Από τον Θανάση Γιαλκέτση
Ο Ντόναλντ Σασούν γεννήθηκε στο Κάιρο και σπούδασε στο Παρίσι, στο Μιλάνο και στο Λονδίνο. Εχει διδάξει Συγκριτική Ευρωπαϊκή Ιστορία στα κολέγια Westfield και Queen Mary του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Στη γλώσσα μας κυκλοφορεί το δίτομο έργο του «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού» (Καστανιώτης, 2001). Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Sole 24 Ore»: Τι είναι προτιμότερο; Ενότητα και συνοχή ή διάλυση και πολιτική σύγκρουση; Η απάντηση θα φαινόταν προφανής. Είναι σαν να ρωτάμε αν η ειρήνη είναι καλύτερη από τον πόλεμο. Είναι καλύτερο να είσαι μια δημοκρατία μεγάλη και εύρωστη παρά ένα κράτος φτωχό και μικρό.
Μήπως τότε ισχύει το ότι «το μεγάλο είναι ωραίο» (big is beautiful); Η υπερδύναμη του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν εδώ και πολύ καιρό τη μεγαλύτερη εσωτερική αγορά του κόσμου. Στον 19ο αιώνα, οι ΗΠΑ χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, αλλά, όταν αυτός τελείωσε και εδραιώθηκαν ξανά η ενότητα και η ευημερία των κατοίκων, η Αμερική έγινε ο τόπος που ζήλευε όλος ο κόσμος. Η Κίνα, που αποβλέπει στον ρόλο της υπερδύναμης του 21ου αιώνα, σπαρασσόταν από εμφύλιους πολέμους τον 19ο και τον 20ό αιώνα και ταπεινώθηκε από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, αλλά βρίσκεται τώρα κοντά στο σημείο να γίνει η πιο μεγάλη αγορά του κόσμου.
Και η Ευρώπη; Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα τωρινά προβλήματα που ταλανίζουν τη «γηραιά ήπειρο» οφείλονται στις διαιρέσεις της, τόσο τις παλιές όσο και τις καινούργιες. Η ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά είναι πολύ μεγάλη (μεγαλύτερη από την αμερικανική), αλλά η ήπειρος είναι κατακερματισμένη σε μια σαρανταριά κράτη, που διαιρούνται –όπως σχολίαζε ειρωνικά ο Ολλανδός ιστορικός Μαξ Κόνσταμ– σε εκείνα που είναι μικρά και σε εκείνα που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι μικρά. Οι βαθιές γλωσσικές και πολιτισμικές διαιρέσεις είναι ένα εμπόδιο στον τύπο κινητικότητας, που είναι κοινός για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα (και, επιπλέον, υπάρχουν ξενόφοβα κόμματα που προσπαθούν να περιορίσουν ακόμη και την ήδη περιορισμένη κινητικότητα που υπάρχει). Κι έπειτα, υπάρχουν όλες οι πολιτισμικές διαφορές που καθιστούν την Ευρώπη τόσο σαγηνευτική αλλά κάνουν δύσκολη τη διαχείρισή της.
Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί έχουν επί μακρόν υποστηρίξει ότι η διαδικασία που οδήγησε στην εκβιομηχάνιση της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ αυτή η περιοχή δεν υποτάχθηκε σε μια μοναδική ηγεμονική εξουσία. Με δυο λόγια, η διαίρεση της Ευρώπης υπήρξε κάτι καλό.
Ο Γάλλος ιστορικός Ζαν Μπεσλέρ έφτασε πριν από τριάντα χρόνια να δηλώσει ότι το ευρωπαϊκό θαύμα –η ολοκληρωμένη καπιταλιστική ανάπτυξη– οφειλόταν ακριβώς στις βαθιές της διαιρέσεις και επομένως στη συνύπαρξη περισσότερων πολιτικών ενοτήτων (κρατών, πριγκιπάτων κ.λπ.) στο εσωτερικό ενός μεγάλου πολιτισμικού χώρου. Αυτή η κατάσταση είχε αποτέλεσμα μια αδύναμη πολιτική εξουσία. Αυτή ήταν η ευρωπαϊκή συνταγή: όσο λιγότερο κράτος τόσο καλύτερα. Η αποθέωση όλων αυτών υπήρξε το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο στον ύστερο 18ο αιώνα ήταν η πιο ελεύθερη χώρα από όλες, η χώρα την οποία υμνούσε όλη η ευρωπαϊκή διανόηση. Πράγμα που ισοδυναμεί με το να λέμε ότι το βρετανικό κράτος ήταν υπερβολικά αδύναμο ώστε να παρεμβαίνει στις δραστηριότητες των πολιτών του.
Ολα αυτά ηχούν σαν μουσική στα αυτιά των οπαδών του ελάχιστου κράτους. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια υπερβολικά ρόδινη θεώρηση της βρετανικής ιστορίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο ποτέ δεν υπήρξε ένας αδιάλλακτος προμαχώνας του laissez faire. Δεν οικοδομούνται αυτοκρατορίες μόνον με το εμπόριο και την επιχειρηματικότητα.
Πρέπει να υπάρχουν κάποιοι που να φορολογούν τον κόσμο, να κατασκευάζουν καράβια, να αποικίζουν εδάφη, να στέλνουν κυβερνήτες για να επιτηρούν τους αυτόχθονες και να υπερασπίζονται (εν ανάγκη με τη βία) τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Και γι’ αυτό χρειάζεται ένα ισχυρό κράτος, και το βρετανικό ήταν και ισχυρό και αποτελεσματικό. […] Και άλλα κράτη θα ακολουθήσουν τη Μεγάλη Βρετανία στον δρόμο της εκβιομηχάνισης, και το 1914, αν και οι ΗΠΑ ήταν η πιο μεγάλη βιομηχανική δύναμη, η Δυτική Ευρώπη ήταν το παγκόσμιο κέντρο της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Επειτα, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, τους οποίους ορισμένοι αποκαλούν «ο μεγάλος ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος», κατέστρεψαν την υπεροχή της «γηραιάς ηπείρου». Αφού έχασε τις αυτοκρατορίες της, η Ευρώπη ανορθώθηκε μέσα από τα ερείπια, γιάτρεψε τις πληγές της και άρχισε να αναπτύσσεται οικονομικά. Γαλλία και Γερμανία, που αντιμάχονταν η μια την άλλη επί αιώνες, υπήρξαν η ψυχή του πιο σημαντικού πειράματος περιφερειακής ολοκλήρωσης που έγινε ποτέ.
Αυτό το πείραμα περνάει τώρα μια σοβαρή κρίση και όχι για πρώτη φορά. Αυτή η κρίση, όπως και οι άλλες, είναι μια συσσώρευση παλαιών και νέων προβλημάτων. Το μοντέλο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, του καπιταλισμού του κράτους πρόνοιας, είναι σε κρίση εδώ και χρόνια. Επιβιώνει κυρίως επειδή είναι δύσκολο να νικήσεις σε εκλογές υποσχόμενος ότι θα καταστρέψεις το κοινωνικό κράτος. Είναι πιο εύκολο να νικήσεις υποσχόμενος λιγότερους φόρους.
Ετσι, όλοι δημιουργούν χρέη, τόσο τα κράτη όσο και οι πολίτες. Και όσο δεν συμβαίνει τίποτα το τρομερό, όλοι είναι ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι. Αλλά όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, όπως σήμερα, χρειάζεται να δράσουμε ταχύτατα και όλοι ενωμένοι, πράγμα που για την Ευρώπη αποδεικνύεται δύσκολο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι αδύναμη, επειδή ο πρόεδρος πρέπει να πείσει το Κογκρέσο και μετά πρέπει να πείσουν πενήντα Πολιτείες, αλλά πρόκειται πάντοτε για ένα αληθινό κράτος. Η Ευρώπη δεν είναι ένα κράτος. Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ένα κοινό νόμισμα και μια κεντρική τράπεζα, αλλά η Ενωση δεν διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου, που συνήθως συνοδεύουν το ενιαίο νόμισμα. Και οι ανισότητες και ανισορροπίες μεταξύ των διάφορων ευρωπαϊκών κρατών είναι πολύ πιο σημαντικές από εκείνες μεταξύ των αμερικανικών Πολιτειών.
Η Ευρώπη οφείλει να επιλέξει: ή να παραμείνει μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών ή να οικοδομήσει ένα αληθινό ομοσπονδιακό κράτος. Ο πρώτος ήταν ένας πολύ περιορισμένος ορίζοντας για τους Ευρωπαίους (μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών δεν χρειάζεται κοινοβούλια, επιτροπές κ.λπ.).
Το δεύτερο ήταν ένα υπερβολικά φιλόδοξο σχέδιο και έτσι έμεινε στα μισά του δρόμου, χωρίς ένα κοινό φορολογικό σύστημα, χωρίς ένα ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας και χωρίς έναν κεντρικό μηχανισμό που θα υποχρεώνει τα διάφορα κράτη να ακολουθούν παρόμοιες πορείες. Ολα υπόκεινται διαρκώς σε εξαντλητικές διαπραγματεύσεις. Κάθε ένα από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι μια δημοκρατία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι μια δημοκρατία, αλλά μια ένωση δημοκρατιών.
Γιατί να ξαφνιαζόμαστε; Ο ευρωπαϊσμός υπήρξε πάντοτε αποκλειστική ιδιότητα των ελίτ (όπως και ο εθνικισμός στην αρχική του φάση). Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν δημιουργήθηκε από τους Ευρωπαίους, αλλά από κράτη-έθνη που επιδίωκαν το δικό τους εθνικό συμφέρον.
Σήμερα είναι λίγοι εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για την πατρίδα, αλλά θα ήταν απολύτως παράξενο να ακούσουμε κάποιους να λένε ότι είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την Ευρώπη. Το φάντασμα ενός παρελθόντος διαιρέσεων συνεχίζει να πλανιέται και να εμποδίζει την οικοδόμηση της Ευρώπης. Δεν ξεχνιούνται χίλια χρόνια εχθροτήτων μέσα σε λίγες δεκαετίες.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Ο Ντόναλντ Σασούν γεννήθηκε στο Κάιρο και σπούδασε στο Παρίσι, στο Μιλάνο και στο Λονδίνο. Εχει διδάξει Συγκριτική Ευρωπαϊκή Ιστορία στα κολέγια Westfield και Queen Mary του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Στη γλώσσα μας κυκλοφορεί το δίτομο έργο του «Εκατό χρόνια σοσιαλισμού» (Καστανιώτης, 2001). Το ακόλουθο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Il Sole 24 Ore»: Τι είναι προτιμότερο; Ενότητα και συνοχή ή διάλυση και πολιτική σύγκρουση; Η απάντηση θα φαινόταν προφανής. Είναι σαν να ρωτάμε αν η ειρήνη είναι καλύτερη από τον πόλεμο. Είναι καλύτερο να είσαι μια δημοκρατία μεγάλη και εύρωστη παρά ένα κράτος φτωχό και μικρό.
Μήπως τότε ισχύει το ότι «το μεγάλο είναι ωραίο» (big is beautiful); Η υπερδύναμη του εικοστού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, έχουν εδώ και πολύ καιρό τη μεγαλύτερη εσωτερική αγορά του κόσμου. Στον 19ο αιώνα, οι ΗΠΑ χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν έναν τρομερό εμφύλιο πόλεμο, αλλά, όταν αυτός τελείωσε και εδραιώθηκαν ξανά η ενότητα και η ευημερία των κατοίκων, η Αμερική έγινε ο τόπος που ζήλευε όλος ο κόσμος. Η Κίνα, που αποβλέπει στον ρόλο της υπερδύναμης του 21ου αιώνα, σπαρασσόταν από εμφύλιους πολέμους τον 19ο και τον 20ό αιώνα και ταπεινώθηκε από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, αλλά βρίσκεται τώρα κοντά στο σημείο να γίνει η πιο μεγάλη αγορά του κόσμου.
Και η Ευρώπη; Πολλοί υποστηρίζουν ότι τα τωρινά προβλήματα που ταλανίζουν τη «γηραιά ήπειρο» οφείλονται στις διαιρέσεις της, τόσο τις παλιές όσο και τις καινούργιες. Η ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά είναι πολύ μεγάλη (μεγαλύτερη από την αμερικανική), αλλά η ήπειρος είναι κατακερματισμένη σε μια σαρανταριά κράτη, που διαιρούνται –όπως σχολίαζε ειρωνικά ο Ολλανδός ιστορικός Μαξ Κόνσταμ– σε εκείνα που είναι μικρά και σε εκείνα που δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι είναι μικρά. Οι βαθιές γλωσσικές και πολιτισμικές διαιρέσεις είναι ένα εμπόδιο στον τύπο κινητικότητας, που είναι κοινός για παράδειγμα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα (και, επιπλέον, υπάρχουν ξενόφοβα κόμματα που προσπαθούν να περιορίσουν ακόμη και την ήδη περιορισμένη κινητικότητα που υπάρχει). Κι έπειτα, υπάρχουν όλες οι πολιτισμικές διαφορές που καθιστούν την Ευρώπη τόσο σαγηνευτική αλλά κάνουν δύσκολη τη διαχείρισή της.
Ωστόσο, πολλοί ιστορικοί έχουν επί μακρόν υποστηρίξει ότι η διαδικασία που οδήγησε στην εκβιομηχάνιση της Δυτικής Ευρώπης οφείλεται στο γεγονός ότι ποτέ αυτή η περιοχή δεν υποτάχθηκε σε μια μοναδική ηγεμονική εξουσία. Με δυο λόγια, η διαίρεση της Ευρώπης υπήρξε κάτι καλό.
Ο Γάλλος ιστορικός Ζαν Μπεσλέρ έφτασε πριν από τριάντα χρόνια να δηλώσει ότι το ευρωπαϊκό θαύμα –η ολοκληρωμένη καπιταλιστική ανάπτυξη– οφειλόταν ακριβώς στις βαθιές της διαιρέσεις και επομένως στη συνύπαρξη περισσότερων πολιτικών ενοτήτων (κρατών, πριγκιπάτων κ.λπ.) στο εσωτερικό ενός μεγάλου πολιτισμικού χώρου. Αυτή η κατάσταση είχε αποτέλεσμα μια αδύναμη πολιτική εξουσία. Αυτή ήταν η ευρωπαϊκή συνταγή: όσο λιγότερο κράτος τόσο καλύτερα. Η αποθέωση όλων αυτών υπήρξε το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο στον ύστερο 18ο αιώνα ήταν η πιο ελεύθερη χώρα από όλες, η χώρα την οποία υμνούσε όλη η ευρωπαϊκή διανόηση. Πράγμα που ισοδυναμεί με το να λέμε ότι το βρετανικό κράτος ήταν υπερβολικά αδύναμο ώστε να παρεμβαίνει στις δραστηριότητες των πολιτών του.
Ολα αυτά ηχούν σαν μουσική στα αυτιά των οπαδών του ελάχιστου κράτους. Στην πραγματικότητα, αυτή είναι μια υπερβολικά ρόδινη θεώρηση της βρετανικής ιστορίας. Το Ηνωμένο Βασίλειο ποτέ δεν υπήρξε ένας αδιάλλακτος προμαχώνας του laissez faire. Δεν οικοδομούνται αυτοκρατορίες μόνον με το εμπόριο και την επιχειρηματικότητα.
Πρέπει να υπάρχουν κάποιοι που να φορολογούν τον κόσμο, να κατασκευάζουν καράβια, να αποικίζουν εδάφη, να στέλνουν κυβερνήτες για να επιτηρούν τους αυτόχθονες και να υπερασπίζονται (εν ανάγκη με τη βία) τα επιχειρηματικά συμφέροντα. Και γι’ αυτό χρειάζεται ένα ισχυρό κράτος, και το βρετανικό ήταν και ισχυρό και αποτελεσματικό. […] Και άλλα κράτη θα ακολουθήσουν τη Μεγάλη Βρετανία στον δρόμο της εκβιομηχάνισης, και το 1914, αν και οι ΗΠΑ ήταν η πιο μεγάλη βιομηχανική δύναμη, η Δυτική Ευρώπη ήταν το παγκόσμιο κέντρο της βιομηχανίας και του εμπορίου.
Επειτα, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, τους οποίους ορισμένοι αποκαλούν «ο μεγάλος ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος», κατέστρεψαν την υπεροχή της «γηραιάς ηπείρου». Αφού έχασε τις αυτοκρατορίες της, η Ευρώπη ανορθώθηκε μέσα από τα ερείπια, γιάτρεψε τις πληγές της και άρχισε να αναπτύσσεται οικονομικά. Γαλλία και Γερμανία, που αντιμάχονταν η μια την άλλη επί αιώνες, υπήρξαν η ψυχή του πιο σημαντικού πειράματος περιφερειακής ολοκλήρωσης που έγινε ποτέ.
Αυτό το πείραμα περνάει τώρα μια σοβαρή κρίση και όχι για πρώτη φορά. Αυτή η κρίση, όπως και οι άλλες, είναι μια συσσώρευση παλαιών και νέων προβλημάτων. Το μοντέλο του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, του καπιταλισμού του κράτους πρόνοιας, είναι σε κρίση εδώ και χρόνια. Επιβιώνει κυρίως επειδή είναι δύσκολο να νικήσεις σε εκλογές υποσχόμενος ότι θα καταστρέψεις το κοινωνικό κράτος. Είναι πιο εύκολο να νικήσεις υποσχόμενος λιγότερους φόρους.
Ετσι, όλοι δημιουργούν χρέη, τόσο τα κράτη όσο και οι πολίτες. Και όσο δεν συμβαίνει τίποτα το τρομερό, όλοι είναι ευτυχισμένοι και ευχαριστημένοι. Αλλά όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, όπως σήμερα, χρειάζεται να δράσουμε ταχύτατα και όλοι ενωμένοι, πράγμα που για την Ευρώπη αποδεικνύεται δύσκολο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες η ομοσπονδιακή κυβέρνηση είναι αδύναμη, επειδή ο πρόεδρος πρέπει να πείσει το Κογκρέσο και μετά πρέπει να πείσουν πενήντα Πολιτείες, αλλά πρόκειται πάντοτε για ένα αληθινό κράτος. Η Ευρώπη δεν είναι ένα κράτος. Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη έχουν ένα κοινό νόμισμα και μια κεντρική τράπεζα, αλλά η Ενωση δεν διαθέτει μηχανισμούς ελέγχου, που συνήθως συνοδεύουν το ενιαίο νόμισμα. Και οι ανισότητες και ανισορροπίες μεταξύ των διάφορων ευρωπαϊκών κρατών είναι πολύ πιο σημαντικές από εκείνες μεταξύ των αμερικανικών Πολιτειών.
Η Ευρώπη οφείλει να επιλέξει: ή να παραμείνει μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών ή να οικοδομήσει ένα αληθινό ομοσπονδιακό κράτος. Ο πρώτος ήταν ένας πολύ περιορισμένος ορίζοντας για τους Ευρωπαίους (μια ζώνη ελεύθερων συναλλαγών δεν χρειάζεται κοινοβούλια, επιτροπές κ.λπ.).
Το δεύτερο ήταν ένα υπερβολικά φιλόδοξο σχέδιο και έτσι έμεινε στα μισά του δρόμου, χωρίς ένα κοινό φορολογικό σύστημα, χωρίς ένα ευρωπαϊκό κράτος πρόνοιας και χωρίς έναν κεντρικό μηχανισμό που θα υποχρεώνει τα διάφορα κράτη να ακολουθούν παρόμοιες πορείες. Ολα υπόκεινται διαρκώς σε εξαντλητικές διαπραγματεύσεις. Κάθε ένα από τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι μια δημοκρατία, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι μια δημοκρατία, αλλά μια ένωση δημοκρατιών.
Γιατί να ξαφνιαζόμαστε; Ο ευρωπαϊσμός υπήρξε πάντοτε αποκλειστική ιδιότητα των ελίτ (όπως και ο εθνικισμός στην αρχική του φάση). Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν δημιουργήθηκε από τους Ευρωπαίους, αλλά από κράτη-έθνη που επιδίωκαν το δικό τους εθνικό συμφέρον.
Σήμερα είναι λίγοι εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να πεθάνουν για την πατρίδα, αλλά θα ήταν απολύτως παράξενο να ακούσουμε κάποιους να λένε ότι είναι έτοιμοι να πεθάνουν για την Ευρώπη. Το φάντασμα ενός παρελθόντος διαιρέσεων συνεχίζει να πλανιέται και να εμποδίζει την οικοδόμηση της Ευρώπης. Δεν ξεχνιούνται χίλια χρόνια εχθροτήτων μέσα σε λίγες δεκαετίες.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου