Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

Οι εργασιακές σχέσεις στον αστερισμό του Μνημονίου

της Βάνα Γεωργακοπούλου
Στο Μνημόνιο υπαγωγής της χώρας στον Μηχανισμό Στήριξης Ε.Κ.Τ-Δ.Ν.Τ-Ε.Ε, καθώς και στις περιοδικές αναθεωρήσεις και συμπληρώσεις του, περιέχονται δεσμεύσεις για σημαντικές αλλαγές στα μέχρι σήμερα εργασιακά δεδομένα.  
Σε υλοποίηση αυτών των δεσμεύσεων και για να αντιμετωπίσει μια κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», η Κυβέρνηση:
- παρεμβαίνει στους όρους αμοιβής και εργασίας και γενικότερα στο σύστημα των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, με νομοθετικές ρυθμίσεις και μέτρα που «ήρθαν για να μείνουν». Στόχος, η «άρση των εμποδίων» και η ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας, για να ενισχυθεί η προβληματική ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων στις διεθνείς αγορές
- θέτει σε αμφισβήτηση  τα μισθολογικά όρια ασφαλείας, που επί δεκαετίες διασφάλιζαν οι ΕΓΣΣΕ και για τους επιμέρους κλάδους οι κλαδικές ΣΣΕ.  
Με τις δραστικές μειώσεις μισθών και συντάξεων και με την αιφνίδια ανατροπή ασφαλιστικών δικαιωμάτων και προσδοκιών, δεν προωθείται μόνο η δημοσιονομική εξοικονόμηση, με σοβαρή περικοπή των δαπανών για μισθούς και συντάξεις στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ.
Προωθείται και η «μετάγγιση» ανάλογων πρακτικών στον ιδιωτικό τομέα, η οποία διευκολύνεται από την αυξημένη αβεβαιότητα διατήρησης της απασχόλησης και τη συνεχώς διογκούμενη, στους περισσότερους κλάδους, ανεργία.
Ακρογωνιαίος λίθος των  γενικότερων παρεμβάσεων του Μνημονίου στις εργασιακές σχέσεις, είναι η υπόθεση του λεγόμενου «αποπληθωρισμού».
Μιας αλληλοτροφοδοτούμενης πτωτικής πορείας μισθών-τιμών, που καλείται να λειτουργήσει ως υποκατάστατο της νομισματικής υποτίμησης, στην οποία η Ελλάδα, ως χώρα του ευρώ,  δεν μπορεί πλέον να καταφύγει.
 Με τη δραστική μείωση των μισθών και της κατανάλωσης, ο αποπληθωρισμός αναμένεται να συμπιέσει τις τιμές, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων προϊόντων στην ελληνική και κυρίως στις διεθνείς αγορές. Με αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται πως θα υπάρξει προσέλκυση επενδύσεων και βελτίωση της προβληματικής ανταγωνιστικότητας της χώρας.

Ωστόσο, η παραπάνω πρόβλεψη περί δημιουργίας ενός «ενάρετου κύκλου» καθίζησης μισθών και τιμών, δεν επαληθεύτηκε μέχρι σήμερα, αφού ο πληθωρισμός και το κόστος διαβίωσης, αντί να περιοριστούν, «πήραν φωτιά».

Αυτό εν μέρει οφείλεται στη  δραματική αύξηση των έμμεσων φόρων, που επιλέχθηκε ως «λύση άμεσου αποτελέσματος» για την αύξηση των μονίμως υστερούντων, ελέω φοροδιαφυγής, δημόσιων εσόδων. Οφείλεται όμως και στις εκτεταμένες ζώνες αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακής διάρθρωσης της αγοράς  προϊόντων και υπηρεσιών στην Ελλάδα, που επιτρέπουν στις  τιμές να παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, ακόμα και να αυξάνονται, παρά τη δραστική μείωση της κατανάλωσης.

Προσκολλημένοι στη θεωρία του πληθωρισμού μισθών, οι υποστηρικτές του «αποπληθωρισμού» αγνόησαν την ύπαρξη ισχυρών πιέσεων από τα κέρδη και τις εναρμονισμένες πρακτικές στη διαμόρφωση των τιμών και του  πληθωρισμού στην Ελλάδα.

Ηδη το Μνημόνιο ελέγχεται για την πλήρη αποτυχία εμφάνισης του αναμενόμενου «ενάρετου κύκλου»  μείωσης μισθών-τιμών στη χώρα, με τις γνωστές, βαρύτατες συνέπειες στην αγοραστική δύναμη των μισθών και των συντάξεων.

Δεν μπορούμε, ωστόσο, να το εγκαλέσουμε εξίσου άμεσα  και για τις διάχυτες πρακτικές παραβατικότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων στην Ελληνική αγορά εργασίας. Τέτοιες τάσεις προϋπήρξαν του Μνημονίου, ενισχύθηκαν μάλιστα σημαντικά μετά το ξέσπασμα της κρίσης,    
  • με την άσκηση συστηματικών πιέσεων στους εργαζόμενους να απεμπολήσουν δικαιώματα και να δεχθούν μειώσεις αποδοχών, προκειμένου να αποφύγουν την απόλυση,
  • με  την προϊούσα αποδυνάμωση των ελεγκτικών μηχανισμών και ιδίως του ΣΕΠΕ, με συνέπεια τη de facto διατήρηση εκτεταμένων θυλάκων ακραίας ευελιξίας, ασυδοσίας και ανομίας στην Ελληνική αγορά εργασίας.  
Ευέλικτες ρυθμίσεις υπήρχαν εδώ και χρόνια στο ελληνικό εργασιακό σύστημα. Ο δανεισμός εργαζομένων, οι δήθεν αυτοαπασχολούμενοι με τα «μπλοκάκια», οι συμβασιούχοι, οι εργαζόμενοι στα stage, οι υπεργολαβίες, η μερική απασχόληση, η εκ περιτροπής εργασία, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας, η ιδιόμορφη ευελιξία του χρόνου εργασίας με τις φθηνότερες (και συχνά απλήρωτες) υπερωρίες, η  «παγκόσμια πρωτοτυπία» της υπερεργασίας, καθώς και οι ιδιαίτερα ευφάνταστες παραβιάσεις και «υπερβάσεις» σχεδόν κάθε διάταξης της εργατικής νομοθεσίας στην πράξη, είχαν ήδη διαμορφώσει μια εξαιρετικά ρευστή εργασιακή πραγματικότητα.

Μια πραγματικότητα ακραίας  de facto ευελιξίας, πολλών ταχυτήτων και πολλαπλών διακρίσεων, που επί χρόνια προβλημάτιζε τα εργατικά συνδικάτα.       

Τι το νέο έφερε, λοιπόν, το Μνημόνιο;

Ο κύριος όγκος των αλλαγών στα εργασιακά θέματα, με βάση ή  με αφορμή το Μνημόνιο, υλοποιείται με τους νόμους 3845/2010,  3863/2010 και με τις πρόσφατες εργασιακές ρυθμίσεις του ν. 3899/2010, με τις διατάξεις των οποίων:

α) Μειώνεται δραστικά ο χρόνος προειδοποίησης για την καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. ‘Ετσι, αν η προειδοποίηση τηρηθεί, κάτι που πλέον γίνεται ευκολότερο για τον εργοδότη, αυτός γλυτώνει το 50% της αποζημίωσης.  Η  αποζημίωση απόλυσης δεν καταβάλλεται πλέον εφάπαξ, αλλά σε διμηνιαίες δόσεις, όταν το ποσό της ξεπερνά τις αποδοχές δύο μηνών. Κατά συνέπεια, μειώνεται σημαντικά το κόστος και  διευκολύνονται οι απολύσεις.
β) Αυξάνεται το ποσοστό των ομαδικών απολύσεων σε 5% του προσωπικού και μέχρι 30 εργαζόμενους για επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 150 μισθωτούς.
γ) Αυξάνεται η δοκιμαστική περίοδος πρόσληψης, για την οποία δεν οφείλεται αποζημίωση, από 2 μήνες σε ένα χρόνο. 
δ) Εισάγονται ηλικιακές διακρίσεις, αφού ορίζεται πως οι νέοι εργαζόμενοι 18-25 ετών θα αμείβονται με το 84% των κατώτατων αποδοχών της ΕΓΣΣΕ.
ε) Προβλέπονται συμβάσεις μαθητείας διάρκειας μέχρι ενός έτους για ανηλίκους 15-18 ετών,  «για την απόκτηση δεξιοτήτων», χωρίς ωστόσο να ορίζονται κάποιες συγκεκριμένες αντίστοιχες υποχρεώσεις του εργοδότη, με μισθό στο 70% του κατώτατου της ΕΓΣΣΕ. Οι μαθητευόμενοι δεν υπόκεινται στις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, παρά μόνο στις διατάξεις για την υγιεινή και ασφάλεια.  
στ) Η χρήση μερικής απασχόλησης, τακτικής ή υπερωριακής, γίνεται φθηνότερη, ενω χαλαρώνουν οι προϋποθέσεις μετατροπής της απασχόλησης «δανεικών εργαζόμενων» σε κανονική απασχόληση στον έμμεσο εργοδότη.  
ζ) Μειώνονται οι προσαυξήσεις στα καταβαλλόμενα ωρομίσθια λόγω υπερεργασίας, υπερωριακής απασχόλησης και κατ’ εξαίρεση υπερωρίας, με νέα ποσοστά προσαύξησης στο 20%, 40% και 80% αντίστοιχα. Σε περίοδο αυξημένης ανεργίας, είναι ωστόσο παράδοξο να γίνονται φθηνότερες και να ενθαρρύνονται η υπερεργασία και οι υπερωρίες, δεδομένου μάλιστα ότι αυτές, στην πλειονότητά τους, δεν αντιστοιχούν σε πραγματικά «έκτακτες και απρόβλεπτες» ανάγκες, αλλά σε πάγιες και τακτικές, που θα μπορούσαν να καλυφθούν από ανέργους.
η) Αυξάνεται σε 9 μήνες για κάθε ημερολογιακό έτος η δυνατότητα του εργοδότη να θέτει σε διαθεσιμότητα το προσωπικό.  
θ) Εισάγονται σημαντικές αλλαγές στο σύστημα επίλυσης συλλογικών διαφορών εργασίας του ν. 1876/90. Οι διαδοχικές παρεμβάσεις στη διαδικασία και στο «ανεκτό περιεχόμενο» των αποφάσεων της Διαιτησίας, ξεπερνούν την πρόβλεψη του αρχικού Μνημονίου για «αποκατάσταση της συμμετρίας στη Διαιτησία», οδηγώντας σε ριζική αναμόρφωση του θεσμού σε νέα βάση, με νέο ρόλο και με νέα πρόσωπα. Η Διαιτησία περιορίζεται, πλέον, στη διευθέτηση διαφορών που αφορούν αποκλειστικά στον βασικό μισθό ή ημερομίσθιο.  Οι λοιπές διαφορές, παρά τη ρητή περί του αντιθέτου συνταγματική προτροπή, θα μπορούν να παραμένουν αρύθμιστες. 
ι) Με τις «ειδικές επιχειρησιακές ΣΣΕ», που μπορούν πλέον να συνάπτονται και σε επιχειρήσεις με λιγότερα από 50 άτομα, αρκεί να συναινούν, όταν δεν υπάρχει επιχειρησιακό σωματείο, το αντίστοιχο πρωτοβάθμιο κλαδικό ή η αντίστοιχη κλαδική ομοσπονδία, μπορούν να αλλάξουν επ’ αόριστον και σε δυσμενέστερη βάση μισθολογικά θέματα και όροι εργασίας των κλαδικών ΣΣΕ, με κατώτατο όριο μόνο τις αντίστοιχες ρυθμίσεις της ΕΓΣΣΕ. Ανατρέπεται έτσι η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης στη συρροή μεταξύ κλαδικών και ειδικών επιχειρησιακών ΣΣΕ. Αυτές οι ΣΣΕ δεν επηρεάζονται ούτε από τυχόν μεταγενέστερη επέκταση κλαδικών ρυθμίσεων στον χώρο τους.  

Οι ειδικές επιχειρησιακές ΣΣΕ δεν είναι κάποιες «κατ’ εξαίρεση ρυθμίσεις», που αποβλέπουν στη διάσωση, βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων, προϋποθέσεων και προπαντός αμοιβαίων δεσμεύσεων, μόνο των επιχειρήσεων που θα βρίσκονταν σε κρίσιμη κατάσταση. Προορίζονται να λειτουργήσουν και ευρύτερα, ως όχημα εσωτερικής υποτίμησης της αμοιβής και των όρων εργασίας, με σκοπό τη γενικότερη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, δημιουργώντας σοβαρά και εκτεταμένα ρήγματα τόσο στην ισχύ των κλαδικών ΣΣΕ, όσο και στους όρους ανταγωνισμού  μεταξύ επιχειρήσεων του ίδιου κλάδου.

Για παράδειγμα, ο κάθε ακραίος εργοδότης, που θα είναι σε θέση να εκβιάσει ή να ελέγξει το σωματείο της επιχείρησης, θα μπορεί πλέον, με πρόσχημα την κρίση, να ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό στους νομοταγείς και διαλλακτικούς εργοδότες και «με τη βούλα του νόμου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ομαλότητα  των αγορών και την ποιότητα των εργασιακών σχέσεων.   

Συνολικά, στο όνομα του Μνημονίου ή και με πρόσχημα το Μνημόνιο:
- οι μέχρι σήμερα «γκρίζες» εργασιακές πρακτικές αναδύονται από την παρανομία και αναγορεύονται πλέον σε κανόνα Δικαίου, σε νέο καθεστώς στις εργασιακές σχέσεις,
- οι πολλές ταχύτητες της αγοράς εργασίας πιέζονται να συγκλίνουν στο κατώτατο δυνατό επίπεδο, ενώ οι όποιοι θύλακες σχετικά προστατευμένης εργασίας περιορίζονται και απαξιώνονται,
- η πλήρης και σταθερή απασχόληση μετατρέπεται από δικαίωμα σε «προνόμιο»,
- οι μισθολογικές περικοπές στο Δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα οδηγούν σε μια αντιπαραγωγική ισοπέδωση δεξιοτήτων, εμπειρίας και συνθηκών εργασίας. Σε συνδυασμό με την πολλαπλή κρίση της Ελληνικής οικονομίας (κρίση δημοσιονομική, χρέους, αναπτυξιακού μοντέλου, θεσμών και αξιών), μια τέτοια ισοπέδωση ενισχύει τις τάσεις φυγής νέων με προσόντα, επιστημόνων και  στελεχών, σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών και όρων εργασίας στο εξωτερικό. Αυτή η απογύμνωση του εγχώριου ανθρώπινου δυναμικού από τα πιο δυναμικά του στοιχεία, έχει σοβαρές και διαχρονικές συνέπειες για την εγχώρια ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.    
- προωθείται εκτεταμένη ηλικιακή αναδιάρθρωση προσωπικού, με τη διευκόλυνση απολύσεων «ακριβών» παλιότερων εργαζόμενων, ώστε στη θέση τους να προσληφθούν νεότεροι, με λιγότερα δικαιώματα και χαμηλότερο κόστος, με αμοιβές ακόμα και κάτω από τα κατώτατα της ΕΓΣΣΕ. Στόχος, η όποια θετική ατομική ωρίμανση (λ.χ. με τα επιδόματα πολυετίας) να μετατραπεί, στο σύνολο της επιχείρησης, σε αρνητική. Να εξαλειφθούν «κατεστημένες νοοτροπίες», πρακτικές και δικαιώματα που θεωρούνται «βαρίδια». ‘Ομως, μαζί  με αυτά, απαξιώνεται ή εκπαραθυρώνεται και πολύτιμη παραγωγική, οργανωτική και λειτουργική εμπειρία.
- οι συλλογικές διαπραγματεύσεις και η Διαιτησία αντιμετωπίζονται πλέον ως εργαλείο συγκράτησης, αν όχι γενικευμένης προσαρμογής των αμοιβών και των όρων εργασίας στα νέα δεδομένα.   
- το Σύνταγμα, οι νόμοι, τα δικαιώματα και οι θεσμοί, ακόμα και αν δεν χρειαστεί να αλλάξουν, προς εξευμενισμό των πιστωτών,  καλούνται  να...κοιμηθούν επ’ αόριστον, στη λογική «Salus patriae suprema lex» (η σωτηρία της πατρίδας, υπέρτατος νόμος).

Ο «απασχολήσιμος» εργαζόμενος-λάστιχο, με απεριόριστες υποχρεώσεις, ελαχιστοποιημένες προσδοκίες και μηδενικά δικαιώματα, νιώθει πλέον τραγικά μόνος, ανασφαλής και απροστάτευτος απέναντι σε εργοδότες απεριόριστης δικαιοδοσίας, αν όχι μηδενικών υποχρεώσεων.

Αυτό προβάλλεται ως το «νέο πρότυπο», το όχημα μιας δήθεν ενισχυμένης «υγιούς ανταγωνιστικότητας», για την έξοδο της οικονομίας από την κρίση και τη δημιουργία νέων διεξόδων εξωστρεφούς ανάπτυξης, που εξ ορισμού βάζουν σε δεύτερη μοίρα τη σημασία και τη ρυθμιστική δυναμική των μισθών, ως παραγόντων της εγχώριας ζήτησης.  

‘Ομως, μια ανταγωνιστικότητα στηριγμένη στη δραστική υποβάθμιση μισθών και όρων εργασίας, στην αποσταθεροποίηση της απασχόλησης και στη βίαιη προσαρμογή των πολιτών και των εργαζομένων, μια προσαρμογή με όχημα τον φόβο, τον αποπροσανατολισμό και την ανασφάλεια, δεν μπορεί να υπηρετήσει την ανάπτυξη συνθηκών ποιότητας, καινοτομίας, υψηλής παραγωγικότητας και αειφορίας.

Την ανάπτυξη, με άλλα λόγια, συνθηκών σύγχρονης ποιοτικής ανταγωνιστικότητας, που είναι απαραίτητες για να μην εγκλωβιστεί η Ελλάδα σε έναν αδιέξοδο, τριτοκοσμικού τύπου  κατήφορο.

Σ’ έναν κατήφορο όπου αυταρχικά καθεστώτα και χώρες με μεγάλα αποθέματα εξαθλιωμένου πληθυσμού,  εκ των πραγμάτων θα την ανταγωνίζονται από πολύ καλύτερη θέση. 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ENTER" του ΙΝΕ/ΟΤΟΕ, τεύχος Ιανουαρίου 2011)

Δεν υπάρχουν σχόλια: