Καπάκος Σταύρος
Τα ανησυχητικά στοιχεία της Στατιστικής Αρχής για τη φτώχεια, που δείχνουν ότι το 2013 το 35% των πολιτών ζει με πενιχρά μέσα, καταδεικνύει τις δραματικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας. Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια συνάνθρωποί μας συνθλίβονται από μια τιμωρητική πολιτική, που εφαρμόζεται στο "πειραματόζωον Ελλάς".
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ένα από τα σημεία διαφωνίας των οικονομολόγων ήταν το θέμα της απασχόλησης ή σωστότερα της εργασίας. Η γραμμή των κεϋνσιανών ή των νεοκεϋσιανών αργότερα ήταν ότι το κράτος και η κυβέρνηση πρέπει να παρεμβαίνει, με τις επενδύσεις, τα επιτόκια, τις υποδομές, τους κανόνες της αγοράς κ.λπ. για να ενισχύσει την απασχόληση, η οποία δεν θα ερχόταν ως μάνα εξ ουρανού. Και η παρέμβαση αυτή δεν αναγόταν μόνο σε ηθικούς όρους, επειδή είναι ανθρώπινο να έχουν όλοι δουλειά. Στηριζόταν στην άποψη ότι το επίπεδο της απασχόλησης καθορίζεται από το επίπεδο παραγωγής και τα δύο επηρεάζουν τη ζήτηση η οποία με τη σειρά της αυξάνει την παραγωγή και την απασχόληση κ.ο.κ. Αυτή η ανάδραση δεν έπρεπε να σταματήσει, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των υφεσικών περιόδων του οικονομικού κύκλου.
Αντιθέτως με την άποψη αυτή, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η αποκαλούμενη "χρυσή" μεταπολεμική περίοδος του δυτικού καπιταλισμού, οι νεοφιλελεύθεροι αντιπρότειναν την αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος, ως απάντηση στην κρίση του στασιμοπληθωρισμού. Ο νεοφιλελεύθερος Φρίντμαν, για παράδειγμα, επιτίμησε τη σκληρή νομισματική πολιτική της Fed στην κρίση του '30, ενώ συμφώνησε στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης της Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας και την απεριόριστη αγορά των ομολόγων του δημοσίου χρέους της χώρας. Οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριζαν ότι η οικονομία ισορροπεί από μόνη της στην πλήρη απασχόληση, αρκεί να λειτουργεί η αγορά και η αγορά εργασίας. Ισχυρίζονταν ότι με την παροδική μείωση των μισθών και της απασχόλησης θα επέλθει ισορροπία σε κατώτερο επίπεδο προκειμένου να ενισχυθούν τα κέρδη και να αυξηθούν οι επενδύσεις, οι οποίες θα επέφεραν ισορροπία και τελικά πλήρη απασχόληση.
Η πολιτική αυτή είναι βεβαίως ταξικά προσανατολισμένη, ευνοεί τους επιχειρηματίες, αλλά δεν προϋποθέτει μαζική ανεργία μακροχρόνια αφού έτσι δεν λειτουργεί η οικονομία σε ισορροπία. Όταν, για παράδειγμα, εφαρμόστηκε στη Βρετανία για πρώτη φορά, μόλις οι άνεργοι υπερέβησαν το ένα εκατομμύριο οι Τόριδες έκαναν πίσω και χρειάστηκε λίγο αργότερα η Θάτσερ να επιβάλει αυτή την πολιτική, χωρίς όμως να εκτινάξει στα ύψη την ανεργία, όπως γίνεται τώρα στον ευρωπαϊκό Νότο. Ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος Ρήγκαν δεν φοβήθηκε να τριπλασιάσει το δημόσιο έλλειμμα, από 60 σε 200 δισ., προκειμένου να αναθερμάνει την αμερικανική οικονομία.
Η τιμωρητική πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα είναι ακραία νεοσυντηρητική, θεοποιεί το νόμισμα, ενώ υποβαθμίζει τις επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνική συνοχή. Το μεγαλύτερο μέρος από τη φτώχεια στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μια σοβαρή παρέμβαση της ΕΚΤ. Όμως η Μέρκελ και οι μερκελιστές σύμμαχοί της στην Ελλάδα είναι σε άλλη γραμμή. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι το παραγωγικό και το καταναλωτικό μοντέλο της χώρας δεν πρέπει να αλλάξουν. Κάθε άλλο, πρέπει να αλλάξουν όλα. Σήμερα όμως η χώρα βαδίζει σε λάθος δρόμο.
Τα ανησυχητικά στοιχεία της Στατιστικής Αρχής για τη φτώχεια, που δείχνουν ότι το 2013 το 35% των πολιτών ζει με πενιχρά μέσα, καταδεικνύει τις δραματικές επιπτώσεις της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης στη χώρα μας. Σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια συνάνθρωποί μας συνθλίβονται από μια τιμωρητική πολιτική, που εφαρμόζεται στο "πειραματόζωον Ελλάς".
Από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα ένα από τα σημεία διαφωνίας των οικονομολόγων ήταν το θέμα της απασχόλησης ή σωστότερα της εργασίας. Η γραμμή των κεϋνσιανών ή των νεοκεϋσιανών αργότερα ήταν ότι το κράτος και η κυβέρνηση πρέπει να παρεμβαίνει, με τις επενδύσεις, τα επιτόκια, τις υποδομές, τους κανόνες της αγοράς κ.λπ. για να ενισχύσει την απασχόληση, η οποία δεν θα ερχόταν ως μάνα εξ ουρανού. Και η παρέμβαση αυτή δεν αναγόταν μόνο σε ηθικούς όρους, επειδή είναι ανθρώπινο να έχουν όλοι δουλειά. Στηριζόταν στην άποψη ότι το επίπεδο της απασχόλησης καθορίζεται από το επίπεδο παραγωγής και τα δύο επηρεάζουν τη ζήτηση η οποία με τη σειρά της αυξάνει την παραγωγή και την απασχόληση κ.ο.κ. Αυτή η ανάδραση δεν έπρεπε να σταματήσει, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των υφεσικών περιόδων του οικονομικού κύκλου.
Αντιθέτως με την άποψη αυτή, πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η αποκαλούμενη "χρυσή" μεταπολεμική περίοδος του δυτικού καπιταλισμού, οι νεοφιλελεύθεροι αντιπρότειναν την αλλαγή του οικονομικού υποδείγματος, ως απάντηση στην κρίση του στασιμοπληθωρισμού. Ο νεοφιλελεύθερος Φρίντμαν, για παράδειγμα, επιτίμησε τη σκληρή νομισματική πολιτική της Fed στην κρίση του '30, ενώ συμφώνησε στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης της Ιαπωνικής Κεντρικής Τράπεζας και την απεριόριστη αγορά των ομολόγων του δημοσίου χρέους της χώρας. Οι νεοφιλελεύθεροι υποστήριζαν ότι η οικονομία ισορροπεί από μόνη της στην πλήρη απασχόληση, αρκεί να λειτουργεί η αγορά και η αγορά εργασίας. Ισχυρίζονταν ότι με την παροδική μείωση των μισθών και της απασχόλησης θα επέλθει ισορροπία σε κατώτερο επίπεδο προκειμένου να ενισχυθούν τα κέρδη και να αυξηθούν οι επενδύσεις, οι οποίες θα επέφεραν ισορροπία και τελικά πλήρη απασχόληση.
Η πολιτική αυτή είναι βεβαίως ταξικά προσανατολισμένη, ευνοεί τους επιχειρηματίες, αλλά δεν προϋποθέτει μαζική ανεργία μακροχρόνια αφού έτσι δεν λειτουργεί η οικονομία σε ισορροπία. Όταν, για παράδειγμα, εφαρμόστηκε στη Βρετανία για πρώτη φορά, μόλις οι άνεργοι υπερέβησαν το ένα εκατομμύριο οι Τόριδες έκαναν πίσω και χρειάστηκε λίγο αργότερα η Θάτσερ να επιβάλει αυτή την πολιτική, χωρίς όμως να εκτινάξει στα ύψη την ανεργία, όπως γίνεται τώρα στον ευρωπαϊκό Νότο. Ακόμη και ο νεοφιλελεύθερος Ρήγκαν δεν φοβήθηκε να τριπλασιάσει το δημόσιο έλλειμμα, από 60 σε 200 δισ., προκειμένου να αναθερμάνει την αμερικανική οικονομία.
Η τιμωρητική πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα είναι ακραία νεοσυντηρητική, θεοποιεί το νόμισμα, ενώ υποβαθμίζει τις επιπτώσεις στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνική συνοχή. Το μεγαλύτερο μέρος από τη φτώχεια στην Ελλάδα και την Ευρώπη θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μια σοβαρή παρέμβαση της ΕΚΤ. Όμως η Μέρκελ και οι μερκελιστές σύμμαχοί της στην Ελλάδα είναι σε άλλη γραμμή. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι το παραγωγικό και το καταναλωτικό μοντέλο της χώρας δεν πρέπει να αλλάξουν. Κάθε άλλο, πρέπει να αλλάξουν όλα. Σήμερα όμως η χώρα βαδίζει σε λάθος δρόμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου