Γιαννης Α. Μυλοπουλος
Πρύτανης Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής
Πρύτανης Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης - Καθηγητής Πολυτεχνικής Σχολής
5 Μύθοι και μια αλήθεια για την
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η Έκθεση στηρίζεται σε στοιχεία και δεδομένα για τα ελληνικά πανεπιστήμια αμφισβητούμενης προέλευσης, μια και δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Με την έννοια αυτή η Έκθεση αντανακλά κακή έως ανύπαρκτη σχέση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα και ιδίως με την πραγματική κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η οποία ασφαλώς και πρέπει να αναβαθμιστεί, για διαφορετικούς όμως λόγους και αιτίες από αυτούς που αναφέρονται στην Έκθεση που δημοσιοποίησε το υπουργείο της Παιδείας.
Μύθος 1ος: Η Ελλάδα παρουσιάζει τις υψηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή σε σχέση με όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Πρόκειται περί σαφούς διαστρέβλωσης των πραγματικών στοιχείων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat του 2006, (πολύ πριν δηλαδή την οικονομική κρίση και ό,τι αυτή προκάλεσε στη δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ), στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν 4,000 Ευρώ/φοιτητή, όταν ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος ήταν 10,000 Ευρώ/φοιτητή. Ο δείκτης αυτός μας κατέτασσε σε καλές ακόμη εποχές ουραγούς της ΕΕ, με τη Σλοβακία προτελευταία, να δίνει 5,000 Ευρώ/ φοιτητή.Η διαστρέβλωση αφορά στην τεχνητή μείωση του πλήθους των ελλήνων φοιτητών, (η μεγάλη μείωση του παρονομαστή αυξάνει θεαματικά τον δείκτη), θεωρώντας “αιώνιους” και άρα μη δικαιούμενους χρηματοδότησης, όσους σπουδάζουν πέραν του προβλεπόμενου χρόνου σπουδών (περισσότερα από 4 για τις περισσότερες, 5 για τις πολυτεχνικές-γεωπονικές και 6 για τις ιατρικές σχολές χρόνια). Η πραγματικότητα είναι ότι ο μέσος όρος αποφοίτησης στην Ελλάδα ξεπερνά το 50% του προβλεπόμενου χρόνου φοίτησης, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οι φοιτητές που καθυστερούν να πάρουν πτυχίο μπορούν να θεωρούνται ανενεργοί ή “αιώνιοι”.
Ανεξάρτητα με τον αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την πρακτική της καθυστερημένης αποφοίτησης, πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτή αποτελεί μια πραγματικότητα για τη χώρα μας, που περισσότερο σχετίζεται με το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των φοιτητών σπουδάζουν σε σχολές που δεν είναι της αρεσκείας τους. Ακόμη η επιμήκυνση των σπουδών σχετίζεται και με τις κακές προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης των πτυχιούχων, πολύ περισσότερο όμως λόγω των συνθηκών στην αγορά εργασίας κι ελάχιστα λόγω χαμηλού επιπέδου σπουδών.
Μύθος 2ος: Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν το χαμηλότερο ποσοστό αποφοίτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με το μύθο αυτόν, μόνο το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων φοιτητών αποφοιτά εντός του απαιτούμενου χρόνου. Για να υποστηριχθεί μάλιστα ο μύθος του χαμηλού επιπέδου των σπουδών, αναφέρθηκε πρόσφατα ότι από τους 600,000 φοιτητές μόνον οι 180,000 είναι ενεργοί, μια και μόνον τόσοι πήραν συγγράμματα τη φετινή χρονιά. Πρόκειται για την ίδια διαστρλέβλωση με την προηγούμενη. Ως αποφοιτούντες θεωρούνται μόνον όσοι το επιτυγχάνουν στον προβλεπόμενο χρόνο. Παραβλέπεται δηλαδή το γεγονός της εκ συστήματος υπέρβασης του προβλεπόμενου χρόνου στα ελληνικά πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζονται ως πτυχιούχοι όσοι αποφοιτούν μετά τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών. Όπως αναφέρθηκε ήδη πάντως, η επιμήκυνση του χρόνου σπουδών δεν έχει σχέση με το επίπεδο των σπουδών στα πανεπιστήμια, αλλά με το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και τις κακές οικονομικές συνθήκες με τη χαμηλή απορρόφηση επιστημόνων στην αγορά εργασίας.
Μύθος 3ος: Σύνδεση της ανεργίας με το επίπεδο των ελληνικών πτυχίων
Ο μύθος αυτός διακινείται και από όσους επιμένουν για μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων ώστε να δίνουν “πτυχία με αντίκρυσμα”. Η αλήθεια για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι ότι η ανεργία είναι διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και καμία σχέση δεν έχει με το επίπεδο των σπουδών και την αξία των πτυχίων των ελληνικών πανεπιστημίων. Οι ίδιες συνθήκες ανεργίας άλλωστε είναι γνωστό ότι ισχύουν και για όσους σπουδάζουν στο εξωτερικό και επιστρέφουν στην Ελλάδα. Κανένα πρόβλημα εύρεσης εργασίας αντίθετα δεν αντιμετωπίζουν οι έλληνες πτυχιούχοι που μετά τις σπουδές τους επιδιώκουν να εργαστούν στην Ευρώπη ή αλλού.
Μύθος 4ος: Το ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υποφέρει από κρίση αξιών, καθώς και από παρωχημένες πολιτικές και οργανωτικές δομές.
Αν είναι πράγματι έτσι, πως συμβαίνει και 3 Τμήματα Πολυτεχνικών Σχολών, (2 του ΕΜΠ και ένα του ΑΠΘ), κατατάχθηκαν πρόσφατα στα 100 καλύτερα του κόσμου; Και πως συμβαίνει κάθε χρόνο κι ένα ευάριθμο πλήθος ελλήνων σπουδαστών και ερευνητών να βραβεύεται με σημαντικές διακρίσεις σε διεθνείς επιστημονικούς διαγωνισμούς;
Μύθος 5ος: Η ερευνητική προσπάθεια υστερεί στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ
Προφανώς οι συντάκτες της Έκθεσης δεν γνωρίζουν την υψηλή συμμετοχή των ελλήνων ερευνητών στα Ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα, όπως αυτή καταγράφεται στα στοιχεία των ΕΛΚΕ των ελληνικών πανεπιστημίων. Ειδικά για το ΑΠΘ, το οποίο προ κρίσης χρηματοδοτείτο με 45 εκατομμύρια Ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα έσοδα από την έρευνα ήταν της τάξης των 50 εκατομμυρίων Ευρώ ετησίως. Κι αυτά όταν η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας στη χωρα μας είναι της τάξης μόλις του 0,6% του ΑΕΠ, τη στιγμή που ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος ανέρχεται στο 2% του ΑΕΠ%!
Και μια αλήθεια
Η αλήθεια είναι οι “σοφοί” που επέλεξε το υπουργείο (μεταξύ των οποίων ουδείς έλληνας και μόνο 3 Ευρωπαίοι), είναι αναγνωρισμένες προσωπικότητες διεθνούς κύρους, αλλά διαθέτουν ελάχιστη γνώση των τοπικών συνθηκών που διαμορφώνουν το πρόβλημα που καλούνται να επιλύσουν. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να επισκεφτούν πρώτα τα ελληνικά πανεπιστήμια και να μελετήσουν ιδίοις όμμασι το επίπεδο των σπουδών και της έρευνας, μήπως και αυτό τους κάνει… σοφότερους. Τουλάχιστον όσον αφορά την υψηλή αποστολή που τους έχει ανατεθεί…
ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η Έκθεση στηρίζεται σε στοιχεία και δεδομένα για τα ελληνικά πανεπιστήμια αμφισβητούμενης προέλευσης, μια και δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια. Με την έννοια αυτή η Έκθεση αντανακλά κακή έως ανύπαρκτη σχέση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα και ιδίως με την πραγματική κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η οποία ασφαλώς και πρέπει να αναβαθμιστεί, για διαφορετικούς όμως λόγους και αιτίες από αυτούς που αναφέρονται στην Έκθεση που δημοσιοποίησε το υπουργείο της Παιδείας.
Μύθος 1ος: Η Ελλάδα παρουσιάζει τις υψηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή σε σχέση με όλες τις χώρες της Ε.Ε.
Πρόκειται περί σαφούς διαστρέβλωσης των πραγματικών στοιχείων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat του 2006, (πολύ πριν δηλαδή την οικονομική κρίση και ό,τι αυτή προκάλεσε στη δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ), στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν 4,000 Ευρώ/φοιτητή, όταν ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος ήταν 10,000 Ευρώ/φοιτητή. Ο δείκτης αυτός μας κατέτασσε σε καλές ακόμη εποχές ουραγούς της ΕΕ, με τη Σλοβακία προτελευταία, να δίνει 5,000 Ευρώ/ φοιτητή.Η διαστρέβλωση αφορά στην τεχνητή μείωση του πλήθους των ελλήνων φοιτητών, (η μεγάλη μείωση του παρονομαστή αυξάνει θεαματικά τον δείκτη), θεωρώντας “αιώνιους” και άρα μη δικαιούμενους χρηματοδότησης, όσους σπουδάζουν πέραν του προβλεπόμενου χρόνου σπουδών (περισσότερα από 4 για τις περισσότερες, 5 για τις πολυτεχνικές-γεωπονικές και 6 για τις ιατρικές σχολές χρόνια). Η πραγματικότητα είναι ότι ο μέσος όρος αποφοίτησης στην Ελλάδα ξεπερνά το 50% του προβλεπόμενου χρόνου φοίτησης, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι οι φοιτητές που καθυστερούν να πάρουν πτυχίο μπορούν να θεωρούνται ανενεργοί ή “αιώνιοι”.
Ανεξάρτητα με τον αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με την πρακτική της καθυστερημένης αποφοίτησης, πρέπει να γίνει σαφές ότι αυτή αποτελεί μια πραγματικότητα για τη χώρα μας, που περισσότερο σχετίζεται με το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και το γεγονός ότι η πλειοψηφία των φοιτητών σπουδάζουν σε σχολές που δεν είναι της αρεσκείας τους. Ακόμη η επιμήκυνση των σπουδών σχετίζεται και με τις κακές προοπτικές επαγγελματικής αποκατάστασης των πτυχιούχων, πολύ περισσότερο όμως λόγω των συνθηκών στην αγορά εργασίας κι ελάχιστα λόγω χαμηλού επιπέδου σπουδών.
Μύθος 2ος: Τα ελληνικά πανεπιστήμια έχουν το χαμηλότερο ποσοστό αποφοίτησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σύμφωνα με το μύθο αυτόν, μόνο το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων φοιτητών αποφοιτά εντός του απαιτούμενου χρόνου. Για να υποστηριχθεί μάλιστα ο μύθος του χαμηλού επιπέδου των σπουδών, αναφέρθηκε πρόσφατα ότι από τους 600,000 φοιτητές μόνον οι 180,000 είναι ενεργοί, μια και μόνον τόσοι πήραν συγγράμματα τη φετινή χρονιά. Πρόκειται για την ίδια διαστρλέβλωση με την προηγούμενη. Ως αποφοιτούντες θεωρούνται μόνον όσοι το επιτυγχάνουν στον προβλεπόμενο χρόνο. Παραβλέπεται δηλαδή το γεγονός της εκ συστήματος υπέρβασης του προβλεπόμενου χρόνου στα ελληνικά πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα να μην υπολογίζονται ως πτυχιούχοι όσοι αποφοιτούν μετά τον προβλεπόμενο χρόνο σπουδών. Όπως αναφέρθηκε ήδη πάντως, η επιμήκυνση του χρόνου σπουδών δεν έχει σχέση με το επίπεδο των σπουδών στα πανεπιστήμια, αλλά με το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων και τις κακές οικονομικές συνθήκες με τη χαμηλή απορρόφηση επιστημόνων στην αγορά εργασίας.
Μύθος 3ος: Σύνδεση της ανεργίας με το επίπεδο των ελληνικών πτυχίων
Ο μύθος αυτός διακινείται και από όσους επιμένουν για μεταρρύθμιση των πανεπιστημίων ώστε να δίνουν “πτυχία με αντίκρυσμα”. Η αλήθεια για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι ότι η ανεργία είναι διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας και καμία σχέση δεν έχει με το επίπεδο των σπουδών και την αξία των πτυχίων των ελληνικών πανεπιστημίων. Οι ίδιες συνθήκες ανεργίας άλλωστε είναι γνωστό ότι ισχύουν και για όσους σπουδάζουν στο εξωτερικό και επιστρέφουν στην Ελλάδα. Κανένα πρόβλημα εύρεσης εργασίας αντίθετα δεν αντιμετωπίζουν οι έλληνες πτυχιούχοι που μετά τις σπουδές τους επιδιώκουν να εργαστούν στην Ευρώπη ή αλλού.
Μύθος 4ος: Το ελληνικό σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης υποφέρει από κρίση αξιών, καθώς και από παρωχημένες πολιτικές και οργανωτικές δομές.
Αν είναι πράγματι έτσι, πως συμβαίνει και 3 Τμήματα Πολυτεχνικών Σχολών, (2 του ΕΜΠ και ένα του ΑΠΘ), κατατάχθηκαν πρόσφατα στα 100 καλύτερα του κόσμου; Και πως συμβαίνει κάθε χρόνο κι ένα ευάριθμο πλήθος ελλήνων σπουδαστών και ερευνητών να βραβεύεται με σημαντικές διακρίσεις σε διεθνείς επιστημονικούς διαγωνισμούς;
Μύθος 5ος: Η ερευνητική προσπάθεια υστερεί στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της ΕΕ
Προφανώς οι συντάκτες της Έκθεσης δεν γνωρίζουν την υψηλή συμμετοχή των ελλήνων ερευνητών στα Ευρωπαϊκά ανταγωνιστικά ερευνητικά προγράμματα, όπως αυτή καταγράφεται στα στοιχεία των ΕΛΚΕ των ελληνικών πανεπιστημίων. Ειδικά για το ΑΠΘ, το οποίο προ κρίσης χρηματοδοτείτο με 45 εκατομμύρια Ευρώ από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα έσοδα από την έρευνα ήταν της τάξης των 50 εκατομμυρίων Ευρώ ετησίως. Κι αυτά όταν η δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας στη χωρα μας είναι της τάξης μόλις του 0,6% του ΑΕΠ, τη στιγμή που ο μέσος Ευρωπαϊκός όρος ανέρχεται στο 2% του ΑΕΠ%!
Και μια αλήθεια
Η αλήθεια είναι οι “σοφοί” που επέλεξε το υπουργείο (μεταξύ των οποίων ουδείς έλληνας και μόνο 3 Ευρωπαίοι), είναι αναγνωρισμένες προσωπικότητες διεθνούς κύρους, αλλά διαθέτουν ελάχιστη γνώση των τοπικών συνθηκών που διαμορφώνουν το πρόβλημα που καλούνται να επιλύσουν. Γι’ αυτό καλό θα ήταν να επισκεφτούν πρώτα τα ελληνικά πανεπιστήμια και να μελετήσουν ιδίοις όμμασι το επίπεδο των σπουδών και της έρευνας, μήπως και αυτό τους κάνει… σοφότερους. Τουλάχιστον όσον αφορά την υψηλή αποστολή που τους έχει ανατεθεί…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου