Ο μίνι-ανασχηματισμός που ανακοινώθηκε σήμερα είναι το επιστέγασμα μιας
λανθάνουσας πολιτικής κρίσης που υποβόσκει εδώ και αρκετούς μήνες στη
Γαλλία.
Η νέα κυβέρνηση υπό τον ίδιο όμως πρωθυπουργό, εκπρόσωπο της δεξιότερης πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είναι απαλλαγμένη από τους τελευταίους αντιρρησίες, προσηλωμένη στην κεντροδεξιά γραμμή του Προέδρου, στηριζόμενη πολιτικά σε συντηρητικούς συμμάχους και απόλυτα μειοψηφική στην κοινωνία.
Η μόνη σημαντική αλλαγή είναι αυτή του υπουργού οικονομίας. Ο Emmanuel Macron που αντικατέστησε τον παραιτηθέντα Arnaud Montebourg, δεν είναι βουλευτής, ούτε μέλος του Σοσιαλιστικού κόμματος αλλά έκανε καρίερα στην τράπεζα Rothschild πριν γίνει στενός συνεργάτης του Ολάντ.
Δεν εκπλήσσουν βέβαια οι – τηρουμένων των αναλογιών – πολλές ομοιότητες που έχει η πορεία των Γάλλων σοσιαλιστών στην εξουσία με αυτή του ΠΑΣΟΚ. Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά την πορεία του δεύτερου, νιώθω σαν να βλέπω το έργο σε επανάληψη.
Σε μια επίσκεψη του στο Παρίσι τον Μάιο του 2012 ο Αλέξης Τσίπρας είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο ο Ολάντ να καταστεί Ολαντρέου. Τότε πολλοί στηλίτευσαν την “αναίδεια” του Τσίπρα. Σήμερα όμως φαίνεται ότι η πρόβλεψη του επαληθεύεται.
Ο Γάλλος ασθενής
Πράγματι, η Γαλλία έχει εξελιχθεί στο νέο ασθενή της Ευρώπης: σταθερά υψηλή ανεργία· μηδενική ανάπτυξη· αποβιομηχανοποίηση· άνοδος της ξενοφοβικής δεξιάς· μείωση της αγοραστικής δύναμης μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων· κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο πολιτικό και μηντιακό σύστημα· κλονισμός της φιλοευρωπαϊκής ταυτότητας της δεύτερης μεγαλύτερης χώρας της ΕΕ.
Η αργή αλλά σταθερή αυτή πορεία ξεκίνησε από τις αρχές τις δεκαετίας του 2000 λόγω της αδυναμίας του γαλλικού συστήματος εξουσίας να υιοθετήσει πλήρως την νεοφιλελεύθερη ατζέντα – όπως η Βρετανία του Μπλερ και η Γερμανία του Σρέντερ – ή, αντίθετα, να προτάξει μια εναλλακτική πολιτική.
Το αποτέλεσμα αυτής της αμφιθυμίας, που συνεχίστηκε ακόμη κι από ακραιφνείς δεξιούς όπως ο Σαρκοζύ, ήταν η σταδιακή ηγεμόνευση ενός ιδιότυπου ιδεολογικού και οικονομικού κράματος: νεοφιλελευθερισμός (χρηματικοποίηση της οικονομίας, ελαστικοποίηση της εργασίας, άκρατος πλουτισμός του κεφαλαίου, δαιμονοποίηση του κράτους) με στοιχεία νοτιοευρωπαϊκής ολιγαρχικής μπανανίας (κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, διαπλοκή οικονομικής, πολιτικής και μηντιακής εξουσίας, νεποτισμός, έλλειψη αξιοκρατίας, συντεχνιακή προσκόλληση στο παρελθόν) φέροντας όμως ακόμα ως ιστορική κληρονομιά έναν προοδευτικό και ριζοσπαστικό πολιτικό φαντασιακό και την αδιάψευστη θέληση της πλειοψηφίας για λειτουργικό κοινωνικό κράτος και υπεράσπιση δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών.
Η ιδιόμορφη αυτή ισορροπία κλονίστηκε ανεπανόρθωτα από την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών κι από την ολοκληρωτική πολιτική κυριαρχία του γερμανικού συντηρητισμού στην Ευρώπη που ακολούθησε. Η αναμενόμενη αποτυχία ή καλύτερα η έλλειψη θέλησης και ικανότητας του Ολάντ για να αρθρώσει μια αντίρροπη πρόταση απλά επιβεβαίωσε την οικονομική καθίζηση και τον πολιτικό μαρασμό της Γαλλίας.
Πως ο Ολάντ έγινε Ολαντρέου
Ο Ολάντ ήρθε στην εξουσία το 2012 συνοδευόμενος από τις ελπίδες του Λαού της Αριστεράς (peuple de Gauche) για αλλαγή μετά από τα πέντε βασανιστικά χρόνια Σαρκοζύ. Το πρόγραμμα στη βάση του οποίου εξελέγη από το 52% των Γάλλων είχε προοδευτικούς στόχους: έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δικαιότερο φορολογικό σύστημα, ώθηση σε παιδεία και έρευνα, μείωση της ανεργίας και ανάπτυξη. Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε.
Πολύ γρήγορα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος επικαλούμενος εξωτερικούς παράγοντες (οι αγορές, οι δανειστές, η ΕΕ, η Γερμανία κλπ.), όπως ο ΓΑΠ, παραιτήθηκε κάθε προσπάθειας για επιβολή μιας εναλλακτικής φιλολαϊκής πολιτικής. Αντίθετα εφάρμοσε το δόγμα της ακραίας λιτότητας και των απορρυθμίσεων με αυξανόμενη ένταση, πασπαλισμένο με τρανταχτές υποθέσεις διαφθοράς και ροζ σκανδαλάκια.
Η συνέχεια φαίνεται αρκετά οικεία για εμάς τους Έλληνες: η συνταγή όχι μόνο δεν πετυχαίνει αλλά βαθαίνει την οικονομική κρίση και τις κοινωνικές της συνέπειες. Η μόνη που κερδίζει από αυτή εκλογικά είναι η ξενοφοβική “αντισυστημική” ακροδεξιά και οικονομικά η τοπική ελίτ επιχειρηματιών.
Πλέον ο Ολάντ έχει ξεπεράσει σε χαμηλό δημοτικότητας ακόμα και τον Σαρκοζύ. Μόνο 19% των Γάλλων του δείχνουν εμπιστοσύνη σε μια χώρα όπου ο Πρόεδρος της δημοκρατίας αποτελεί, υποτίθεται, πλατιά αποδεκτή προσωπικότητα. Όλο και περισσότεροι “σύντροφοι σοσιαλιστές” του Ολάντ εγκαταλείπουν το κυβερνητικό σκάφος, άλλοι πραγματικά απογοητευμένοι, άλλοι από ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης.
Πρόεδρος και πρωθυπουργός αναζητούν στήριξη ακόμη πιο δεξιά με πιθανό ορίζοντα ένα μεγάλο συνασπισμό αλά γερμανικά ή ελληνικά στον οποίο τα κόμματα εξουσίας θα συγκυβερνήσουν εφαρμόζοντας ατζέντα Τρόικας (προφανώς σε ελαφρότερη μορφή).
Η ανέτοιμη Αριστερά
Από την άποψη της Αριστεράς το πρόβλημα είναι ότι στη Γαλλία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αριστερόστροφος πολιτικός σχηματισμός με το ειδικό βάρος ώστε να γίνει το δοχείο της κοινωνικής δυσαρέσκειας και της λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει γαλλικός ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που υπάρχει σήμερα στα αριστερά της κυβέρνησης είναι ένα πολυδιασπασμένο και εσωστρεφή νεφέλωμα από μικρούς πολιτικούς σχηματισμούς και διάσπαρτες προσωπικότητες.
Καταρχάς οι αντιπολιτευόμενοι εκ των έσω Σοσιαλιστές βουλευτές είναι γύρω στους 50 ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού κόμματος αριθμεί 295 (σε σύνολο 577 βουλευτών). Σε αυτούς ίσως προστεθούν οι τρεις παραιτηθέντες υπουργοί Οικονομικών, Παιδείας και Πολιτισμού. Όμως όλοι αυτοί δεν έχουν κοινή γραμμή ακολουθώντας ως επί το πλείστον προσωπικές στρατηγικές.
Οι Πράσινοι είναι διχασμένοι. Η πλειοψηφία τους υπό την ηγεσία της πρώην υπουργού Cecile Duflot ασκεί πλέον σκληρή κριτική στον τελευταίο και ζητά αριστερή στροφή. Υπάρχει όμως και ισχυρή μειοψηφία στο εσωτερικό του κόμματος που επιζητεί σύγκλιση με το κέντρο.
Η μεγάλη ελπίδα του Μετώπου της Αριστεράς που διαφάνηκε στις προεδρικές του 2012 με το 11% του Μελανσόν εν πολλοίς έχει διαψευστεί. Οι δύο βασικές συνιστώσες του, ΚΚΓ και Κόμμα της Αριστεράς, βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης εδώ και μήνες. Από τη μία το φλέρτ του ΚΚΓ με τους Σοσιαλιστές και ο συντηρητισμός του μηχανισμού, από την άλλη ο βερμπαλισμός και τα τακτικά λάθη του Κόμματος της Αριστεράς οδήγησαν το Μέτωπο σε αδιέξοδο με τις δυνάμεις της τρίτης συνιστώσας, του πολυσυλλεκτικού οικοσοσιαλιστικού Ensemble!, να είναι πολύ μικρές για να κάνουν τη διαφορά.
Η Nouvelle Donne, ένας νέος φορέας με καινοτόμες πρακτικές και ενδιαφέροντα λόγο που κινείται στο χώρο της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς προς το παρόν δεν αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστο κόσμο. Το αντικαπιταλιστικό NPA έχει ζαρώσει λόγω λάθος επιλογών και ο πάλαι πότε δημοφιλής Μπεζανσνό έχει χάσει την επιρροή που είχε στα λαϊκά στρώματα μέσω της παρουσίας του στα κυρίαρχα ΜΜΕ. Για να υπάρξει Αριστερή προοπτική για τη χώρα πρέπει κάποιοι από αυτούς, ή στην καλύτερη περίπτωση όλοι, να κάτσουν γύρω από ένα τραπέζι με στόχο την δημιουργία ενός ενωτικού πολιτικού φορέα…
Τι μέλλει γενέσθαι;
Αν πάρει κανείς υπόψη το ελληνικό παράδειγμα, η πιθανότερη εξέλιξη για τη συνέχεια δεν μπορεί παρά να είναι είναι είναι η αργή και βασανιστική παρακμή του Σοσιαλιστικού κόμματος με λογικό αποτέλεσμα την κατάρρευση του στις επόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2017, εκτός απρόβλεπτου ατυχήματος που μπορεί να επισπεύσει τις εξελίξεις. Κάτι τέτοιο όμως είναι δύσκολο αφού το Σύνταγμα δεν προβλέπει δυνατότητα μομφής κατά του Προέδρου της δημοκρατίας παρά μόνο κατά του πρωθυπουργού.
Πιθανές όμως είναι οι αυξανόμενες κοινωνικές αναταραχές στους επόμενους μήνες καθώς και η πλήρης αναδιάρθρωση του πολιτικού τοπίου με εμφάνιση νέων φορέων και ταυτόχρονη συγκρότηση ενός κυβερνητικού πόλου αποτελούμενου από τη σοσιαλδημοκρατία, την κεντροδεξιά και τους φιλελεύθερους που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει πολιτική Τρόικας αποφασιστικά και αν χρειαστεί αυταρχικά. Όλα αυτά περιμένοντας την (υποθετική) ανάδυση μιας άλλης αριστερής πρότασης εξουσίας.
ephemeron.eu
Η νέα κυβέρνηση υπό τον ίδιο όμως πρωθυπουργό, εκπρόσωπο της δεξιότερης πτέρυγας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, είναι απαλλαγμένη από τους τελευταίους αντιρρησίες, προσηλωμένη στην κεντροδεξιά γραμμή του Προέδρου, στηριζόμενη πολιτικά σε συντηρητικούς συμμάχους και απόλυτα μειοψηφική στην κοινωνία.
Η μόνη σημαντική αλλαγή είναι αυτή του υπουργού οικονομίας. Ο Emmanuel Macron που αντικατέστησε τον παραιτηθέντα Arnaud Montebourg, δεν είναι βουλευτής, ούτε μέλος του Σοσιαλιστικού κόμματος αλλά έκανε καρίερα στην τράπεζα Rothschild πριν γίνει στενός συνεργάτης του Ολάντ.
Δεν εκπλήσσουν βέβαια οι – τηρουμένων των αναλογιών – πολλές ομοιότητες που έχει η πορεία των Γάλλων σοσιαλιστών στην εξουσία με αυτή του ΠΑΣΟΚ. Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά την πορεία του δεύτερου, νιώθω σαν να βλέπω το έργο σε επανάληψη.
Σε μια επίσκεψη του στο Παρίσι τον Μάιο του 2012 ο Αλέξης Τσίπρας είχε προειδοποιήσει για τον κίνδυνο ο Ολάντ να καταστεί Ολαντρέου. Τότε πολλοί στηλίτευσαν την “αναίδεια” του Τσίπρα. Σήμερα όμως φαίνεται ότι η πρόβλεψη του επαληθεύεται.
Ο Γάλλος ασθενής
Πράγματι, η Γαλλία έχει εξελιχθεί στο νέο ασθενή της Ευρώπης: σταθερά υψηλή ανεργία· μηδενική ανάπτυξη· αποβιομηχανοποίηση· άνοδος της ξενοφοβικής δεξιάς· μείωση της αγοραστικής δύναμης μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων· κατάρρευση της εμπιστοσύνης στο πολιτικό και μηντιακό σύστημα· κλονισμός της φιλοευρωπαϊκής ταυτότητας της δεύτερης μεγαλύτερης χώρας της ΕΕ.
Η αργή αλλά σταθερή αυτή πορεία ξεκίνησε από τις αρχές τις δεκαετίας του 2000 λόγω της αδυναμίας του γαλλικού συστήματος εξουσίας να υιοθετήσει πλήρως την νεοφιλελεύθερη ατζέντα – όπως η Βρετανία του Μπλερ και η Γερμανία του Σρέντερ – ή, αντίθετα, να προτάξει μια εναλλακτική πολιτική.
Το αποτέλεσμα αυτής της αμφιθυμίας, που συνεχίστηκε ακόμη κι από ακραιφνείς δεξιούς όπως ο Σαρκοζύ, ήταν η σταδιακή ηγεμόνευση ενός ιδιότυπου ιδεολογικού και οικονομικού κράματος: νεοφιλελευθερισμός (χρηματικοποίηση της οικονομίας, ελαστικοποίηση της εργασίας, άκρατος πλουτισμός του κεφαλαίου, δαιμονοποίηση του κράτους) με στοιχεία νοτιοευρωπαϊκής ολιγαρχικής μπανανίας (κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες, διαπλοκή οικονομικής, πολιτικής και μηντιακής εξουσίας, νεποτισμός, έλλειψη αξιοκρατίας, συντεχνιακή προσκόλληση στο παρελθόν) φέροντας όμως ακόμα ως ιστορική κληρονομιά έναν προοδευτικό και ριζοσπαστικό πολιτικό φαντασιακό και την αδιάψευστη θέληση της πλειοψηφίας για λειτουργικό κοινωνικό κράτος και υπεράσπιση δημόσιων υπηρεσιών και αγαθών.
Η ιδιόμορφη αυτή ισορροπία κλονίστηκε ανεπανόρθωτα από την οικονομική κρίση των τελευταίων ετών κι από την ολοκληρωτική πολιτική κυριαρχία του γερμανικού συντηρητισμού στην Ευρώπη που ακολούθησε. Η αναμενόμενη αποτυχία ή καλύτερα η έλλειψη θέλησης και ικανότητας του Ολάντ για να αρθρώσει μια αντίρροπη πρόταση απλά επιβεβαίωσε την οικονομική καθίζηση και τον πολιτικό μαρασμό της Γαλλίας.
Πως ο Ολάντ έγινε Ολαντρέου
Ο Ολάντ ήρθε στην εξουσία το 2012 συνοδευόμενος από τις ελπίδες του Λαού της Αριστεράς (peuple de Gauche) για αλλαγή μετά από τα πέντε βασανιστικά χρόνια Σαρκοζύ. Το πρόγραμμα στη βάση του οποίου εξελέγη από το 52% των Γάλλων είχε προοδευτικούς στόχους: έλεγχος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δικαιότερο φορολογικό σύστημα, ώθηση σε παιδεία και έρευνα, μείωση της ανεργίας και ανάπτυξη. Φυσικά τίποτα από όλα αυτά δεν έγινε.
Πολύ γρήγορα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος επικαλούμενος εξωτερικούς παράγοντες (οι αγορές, οι δανειστές, η ΕΕ, η Γερμανία κλπ.), όπως ο ΓΑΠ, παραιτήθηκε κάθε προσπάθειας για επιβολή μιας εναλλακτικής φιλολαϊκής πολιτικής. Αντίθετα εφάρμοσε το δόγμα της ακραίας λιτότητας και των απορρυθμίσεων με αυξανόμενη ένταση, πασπαλισμένο με τρανταχτές υποθέσεις διαφθοράς και ροζ σκανδαλάκια.
Η συνέχεια φαίνεται αρκετά οικεία για εμάς τους Έλληνες: η συνταγή όχι μόνο δεν πετυχαίνει αλλά βαθαίνει την οικονομική κρίση και τις κοινωνικές της συνέπειες. Η μόνη που κερδίζει από αυτή εκλογικά είναι η ξενοφοβική “αντισυστημική” ακροδεξιά και οικονομικά η τοπική ελίτ επιχειρηματιών.
Πλέον ο Ολάντ έχει ξεπεράσει σε χαμηλό δημοτικότητας ακόμα και τον Σαρκοζύ. Μόνο 19% των Γάλλων του δείχνουν εμπιστοσύνη σε μια χώρα όπου ο Πρόεδρος της δημοκρατίας αποτελεί, υποτίθεται, πλατιά αποδεκτή προσωπικότητα. Όλο και περισσότεροι “σύντροφοι σοσιαλιστές” του Ολάντ εγκαταλείπουν το κυβερνητικό σκάφος, άλλοι πραγματικά απογοητευμένοι, άλλοι από ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης.
Πρόεδρος και πρωθυπουργός αναζητούν στήριξη ακόμη πιο δεξιά με πιθανό ορίζοντα ένα μεγάλο συνασπισμό αλά γερμανικά ή ελληνικά στον οποίο τα κόμματα εξουσίας θα συγκυβερνήσουν εφαρμόζοντας ατζέντα Τρόικας (προφανώς σε ελαφρότερη μορφή).
Η ανέτοιμη Αριστερά
Από την άποψη της Αριστεράς το πρόβλημα είναι ότι στη Γαλλία αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει αριστερόστροφος πολιτικός σχηματισμός με το ειδικό βάρος ώστε να γίνει το δοχείο της κοινωνικής δυσαρέσκειας και της λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης. Με άλλα λόγια δεν υπάρχει γαλλικός ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό που υπάρχει σήμερα στα αριστερά της κυβέρνησης είναι ένα πολυδιασπασμένο και εσωστρεφή νεφέλωμα από μικρούς πολιτικούς σχηματισμούς και διάσπαρτες προσωπικότητες.
Καταρχάς οι αντιπολιτευόμενοι εκ των έσω Σοσιαλιστές βουλευτές είναι γύρω στους 50 ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού κόμματος αριθμεί 295 (σε σύνολο 577 βουλευτών). Σε αυτούς ίσως προστεθούν οι τρεις παραιτηθέντες υπουργοί Οικονομικών, Παιδείας και Πολιτισμού. Όμως όλοι αυτοί δεν έχουν κοινή γραμμή ακολουθώντας ως επί το πλείστον προσωπικές στρατηγικές.
Οι Πράσινοι είναι διχασμένοι. Η πλειοψηφία τους υπό την ηγεσία της πρώην υπουργού Cecile Duflot ασκεί πλέον σκληρή κριτική στον τελευταίο και ζητά αριστερή στροφή. Υπάρχει όμως και ισχυρή μειοψηφία στο εσωτερικό του κόμματος που επιζητεί σύγκλιση με το κέντρο.
Η μεγάλη ελπίδα του Μετώπου της Αριστεράς που διαφάνηκε στις προεδρικές του 2012 με το 11% του Μελανσόν εν πολλοίς έχει διαψευστεί. Οι δύο βασικές συνιστώσες του, ΚΚΓ και Κόμμα της Αριστεράς, βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης εδώ και μήνες. Από τη μία το φλέρτ του ΚΚΓ με τους Σοσιαλιστές και ο συντηρητισμός του μηχανισμού, από την άλλη ο βερμπαλισμός και τα τακτικά λάθη του Κόμματος της Αριστεράς οδήγησαν το Μέτωπο σε αδιέξοδο με τις δυνάμεις της τρίτης συνιστώσας, του πολυσυλλεκτικού οικοσοσιαλιστικού Ensemble!, να είναι πολύ μικρές για να κάνουν τη διαφορά.
Η Nouvelle Donne, ένας νέος φορέας με καινοτόμες πρακτικές και ενδιαφέροντα λόγο που κινείται στο χώρο της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς προς το παρόν δεν αντιπροσωπεύει παρά ελάχιστο κόσμο. Το αντικαπιταλιστικό NPA έχει ζαρώσει λόγω λάθος επιλογών και ο πάλαι πότε δημοφιλής Μπεζανσνό έχει χάσει την επιρροή που είχε στα λαϊκά στρώματα μέσω της παρουσίας του στα κυρίαρχα ΜΜΕ. Για να υπάρξει Αριστερή προοπτική για τη χώρα πρέπει κάποιοι από αυτούς, ή στην καλύτερη περίπτωση όλοι, να κάτσουν γύρω από ένα τραπέζι με στόχο την δημιουργία ενός ενωτικού πολιτικού φορέα…
Τι μέλλει γενέσθαι;
Αν πάρει κανείς υπόψη το ελληνικό παράδειγμα, η πιθανότερη εξέλιξη για τη συνέχεια δεν μπορεί παρά να είναι είναι είναι η αργή και βασανιστική παρακμή του Σοσιαλιστικού κόμματος με λογικό αποτέλεσμα την κατάρρευση του στις επόμενες προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2017, εκτός απρόβλεπτου ατυχήματος που μπορεί να επισπεύσει τις εξελίξεις. Κάτι τέτοιο όμως είναι δύσκολο αφού το Σύνταγμα δεν προβλέπει δυνατότητα μομφής κατά του Προέδρου της δημοκρατίας παρά μόνο κατά του πρωθυπουργού.
Πιθανές όμως είναι οι αυξανόμενες κοινωνικές αναταραχές στους επόμενους μήνες καθώς και η πλήρης αναδιάρθρωση του πολιτικού τοπίου με εμφάνιση νέων φορέων και ταυτόχρονη συγκρότηση ενός κυβερνητικού πόλου αποτελούμενου από τη σοσιαλδημοκρατία, την κεντροδεξιά και τους φιλελεύθερους που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει πολιτική Τρόικας αποφασιστικά και αν χρειαστεί αυταρχικά. Όλα αυτά περιμένοντας την (υποθετική) ανάδυση μιας άλλης αριστερής πρότασης εξουσίας.
ephemeron.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου