ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΠΑΠΠΑ*
Δίπλα στον λεγόμενο μηχανισμό στήριξης των τραπεζών - ζόμπι, η ηγεσία της Ε.Ε. επιχειρεί να βάλει τους ευρωπαϊκούς λαούς σε ένα διαρκές ευρωπαϊκό Μνημόνιο. Το ονόμασαν στην αρχή «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» και μετά «Σύμφωνο για το Ευρώ», σε μια εμφανή προσπάθεια να κρύψουν τον πραγματικό στόχο του συμφώνου, που κάθε άλλο παρά είναι η σωτηρία του κοινού νομίσματος.
Δυστυχώς, η υιοθέτηση του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας αποδεικνύει ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ασπαστεί και ενσωματώσει πλήρως τη ρήση του Κλίντον ότι «κάθε χώρα είναι σαν μια εταιρεία που ανταγωνίζεται στην παγκόσμια οικονομία». Όπως, δηλαδή, η Coca Cola με την Pepsi. Στο όνομα αυτής της υιοθεσίας είναι έτοιμοι να δεσμευτούν ότι θα συμπιέζουν μισθούς και συντάξεις, όχι λόγω δημοσιονομικών προβλημάτων αλλά στο όνομα της ανταγωνιστικότητας.
Το μισθολογικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος κάθε χώρας θα συγκρίνεται με αυτό άλλων χωρών της ευρωζώνης και άλλων εμπορικών εταίρων· αν αυτό βρίσκεται «ψηλό», οι μισθοί θα συμπιέζονται. Χωρίς να διευκρινίζει κανείς πότε, πόσο και για πόσο. Διαρκές σπιράλ προς τα κάτω δηλαδή. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, λοιπόν, επιδεικνύουν μια εμμονή στο να θεωρούν την ανταγωνιστικότητα μέτρο επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής, αλλά και τη συμπίεση μισθών και συντάξεων ως τον μόνο τρόπο για τη βελτίωσή της.
Αυτές οι δύο παραδοχές είναι απολύτως διάτρητες και αυτό θα προσπαθήσω να υποστηρίξω.
Κατ' αρχήν, η ιδέα ότι η οικονομική ευημερία μιας χώρας είναι απολύτως εξαρτημένη από την επιτυχία της στις διεθνείς αγορές και το εμπορικό της ισοζύγιο είναι μια ιδέα που δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα.
Το Μεξικό, τη δεκαετία του 1980, υποχρεώθηκε σε τεράστια εμπορικά πλεονάσματα για να μπορέσει να πληρώσει (με τα λεφτά που θα έδινε για εισαγωγές) υψηλούς τόκους στα δάνεια που είχε λάβει. Μήπως τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου σε αυτή την περίπτωση πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε επιτυχία; Μήπως, αντίστροφα, πρέπει να χαρακτηρίσουμε αποτυχία τα μόνιμα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες;
Μια οικονομία ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο μπορεί να καταναλώσει προϊόντα παραχθέντα στο εσωτερικό της. Μπορεί, επίσης, να καταναλώσει και εισαχθέντα προϊόντα. Όσα βέβαια της επιτρέπουν τα χρήματα που κέρδισε από τις εξαγωγές να αγοράσει. Τι μπορεί να συμβεί αν μια χώρα αυξάνει την παραγωγικότητά της, αλλά για να διατηρήσει τη θέση της στις διεθνείς αγορές, κρατώντας φθηνά τα προϊόντα της, υποτιμά διαρκώς το νόμισμα της (ή την εργασία, όπως στην περίπτωσή μας); Τότε το επίπεδο ζωής είναι βέβαιο ότι θα χειροτερέψει για μισθωτούς και για όσους ζουν από τα εισοδήματα που οι μισθωτοί καταναλώνουν.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν κάποιος δεχθεί ότι αυτοσκοπός για μια οικονομική πολιτική είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτή η βελτίωση θα επιτευχθεί εάν μειωθεί το εργατικό κόστος. Με άλλα λόγια δεν είναι οι χώρες που έχουν μικρό εργατικό κόστος οι πιο ανταγωνιστικές. Αν δει κανείς τον δείκτη ανταγωνιστικότητας, που δημοσιεύει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, θα διαπιστώσει ότι στις πρώτες θέσεις του φιγουράρουν χώρες όπως η Ελβετία ή οι σκανδιναβικές χώρες, που κάθε άλλο παρά χαμηλό εργατικό κόστος έχουν.
Θα διαπιστώσει, επίσης, ότι η κατάταξη μιας χώρας δεν έχει να κάνει καθόλου με το πόσο χαμηλές είναι οι αποζημιώσεις για τις απολύσεις, κι όμως η κυβέρνησή μας έσπευσε να τις μηδενίσει. Θα διαπιστώσει, από την άλλη, ότι η μετανάστευση επιστημονικού εργατικού δυναμικού (brain drain) έχει πολύ αρνητική επίπτωση στην κατάταξη. Αυτό όμως δεν απασχολεί την κυβέρνηση.
Συνεπώς στόχος του ευρωπαϊκού Μνημονίου είναι η ακλόνητη συνέχιση πολιτικών υποβάθμισης της εργασίας στο εσωτερικό των χωρών. Δεν είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι, ο διακηρυγμένος και ανέφικτος στόχος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας όλων των χωρών έναντι όλων των άλλων.
* Ο Ν. Παππάς είναι οικονομολόγος
avgi
Δίπλα στον λεγόμενο μηχανισμό στήριξης των τραπεζών - ζόμπι, η ηγεσία της Ε.Ε. επιχειρεί να βάλει τους ευρωπαϊκούς λαούς σε ένα διαρκές ευρωπαϊκό Μνημόνιο. Το ονόμασαν στην αρχή «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας» και μετά «Σύμφωνο για το Ευρώ», σε μια εμφανή προσπάθεια να κρύψουν τον πραγματικό στόχο του συμφώνου, που κάθε άλλο παρά είναι η σωτηρία του κοινού νομίσματος.
Δυστυχώς, η υιοθέτηση του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας αποδεικνύει ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν ασπαστεί και ενσωματώσει πλήρως τη ρήση του Κλίντον ότι «κάθε χώρα είναι σαν μια εταιρεία που ανταγωνίζεται στην παγκόσμια οικονομία». Όπως, δηλαδή, η Coca Cola με την Pepsi. Στο όνομα αυτής της υιοθεσίας είναι έτοιμοι να δεσμευτούν ότι θα συμπιέζουν μισθούς και συντάξεις, όχι λόγω δημοσιονομικών προβλημάτων αλλά στο όνομα της ανταγωνιστικότητας.
Το μισθολογικό κόστος ανά μονάδα προϊόντος κάθε χώρας θα συγκρίνεται με αυτό άλλων χωρών της ευρωζώνης και άλλων εμπορικών εταίρων· αν αυτό βρίσκεται «ψηλό», οι μισθοί θα συμπιέζονται. Χωρίς να διευκρινίζει κανείς πότε, πόσο και για πόσο. Διαρκές σπιράλ προς τα κάτω δηλαδή. Οι ευρωπαϊκές ηγεσίες, λοιπόν, επιδεικνύουν μια εμμονή στο να θεωρούν την ανταγωνιστικότητα μέτρο επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής, αλλά και τη συμπίεση μισθών και συντάξεων ως τον μόνο τρόπο για τη βελτίωσή της.
Αυτές οι δύο παραδοχές είναι απολύτως διάτρητες και αυτό θα προσπαθήσω να υποστηρίξω.
Κατ' αρχήν, η ιδέα ότι η οικονομική ευημερία μιας χώρας είναι απολύτως εξαρτημένη από την επιτυχία της στις διεθνείς αγορές και το εμπορικό της ισοζύγιο είναι μια ιδέα που δεν υποστηρίζεται από τα δεδομένα.
Το Μεξικό, τη δεκαετία του 1980, υποχρεώθηκε σε τεράστια εμπορικά πλεονάσματα για να μπορέσει να πληρώσει (με τα λεφτά που θα έδινε για εισαγωγές) υψηλούς τόκους στα δάνεια που είχε λάβει. Μήπως τη βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου σε αυτή την περίπτωση πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε επιτυχία; Μήπως, αντίστροφα, πρέπει να χαρακτηρίσουμε αποτυχία τα μόνιμα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες;
Μια οικονομία ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο μπορεί να καταναλώσει προϊόντα παραχθέντα στο εσωτερικό της. Μπορεί, επίσης, να καταναλώσει και εισαχθέντα προϊόντα. Όσα βέβαια της επιτρέπουν τα χρήματα που κέρδισε από τις εξαγωγές να αγοράσει. Τι μπορεί να συμβεί αν μια χώρα αυξάνει την παραγωγικότητά της, αλλά για να διατηρήσει τη θέση της στις διεθνείς αγορές, κρατώντας φθηνά τα προϊόντα της, υποτιμά διαρκώς το νόμισμα της (ή την εργασία, όπως στην περίπτωσή μας); Τότε το επίπεδο ζωής είναι βέβαιο ότι θα χειροτερέψει για μισθωτούς και για όσους ζουν από τα εισοδήματα που οι μισθωτοί καταναλώνουν.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν κάποιος δεχθεί ότι αυτοσκοπός για μια οικονομική πολιτική είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, από πουθενά δεν προκύπτει ότι αυτή η βελτίωση θα επιτευχθεί εάν μειωθεί το εργατικό κόστος. Με άλλα λόγια δεν είναι οι χώρες που έχουν μικρό εργατικό κόστος οι πιο ανταγωνιστικές. Αν δει κανείς τον δείκτη ανταγωνιστικότητας, που δημοσιεύει το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, θα διαπιστώσει ότι στις πρώτες θέσεις του φιγουράρουν χώρες όπως η Ελβετία ή οι σκανδιναβικές χώρες, που κάθε άλλο παρά χαμηλό εργατικό κόστος έχουν.
Θα διαπιστώσει, επίσης, ότι η κατάταξη μιας χώρας δεν έχει να κάνει καθόλου με το πόσο χαμηλές είναι οι αποζημιώσεις για τις απολύσεις, κι όμως η κυβέρνησή μας έσπευσε να τις μηδενίσει. Θα διαπιστώσει, από την άλλη, ότι η μετανάστευση επιστημονικού εργατικού δυναμικού (brain drain) έχει πολύ αρνητική επίπτωση στην κατάταξη. Αυτό όμως δεν απασχολεί την κυβέρνηση.
Συνεπώς στόχος του ευρωπαϊκού Μνημονίου είναι η ακλόνητη συνέχιση πολιτικών υποβάθμισης της εργασίας στο εσωτερικό των χωρών. Δεν είναι, και δεν θα μπορούσε να είναι, ο διακηρυγμένος και ανέφικτος στόχος της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας όλων των χωρών έναντι όλων των άλλων.
* Ο Ν. Παππάς είναι οικονομολόγος
avgi
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου