του Κώστα Νικολάου
Ένα δίλημμα πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τους εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε όλες τις χώρες, όπου ασκείται νεοφιλελεύθερη πολιτική (ανεξάρτητα αν έχουν ή δεν έχουν ΔΝΤ και μνημόνια) και βέβαια στην Ελλάδα: μείωση μισθών ή απολύσεις;
Το δίλημμα αυτό παρουσιάζεται από τους κάθε απόχρωσης νεοφιλελεύθερους ως αναγκαστικός μονόδρομος, που για τους εργαζόμενους είναι του τύπου «μονά - ζυγά χάνεις».
Συγκεκριμένα για το δημόσιο τομέα, το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι το δημόσιο έλλειμμα και τα χρέη της ελληνικής οικονομίας οφείλονται στις υπέρογκες δημόσιες δαπάνες ενός υπερτροφικού κράτους και αφού χρήματα δεν υπάρχουν και οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να περιορισθούν, άρα η μόνη λύση είναι η μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων ή οι απολύσεις.
Για τον ιδιωτικό τομέα, το κεντρικό επιχείρημα είναι ότι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων οφείλεται στο μισθολογικό κόστος που τα βαραίνει και άρα η μείωσή του είτε με μείωση μισθών είτε με απολύσεις θα συμβάλλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τόσο των επιχειρήσεων όσο και της ελληνικής οικονομίας. Επίσης αναφέρεται, ότι με την οικονομική κρίση οι πωλήσεις πέφτουν, μειώνονται τα έσοδα των επιχειρήσεων και άρα η μόνη λύση προκειμένου αυτές να διατηρηθούν και να μην κλείσουν είναι η μείωση των μισθών των εργαζομένων στις επιχειρήσεις ή οι απολύσεις.
Τα επιχειρήματα φαίνονται λογικά.... Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα;
Σε ότι αφορά στο δημόσιο τομέα, από την ανάλυση των επίσημων στοιχείων προκύπτει ότι το δημόσιο έλλειμμα και τα χρέη της ελληνικής οικονομίας δεν δημιουργήθηκαν από υπερβολικές κρατικές δαπάνες, αλλά από το ότι η εκάστοτε κυβέρνηση δεν φορολόγησε το 15% των πολιτών που έχει τα υψηλότερα εισοδήματα τα τελευταία είκοσι χρόνια (και μάλιστα αυτές οι δημόσιες δαπάνες καλύπτονται στη συντριπτική πλειονότητα από τους έμμεσους και άμεσους φόρους που πληρώνουν οι εργαζόμενοι και όχι από φόρους των επιχειρηματικών κερδών). Επίσης προκύπτει ότι οι δημόσιες δαπάνες δεν είναι υπέρογκες (αντίθετα, είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ και είναι οι μισές σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για κοινωνική προστασία) και ότι ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι καθόλου μεγάλος, αλλά αντίθετα, είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ (βλ. αναλυτική παρουσίαση στο άρθρο «Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα για το μέγεθος και το κόστος του δημόσιου τομέα και την ανάγκη απολύσεων» στο ιστολόγιο «Διαλεκτικά»: http://konstantinosnikolaou.blogspot.com).
Επομένως, οι μειώσεις μισθών και οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων δεν μπορούν να συμβάλλουν ούτε στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος ούτε στη μείωση του χρέους της ελληνικής οικονομίας, ένεκα του γεγονότος ότι καταλαμβάνουν μικρό ποσοστό του συνολικού οικονομικού προβλήματος: τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη λιγότερο από το 10% της αύξησης των ελλειμμάτων προϋπολογισμού οφείλεται στην αύξηση δημοσίων δαπανών.
Αντίθετα, οι μειώσεις μισθών και οι απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων οδηγούν σε πτώση της αγοραστικής δυνατότητας ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την πτώση των οικονομικών δραστηριοτήτων και τη δημιουργία οικονομικού αδιέξοδου στα μικρομεσαία στρώματα (μικρομεσαίες επιχειρήσεις και ελευθεροεπαγγελματίες), που αναγκαστικά οδηγούνται σε παύση δραστηριοτήτων και στην ανεργία. Έτσι, το μερίδιο των όποιων οικονομικών δραστηριοτήτων αυτών των μικρομεσαίων μεταφέρεται και συγκεντρώνεται στις μεγάλες επιχειρήσεις οδηγώντας σε αύξηση των κερδών τους.
Παράλληλα, η μείωση του μισθολογικού κόστους στο δημόσιο τομέα (με μείωση μισθών ή με απολύσεις) οδηγεί σε σχετική αύξηση του μεριδίου των δημοσίων δαπανών, που μπορεί να διατεθεί σε μεγάλες επιχειρήσεις για διάφορα έργα. Αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα το κρατικοδίαιτο τμήμα των μεγάλων επιχειρηματιών, που περιμένει να αναλάβει δουλειές από το δημόσιο για να αυξήσει τα κέρδη του και γι’ αυτό υποστηρίζει και ενισχύει με κάθε μέσο αυτήν την πολιτική της μείωσης μισθών και απολύσεων των δημοσίων υπαλλήλων.
Σε ότι αφορά στον ιδιωτικό τομέα, όλα τα επίσημα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το κόστος εργασίας δεν ευθύνεται για την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας.
Συγκεκριμένα, οι μισθοί στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα είναι από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη: οι μισθοί των βιομηχανικών εργατών στην Ελλάδα είναι το 55% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, των εργαζομένων στις κατασκευές είναι το 58% του ευρωπαϊκού μέσου όρου και των εργαζομένων στις τράπεζες, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εμπόριο, τουρισμό και μεταφορές είναι το 73% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, Έκθεση 2008).
Άρα, οι υψηλότερες τιμές των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και στις διεθνείς αγορές δεν οφείλονται στο εργατικό κόστος, αλλά κυρίως στα υψηλά ποσοστά κέρδους των επιχειρηματιών που παράγουν ή εμπορεύονται.
Επίσης, τα τελευταία τριάντα χρόνια το πραγματικό κόστος εργασίας για τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχει μειωθεί περίπου κατά 30%, ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα (καθώς και η Ισπανία και η Πορτογαλία) είχε την υψηλότερη παραγωγικότητα στην Ευρώπη, 3-4%, όταν η Γερμανία είχε κάτω από 2%. Δηλαδή, συνέβαλε και η Ελλάδα στην άνοδο της παραγωγικότητας της ευρωζώνης.
Διαχρονικά λοιπόν, η παραγωγικότητα αυξήθηκε, οι τιμές προϊόντων και υπηρεσιών επίσης αυξήθηκαν και τα προκύπτοντα επιπλέον χρήματα δεν έγιναν μισθοί, αλλά έγιναν επιχειρηματικά κέρδη.
Κατά συνέπεια, τόσο η χαμηλή ανταγωνιστικότητα όσο και η όποια πτώση πωλήσεων των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών οφείλεται στις υψηλές τιμές τους, οι οποίες με τη σειρά τους οφείλονται στα μεγάλα επιχειρηματικά κέρδη και όχι στους πραγματικούς μισθούς, που και χαμηλοί είναι και πέφτουν συνεχώς.
Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από τις μετρήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, κατά την οποία, η τεράστια απώλεια ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (26,6% την περίοδο 2001-09) προέρχεται κατά κύριο λόγο (18,6%) από την αύξηση των τιμών και όχι από τους μισθούς.
Επομένως, οι μειώσεις μισθών και οι απολύσεις εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα δεν μπορούν να συμβάλλουν ούτε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ούτε στην ανάσχεση της πτώσης των πωλήσεων και του κλεισίματος των επιχειρήσεων, διότι και τα δύο οφείλονται κυρίως στις υψηλές τιμές, που αυτές καθορίζονται από τα υψηλά κέρδη των επιχειρηματιών που παράγουν ή εμπορεύονται.
Αντίθετα, όπως και στη περίπτωση του δημόσιου τομέα, οι μειώσεις μισθών και οι απολύσεις εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα οδηγούν σε πτώση της αγοραστικής δυνατότητας ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας, με αποτέλεσμα την πτώση των οικονομικών δραστηριοτήτων των μικρομεσαίων στρωμάτων, που αναγκαστικά οδηγούνται σε παύση και το μερίδιο των όποιων οικονομικών δραστηριοτήτων τους μεταφέρεται και συγκεντρώνεται στις μεγάλες επιχειρήσεις οδηγώντας σε αύξηση των κερδών τους.
Πρόκειται για μια τεράστια μεταφορά πλούτου στα χέρια των μεγάλων επιχειρήσεων, που έχει ήδη αρχίσει να γίνεται στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό ότι εν μέσω οικονομικής κρίσης, οι 600 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της Ευρώπης (διαμορφώνουν τον πανευρωπαϊκό δείκτη μετοχών Stoxx Europe 600) αύξησαν φέτος τα κέρδη τους κατά 80% περίπου, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ των χωρών της ευρωζώνης είναι μόλις 1,7% φέτος. Δηλαδή, ενώ δεν αυξήθηκε ουσιαστικά η συνολική πίτα, οι μεγάλες επιχειρήσεις αύξησαν το δικό τους κομμάτι.
Στην Ελλάδα διαχρονικά, τα επιχειρηματικά κέρδη έφθασαν να νέμονται το 60% του συνολικού εθνικού προϊόντος που παράγεται, οδηγώντας την Ελλάδα στην υψηλότερη θέση στην ΕΕ ως προς το ποσοστό των επιχειρηματικών κερδών (Eurostat, National Accounts 2008).
Συμπερασματικά, η νεοφιλελεύθερη πολιτική της μείωσης μισθών ή απολύσεων στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν μπορεί να συμβάλλει:
• ούτε στη μείωση του δημοσίου ελλείμματος
• ούτε στη μείωση του χρέους της ελληνικής οικονομίας
• ούτε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας
• ούτε στην ανάσχεση του κλεισίματος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η αύξηση των κερδών των μεγαλοεπιχειρηματιών και η συγκέντρωση κεφαλαίου (και άρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας) στα χέρια τους.
Με την οικονομική κρίση και την ασκούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν χάνουν όλοι. Κάποιοι κερδίζουν πολλά. Και όταν κάποτε τελειώσει αυτή η κρίση, η θέση τους (οικονομικά και πολιτικά) θα είναι ακόμα πιο ισχυρή απ’ ότι είναι σήμερα.
Σε όλα τα παραπάνω, αξίζει να επισημάνουμε και τις επιπτώσεις αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στα θεμέλια της ίδιας της δημοκρατίας. Αρκεί γι’ αυτό να θυμηθούμε ότι «ο Αριστοτέλης θεωρούσε δεδομένο ότι η δημοκρατία πρέπει να είναι πλήρως συμμετοχική ... και ότι πρέπει να αποβλέπει στο κοινό καλό. Για να το επιτύχει, οφείλει να εξασφαλίζει σχετική ισότητα, "λελογισμένη και επαρκή ιδιοκτησία" και "διαρκή ευημερία" για τον καθένα. Με άλλα λόγια, ο Αριστοτέλης είχε την αίσθηση ότι αν έχεις ακραίες καταστάσεις φτώχειας και πλούτου, δεν μπορείς να μιλάς σοβαρά για δημοκρατία» (Noam Chomsky: Το κοινό καλό).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου