έσπευσαν να την αποθεώσουν. Αλλά η βρετανική επιχειρηματική εμπιστοσύνη «βούλιαξε», και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει.
Ακόμη δεν γνωρίζω γιατί η κυβέρνηση Ομπάμα αποδέχτηκε τόσο εύκολα την ήττα της στον πόλεμο των ιδεών γύρω από το έλλειμμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι παραδόθηκε από την αρχή. Στις αρχές του 2009, ο Τζον Μπένερ, ο σημερινός επικεφαλής της πλειοψηφίας στην Βουλή, γελοιοποιήθηκε δικαίως όταν ισχυρίστηκε ότι επειδή οι οικογένειες υποφέρουν από την κρίση, «η κυβέρνηση πρέπει να σφίξει το ζωνάρι». Αυτά είναι οικονομικά αντάξια ενός Χέρμπερτ Χούβερ, και είναι εξίσου λάθος σήμερα όσο και την δεκαετία του ‘30. Κι όμως. Στην ομιλία του για την Κατάσταση του Έθνους, τον Ιανουάριο του 2010, ο πρόεδρος Ομπάμα υιοθέτησε την ίδια ακριβώς μεταφορά – και έκτοτε την χρησιμοποιεί αδιάκοπα. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση του η πλειοψηφία των Αμερικανών «δεν βλέπει μεγάλη διαφορά» μεταξύ Ομπάμα και Ρεπουμπλικάνων όσον αφορά το έλλειμμα.
Ποιος πληρώνει την ατυχή αυτή διακομματική συμφωνία; Φυσικά οι όλο και πιο απελπισμένοι άνεργοι, και πρωτίστως οι νεαρότεροι εξ αυτών, που δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να βρουν αξιοπρεπείς δουλειές από ότι όσοι αποφοίτησαν στη δεκαετία του 1980. Να θυμάστε, λοιπόν, κάθε φορά που ακούτε κάποιον Ρεπουμπλικάνο να λέει πόσο ανησυχεί για τις επιπτώσεις των ελλειμμάτων στα παιδιά του (ή τον κ.Ομπάμα να μιλά για το πώς θα «κερδίσει το μέλλον» - το ίδιο είναι), ότι ο μεγαλύτερος και σαφέστερος κίνδυνος για τις προοπτικές των νεαρών Αμερικανών δεν είναι το έλλειμμα, είναι η έλλειψη θέσεων εργασίας. Τι θα χρειαστεί, αλήθεια, για να θυμηθούν οι πολιτικοί τα ξεχασμένα εκατομμύρια των ανέργων της Αμερικής;
Αναδημοσίευση του άρθρου του Paul Krugman από το Βήμα της 20/3/2010
tvxs
Έτσι, το ένα έκτο των αμερικανών εργαζομένων – όλοι εκείνοι που είτε δεν μπορούν να βρουν εργασία, είτε είναι «παγιδευμένοι» άθελα τους στην μερική απασχόληση - έχουν πρακτικά εγκαταλειφθεί.
Τα πράγματα δεν θα ήταν τόσο άσχημα αν οι άνεργοι είχαν ελπίδα να βρουν σχετικά σύντομα κάποια θέση. Όμως η ανεργία έχει γίνει παγίδα, από την οποία δύσκολα ξεφεύγει κανείς. Υπάρχουν ανά πάσα στιγμή σχεδόν πέντε φορές περισσότεροι άνεργοι, από ότι διαθέσιμες θέσεις εργασίας: ο κάθε άνεργος μένει κατά μέσο όρο χωρίς δουλειά για 37 εβδομάδες, διάστημα που αποτελεί αρνητικό μεταπολεμικό ρεκόρ. Με άλλα λόγια, είμαστε κοντά στο να δημιουργήσουμε μια μόνιμη κατώτερη κοινωνική τάξη ανέργων.
Γιατί δεν νοιάζεται η Ουάσιγκτον; Μέρος της απάντησης είναι πως, ενώ οι άνεργοι τείνουν να παραμείνουν άνεργοι, όσοι έχουν ακόμα δουλειές νιώθουν σήμερα ασφαλέστεροι από ότι προ διετίας. Οι απολύσεις κορυφώθηκαν κατά την κρίση του 2008-2009, αλλά μειώθηκαν σημαντικά έκτοτε. Στο σημείο που βρισκόμαστε, το πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας είναι τα χαμηλά επίπεδα προσλήψεων, όχι οι μαζικές απολύσεις –και αυτό δεν μοιάζει τόσο δυσάρεστο, αρκεί να ξεγράψεις τους ανέργους
Κι όμως: οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι ψηφοφόροι εξακολουθούν να νοιάζονται περισσότερο για την ανεργία, παρά για το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Είναι λοιπόν αξιοσημείωτο πως στην Ουάσιγκτον ισχύει το ακριβώς αντίθετο- ιδιαίτερα καθώς τα οικονομικά επιχειρήματα που επιστρατεύονται για να δικαιολογήσουν την ψύχωση με τα ελλείμματα έχουν επανειλημμένα καταρριφθεί από την εμπειρία.
Μας βεβαιώνουν, αίφνης, πως οι περικοπές δαπανών θα ενισχύσουν θαυματουργά την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Όμως τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει στις χώρες που ήδη εφαρμόζουν αυστηρά προγράμματα λιτότητας. Είναι χαρακτηριστικό πως, όταν η βρετανική κυβέρνηση Κάμερον ανακοίνωσε το «πακέτο» μέτρων λιτότητας τον περασμένο Μάιο, τα «γεράκια του ελλείμματος» στις ΗΠΑ έσπευσαν να την αποθεώσουν. Αλλά η βρετανική επιχειρηματική εμπιστοσύνη «βούλιαξε», και έκτοτε δεν έχει ανακάμψει.
Ακόμη δεν γνωρίζω γιατί η κυβέρνηση Ομπάμα αποδέχτηκε τόσο εύκολα την ήττα της στον πόλεμο των ιδεών γύρω από το έλλειμμα, αλλά η αλήθεια είναι ότι παραδόθηκε από την αρχή. Στις αρχές του 2009, ο Τζον Μπένερ, ο σημερινός επικεφαλής της πλειοψηφίας στην Βουλή, γελοιοποιήθηκε δικαίως όταν ισχυρίστηκε ότι επειδή οι οικογένειες υποφέρουν από την κρίση, «η κυβέρνηση πρέπει να σφίξει το ζωνάρι». Αυτά είναι οικονομικά αντάξια ενός Χέρμπερτ Χούβερ, και είναι εξίσου λάθος σήμερα όσο και την δεκαετία του ‘30. Κι όμως. Στην ομιλία του για την Κατάσταση του Έθνους, τον Ιανουάριο του 2010, ο πρόεδρος Ομπάμα υιοθέτησε την ίδια ακριβώς μεταφορά – και έκτοτε την χρησιμοποιεί αδιάκοπα. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση του η πλειοψηφία των Αμερικανών «δεν βλέπει μεγάλη διαφορά» μεταξύ Ομπάμα και Ρεπουμπλικάνων όσον αφορά το έλλειμμα.
Ποιος πληρώνει την ατυχή αυτή διακομματική συμφωνία; Φυσικά οι όλο και πιο απελπισμένοι άνεργοι, και πρωτίστως οι νεαρότεροι εξ αυτών, που δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να βρουν αξιοπρεπείς δουλειές από ότι όσοι αποφοίτησαν στη δεκαετία του 1980. Να θυμάστε, λοιπόν, κάθε φορά που ακούτε κάποιον Ρεπουμπλικάνο να λέει πόσο ανησυχεί για τις επιπτώσεις των ελλειμμάτων στα παιδιά του (ή τον κ.Ομπάμα να μιλά για το πώς θα «κερδίσει το μέλλον» - το ίδιο είναι), ότι ο μεγαλύτερος και σαφέστερος κίνδυνος για τις προοπτικές των νεαρών Αμερικανών δεν είναι το έλλειμμα, είναι η έλλειψη θέσεων εργασίας. Τι θα χρειαστεί, αλήθεια, για να θυμηθούν οι πολιτικοί τα ξεχασμένα εκατομμύρια των ανέργων της Αμερικής;
Αναδημοσίευση του άρθρου του Paul Krugman από το Βήμα της 20/3/2010
tvxs
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου