του Π. Παπακωνσταντίνου
Έλεγαν για τη Σοβιετική Ένωση ότι ήταν μια χώρα με πολύ αβέβαιο… παρελθόν! Εννοούσαν, βέβαια, τις διαβόητες λευκές σελίδες της ρωσικής και σοβιετικής ιστορίας, με τον Τρότκσι, τον Μπουχάριν και τόσους άλλους μπολσεβίκους ηγέτες εξαφανισμένους από τα επίσημα εγχειρίδια. Από μια άλλη σκοπιά, όμως, κάθε χώρα, κάθε λαός και κάθε κίνημα έχουν «αβέβαιο», ευμετάβλητο παρελθόν. Οι άνθρωποι ατενίζουν αναγκαστικά το παρελθόν από την οπτική γωνία του παρόντος, αναδεικνύοντας εκείνες τις πλευρές που έχουν κάτι να τους πουν για τα πιεστικά ερωτήματα της εποχής τους. Κι όπως έλεγε ο μακαρίτης Ντανιέλ Μπενσαίντ, κάθε μεγάλο κίνημα είναι μια διαλεκτική ενότητα παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, με το κέντρο βάρους να βρίσκεται στο παρόν. Το σκληρό παρόν της σημερινής, δίδυμης κρίσης- κρίσης του καπιταλισμού, κρίσης της Αριστεράς- μας υποχρεώνει να ξανακοιτάξουμε υπό αυτό το πρίσμα την κληρονομιά της Οκτωβριανής επανάστασης του 1917, η 93η επέτειος της οποίας έρχεται αυτές τις μέρες. Ένα παλιό σύνθημα του Μάο Τσετούνγκ έλεγε: «Να τολμήσουμε να αγωνιστούμε, να τολμήσουμε να νικήσουμε»! Το βάρος πέφτει στο δεύτερο μέρος. Ο αγώνας απαιτεί, βέβαια, μια τόλμη, καθώς το τίμημα μπορεί να είναι βαρύ και, σε ακραίες καταστάσεις, να φτάσει μέχρι και την ίδια τη ζωή του αγωνιστή. Ωστόσο η νίκη απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη τόλμη, γιατί οι επιπτώσεις της αποτυχίας μετά τη νίκη, μετά την κατάληψη της εξουσίας, μπορεί να είναι απείρως μεγαλύτερες από εκείνες της ήττας. Εάν ηττηθείς μαχόμενος, αφήνεις τουλάχιστον ένα ιστορικό και ηθικό πρότυπο, έναν ανεξόφλητο λογαριασμό στην επόμενη γενιά που θα πάρει τη σκυτάλη. Αλλά εάν νικήσεις μόνο και μόνο για να τα θαλασσώσεις, να εκφυλισθείς, να απομονωθείς και τελικά να καταρρεύσεις κάτω από το βάρος της αποτυχίας σου, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι συντριπτικό, αμαυρώνοντας την επαναστατική προοπτική στη συνείδηση των μαζών για πολύ μεγάλο διάστημα.
Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι μπορεί να κατηγορηθούν για οτιδήποτε άλλο, όχι όμως για το ότι τους έλειπε η επαναστατική αποκοτιά, η τόλμη να νικήσουν. Κι αυτό είναι το πρώτο και το σπουδαιότερο, ίσως, μήνυμα του Οκτώβρη για τη σημερινή Αριστερά που βαδίζει στα σκοτεινά, μετά την κατάρρευση του 1989- ’90....
Μιλάμε βέβαια για το κομμάτι της Αριστεράς που επιμένει να μάχεται τον καπιταλισμό και όχι για την κατοικίδια Αριστερά του συστήματος. Ωστόσο και σ’ αυτή, τη μαχόμενη, ριζοσπαστική Αριστερά, που δεν αναγνωρίζει την ήττα ως τελεσίδικη, η κατάρρευση είχε το τίμημά της: παρά τις ηχηρές, ριζοσπαστικές διακηρύξεις, διαδόθηκε σε μεγάλη έκταση και με πολύ διαφορετικούς τρόπους (αντι- παγκοσμιοποίηση, αντι- πολεμικό κίνημα, αντι- καπιταλιστική Αριστερά, αντι- εξουσιαστικές κινήσεις) μια κουλτούρα του «αντί», της αντίστασης για την αντίσταση, της ρήξης για τη ρήξη, της ανυπακοής για την ανυπακοή, της ανατροπής για την ανατροπή. Μια πολιτική κουλτούρα που λησμονεί ότι δεν υπάρχει καν ισχυρή αντίσταση χωρίς ισχυρή θέση, κι ότι ούτε υπήρξε, ούτε φαίνεται δυνατό να υπάρξει κίνημα χειραφέτησης χωρίς προοπτική εξουσίας. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι σημερινοί πολιτικοί συσχετισμοί δεν επιτρέπουν να τεθεί ζήτημα εργατικής εξουσίας στην ημερήσια διάταξη. Ωστόσο, η οξύτατη και μακρόσυρτη, απ’ ότι φαίνεται, κρίση του διεθνούς και ιδιαίτερα του ελληνικού καπιταλισμού δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε «ξαφνική» κατάρρευση του πολιτικού συστήματος και να θέσει εκ των πραγμάτων επί τάπητος θέμα εξουσίας. Κάτι που θα απαιτήσει να βρεθεί η Αριστερά σε ετοιμότητα και να προσπαθήσει να συσπειρώσει τις λαϊκές μάζες κάτω από τη δική της σημαία (π.χ. προτείνοντας Συντακτική Εθνοσυνέλευση για «αλλαγή καθεστώτος»). Το πρόβλημα είναι ότι πολλοί θεωρητικοί που μιλάνε στο όνομα κάποιου «κομμουνισμού», από τον Τόνι Νέγκρι και τον Τζον Χόλογουεϊ, μέχρι τον πολύ ριζοσπαστικότερο, στο πολιτικό επίπεδο, Αλέν Μπαντιού), ποιούν την ανάγκην φιλοτιμίαν και αναγορεύουν την αδυναμία της σημερινής Αριστεράς να θέσει, με πολιτικούς όρους, ζήτημα εξουσίας, σε αρετή. Από εδώ και οι «στρατηγικές» του τύπου «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (Χολογουέι), «να δραπετεύσουμε από το κεφάλαιο, ακολουθώντας τον νομαδικό πόθο του πλήθους» (Νέγκρι) ή «να φτιάξουμε αντιθεσμούς μένοντας πάντα σε απόσταση από την εξουσία» (Μπαντιού). Σ’ αυτό το φόντο, μια ορισμένη «επιστροφή στον Λένιν» (φυσικά όχι με όρους δογματισμού ή μιμητισμού) αποτελεί αναγκαίο συστατικό της τόσο αναγκαίας κομμουνιστικής επανίδρυσης.
Τίθεται συχνά το ερώτημα αν «έπρεπε» οι μπολσεβίκοι να τολμήσουν να πάρουν την εξουσία σε τόσο αντίξοες συνθήκες, σε μια μισοφεουδαρχική χώρα με τη μεγάλη πλειονότητα αγράμματους αγρότες της καθυστερημένης στέππας. Εδώ υπάρχει βέβαια η εύκολη απάντηση, ότι οι μπολσεβίκοι δεν φαντάζονταν πως θα μείνουν μόνοι, ότι πίστευαν πως θα γίνουν καταλύτης πανευρωπαϊκής επανάστασης, με κέντρο τη Γερμανία, ότι αφού έμειναν μόνοι δεν είχαν άλλο δρόμο από το να πάνε το επαναστατικό τους εγχείρημα όσο πιο μακριά πάει, προσφέροντας αν μη τι άλλο πολύτιμη πείρα στις επόμενες γενιές και πάει λέγοντας. Όλα αυτά είναι, βέβαια, σωστά, αλλά χάνουν το κύριο. Και το κύριο είναι ότι η επανάσταση θα είναι πάντα «ιδιόμορφη», προϊόν «εξαιρετικών» και «εξαιρετικά αντίξοων» συνθηκών.
Όποιος περιμένει «καθαρή», εργατική επανάσταση, σε μια ειρηνική εποχή σφύζουσας οικονομικής ανάπτυξης, χωρίς προσμίξεις μικροαστικών στοιχείων, δημοκρατικών και εθνικών προβλημάτων, χωρίς φαινόμενα οικονομικής κατάρρευσης ή στρατιωτικής ήττας, πιθανότατα δεν θα δει καμία επανάσταση- και πάντως καμία αντάξια της φαντασίας του. Οι επαναστάτες δεν έχουν το δικαίωμα να ελεεινολογούν την Ιστορία για τις υπεράνθρωπες αντιξοότητες μέσα στις οποίες θα κληθούν να αναμετρηθούν για την εξουσία- απλούστατα, γιατί χωρίς αυτές τις υπεράνθρωπες αντιξοότητες, που θα απαιτήσουν συμμαχίες και με το διάβολο και ακριβά λύτρα στην ιστορία για τη νίκη και την επιβίωση της εργατικής εξουσίας, η επαναστατική δυνατότητα δεν θα είχε καν εμφανιστεί. Υπό αυτό το πρίσμα, η Ρωσία του 1917, αλλά ως ένα βαθμό και η Κίνα του 1949 δεν ήταν καθόλου εξωτικές περιπτώσεις με αναπόφευκτα εκτρωματική εξέλιξη, αλλά παραδειγματικές περιπτώσεις αποτελεσματικής εφαρμογής μιας μαρξιστικής στρατηγικής εργατικής ηγεμονίας στο ευρύτερο (και ιστορικά προσδιορισμένο, κάθε φορά) «λαϊκοδημοκρατικό» κίνημα.
Στις γραμμές της κομμουνιστικής «ορθοδοξίας», ο Οκτώβρης αντιμετωπίζεται πρώτα απ’ όλα και πάνω απ’ όλα ως θριαμβευτική επιβεβαίωση του καθοριστικού ρόλου του κόμματος. «Δώσε μου σημείο να σταθώ, για να στήσω το μοχλό μου, και θα μετακινήσω τη Γη», έλεγε ο Αρχιμήδης. «Δώστε μας ένα γερό, πειθαρχημένο σαν μια γροθιά, κομμουνιστικό κόμμα και θα αλλάξουμε το Σύμπαν», λένε οι υπερασπιστές ενός ορισμένου είδους λενινισμού. Λησμονούν, όμως, ότι αυτός που θα μετακινούσε τη Γη δεν θα ήταν ο μοχλός, αλλά το χέρι, με το μοχλό να λειτουργεί απλώς ως το εργαλείο. Το χέρι είναι οι λαϊκές μάζες και το κόμμα είναι το εργαλείο. Αναγκαίο εργαλείο, αλλά εργαλείο. Με άλλα λόγια, το κόμμα, με όλη του την ιστορία, τους συναισθηματικούς δεσμούς και το συμβολικό του βάρος, παραμένει το μέσο και όχι ο σκοπός. Από τη στιγμή που γίνεται αυτοσκοπός, ο επαναστάτης έχει περάσει ανεπαισθήτως το όριο που χωρίζει την αφοσίωση στην υπόθεση της τάξης, με τον φανατισμό και τη μισαλλοδοξία έναντι της άλλης, αριστερής άποψης που χαρακτηρίζει τον μικροαστό, με την τόσο χαρακτηριστική ζήλεια του μικροϊδιοκτήτη, που οραματίζεται να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη με μοχλό το «επαναστατικό» κόμμα σήμερα και την κρατική εξουσία αύριο.
Δεν είναι παράξενο που πολλοί από αυτούς που εκστασιάζονται με το λενινιστικό μοντέλο του κόμματος δύσκολα θα αναγνώριζαν το δικό τους κόμμα στη πραγματική εξέλιξη των μπολσεβίκων: Από το ενιαίο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στη διάσπαση με τους μενσεβίκους, κι από κει στην επανένωση και τη νέα διάσπαση, από τη ρήξη και την οξύτατη διαπάλη του Λένιν με τον Τρότκσι στη συγκρότηση ηγετικού δίδυμου τις πιο κρίσιμες ώρες της επανάστασης και του εμφυλίου. Δύσκολα θα συμφιλιώνονταν με την ανοιχτή διαφοροποίηση του Ζινόβιεφ και του Κάμενεφ παραμονές του Οκτώβρη και την επανένταξή τους στον ηγετικό πυρήνα του κόμματος, ή με τον «προσωπικό» εκβιασμό, την ανοιχτή απειλή του Λένιν για διάσπαση του κόμματος όταν αυτό που κρινόταν ήταν η επιβίωση (και ο χαρακτήρας) της επανάστασης, στο Μπρεστ- Λιτόφσκ. Ουδέποτε ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι θεώρησαν το κόμμα τους ως τη μόνη επαναστατική δύναμη- άλλωστε είναι πασίγνωστο ότι ολόκληρη η ιστορία του μπολσεβίκικου κόμματος αποτελεί και μια αλυσίδα διαδοχικών πολιτικών συμμαχιών, με τους αναπόφευκτους συμβιβασμούς που απαιτούν, αρκεί να εξασφαλίζεται κάθε φορά το βασικό, να μη δένονται τα χέρια για τα επόμενα βήματα και να προωθείται η επαναστατική υπόθεση.
Όσο κι αν η αρχή για ενότητα θεωρίας και πράξης ακούγεται σαν κοινός τόπος, το θεμελιώδες αυτό στοιχείο του μπολσεβίκικου ρεύματος είναι ίσως το πιο επίκαιρο στοιχείο της κληρονομιάς του, στη σημερινή εποχή όπου ο ακτιβισμός (κινηματικός ή εκλογικός, ανατρεπτικός ή ρεφορμιστικός) κυριαρχεί στην καθημερινότητα του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς. Ασφαλώς η κρίση, το μνημόνιο, οι απολύσεις, οι αντιασφαλιστικοί νόμοι, τα ρατσιστικά πογκρόμ και τόσα άλλα ζητούν άμεση αγωνιστική απάντηση. Ωστόσο, η Αριστερά δεν έχει λόγο ύπαρξης αν είναι να περιοριστεί στο ρόλο του 166 του μαζικού κινήματος. Οι εργαζόμενες μάζες δεν έχουν ανάγκη την Αριστερά για να παλέψουν για το μεροκάματο, τη δουλειά και την ασφάλιση. Θα το έκαναν, ακόμη κι αν τα κομμουνιστικά και αντικαπιταλιστικά κόμματα εξαφανίζονταν ολοσχερώς αύριο το πρωί από το πρόσωπο της γης, καθώς τίποτα δεν μπορεί να εξαλείψει τη στοιχεική, αυθόρμητη ή οργανωμένη αντίσταση των μαζών, το πρώτο επίπεδο της ταξικής πάλης, πάνω στο οποίο στηρίζονται όλα τα ανώτερα. Η επαναστατική Αριστερά χρειάζεται στ’ αλήθεια μόνο όταν μπορεί πραγματικά να γίνει η φωνή όσων δεν έχουν φωνή, η δύναμη των αδυνάτων, δίνοντας στα αντικειμενικά συμφέροντα, στις ενστικτώδεις αναζητήσεις και στις ακατέργαστες αγωνιστικές εμπειρίες των μαζών σχήμα και μορφή, προγραμματική άρθρωση και στρατηγικό ορίζοντα. Κι αυτό προβάλλει με ιδιαίτερη δύναμη σήμερα, καθώς η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού έβγαλε στο φως τα μεγάλα θεωρητικά ελλείμματα όλων των αριστερών χώρων, απ’ όπου και η δυσκολία συγκρότησης ενός πειστικού προγράμματος μεταβατικών διεκδικήσεων που να ξεπερνά τη συνάθροιση λιγότερο ή περισσότερο «ριζοσπαστικών αιτημάτων».
Δεν είναι τυχαίο ότι τα πρώτα, σημαντικά άρθρα και το πρώτο μείζον βιβλίο του Λένιν αφορούσαν την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία: Μια μαρξιστική ανάλυση του ρωσικού κοινωνικού σχηματισμού, στο έδαφος της οποίας και μόνο ήταν δυνατή η χάραξη στοιχειωδώς συνεκτικής στρατηγικής και τακτικής, πολιτικής συμμαχιών και γραμμής μαζών, πέρα από τον βολονταρισμό της μικρής σέχτας. Ούτε είναι ανάξια λόγου η απαράμιλλη επιμονή και υπομονή του Λένιν στις σχέσεις του με τους διανοούμενους οι οποίοι, παρόλες τις αστικές και μικροαστικές επιρροές, τους εγωισμούς και τις παραξενιές τους (Γκόρκι, Λουνατσάρσκι κ.α.) αποδείχθηκαν πολύ χρήσιμοι για την κομμουνιστική υπόθεση. Αυτή η πλευρά της λενινιστικής κληρονομιάς έχει την αξία της σε μια εποχή οργιαστικής ανάπτυξης ενός μικρόνοου, φωνακλάδικου «αντιδιανοουμενισμού»- πολύ διαδεδομένου, κατά το παρελθόν, στις χειρότερες στιγμές του σταλινισμού και του μπρεζνιεφισμού- που εξυπηρετεί απολύτως την αστική τάξη στη μόνιμη φροντίδα της να απομονώνει πάσει θυσία την πρωτοπόρα τάξη από την πρωτοπόρα σκέψη.
Το τελευταίο μείζον έργο του Λένιν ήταν το «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Η σημασία που του έδωσε ο ίδιος ο συγγραφέας φαίνεται από το γεγονός ότι το έγραψε ως βοηθητικό, εισηγητικό υλικό στο Β’ συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1920 και ότι σ’ αυτό επιχειρεί να συνοψίσει ολόκληρη την ιστορική εμπειρία του μπολσεβικισμού. Κεντρική του θέση είναι ότι ο αναρχισμός και ο αριστερισμός αποτελούν «τιμωρίες της σοσιαλδημοκρατίας για τα οπορτουνιστικά αμαρτήματα του παρελθόντος». Μια θέση που δεν θα μπορούσε να έχει μεγαλύτερη επικαιρότητα από την εποχή που ζούμε, όπου το αμαρτωλό παρελθόν του ιστορικού συμβιβασμού και της ΕΑΔΕ, του αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων και του Τζανετακισμού, τροφοδοτούν κάθε είδους αντανακλαστικές αντιδράσεις- τόσο έντιμες στην επαναστατική τους διάθεση, όσο και ζημιογόνες στο πολιτικό τους αποτέλεσμα. Στο κεφαλαιώδες έργο του, ο Λένιν θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο της επαναστατικής πρωτοπορίας «την ικανότητά της να συνδέεται, να πλησιάζει και ως ένα ορισμένο βαθμό, αν θέλετε, να συγχωνεύεται με την πιο πλατιά μάζα των εργατών, με την προλεταριακή, αλλά ακόμη και με τη μη προλεταριακή εργαζόμενη μάζα». Τονίζει δε ότι «χωρίς μια αλλαγή στις αντιλήψεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης η επανάσταση είναι αδύνατη και η αλλαγή αυτή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και σε καμιά περίπτωση μόνο με την προπαγάνδα».
Ένα χρόνο αργότερα, σε ένα επίσης σημαντικό άρθρο του (Η σημασία του χρυσού), ο Λένιν έγραψε τα εξής, που δεν θα ήταν ανώφελο να τα σκεφτούμε νηφάλια:
«Για έναν πραγματικό επαναστάτη, ο πιο μεγάλος, ίσως μάλιστα ο μοναδικός κίνδυνος είναι να υπερβάλει την επαναστατικότητα, να ξεχνά τα όρια και τους όρους για μια κατάλληλη και επιτυχημένη εφαρμογή των επαναστατικών μεθόδων. Πραγματικοί επαναστάτες τις περισσότερες μορφές έσπασαν τα μούτρα τους σ’ αυτό το σημείο, όταν άρχισαν να γράφουν την επανάσταση με κεφαλαίο έψιλον, να εξαίρουν την επανάσταση σαν κάτι σχεδόν θεϊκό, να χάνουν τα μυαλά τους, την ικανότητα να σκέφτονται, να ζυγιάζουν, να ελέγχουν με τον πιο ψύχραιμο και νηφάλιο τρόπο σε ποια στιγμή, σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να ξέρουν να ενεργούν επαναστατικά και σε ποια στιγμή, σε ποιες συνθήκες, σε ποιον τομέα δράσης πρέπει να περνούν στη μεταρυθμιστική δράση».
Άρθρο του Πέτρου Παπακωνσταντίνου για το aristerovima.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου