του Δημήτρη Χριστόπουλου
Η δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου μας έθεσε ενώπιον ενός ερωτήματος στο οποίο δύσκολα μπορούμε να απαντήσουμε ακόμη από μια μακροϊστορική διάσταση: Με ποιον τρόπο η Ακροδεξιά κατάφερε να γίνει τμήμα της ελληνικής κυβέρνησης;
Επί των χειρισμών που έφεραν την Ακροδεξιά στην κυβέρνηση ακούστηκαν οι εξής θέσεις: πρώτον, φταίει η Νέα Δημοκρατία, διότι ο πρόεδρός της επ’ ουδενί δεν επιθυμούσε να υποστεί το πολιτικό κόστος της διαχείρισης του μνημονίου μόνος του. Έβαλε έτσι ως όρο τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, για να περιορίσει την εκλογική αφαίμαξη της ΝΔ προς το υπόγειο της δεξιάς πολυκατοικίας, το οποίο βλέπει πλέον για τα καλά και τους παραπάνω ορόφους. Η ερμηνεία αυτή μπορεί και να στέκει, πλην όμως είναι ασφυκτικά ελλιπής κατά το ότι βλέπει μόνο στο φωτοφίνις, το τέλος της κούρσας του ΛΑΟΣ προς την εξουσία.Για να φτάσει όμως το κόμμα αυτό εκεί χρειάστηκε σπρώξιμο που δόθηκε γενναιόδωρα από την ίδια την προηγούμενη κυβέρνηση, προκειμένου η Ακροδεξιά να μπορεί να εμβολίζει την πολιτική δύναμη της Δεξιάς. Ακόμη, όπως έχει τεκμηριώσει ο Δ. Ψαρράς στο τελευταίο βιβλίο του,[1] ήταν τέτοια η υποδοχή του «χωρατατζή» προέδρου του ΛΑΟΣ στα τηλεοπτικά σαλόνια τα δελτίων των οχτώ και όχι μόνο, ώστε το όλο πολιτικό και τηλεοπτικό περιβάλλον λειτούργησε σαν το τέλειο πλυντήριο της Ακροδεξιάς ταυτότητάς του. Έτσι, η μετέπειτα συμμετοχή του κόμματος αυτού στην κυβέρνηση εμφανίστηκε ως μια φυσική πολιτική διέξοδος για το ξέπλυμα (όχι του βρόμικου χρήματος, αλλά) της πιο βρόμικης ιδεολογίας. Μιας ιδεολογίας την οποία εύκολα μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει στις επερωτήσεις των βουλευτών του κόμματος αυτού στη διάρκεια της τελευταίας κοινοβουλευτικής θητείας — και όχι μόνο.
Μιας ιδεολογίας την οποία φυσικά το ΛΑΟΣ δεν απαρνείται. Απλώς την καμουφλάρει και το ομολογεί: «ο λόγος μας ήταν πιο εύγευστος και εύπεπτος. Δεν αλλάξαμε αυτά που σερβίραμε! Αλλάξαμε τον τρόπο που τα σερβίρουμε», έλεγε ο αρχηγός του το 2006, όπως μας θυμίζει ο Ψαρράς. Ορθά λοιπόν επισημαίνει το πρώην πλέον στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ο Ν. Μπίστης: «Σε αυτή τη “λαϊκή νομιμοποίηση” του κ. Καρατζαφέρη συνέβαλε το ΠΑΣΟΚ χαρίζοντάς του γενναιόδωρα τον τίτλο του υπεύθυνου χαριτωμένου συνομιλητή, σε αντίθεση συνήθως με τον αδιάλλακτο και πάντα κατσούφη Σαμαρά. Για να χτυπήσουν τον τελευταίο, χάιδευαν τον πρώτο. Η ΝΔ έκανε κάτι χειρότερο. Στον ανταγωνισμό της με το ΛΑΟΣ για τις ψήφους της λαϊκής Δεξιάς εγκολπώθηκε τα συνθήματα, το αντιμεταναστευτικό και εθνικιστικό του πάθος».[2] Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε αυτό που εύστοχα αναγνωρίστηκε ως η «Ακροδεξιά του μεσαίου χώρου» (κατά τον Δ. Αναγνωστόπουλο-Παπαδάτο), υπό την έννοια ότι και η Ακροδεξιά θεσμοποιείται, αλλά και τα μέινστριμ κόμματα και μίντια ενστερνίζονται τις πολιτικές παραδοχές της.
Δεύτερο επιχείρημα, επίσης οικείο στο χώρο της κυβερνητικής παράταξης, ήταν πως η Aριστερά δια της a priori κατακραυγής της όποιας κυβερνητικής επερχόμενης σύνθεσης κατ’ ουσίαν λειτούργησε ως ηθικός αυτουργός για τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, καθώς δια της αποχής της έσπρωξε το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση δίνοντάς του το ζωτικό χώρο που του έλειπε και που διακαώς αναζητούσε. Εφόσον, κατά το επιχείρημα αυτό, η Αριστερά λέει συνέχεια «όχι», κατ’ ουσίαν αφήνει το πολιτικό βαρόμετρο να γέρνει προς τα Δεξιά με τα γνωστά αποτελέσματα. Το επιχείρημα προσωπικά δεν με αφήνει αδιάφορο και θα επιχειρηματολογήσω στη συνέχεια για ποιο λόγο υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις του «όχι», δηλαδή αυξομειούμενης έντασης αρνήσεις οι οποίες συγκροτούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές.
Για να προϊδεάσω λίγο για τα συμπεράσματα, πιστεύω ότι είναι διαφορετικής έντασης το «όχι» στην κυβέρνηση Παπαδήμου με το ΛΑΟΣ από το «όχι» στην ίδια κυβέρνηση χωρίς το ΛΑΟΣ. Επιχειρηματολογώ δηλαδή για λόγους αρχής υπέρ της αυτόνομης πολιτικής απαξίας της συμμετοχής της Ακροδεξιάς στο κυβερνητικό μπλοκ εντός ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Επανέρχομαι όμως στο προηγούμενο επιχείρημα που ρίχνει το ανάθεμα στην Αριστερά. Το αντεπιχείρημα εδώ δεν είναι δύσκολο: κανείς δεν είχε ανάγκη την κοινοβουλευτική ομάδα του ΛΑΟΣ για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης η νέα κυβέρνηση. Αυτή είναι η ελληνική ιδιομορφία την οποία νομίζω θα πασχίζουν οι πολιτικοί επιστήμονες να τυποποιήσουν και να ταξινομήσουν στο μέλλον. Δεν είναι όμως μόνον ότι το ΛΑΟΣ δεν ήταν κοινοβουλευτικά αναγκαίο. Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως η συμμετοχή του αντιμετωπίστηκε ως μια κατεξοχήν επιθυμητή επιλογή, πριν μάλιστα από τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου κόμματος.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού θα αναφερθώ σε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα μιας πρόσφατης συνέντευξης του Φώτη Κουβέλη (Τα Νέα, 26-27.11.11). «ΕΡ.: Ο Παπανδρέου δεν σας πρότεινε να συμμετέχετε στην κυβέρνηση; ΑΠ.: Όχι […] ΕΡ.: Αν ο Παπανδρέου πριν συμφωνήσει με το ΛΑΟΣ σάς είχε πει να συζητήσετε το ενδεχόμενο μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης με τη συμμετοχή και της Νέας Δημοκρατίας θα το συζητούσατε; ΑΠ.: Με τα χαρακτηριστικά της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ναι».
Από τη συνεργασία με τις «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» στην Ακροδεξιά
Από την παραπάνω στιχομυθία προκύπτει αβίαστα μια στροφή στα πολιτικά ήθη, η οποία είχε το αποτέλεσμα που συζητάμε. Η ως τώρα γνωστή πρακτική του ΠΑΣΟΚ ήταν να στρέφεται προς τα Αριστερά για πολιτικές συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα, κατά κανόνα εισπράττοντας την άρνηση. Εδώ έχουμε μεταβολή. Παρατηρεί κανείς πως η μόνιμη –ειλικρινής ή όχι, δεν έχει σημασία εδώ– πολιορκία της Αριστεράς δίνει αφοπλιστικά τη θέση της στη συνεργασία με την Ακροδεξιά.
Και μάλιστα σε μια στιγμή όπου ένα τμήμα της Αριστεράς, καθ’ ομολογίαν του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, αναγνωρίζει ότι αν είχε δεχτεί πρόταση συνεργασίας στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας θα αποδεχόταν. Νομίζω ότι εδώ εντοπίζεται το καινοφανώς επικίνδυνο στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Μακροσκοπικά, είναι πιθανόν να βρισκόμαστε ενώπιον της συγκρότησης ενός νεοφιλελεύθερου συνασπισμού εξουσίας (ναι, το ΛΑΟΣ σε αντίθεση με αρκετά ομογάλακτα κόμματα στην Ευρώπη είναι και νεοφιλελεύθερο), ο οποίος εξαιτίας του εμβρυακού και ευθραύστου χαρακτήρα του ψάχνει να βρει παντού στηρίγματα, ακόμη και εκεί που κατά τεκμήριο δεν του χρειάζονται. Την αντίληψη αυτή εξάλλου την έχει υποστηρίξει και ο Μ. Βορίδης, ο οποίος με την ευκαιρία που του δόθηκε να αναλάβει την ιδεολογική συνηγορία του νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση στο κοινοβούλιο τον Αύγουστο που μας πέρασε, μίλησε για τη δημιουργία ενός ευρύτατου αστικού συνασπισμού εξουσίας ο οποίος θα χτυπήσει την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Λίγο καιρό αργότερα, η πρώτη του δήλωση ως υπουργού ήταν πως «τα προβλήματα θα αντιμετωπιστούν με αγάπη»…
Άρα, η επικοινωνιακή προσπάθεια που διεξάγεται με στόχο την απενοχοποίηση για το ξέπλυμα του ΛΑΟΣ διά της συμμετοχής του στην κυβέρνηση πάσχει πολλαπλώς, πλην όμως έχει καταφέρει να εμβολίσει το πολιτικό σκηνικό μέσω ενός πορτρέτου επικοινωνιακού εξαγνισμού που συστηματικά φιλοτεχνείται. Όμως το μακιγιάζ δεν αλλάζει το πρόσωπο. Στο επίπεδο του περιεχομένου και των πολιτικών συμβολισμών έχουμε να κάνουμε όχι απλώς με ατυχέστατη, αλλά κυριολεκτικά εγκληματική, για τα ελληνικά πολιτειακά χρονικά, επιλογή. Το χουντικό παρελθόν δεν μπορείς να το αποτάξεις με αγάπη, αλλά μόνο με έμπρακτη μετάνοια, την οποία δεν έχουμε δει από κανέναν.
Πριν από σχεδόν δύο χρόνια, οι νεολαίοι του ΛΑΟΣ έκαναν πορεία στην Αθήνα για να αποπεμφθεί η Θάλεια Δραγώνα από την αρτισύστατη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τότε, πολλοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι κινητοποιήθηκαν υπέρ της Δραγώνα προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η διαστρέβλωση της πανεπιστημιακής δουλειάς ενός καθηγητή δεν μπορεί να οδηγεί στην προσωπική στοχοποίηση, με στόχο τον πολιτικό αφανισμό. Αυτό είναι μερικώς ορθό, καθώς ένα μείζον κομμάτι της τότε εκστρατείας του ΛΑΟΣ ήταν απλή συκοφαντία. Νομίζω, όμως, ότι αυτή η γραμμή υπεράσπισης έχει τα όριά της. Σε τελευταία ανάλυση, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία όλοι μπορούν να διαδηλώνουν και να διαμαρτύρονται όταν διαφωνούν με μια πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Και η Ακροδεξιά.
Έγραφα τότε: «Σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσαν ομοϊδεάτες μου και εγώ εάν μια μελλοντική κυβέρνηση διορίσει π.χ. τον Άδωνι Γεωργιάδη γενικό γραμματέα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας. Εφιάλτης… Όντως, αφού θα ψάχναμε για λίγο στις κατά καιρούς ρήσεις του ανδρός, θα διαμαρτυρόμαστε εντόνως για το ότι ένας άνθρωπος που, σε επερώτησή του στη Βουλή (673/26-2-2008), έχει παρομοιάσει με διακίνηση ηρωίνης την ακαδημαϊκή ελευθερία έκφρασης απόψεων με τις οποίες διαφωνεί, κατέχει ένα τέτοιο πόστο. […] Με αυτή την έννοια λοιπόν, το ΛΑΟΣ δεν κάνει κάτι τόσο πρωτοφανές, μολονότι ο τρόπος είναι όντως ιδιαίτερος και συκοφαντικός. Πάρα ταύτα, το ΛΑΟΣ έχει απόλυτο δικαίωμα να θεωρεί τον οποιοδήποτε θέλει επικίνδυνο. Το ίδιο δικαίωμα που έχουμε και εμείς οι υπόλοιποι να θεωρούμε επικίνδυνο το ΛΑΟΣ».[3]
Η αποτελεσματικότητα της Ακροδεξιάς
Η Δεξιά και η Ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι απολύτως συνεπείς στη γραμμή τους — και ειδικά η δεύτερη εξόχως αποτελεσματική. Μέσα στον πανικό των μνημονιακών ημερών βλέπουμε πως δεν ξεχνούν την ιθαγένεια, αξιώνοντας την κατάργηση του Ν. 3838/2010 για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Αυτό είναι εν μέρει κατανοητό και δείχνει την αυτόνομη σημασία της ιδεολογίας στο εποικοδόμημα μιας κοινωνίας: η μεταρρύθμιση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας ήταν μια μείζονος σημασίας ιδεολογική ήττα της ελληνικής Δεξιάς και μάλιστα αναπάντεχη –από εκεί που δεν το περίμενε–, λόγω μιας εξαιρετικά ευτυχούς συγκυρίας πολιτικού βολονταρισμού, συνεύρεσης των κατάλληλων προσώπων και διαχείρισης του πολιτικού χρόνου. Θυμίζω ότι ο νόμος τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Μαρτίου 2010.
Αντιλαμβάνεται κανείς τι τύχη θα είχε αν είχε πάει ενάμιση μήνα πίσω… Αυτό λοιπόν δεν λησμονιέται. Η ίδια η Δεξιά δεν το χώνεψε ποτέ. Και αυτό μας το αποδεικνύει η λυσσαλέα αντίδραση στο νόμο αυτό. Τόσο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, την εξωσυστημική συμμοριακή εκδοχή, τα «πατριωτικά» ιστολόγια του διαδικτύου, μερίδες της ίδιας της ελληνικής διοίκησης που κάνουν ό,τι μπορούν για να υπονομεύσουν το νόμο, και τέλος, φυσικά ένα μερίδιο του βαθέως ελληνικού κράτους, όπως οι δικαστές του Δ΄ Τμήματος του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, οι οποίοι δεν δίστασαν να βαπτίσουν «αντισυνταγματικότητα» την πολιτική τους διαφωνία με το νόμο. Όλοι αυτοί είναι συνεπείς στον ιδεολογικό τους αγώνα — με μία εξαίρεση. Ως «αυθεντικοί ερμηνευτές» του δικαίου, ασυνεπείς προς το λειτούργημά τους είναι μόνο οι δικαστές του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας στους οποίους, έστω και σήμερα, αξίζει να θυμίσουμε ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας (η υπόθεση δικάστηκε στις 2 Δεκεμβρίου) πως άλλο ο νόμος που δε μας αρέσει, κι άλλο ο αντισυνταγματικός νόμος. Μπορεί δηλαδή να μην αρέσει σε κάποιους δικαστές να παίρνουν τα παιδιά των μεταναστών ιθαγένεια με τη γέννησή τους, διότι πιστεύουν ότι δεν μπορούν να ανήκουν στο έθνος και για το λόγο αυτό να διαφωνούν με τον νόμο. Αυτό όμως δεν μπορεί να ονομαστεί «αντισυνταγματικότητα του νόμου».
Από την άλλη, βλέπουμε τα εξής πολιτικά παράδοξα εκ πρώτης ανάγνωσης: Το ΠΑΣΟΚ, που ήταν ο αυτουργός της νομοθετικής μεταρρύθμισης του δικαίου ιθαγένειας, δεν υπερασπίζεται τη μεταρρύθμιση. Για την ακρίβεια, η γραμμή υπεράσπισης που ψελλίζει είναι όχι απλώς αμυντική αλλά και υπονομευτική του ίδιου του πνεύματος του νόμου: «εμείς κάναμε επί ημερών μας λιγότερες πολιτογραφήσεις από τη Νέα Δημοκρατία». «Εμείς βάλαμε τάξη». Το μόνο επιχείρημα που αρθρώνει προς τα Δεξιά του το κόμμα που έκανε την αλλαγή είναι να μη φοβόμαστε διότι ο νόμος ουσιαστικά δεν δουλεύει. Οι αριθμοί εδώ λένε δυστυχώς την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι σχεδόν απογοητευτική σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του Ν. 3838/2010: ελάχιστες πολιτογραφήσεις και ευτυχώς ένας μικρός, αλλά τουλάχιστον υπολογίσιμος, αριθμός παιδιών που απέκτησαν την ιθαγένεια με δήλωση, δηλαδή με τη διάταξη η συνταγματικότητα της οποίας συζητήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου» στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Η Αριστερά, δυστυχώς, είναι αλλοπρόσαλλη. Εξηγούμαι: η θέση του ΚΚΕ για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τα παιδιά των μεταναστών είναι ακριβώς η ίδια με αυτή της Νέας Δημοκρατίας, και μάλιστα με περίπου συναφές σκεπτικό, αλλά διαφορετικό λεξιλόγιο: η δεύτερη γενιά να αποκτά την ιθαγένεια με την ενηλικίωσή της και μόνο εφόσον εκφράσει τη βούλησή της. Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ θα ήταν εξόχως ευχαριστημένο με μια τέτοια ρύθμιση. Ειλικρινά, απορώ για ποιο λόγο το ΚΚΕ, κατά τα λοιπά, είναι εναντίον της εισήγησης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, αντιφατικός. Αρκετοί διεξήγαμε αγώνα για να πειστεί η κοινοβουλευτική ομάδα τότε να ψηφίσει το νομοσχέδιο. Ξέρουμε όλοι πως δεν ήταν λίγες οι φωνές που λέγανε, τότε και τώρα, ότι ο νόμος είναι όχι απλώς ανεπαρκής –και εγώ πιστεύω ότι είναι ανεπαρκής– αλλά αντιδραστικός ή και ρατσιστικός. Γιατί όμως κοπτόμαστε τώρα ενώπιον της πιθανότητας να καταργηθεί ως αντισυνταγματικός ένας «αντιδραστικός» νόμος; Πολύ απλά διότι ο νόμος μπορεί να έχει τα κακώς κείμενά του, αλλά (το ξέρουμε ότι) αξίζει. Η ρίζα του κακού βρίσκεται σε αυτό που υπαινίχθηκα προηγουμένως. Αν είναι αντιδραστικός ο 3838, τότε τι είναι η εισήγηση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ;
Εύκολες διαμαρτυρίες, στην ίδια ένταση, με τις ίδιες λέξεις, για εντελώς διαφορετικά πολιτικά διακυβεύματα: «όχι σε όλα» και όταν έρθει η στιγμή για το απόλυτο αδιαπραγμάτευτο όχι –και φυσικά απέναντι στη συμμετοχή του ΛΑΟΣ πρέπει να πούμε ένα τέτοιο όχι– ούτε εμείς οι ίδιοι δεν πείθουμε εαυτούς με αυτά που λέμε, ενώ αυτοί που μας ακούν κουράστηκαν. Και να ακούν και να πιστεύουν. Διότι η ίδια ένταση ενοχλεί. Όπως και το ίδιο τραγούδι: τη λέξη «αδιαπραγμάτευτο» (και πολλές άλλες συναφείς με απόλυτο περιεχόμενο) την ακούνε συνέχεια και εξίσου δυνατά.
Η πολιτική είναι ένας αγώνας στάθμισης μεταξύ τομής και συνέχειας, διαμαρτυρίας και δημιουργίας, ανατροπής και συμβιβασμού. Υπ’ αυτή την έννοια, οι κανόνες του πολιτικού παιγνίου δεν αφίστανται των κανόνων του οποιουδήποτε σχήματος κοινωνικής συμβίωσης. Τέτοιου είδους σταθμίσεις καλούμαστε να επιτελέσουμε σε όλες τις στιγμές που περνάμε μαζί με ανθρώπους, ακόμη και με τους πιο δικούς μας. Πολλώ δε μάλλον, με ένα κόμμα σαν το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση…
Από την Ακροδεξιά πάντως έχουμε κάτι να μάθουμε: με τις μεθοδικές πιέσεις της στην πειθήνια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατάφερε και έδιωξε την ειδική γραμματέα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης διότι την θεωρούσε επικίνδυνη. Εμείς που θεωρούμε την Ακροδεξιά επικίνδυνη, θα την αφήσουμε να περάσει από την κυβέρνηση χωρίς κόστος;
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
ENΘΕΜΑΤΑ
Η δημιουργία της κυβέρνησης Παπαδήμου μας έθεσε ενώπιον ενός ερωτήματος στο οποίο δύσκολα μπορούμε να απαντήσουμε ακόμη από μια μακροϊστορική διάσταση: Με ποιον τρόπο η Ακροδεξιά κατάφερε να γίνει τμήμα της ελληνικής κυβέρνησης;
Επί των χειρισμών που έφεραν την Ακροδεξιά στην κυβέρνηση ακούστηκαν οι εξής θέσεις: πρώτον, φταίει η Νέα Δημοκρατία, διότι ο πρόεδρός της επ’ ουδενί δεν επιθυμούσε να υποστεί το πολιτικό κόστος της διαχείρισης του μνημονίου μόνος του. Έβαλε έτσι ως όρο τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, για να περιορίσει την εκλογική αφαίμαξη της ΝΔ προς το υπόγειο της δεξιάς πολυκατοικίας, το οποίο βλέπει πλέον για τα καλά και τους παραπάνω ορόφους. Η ερμηνεία αυτή μπορεί και να στέκει, πλην όμως είναι ασφυκτικά ελλιπής κατά το ότι βλέπει μόνο στο φωτοφίνις, το τέλος της κούρσας του ΛΑΟΣ προς την εξουσία.Για να φτάσει όμως το κόμμα αυτό εκεί χρειάστηκε σπρώξιμο που δόθηκε γενναιόδωρα από την ίδια την προηγούμενη κυβέρνηση, προκειμένου η Ακροδεξιά να μπορεί να εμβολίζει την πολιτική δύναμη της Δεξιάς. Ακόμη, όπως έχει τεκμηριώσει ο Δ. Ψαρράς στο τελευταίο βιβλίο του,[1] ήταν τέτοια η υποδοχή του «χωρατατζή» προέδρου του ΛΑΟΣ στα τηλεοπτικά σαλόνια τα δελτίων των οχτώ και όχι μόνο, ώστε το όλο πολιτικό και τηλεοπτικό περιβάλλον λειτούργησε σαν το τέλειο πλυντήριο της Ακροδεξιάς ταυτότητάς του. Έτσι, η μετέπειτα συμμετοχή του κόμματος αυτού στην κυβέρνηση εμφανίστηκε ως μια φυσική πολιτική διέξοδος για το ξέπλυμα (όχι του βρόμικου χρήματος, αλλά) της πιο βρόμικης ιδεολογίας. Μιας ιδεολογίας την οποία εύκολα μπορεί κανείς να την ανιχνεύσει στις επερωτήσεις των βουλευτών του κόμματος αυτού στη διάρκεια της τελευταίας κοινοβουλευτικής θητείας — και όχι μόνο.
Μιας ιδεολογίας την οποία φυσικά το ΛΑΟΣ δεν απαρνείται. Απλώς την καμουφλάρει και το ομολογεί: «ο λόγος μας ήταν πιο εύγευστος και εύπεπτος. Δεν αλλάξαμε αυτά που σερβίραμε! Αλλάξαμε τον τρόπο που τα σερβίρουμε», έλεγε ο αρχηγός του το 2006, όπως μας θυμίζει ο Ψαρράς. Ορθά λοιπόν επισημαίνει το πρώην πλέον στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ο Ν. Μπίστης: «Σε αυτή τη “λαϊκή νομιμοποίηση” του κ. Καρατζαφέρη συνέβαλε το ΠΑΣΟΚ χαρίζοντάς του γενναιόδωρα τον τίτλο του υπεύθυνου χαριτωμένου συνομιλητή, σε αντίθεση συνήθως με τον αδιάλλακτο και πάντα κατσούφη Σαμαρά. Για να χτυπήσουν τον τελευταίο, χάιδευαν τον πρώτο. Η ΝΔ έκανε κάτι χειρότερο. Στον ανταγωνισμό της με το ΛΑΟΣ για τις ψήφους της λαϊκής Δεξιάς εγκολπώθηκε τα συνθήματα, το αντιμεταναστευτικό και εθνικιστικό του πάθος».[2] Έτσι λοιπόν διαμορφώθηκε αυτό που εύστοχα αναγνωρίστηκε ως η «Ακροδεξιά του μεσαίου χώρου» (κατά τον Δ. Αναγνωστόπουλο-Παπαδάτο), υπό την έννοια ότι και η Ακροδεξιά θεσμοποιείται, αλλά και τα μέινστριμ κόμματα και μίντια ενστερνίζονται τις πολιτικές παραδοχές της.
Δεύτερο επιχείρημα, επίσης οικείο στο χώρο της κυβερνητικής παράταξης, ήταν πως η Aριστερά δια της a priori κατακραυγής της όποιας κυβερνητικής επερχόμενης σύνθεσης κατ’ ουσίαν λειτούργησε ως ηθικός αυτουργός για τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ, καθώς δια της αποχής της έσπρωξε το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση δίνοντάς του το ζωτικό χώρο που του έλειπε και που διακαώς αναζητούσε. Εφόσον, κατά το επιχείρημα αυτό, η Αριστερά λέει συνέχεια «όχι», κατ’ ουσίαν αφήνει το πολιτικό βαρόμετρο να γέρνει προς τα Δεξιά με τα γνωστά αποτελέσματα. Το επιχείρημα προσωπικά δεν με αφήνει αδιάφορο και θα επιχειρηματολογήσω στη συνέχεια για ποιο λόγο υπάρχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις του «όχι», δηλαδή αυξομειούμενης έντασης αρνήσεις οι οποίες συγκροτούν διαφορετικές πολιτικές στρατηγικές.
Για να προϊδεάσω λίγο για τα συμπεράσματα, πιστεύω ότι είναι διαφορετικής έντασης το «όχι» στην κυβέρνηση Παπαδήμου με το ΛΑΟΣ από το «όχι» στην ίδια κυβέρνηση χωρίς το ΛΑΟΣ. Επιχειρηματολογώ δηλαδή για λόγους αρχής υπέρ της αυτόνομης πολιτικής απαξίας της συμμετοχής της Ακροδεξιάς στο κυβερνητικό μπλοκ εντός ενός φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.
Επανέρχομαι όμως στο προηγούμενο επιχείρημα που ρίχνει το ανάθεμα στην Αριστερά. Το αντεπιχείρημα εδώ δεν είναι δύσκολο: κανείς δεν είχε ανάγκη την κοινοβουλευτική ομάδα του ΛΑΟΣ για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης η νέα κυβέρνηση. Αυτή είναι η ελληνική ιδιομορφία την οποία νομίζω θα πασχίζουν οι πολιτικοί επιστήμονες να τυποποιήσουν και να ταξινομήσουν στο μέλλον. Δεν είναι όμως μόνον ότι το ΛΑΟΣ δεν ήταν κοινοβουλευτικά αναγκαίο. Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως η συμμετοχή του αντιμετωπίστηκε ως μια κατεξοχήν επιθυμητή επιλογή, πριν μάλιστα από τη συμμετοχή οποιουδήποτε άλλου κόμματος.
Προς επίρρωση του ισχυρισμού αυτού θα αναφερθώ σε ένα ενδιαφέρον απόσπασμα μιας πρόσφατης συνέντευξης του Φώτη Κουβέλη (Τα Νέα, 26-27.11.11). «ΕΡ.: Ο Παπανδρέου δεν σας πρότεινε να συμμετέχετε στην κυβέρνηση; ΑΠ.: Όχι […] ΕΡ.: Αν ο Παπανδρέου πριν συμφωνήσει με το ΛΑΟΣ σάς είχε πει να συζητήσετε το ενδεχόμενο μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης με τη συμμετοχή και της Νέας Δημοκρατίας θα το συζητούσατε; ΑΠ.: Με τα χαρακτηριστικά της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, ναι».
Από τη συνεργασία με τις «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» στην Ακροδεξιά
Από την παραπάνω στιχομυθία προκύπτει αβίαστα μια στροφή στα πολιτικά ήθη, η οποία είχε το αποτέλεσμα που συζητάμε. Η ως τώρα γνωστή πρακτική του ΠΑΣΟΚ ήταν να στρέφεται προς τα Αριστερά για πολιτικές συνεργασίες σε όλα τα επίπεδα, κατά κανόνα εισπράττοντας την άρνηση. Εδώ έχουμε μεταβολή. Παρατηρεί κανείς πως η μόνιμη –ειλικρινής ή όχι, δεν έχει σημασία εδώ– πολιορκία της Αριστεράς δίνει αφοπλιστικά τη θέση της στη συνεργασία με την Ακροδεξιά.
Και μάλιστα σε μια στιγμή όπου ένα τμήμα της Αριστεράς, καθ’ ομολογίαν του προέδρου της ΔΗΜΑΡ, αναγνωρίζει ότι αν είχε δεχτεί πρόταση συνεργασίας στο πλαίσιο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας θα αποδεχόταν. Νομίζω ότι εδώ εντοπίζεται το καινοφανώς επικίνδυνο στα μεταπολιτευτικά χρονικά. Μακροσκοπικά, είναι πιθανόν να βρισκόμαστε ενώπιον της συγκρότησης ενός νεοφιλελεύθερου συνασπισμού εξουσίας (ναι, το ΛΑΟΣ σε αντίθεση με αρκετά ομογάλακτα κόμματα στην Ευρώπη είναι και νεοφιλελεύθερο), ο οποίος εξαιτίας του εμβρυακού και ευθραύστου χαρακτήρα του ψάχνει να βρει παντού στηρίγματα, ακόμη και εκεί που κατά τεκμήριο δεν του χρειάζονται. Την αντίληψη αυτή εξάλλου την έχει υποστηρίξει και ο Μ. Βορίδης, ο οποίος με την ευκαιρία που του δόθηκε να αναλάβει την ιδεολογική συνηγορία του νόμου για την ανώτατη εκπαίδευση στο κοινοβούλιο τον Αύγουστο που μας πέρασε, μίλησε για τη δημιουργία ενός ευρύτατου αστικού συνασπισμού εξουσίας ο οποίος θα χτυπήσει την «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς». Λίγο καιρό αργότερα, η πρώτη του δήλωση ως υπουργού ήταν πως «τα προβλήματα θα αντιμετωπιστούν με αγάπη»…
Άρα, η επικοινωνιακή προσπάθεια που διεξάγεται με στόχο την απενοχοποίηση για το ξέπλυμα του ΛΑΟΣ διά της συμμετοχής του στην κυβέρνηση πάσχει πολλαπλώς, πλην όμως έχει καταφέρει να εμβολίσει το πολιτικό σκηνικό μέσω ενός πορτρέτου επικοινωνιακού εξαγνισμού που συστηματικά φιλοτεχνείται. Όμως το μακιγιάζ δεν αλλάζει το πρόσωπο. Στο επίπεδο του περιεχομένου και των πολιτικών συμβολισμών έχουμε να κάνουμε όχι απλώς με ατυχέστατη, αλλά κυριολεκτικά εγκληματική, για τα ελληνικά πολιτειακά χρονικά, επιλογή. Το χουντικό παρελθόν δεν μπορείς να το αποτάξεις με αγάπη, αλλά μόνο με έμπρακτη μετάνοια, την οποία δεν έχουμε δει από κανέναν.
Πριν από σχεδόν δύο χρόνια, οι νεολαίοι του ΛΑΟΣ έκαναν πορεία στην Αθήνα για να αποπεμφθεί η Θάλεια Δραγώνα από την αρτισύστατη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Τότε, πολλοί φιλελεύθεροι διανοούμενοι κινητοποιήθηκαν υπέρ της Δραγώνα προβάλλοντας ως επιχείρημα ότι η διαστρέβλωση της πανεπιστημιακής δουλειάς ενός καθηγητή δεν μπορεί να οδηγεί στην προσωπική στοχοποίηση, με στόχο τον πολιτικό αφανισμό. Αυτό είναι μερικώς ορθό, καθώς ένα μείζον κομμάτι της τότε εκστρατείας του ΛΑΟΣ ήταν απλή συκοφαντία. Νομίζω, όμως, ότι αυτή η γραμμή υπεράσπισης έχει τα όριά της. Σε τελευταία ανάλυση, σε μια φιλελεύθερη δημοκρατία όλοι μπορούν να διαδηλώνουν και να διαμαρτύρονται όταν διαφωνούν με μια πολιτική επιλογή της κυβέρνησης. Και η Ακροδεξιά.
Έγραφα τότε: «Σκέφτομαι πώς θα αντιδρούσαν ομοϊδεάτες μου και εγώ εάν μια μελλοντική κυβέρνηση διορίσει π.χ. τον Άδωνι Γεωργιάδη γενικό γραμματέα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας. Εφιάλτης… Όντως, αφού θα ψάχναμε για λίγο στις κατά καιρούς ρήσεις του ανδρός, θα διαμαρτυρόμαστε εντόνως για το ότι ένας άνθρωπος που, σε επερώτησή του στη Βουλή (673/26-2-2008), έχει παρομοιάσει με διακίνηση ηρωίνης την ακαδημαϊκή ελευθερία έκφρασης απόψεων με τις οποίες διαφωνεί, κατέχει ένα τέτοιο πόστο. […] Με αυτή την έννοια λοιπόν, το ΛΑΟΣ δεν κάνει κάτι τόσο πρωτοφανές, μολονότι ο τρόπος είναι όντως ιδιαίτερος και συκοφαντικός. Πάρα ταύτα, το ΛΑΟΣ έχει απόλυτο δικαίωμα να θεωρεί τον οποιοδήποτε θέλει επικίνδυνο. Το ίδιο δικαίωμα που έχουμε και εμείς οι υπόλοιποι να θεωρούμε επικίνδυνο το ΛΑΟΣ».[3]
Η αποτελεσματικότητα της Ακροδεξιάς
Η Δεξιά και η Ακροδεξιά στην Ελλάδα είναι απολύτως συνεπείς στη γραμμή τους — και ειδικά η δεύτερη εξόχως αποτελεσματική. Μέσα στον πανικό των μνημονιακών ημερών βλέπουμε πως δεν ξεχνούν την ιθαγένεια, αξιώνοντας την κατάργηση του Ν. 3838/2010 για τη συμμετοχή τους στην κυβέρνηση. Αυτό είναι εν μέρει κατανοητό και δείχνει την αυτόνομη σημασία της ιδεολογίας στο εποικοδόμημα μιας κοινωνίας: η μεταρρύθμιση του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας ήταν μια μείζονος σημασίας ιδεολογική ήττα της ελληνικής Δεξιάς και μάλιστα αναπάντεχη –από εκεί που δεν το περίμενε–, λόγω μιας εξαιρετικά ευτυχούς συγκυρίας πολιτικού βολονταρισμού, συνεύρεσης των κατάλληλων προσώπων και διαχείρισης του πολιτικού χρόνου. Θυμίζω ότι ο νόμος τέθηκε σε ισχύ στα τέλη Μαρτίου 2010.
Αντιλαμβάνεται κανείς τι τύχη θα είχε αν είχε πάει ενάμιση μήνα πίσω… Αυτό λοιπόν δεν λησμονιέται. Η ίδια η Δεξιά δεν το χώνεψε ποτέ. Και αυτό μας το αποδεικνύει η λυσσαλέα αντίδραση στο νόμο αυτό. Τόσο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, την εξωσυστημική συμμοριακή εκδοχή, τα «πατριωτικά» ιστολόγια του διαδικτύου, μερίδες της ίδιας της ελληνικής διοίκησης που κάνουν ό,τι μπορούν για να υπονομεύσουν το νόμο, και τέλος, φυσικά ένα μερίδιο του βαθέως ελληνικού κράτους, όπως οι δικαστές του Δ΄ Τμήματος του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου της χώρας, οι οποίοι δεν δίστασαν να βαπτίσουν «αντισυνταγματικότητα» την πολιτική τους διαφωνία με το νόμο. Όλοι αυτοί είναι συνεπείς στον ιδεολογικό τους αγώνα — με μία εξαίρεση. Ως «αυθεντικοί ερμηνευτές» του δικαίου, ασυνεπείς προς το λειτούργημά τους είναι μόνο οι δικαστές του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας στους οποίους, έστω και σήμερα, αξίζει να θυμίσουμε ενόψει της απόφασης της Ολομέλειας (η υπόθεση δικάστηκε στις 2 Δεκεμβρίου) πως άλλο ο νόμος που δε μας αρέσει, κι άλλο ο αντισυνταγματικός νόμος. Μπορεί δηλαδή να μην αρέσει σε κάποιους δικαστές να παίρνουν τα παιδιά των μεταναστών ιθαγένεια με τη γέννησή τους, διότι πιστεύουν ότι δεν μπορούν να ανήκουν στο έθνος και για το λόγο αυτό να διαφωνούν με τον νόμο. Αυτό όμως δεν μπορεί να ονομαστεί «αντισυνταγματικότητα του νόμου».
Από την άλλη, βλέπουμε τα εξής πολιτικά παράδοξα εκ πρώτης ανάγνωσης: Το ΠΑΣΟΚ, που ήταν ο αυτουργός της νομοθετικής μεταρρύθμισης του δικαίου ιθαγένειας, δεν υπερασπίζεται τη μεταρρύθμιση. Για την ακρίβεια, η γραμμή υπεράσπισης που ψελλίζει είναι όχι απλώς αμυντική αλλά και υπονομευτική του ίδιου του πνεύματος του νόμου: «εμείς κάναμε επί ημερών μας λιγότερες πολιτογραφήσεις από τη Νέα Δημοκρατία». «Εμείς βάλαμε τάξη». Το μόνο επιχείρημα που αρθρώνει προς τα Δεξιά του το κόμμα που έκανε την αλλαγή είναι να μη φοβόμαστε διότι ο νόμος ουσιαστικά δεν δουλεύει. Οι αριθμοί εδώ λένε δυστυχώς την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι σχεδόν απογοητευτική σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του Ν. 3838/2010: ελάχιστες πολιτογραφήσεις και ευτυχώς ένας μικρός, αλλά τουλάχιστον υπολογίσιμος, αριθμός παιδιών που απέκτησαν την ιθαγένεια με δήλωση, δηλαδή με τη διάταξη η συνταγματικότητα της οποίας συζητήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου» στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
Η Αριστερά, δυστυχώς, είναι αλλοπρόσαλλη. Εξηγούμαι: η θέση του ΚΚΕ για την κτήση της ελληνικής ιθαγένειας από τα παιδιά των μεταναστών είναι ακριβώς η ίδια με αυτή της Νέας Δημοκρατίας, και μάλιστα με περίπου συναφές σκεπτικό, αλλά διαφορετικό λεξιλόγιο: η δεύτερη γενιά να αποκτά την ιθαγένεια με την ενηλικίωσή της και μόνο εφόσον εκφράσει τη βούλησή της. Το Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ θα ήταν εξόχως ευχαριστημένο με μια τέτοια ρύθμιση. Ειλικρινά, απορώ για ποιο λόγο το ΚΚΕ, κατά τα λοιπά, είναι εναντίον της εισήγησης του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την πλευρά του, αντιφατικός. Αρκετοί διεξήγαμε αγώνα για να πειστεί η κοινοβουλευτική ομάδα τότε να ψηφίσει το νομοσχέδιο. Ξέρουμε όλοι πως δεν ήταν λίγες οι φωνές που λέγανε, τότε και τώρα, ότι ο νόμος είναι όχι απλώς ανεπαρκής –και εγώ πιστεύω ότι είναι ανεπαρκής– αλλά αντιδραστικός ή και ρατσιστικός. Γιατί όμως κοπτόμαστε τώρα ενώπιον της πιθανότητας να καταργηθεί ως αντισυνταγματικός ένας «αντιδραστικός» νόμος; Πολύ απλά διότι ο νόμος μπορεί να έχει τα κακώς κείμενά του, αλλά (το ξέρουμε ότι) αξίζει. Η ρίζα του κακού βρίσκεται σε αυτό που υπαινίχθηκα προηγουμένως. Αν είναι αντιδραστικός ο 3838, τότε τι είναι η εισήγηση του Δ΄ Τμήματος του ΣτΕ;
Εύκολες διαμαρτυρίες, στην ίδια ένταση, με τις ίδιες λέξεις, για εντελώς διαφορετικά πολιτικά διακυβεύματα: «όχι σε όλα» και όταν έρθει η στιγμή για το απόλυτο αδιαπραγμάτευτο όχι –και φυσικά απέναντι στη συμμετοχή του ΛΑΟΣ πρέπει να πούμε ένα τέτοιο όχι– ούτε εμείς οι ίδιοι δεν πείθουμε εαυτούς με αυτά που λέμε, ενώ αυτοί που μας ακούν κουράστηκαν. Και να ακούν και να πιστεύουν. Διότι η ίδια ένταση ενοχλεί. Όπως και το ίδιο τραγούδι: τη λέξη «αδιαπραγμάτευτο» (και πολλές άλλες συναφείς με απόλυτο περιεχόμενο) την ακούνε συνέχεια και εξίσου δυνατά.
Η πολιτική είναι ένας αγώνας στάθμισης μεταξύ τομής και συνέχειας, διαμαρτυρίας και δημιουργίας, ανατροπής και συμβιβασμού. Υπ’ αυτή την έννοια, οι κανόνες του πολιτικού παιγνίου δεν αφίστανται των κανόνων του οποιουδήποτε σχήματος κοινωνικής συμβίωσης. Τέτοιου είδους σταθμίσεις καλούμαστε να επιτελέσουμε σε όλες τις στιγμές που περνάμε μαζί με ανθρώπους, ακόμη και με τους πιο δικούς μας. Πολλώ δε μάλλον, με ένα κόμμα σαν το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση…
Από την Ακροδεξιά πάντως έχουμε κάτι να μάθουμε: με τις μεθοδικές πιέσεις της στην πειθήνια κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ κατάφερε και έδιωξε την ειδική γραμματέα διαπολιτισμικής εκπαίδευσης διότι την θεωρούσε επικίνδυνη. Εμείς που θεωρούμε την Ακροδεξιά επικίνδυνη, θα την αφήσουμε να περάσει από την κυβέρνηση χωρίς κόστος;
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και είναι αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ).
ENΘΕΜΑΤΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου