Τσέκερης Άγγελος
Σε ένα εξαιρετικής βαρύτητος άρθρο του σε κυριακάτικη εφημερίδα, ο κ. Κώστας Σημίτης θέτει για μια ακόμα φορά επί τάπητος τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας. Όπως το συνηθίζει, ο κ. Σημίτης μιλά ευθέως, χωρίς λαϊκισμούς, αποφεύγοντας να χαϊδέψει αυτιά, και -το σημαντικότερο- παρακάμπτοντας το γεγονός ότι ήταν για οκτώ χρόνια πρωθυπουργός της χώρας.
Έτσι, για παράδειγμα, αποδίδει τα δημοσιονομικά ελλείμματα, και κατά συνέπεια το χρέος, «στο κράτος παροχών, την πελατειακή πολιτική και την πλημμύρα των συντεχνιακών ομάδων». Ο κ. Σημίτης θα το ξέρει καλύτερα από εμάς, καθώς επί πρωθυπουργίας του δεκάδες εκπρόσωποι των «συντεχνιακών ομάδων», πρόεδροι της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, πρόεδροι ομοσπονδιών και συνδικαλιστές εφοριακοί, συνέχισαν τη λαμπρή τους καριέρα ως βουλευτές του κόμματός του και υπουργοί των κυβερνήσεών του.

Αλλά μιλώντας για ελλείμματα δεν φαίνεται να έχει ακουστά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ούτε το πάρτι της μίζας και των υπερτιμολογήσεων στα δημόσια έργα και τις προμήθειες. Ούτε την υποφορολόγηση του πλούτου τη χρυσή εκείνη εποχή που ο κάθε λεφτάς έχτιζε το σπίτι του ως οφσόρ, το εξοχικό του ως τουριστική μονάδα του ΕΟΤ, το σκάφος του ως τουριστική επιχείρηση και είχε και φοροαπαλλαγή από αυτά που χάλαγε στα μπουζούκια ως έξοδα της εταιρείας του.
Ξεχνάει ο κ. Σημίτης ότι επί των ημερών του τα στελέχη του κόμματός του βρέθηκαν με αμύθητες περιουσίες. Και μας κουνάει το χέρι για τα ελλείμματα ο εκσυγχρονιστής και αντιλαϊκιστής εκείνος πολιτικός που πέταξε αφειδώς δημόσιο χρήμα στο Χρηματιστήριο για να κρατήσει ψηλά τον γενικό δείκτη και να κερδίσει τις εκλογές του 2000.
Ακολούθως ο κ. Σημίτης βρίσκει την παραγωγική βάση της χώρας περιορισμένη και το κόστος παραγωγής υψηλό. Αναρωτιέται βέβαια κανείς γιατί δεν τα λέει σε αυτούς που θέλουν να φέρουν γάλα από τη Γερμανία, σε αυτούς που έκλεισαν τα λιπάσματα, σε αυτούς που διέλυσαν τα ναυπηγεία και κλείνουν τώρα και τις χαλυβουργίες. Προφανώς τώρα δεν ασχολείται με την πολιτική ο άνθρωπος, διαβάζει.
Όταν όμως ήταν πρωθυπουργός, δισεκατομμύρια ευρωπαϊκό χρήμα, αντί να διοχετευτεί σχεδιασμένα στην παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας, απορροφήθηκε μέσω προγραμμάτων μαϊμού και πλαστών τιμολογίων. Αυτά είναι για τα οποία μας σκυλόβριζαν οι Γερμανοί και η "Μπιλντ" την εποχή που μας φόρτωναν με τα Μνημόνια. Και έτσι η ανάπτυξη βασίστηκε στα καταναλωτικά δάνεια -τα οποία μας δίνανε σχεδόν με το στανιό-, και τις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών, με την ακρίβεια να θερίζει, την ανεργία να φουντώνει και τον κ. Σημίτη και τους επιτελείς του να πανηγυρίζουν για τη θηριώδη μεγέθυνση του ΑΕΠ.
Κανείς από όλους αυτούς, του κ. Προβόπουλου και του κ. Παπαδήμου συμπεριλαμβανομένων, δεν είχε σκεφτεί ούτε για αστείο να επισημάνει ότι καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε. Μας το λένε εκ των υστέρων, θεωρώντας -όχι εντελώς άδικα- ότι η κοινή γνώμη έχει μνήμη χρυσόψαρου.
Όμως το πιο συγκινητικό στο άρθρο είναι η αγωνία για τις «δυσκολίες στην πραγματοποίηση μεταρρυθμίσεων». Προφανώς με τον όρο «μεταρρυθμίσεις» ο κ. Σημίτης αναφέρεται στο θεάρεστο έργο που επιτελούν ο Άδωνις Γεωργιάδης στην Υγεία και ο Αρβανιτόπουλος στην Παιδεία (αλήθεια, πώς πάει η δικαστική περιπέτεια της συνεργάτιδός του που κατηγορείται ότι τα έτρωγε από το ΝΑΤ;). Ενδεχομένως να έχει στο μυαλό του και την επιβολή ενιαίας σύνταξης 200 ευρώ, αφού σε λίγο τα ασφαλιστικά ταμεία δεν θα υπάρχουν.
Σίγουρα όμως θα εννοεί και το τελευταίο πακέτο της τρόικας για τα εργασιακά: ενοικιαζόμενοι παντού, ατομικές συμβάσεις, κατώτατος μισθός 586 ευρώ και ελεύθερες απολύσεις. Σε τέτοιες μεταρρυθμίσεις αντιδρούν, κατά τον πρώην πρωθυπουργό, «οι συντεχνίες και τα πελατειακά δίκτυα», υπονομεύοντας συνειδητά την επιστροφή της χώρας στην αλματώδη ανάπτυξη.
Ίσως όλα γυρίσουν προς το καλύτερο αν ο κ. Σημίτης (που το 2004 την κοπάνησε από τις εκλογές παραδίδοντας νύχτα στον Γ. Παπανδρέου) επανέλθει στο προσκήνιο ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Θα είναι μια μεγάλη δικαίωση τόσο για τον ίδιο, όσο και για την Κεντροαριστερά, που τόσα προσέφερε σε αυτό τον τόπο. Τελικά ήταν πολύ προφητικό εκείνο το ρητό του Μηλιώκα «να δεις που κάποτε θα μας πούνε και μαλ...κες». Το «κάποτε» είναι τώρα.
ΑΥΓΗ