του Michael Hudson
Οι οικονομικοί κύκλοι της Αμερικής χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Ελληνικής κρίσης και της ομοιότητες της Ελληνικής οικονομίας με αυτή των ΗΠΑ επιδιώκοντας της μείωση των δημοσίων δαπανών στις ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά οι Έλληνες διαδηλωτές αντιστέκονται στην μείωση των δημοσίων δαπανών και στην βαριά φορολόγηση των εργαζομένων υποστηρίζοντας ότι οι θυσίες τους γίνονται προς όφελος των ελληνικών και ξένων τραπεζών.
Οι Έλληνες διαδηλωτές έχουν απόλυτο δίκαιο. Στην πραγματικότητα η χρηματοδότηση της Ελλάδας από την ΕΕ δεν είναι τίποτα άλλο από ένα σχέδιο το οποίο θα εξασφαλίσει ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να ξεπληρώσει τα δάνεια (ομόλογα) που πήρε τους τελευταίους μήνες με απαράδεκτα υψηλά επιτόκια (μετά τις συνεχές υποβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από τα χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα αξιολόγησης).
Το κόστος του απαράδεκτου αυτού δανεισμού καλούνται να πληρώσουν οι Έλληνες φορολογούμενοι (και οι Ευρωπαίοι) με αύξηση της φορολογίας, μείωση των μισθών, ξεπούλημα του δημοσίου τομέα κλπ. Οι κάτοχοι των ελληνικών ομολόγων (τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ινστιτούτα και ευρωπαϊκές κυβερνήσεις) θα εξασφαλίσουν τα κέρδη τους και τα μπόνους των υψηλόβαθμων στελεχών τους. Συνάμα η χρεοκοπία της Ελλάδας δεν είναι σίγουρο ότι θα αποφευχθεί αλλά μέχρι αυτό να γίνει οι “επενδυτές” θα έχουν μετατρέψει τους τόκους των δανείων σε σταθερά κεφάλαια (γη, ιδιοκτησία και ελληνικές επιχειρήσεις του δημοσίου).
Οι τραπεζικοί κύκλοι γνωρίζουν ότι το παιχνίδι της κερδοφορίας φτάνει στο τέλος του. Πολύ σύντομα δεν θα υπάρχουν χρήματα για την αποπληρωμή των δανείων, αφού το ελληνικό κράτος πιθανότατα θα αναγκαστεί τελικά να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος του. Γι' αυτό το λόγο, προωθούν τα μέτρα λιτότητας, τα οποία θα τους προσφέρουν άμεσο κέρδος. Λιγότερα χρήματα σε δημόσιες δαπάνες και υψηλότεροι φόροι σημαίνει περισσότερα χρήματα για να ξεπληρώσει η Ελλάδα τα χρέη της.
Οι Έλληνες εργαζόμενοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι κάποιος πρέπει να ελέγχει της κυβερνήσεις. Ξέρουν ότι αν η κυβέρνηση δεν ελέγχεται από το λαό (το δήμο) θα ελεγχθεί από οικονομικά συμφέροντα. Στην προκειμένη περίπτωση αυτό γίνεται για να εξασφαλιστούν τα κεφάλαια των ευρωπαϊκών τραπεζών (κυρίως γερμανικών και γαλλικών) που κατέχουν ελληνικά ομόλογα. Τα κέρδη αυτά εξασφαλίζονται από τα μέτρα λιτότητας που προτείνονται από το ΔΝΤ και περιλαμβάνουν περικοπές μισθών και δημοσίων δαπανών, αύξηση φόρων και ορίων συνταξιοδότησης και τελικά καταδικάζουν την εγχώρια οικονομία σε μακροχρόνια ύφεση.
Το σκηνικό αυτό δεν είναι άγνωστο στην Ευρώπη. Πριν η Ελλάδα γίνει βορά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και του ΔΝΤ, οι χώρες της Βαλτικής (Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία), η Ισλανδία, η Αργεντινή και διάφορες χώρες της Νότιο – Ανατολικής Ασίας αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν παρόμοια μέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν η βύθιση των οικονομιών αυτών σε ύφεση και η διεύρυνση της φτώχειας. Σε πολλές περιπτώσεις όμως υπήρχε αντίδραση. Στην Λετονία η κυβέρνηση έπεσε μετά από την ισχυρή αντίδραση της κοινωνίας. Στην Ισλανδία έγινε δημοψήφισμα, το οποίο οδήγησε σε αναδιαπραγμάτευση του χρέους, ενώ η Αργεντινή αρνήθηκε την αποπληρωμή του χρέους της και οι διαπραγματεύσεις για την αναδιάρθρωσή του συνεχίζονται μέχρι σήμερα.
Η ελληνική κρίση και ο τρόπος που αυτή αντιμετωπίζεται από τους Ευρωπαίους εταίρους φανερώνει την αλλοίωση του ευρωπαϊκού οράματος. Στόχος της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, τουλάχιστον πριν τις συνθήκες του Μάαστριχ και της Λισαβόνας ήταν η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των κοινωνιών της Ευρώπης και όχι η επιβολή μέτρων λιτότητας παρόμοια αυτών που επιβάλλονται στις χώρες του τρίτου κόσμου. Αυτό που όμως παρατηρείτε είναι η μετατόπιση της εξουσίας (πολιτικής, οικονομικής, δημοσιονομικής και κοινωνικής) από της εθνικές κυβερνήσεις και το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στους γραφειοκράτες των Βρυξελλών και στα οικονομικά συμφέροντα που κατευθύνουν και ελέγχουν οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ.
Αυτό που βασικά παρατηρείτε στο οικονομικό προσκήνιο είναι ένας κοινωνικός πόλεμος. Κοινωνικός πόλεμος όχι της μορφής της πάλης των τάξεων που παρουσιαζόταν κατά τον 19ο αιώνα, αλλά ένας πόλεμος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου εναντίον ολόκληρων κοινωνιών. Εναντίον της βιομηχανίας, της ακίνητης περιουσίας, των κυβερνήσεων και τελικά εναντίον και των εργαζομένων. Η Ελλάδα έχει γίνει τους τελευταίους μήνες το πεδίο μάχης μεταξύ των οικονομικών αυτών συμφερόντων.
Αντίθετα με την περίπτωση της Λετονίας και της Ισλανδίας η Ελλάδα δεν έχει την επιλογή να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος της στο δικό της νόμισμα. Είναι παγιδευμένη στην χρήση του ευρώ και οι αποφάσεις παίρνονται σε μεγάλο βαθμό από τους οργανισμούς της ΕΕ όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Τόσο η Ισλανδία και η Λετονία όσο και η Ελλάδα αποτελούν θύματα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης εναντίον των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή εφαρμόστηκαν στις δυτικές κοινωνίες πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης όπως για παράδειγμα η φορολογία εσόδων από την κατοχή γης, μετοχών και ομολόγων. Επίσης, η οργάνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα έγινε με βάση την οικονομική πρόοδο της κοινωνίας στο σύνολό της, Η περίοδος αυτή ακολουθήθηκε από την περίοδο μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο όπου προοδευτικές πολιτικές φορολόγησης είχαν ως αποτέλεσμα την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την οικονομική ανάπτυξη πολλών χωρών της δυτικής Ευρώπης. Παρόλα αυτά οι περισσότερες χώρες αντέστρεψαν την πολιτική τους κατά τη δεκαετία του 80 (Θάτσερ, Ρέιγκαν). Η φορολόγηση έγινε ελαστικότερη με αποτέλεσμα τεράστια κεφάλαια να μετατοπιστούν προς τις τράπεζες, οι οποίες απέκτησαν μεγαλύτερη ικανότητα δανεισμού που με τη σειρά του είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθούν οι τιμές των ακινήτων.
Η αξία των κατοικιών και εταιρικών κτηρίων, αλλά και η αξία των ίδιων των εταιρειών κατέληξαν να καθορίζονται από το τραπεζικό κεφάλαιο και από την ικανότητα του να δανείζει. Επιπλέον οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές προωθούσαν φοροαπαλλαγές στις περιπτώσεις όπου κάποιος δανειζόταν. Έτσι ο πληθυσμός άρχισε να δανείζεται όλο και περισσότερο για να αποφύγει την φορολόγηση. Τα στεγαστικά δάνεια έδιναν και έπαιρναν, όπως επίσης και τα δάνεια για την ανάπτυξη επιχειρήσεων. Το χρέος αυτό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της κερδοσκοπίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (όσα περισσότερα δάνεια τόσο περισσότερο το κέρδος για τις τράπεζες) καλούνται τώρα να το πληρώσουν οι εργαζόμενοι. Βασικά η αιτία που οδήγησε τα κράτη σε υπερχρέωση είναι ότι για σχεδόν τρεις δεκαετίες εφαρμόστηκαν πολιτικές φοροαπαλλαγών τόσο σε ιδιωτικά όσο και σε εταιρικά δάνεια. Τα τελευταία άλλωστε επέτρεπαν και τα εξαιρετικά μπόνους των υψηλόβαθμων στελεχών.
Ακολουθώντας τις δυτικές κυβερνήσεις στην παραπάνω πολιτική (μεταφορά του δημοσιονομικού βάρους από το κεφάλαιο στην εργασία), η Ελληνική κυβέρνηση είναι σήμερα πολιτικά ανίκανη να επιχειρήσει μια δίκαιη φορολόγηση. Από την πλευρά τους οι νεοφιλελεύθεροι κατηγορούν τις κυβερνήσεις για το ότι δεν πούλησαν αρκετό από το δημόσιο πλούτο για να αναπληρώσουν το κενό που δημιούργησε η έλλειψη φορολόγησης. Η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας των φοροαπαλλαγών οι ιδιωτικοποιήσεις δεν αποφέρουν αρκετό κέρδος στο κράτος. Επιπλέον το κράτος χάνει μία σημαντική πηγή εσόδων ενώ οι πολίτες του κράτους συνεχίζουν να πληρώνουν για τις υπηρεσίες τους ιδιώτες.
Η Ελληνική κυβέρνηση για να αντιμετωπίσει την έλλειψη εσόδων από τη φορολόγηση εξέδωσε ομόλογα. Οι αγοραστές των ομολόγων αυτών (κυρίως η Γερμανικές τράπεζες) απαιτούν τώρα την αποπληρωμή τους. Το βάρος θα πέσει φυσικά στους Έλληνες εργαζομένους. Ο συνήθης τρόπος για να γίνει αυτό είναι η μείωση μισθών, η αύξηση της φορολογίας σε αγαθά πρώτης ανάγκης (ΦΠΑ), η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης και φυσικά οι ιδιωτικοποιήσεις.
Οι διαδηλώσεις στην Ελλάδα ξεκίνησαν διότι οι εργαζόμενοι καταλαβαίνουν αυτό που τα ΜΜΕ πολύ επιμελώς αποκρύπτουν. Καταλαβαίνουν ότι οι αυξήσεις των μισθών έχουν σταματήσει (πράγμα που στις ΗΠΑ συμβαίνει από το 1979) και πως η αγοραστική τους δύναμη έχει μειωθεί δραστικά. Καταλαβαίνουν ότι η απόκτηση πρώτης κατοικίας απαιτεί την πολύχρονη (πολύ συχνά μια ολόκληρη ζωή) χρέωση στις τράπεζες. Καταλαβαίνουν ότι οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες κέρδισαν πολιτική ελευθερία με τίμημα την οικονομική τους εξάρτηση από το δυτικό – ευρωπαϊκό κεφάλαιο, το οποίο εξαγοράζει το δημόσιο πλούτο και υπερχρεώνει τον πληθυσμό με όλο και περισσότερα δάνεια.
Οι κάτοχοι των ομολόγων και οι κερδοσκόποι των χρηματοπιστωτικών ινστιτούτων απαιτούν τώρα την βοήθεια της ΕΕ, των ΗΠΑ και του ΔΝΤ με σκοπό να εξασφαλίσουν τα κέρδη τους πριν η χρηματοπιστωτική φούσκα σκάσει για ακόμα μία φορά. Η αποπληρωμή των χρεών μπορεί να γίνει πιο γρήγορα όταν ολόκληρες οικονομίες βυθίζονται στην ύφεση με τη χρήση μέτρων λιτότητας τύπου ΔΝΤ. Η ανεργία θα αυξηθεί και τα κράτη θα βυθιστούν ακόμα πιο πολύ στο χρέος, αφού η ύφεση θα περιορίσει τα έσοδα τόσο από τη φορολογία όσο και από την έλλειψη ικανότητας εξαγωγών.
Στο πολιτικό επίπεδο η μάχη των διαδηλωτών γίνεται για να παραμείνει η Ελλάδα αυτόνομο κράτος. Ο κλασικός ορισμός του κράτους ή της κυβέρνησης περιλαμβάνει την ικανότητα του κράτους να εισπράττει φόρους και να εκδίδει χρήμα. Στην περίπτωση όμως της Ελλάδας η δημοσιονομική πολιτική έχει περάσει στα χέρια της ΕΕ και του ΔΝΤ, οι οποίοι αναγκάζουν την Ελλάδα να παραβιάσει την Πρωταρχική Οδηγία (Prime Directive) κάθε κυβέρνησης : να δρα με σκοπό το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον. Αντίθετα η Ελληνική κυβέρνηση δρα με γνώμονα το κέρδος του τραπεζικού κεφαλαίου.
Το βασικό ζήτημα είναι κατά πόσο τα έθνη θα διοικούνται από τους πιστωτές τους ή από δημοκρατικές διαδικασίες και με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη τους. Η ολιγαρχία πιέζει την ΕΕ και το ΔΝΤ να δανειοδοτήσει την Ελλάδα με σκοπό να χρηματοδοτηθούν οι ξένες τράπεζες και οι κάτοχοι ομολόγων και με σκοπό να μην αναγκαστεί η Ελλάδα να επαναδιαπραγματευτεί το χρέος της. Τα λεφτά θα δοθούν άμεσα στους κατόχους ομολόγων και το χρέος θα πληρωθεί μακροπρόθεσμα με την φορολόγηση της εργασίας και τη μείωση των μισθών. Και όλα αυτά διότι η Ελληνική κυβέρνηση δεν φορολόγησε αρκετά τους πλούσιους. Η κυβερνητική πολιτική λοιπόν μετατοπίζεται από την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση στην ΕΕ και το ΔΝΤ, οι οποίοι δρουν κατ' εντολή του διεθνές χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Οι γραφειοκράτες της ΕΕ και του ΔΝΤ δεν εκλέγονται από κανένα. Και σε περίπτωση όπου το σχέδιο τους στεφθεί με επιτυχία το κοινωνικό κεφάλαιο της Ελλάδας θα απογυμνωθεί και η κοινωνική δημοκρατία θα καταρρεύσει.
Την Κυριακή 9 Μαΐου οι Γερμανοί ψηφοφόροι τιμώρησαν του χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, οι οποίοι αποφάσισαν να χρηματοδοτήσουν τους Γερμανούς τραπεζίτες (μέσω της χρηματοδότησης της Ελλάδας). Το κόμμα των χριστιανοδημοκρατών κέρδισε μόλις το ένα τρίτο στις εκλογές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Πολλοί από τους Γερμανούς ψηφοφόρους αναρωτιούνται κατά πόσο χριστιανικό είναι να προωθείς την τοκογλυφία των τραπεζών και κατά πόσο δίκαιο είναι να αφαιρείς 30 δισεκατομμύρια δολάρια από τους Γερμανούς φορολογούμενους για τη χρηματοδότηση των Γερμανικών τραπεζών, οι οποίες κάθε άλλο παρά δημοφιλής είναι στην Γερμανική κοινωνία.
Το οικονομικό ευρωπαϊκό λόμπι χρησιμοποίησε την κρίση ως ευκαιρία για να προωθήσει μία σειρά από χρηματοδοτήσεις που έμμεσα καταλήγουν στο τραπεζικό κεφάλαιο. Για τις Σουηδικές και Αυστριακές τράπεζες η ΕΕ επέτρεψε επέκταση της βοήθειας προς την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Λετονία κατά 60 δισεκατομμύρια ευρώ. Η βοήθεια αυτή χρησιμοποιήθηκε για να ενισχύσει το ισοζύγιο πληρωμών των κρατών προς τις τράπεζες. Το ίδιο συμβαίνει τώρα με την Ελλάδα και της Γερμανικές και Γαλλικές τράπεζες. Για να υπερβούν τις Ευρωπαϊκές συνθήκες οι κυβερνήσεις της ΕΕ χρησιμοποίησαν το άρθρο 122.2 της ευρωπαϊκής συνθήκης, το οποίο επιτρέπει απευθείας δάνεια σε κράτη κάτω από "εξαιρετικές περιπτώσεις".
Αν υποθέσουμε ότι η κυρία Μέρκελ αντιλαμβάνεται τη λειτουργία της οικονομίας, τότε θα πρέπει να την κατηγορήσουμε για ψευδή δηλώσεις. Το πρόβλημα των χωρών της Βαλτικής είναι δομικό και χρόνιο και όχι “εξαιρετική περίπτωση”. Η κύρια Μέρκελ θα πρέπει να γνωρίζει ότι δρα παραπλανητικά όταν υποστηρίζει ότι βοηθά την Λετονία με την επέκταση των δανείων, τα οποία χρησιμοποιούνται για αποπληρωμή χρεών και όχι για εσωτερική οικονομική ανάπτυξη. Με αυτό τον τρόπο, η Λετονία οδηγείτε στην χρόνια ύφεση με σκοπό να δοθεί χρόνος στις Σουηδικές τράπεζες να αρπάξουν όσα περισσότερα μπορούν από τις πληρωμές των δανείων.
Είναι όμως ικανή η μετακίνηση των Γερμανών ψηφοφόρων προς τα αριστερά για να αλλάξει την πορεία των πραγμάτων? Αν πάρουμε υπόψη μας ότι ο πρωθυπουργός της Ελλάδος, Γιώργος Παπανδρέου έχει πέσει στην παγίδα παρόλο που είναι και ο πρόεδρος της Σοσιαλιστικής διεθνούς, η απάντηση μάλλον είναι αρνητική. Η ερώτηση λοιπόν είναι κατά πόσο η Ελλάδα είναι καταδικασμένη σε μείωση των δημοσίων δαπανών, σε αύξηση της ανεργίας και τελικά σε διεύρυνση της φτώχειας, κατάσταση που είναι πλέον πραγματικότητα στης χώρες της Βαλτικής. Οι χώρες αυτές αποτέλεσαν θύμα ενός νεοφιλελεύθερου πειράματος και σε περίπτωση που η Ελλάδα αποδειχθεί το επόμενο θύμα τότε σύντομα θα γίνουμε μάρτυρες ενός κύματος μετανάστευσης Ελλήνων, όπως ακριβώς έγινε και στην περίπτωση των χωρών της Βαλτικής.
Η αντίδραση των χρηματιστηρίων μετά την ανακοίνωση της χρηματοδότησης ύψους 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων ήταν φυσικά θετική. Αυτό που στην πραγματικότητα χρηματοδοτήθηκε είναι ικανότητα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να κυβερνά. Η μάχη όμως δεν έχει ακόμη τελειώσει. Θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια γιατί απλούστατα είναι μία προσπάθεια αλλοίωσης των κεκτημένων του 19ου και 20ου αιώνα, κατά τους οποίους ο κοινωνικός έλεγχος των οικονομικών συμφερόντων και της μεγάλης ιδιοκτησίας περιορίστηκε εφαρμόζοντας πολιτικές προοδευτικής φορολόγησης και δημοσίων δαπανών.
Είναι άραγε αυτή η πορεία που πρέπει να ακολουθήσει ο δυτικός πολιτισμός, όπου οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις ελέγχονται από ολιγαρχίες, τη δύναμη των οποίων οι μεταρρυθμιστές του 19ου προσπάθησαν (και πέτυχαν) να μειώσουν προς όφελος της δημοκρατίας? Η κλασική πολιτική οικονομία ήταν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με βάση του οποίου η δύναμη των πιστωτών (γαιοκτημόνων, τραπεζιτών κλπ) περιοριζόταν με τη χρήση αναδιανεμητικής φορολόγησης. Ο John Maynard Keynes χαρακτηριστικά ονόμασε τις μεταρρυθμίσεις αυτές ως “η ευθανασία των πιστωτών”. Δυστυχώς οι πιστωτές επανήλθαν με νέες δυνάμεις. Κατασυκοφάντησαν την σοσιαλδημοκρατία και τον δημόσιο έλεγχο αποκαλώντας τα ως ο “δρόμος προς τη δουλοπαροικία”. Αντ' αυτού επιχειρούν να οδηγήσουν τις ευρωπαϊκές οικονομίες στο δρόμο της οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης μέσω του χρέους. Χρησιμοποιούν οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ για να αποκτήσουν το έλεγχο στις δημοσιονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων, με σκοπό την μετατόπιση των ευθυνών από τις οικονομικές ολιγαρχίες στους εργαζομένους. Ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί η μεταφορά ευθύνης στους εργαζομένους είναι να επανακτηθεί ο κοινωνικός έλεγχος των κυβερνήσεων. Αυτό επιχειρούν οι Έλληνες διαδηλωτές. Το βέβαιο είναι ότι κάποιος πρέπει να ελέγχει τις κυβερνήσεις. Εάν οι δημοκρατικές δυνάμεις αποχωρήσουν από τη μάχη για το έλεγχο αυτό, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο θα αναλάβει τα ηνία της εξουσίας.
Michael Hudson
www.counterpunch.org, May 11, 2010
Απόδοση: Πράπας Δημήτρης Μάιος 19, 2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου