Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2014

Τα μνημόνια είναι καθεστώς που πρέπει να ανατραπεί

Μπορεί να σταθεί μια κυβέρνηση τόσο πιστή στα μνημόνια σε μια κοινωνία και μια οικονομία τόσο εξουθενωμένη, όπως η ελληνική; Πόσο πειστική μπορεί να είναι η εξαγγελία της ότι «βγαίνουμε από το μνημόνιο» ή η τρομοκράτηση των πολιτών; Ποτέ, ίσως, οι πολιτικές εξελίξεις δεν είχαν τόσο μεγάλη εξάρτηση από την οικονομική πραγματικότητα μιας χώρας. Τι πιο φυσικό να αναζητήσουμε τις απαντήσεις σε μια συζήτηση με έναν οικονομολόγο όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος
Τη συ­νέ­ντευ­ξη πή­ρε ο Αδά­μος Ζα­χα­ριά­δης
Η κυ­βέρ­νη­ση εί­χε καλ­λιερ­γή­σει συ­γκε­κρι­μέ­νες προσ­δο­κίες α­πό τη συ­νά­ντη­ση Μέρ­κελ – Σα­μα­ρά. Πώς κρί­νε­τε τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της συ­νά­ντη­σης. Δι­καιώ­θη­καν αυ­τές οι προσ­δο­κίες;

Αν μπο­ρού­με να συ­νο­ψί­σου­με σε λί­γες γραμ­μές τη στρα­τη­γι­κή των δύο πλευ­ρών, θα λέ­γα­με ό­τι ο Σα­μα­ράς ε­πι­διώ­κει να κερ­δί­σει κά­ποιες πα­ρα­χω­ρή­σεις α­πό τη Μέρ­κε­λ, ώ­στε να ε­πι­τευ­χθεί πιο εύ­κο­λα οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­κή στα­θε­ρο­ποίη­ση, ε­νώ η Μέρ­κελ πε­ρι­μέ­νει πρώ­τα τη στα­θε­ρο­ποίη­ση και στη συ­νέ­χεια να συ­ζη­τή­σει για τυ­χόν πα­ρα­χω­ρή­σεις. Αυ­τή η δια­φο­ρά προ­τε­ραιο­τή­των δεν φαί­νε­ται να άλ­λα­ξε στην πρό­σφα­τη συ­νά­ντη­ση. Δεν γνω­ρί­ζου­με, βέ­βαια, αν υ­πήρ­ξε τε­λι­κά, σε ε­πι­μέ­ρους το­μείς έ­στω, κά­ποιου εί­δους συμ­φω­νία. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ο χρό­νος λι­γο­στεύει για την κυ­βέρ­νη­ση, η ο­ποία θα βρε­θεί σε πο­λύ δύ­σκο­λη θέ­ση αν αυ­τή η δια­φο­ρά δεν γε­φυ­ρω­θεί ά­με­σα. Δεν εί­ναι μό­νο ό­τι ό­λα τα προ­η­γού­με­να, αλ­λά και τυ­χόν νέα, μέ­τρα εί­ναι δύ­σκο­λο να στα­θούν σε μια τό­σο ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νία. Εί­ναι και το γε­γο­νός ό­τι και οι ί­διοι οι βου­λευ­τές τής συ­γκυ­βέρ­νη­σης, βλέ­πο­ντας το α­διέ­ξο­δο, θα δυ­σκο­λεύο­νται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο να τα υ­πο­στη­ρί­ξουν. Γι’ αυ­τό ε­κτι­μού­με ό­τι η προ­ε­δρι­κή ε­κλο­γή μπο­ρεί να α­πο­τε­λέ­σει έ­να α­νυ­πέρ­βλη­το ε­μπό­διο για αυ­τήν.
Ο πρω­θυ­πουρ­γός ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι το Μνη­μό­νιο τε­λειώ­νει και το ΔΝΤ εί­ναι έ­τοι­μο να α­πο­χω­ρή­σει. Ισχύει κά­τι τέ­τοιο;
Όπως λέ­νε και οι Άγγλοι, αν το πι­στεύεις αυ­τό, εί­σαι δια­τε­θει­μέ­νος να πι­στέ­ψεις ο­τι­δή­πο­τε!  Ας δού­με πρώ­τα το τυ­πι­κό μέ­ρος. Μέ­χρι να ξε­πλη­ρω­θεί το 75% των δα­νείων που έ­χου­με λά­βει στα πλαί­σια του προ­γράμ­μα­τος στή­ρι­ξης, η χώ­ρα θα βρί­σκε­ται σε κα­θε­στώς ε­νι­σχυ­μέ­νης ε­πο­πτείας. Αυ­τό προ­κύ­πτει α­πό την ευ­ρω­παϊκή νο­μο­θε­σία και δη­μιουρ­γεί έ­ναν α­σφυ­κτι­κό κλοιό για την ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία σε βά­θος αρ­κε­τών δε­κα­ε­τιών, α­κό­μα κι αν δεν λά­βου­με κα­νέ­να νέο δά­νειο α­πό τώ­ρα και στο ε­ξής. Αλλά υ­πάρ­χει και το ου­σια­στι­κό μέ­ρος. Το Μνη­μό­νιο δεν α­πο­τε­λεί έ­να κομ­μά­τι χαρ­τί με η­με­ρο­μη­νία λή­ξης. Πε­ρι­λαμ­βά­νει χι­λιά­δες νό­μους, ε­γκυ­κλίους και υ­πουρ­γι­κές α­πο­φά­σεις, που στα­δια­κά ξε­δι­πλώ­νο­νται, ε­γκα­θί­στα­νται και α­πο­τε­λούν μέ­ρος της οι­κο­νο­μι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η λή­ξη του Μνη­μο­νίου εν­δέ­χε­ται να ση­μά­νει τη μη ε­πι­βο­λή νέων μέ­τρων, αλ­λά σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν ση­μαί­νει λή­ξη ό­λων αυ­τών των μέ­τρων που έ­χουν ή­δη ε­πι­βλη­θεί. Εί­ναι αυ­τό που τό­σο και­ρό λέ­με ό­τι το Μνη­μό­νιο έ­χει γί­νει κα­θε­στώς.
Υπάρ­χει και έ­να πο­λι­τι­κό μή­νυ­μα α­πό ό­λη αυ­τή την κου­βέ­ντα. Οι πα­θια­σμέ­νες το­πο­θε­τή­σεις Σα­μα­ρά πε­ρί τέ­λους του Μνη­μο­νίου ου­σια­στι­κά α­κυ­ρώ­νουν και α­πο­νο­μι­μο­ποιούν τη μέ­χρι τώ­ρα πο­λι­τι­κή του και γί­νο­νται υ­πό το βά­ρος της έλ­λει­ψης ι­δε­ο­λο­γι­κής η­γε­μο­νίας των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία. Εί­ναι αυ­τό άλ­λο έ­να ση­μά­δι ό­τι πλη­σιά­ζει το τέ­λος ε­πο­χής για την κυ­βέρ­νη­ση Σα­μα­ρά. Η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία α­να­ζη­τά έ­να δια­φο­ρε­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα οι­κο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής συ­γκρό­τη­σης, πέ­ρα και έ­ξω α­πό τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες λο­γι­κές των Μνη­μο­νίων, γι’ αυ­τό στρέ­φε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως τον πο­λι­τι­κό χώ­ρο που α­ξια­κά, ι­δε­ο­λο­γι­κά και προ­γραμ­μα­τι­κά α­ντι­στέ­κε­ται σε αυ­τά και μπο­ρεί να τα α­να­τρέ­ψει.

Πλε­ο­νά­σμα­τα και ελ­λείμ­μα­τα;

Ο πρω­θυ­πουρ­γός, ό­πως α­να­φέ­ρουν τα ρε­πορ­τά­ζ, έ­δω­σε ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση στη συ­νέ­χι­ση της πο­λι­τι­κής των πλε­ο­να­σμά­των. Γνω­ρί­ζου­με ε­πί­σης ό­τι, πα­ράλ­λη­λα, ε­πι­διώ­κει να α­πο­σπά­σει υ­πό­σχε­ση για  μι­κρή μείω­ση των πρω­το­γε­νών πλε­ο­να­σμά­των που έ­χουν συμ­φω­νη­θεί στο Μνη­μό­νιο. Δεν συ­νά­γε­ται έ­τσι ό­τι η κυ­βέρ­νη­ση συ­νε­χί­ζει την πο­λι­τι­κή της λι­τό­τη­τας; Ποια εί­ναι η θέ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για ό­λα αυ­τά;
Επί της αρ­χής, δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­νας λό­γος η Αρι­στε­ρά να εί­ναι υ­πέρ των ελ­λειμ­μα­τι­κών ή των πλε­ο­να­σμα­τι­κών προϋπο­λο­γι­σμών. Επί­σης, πρέ­πει να α­πο­σα­φη­νι­στεί ό­τι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κής τά­ξης ζή­τη­μα, αλ­λά ι­διαί­τε­ρης ση­μα­σίας, το συ­νο­λι­κό μέ­γε­θος του προϋπο­λο­γι­σμού, δη­λα­δή το ε­πί­πε­δο των δα­πα­νών και των ε­σό­δων, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζει τις πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές της ε­κά­στο­τε κυ­βέρ­νη­σης – π.χ. για το μέ­γε­θος του κοι­νω­νι­κού κρά­τους.
Νο­μί­ζω ό­τι κύ­ριος στό­χος της Αρι­στε­ράς, που α­ντι­με­τω­πί­ζει τη δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή ως ερ­γα­λείο και ό­χι αυ­το­σκο­πό, εί­ναι η ευε­λι­ξία. Χρειά­ζο­νται ελ­λείμ­μα­τα σε πε­ριό­δους ύ­φε­σης, για την ε­πα­νεκ­κί­νη­ση της οι­κο­νο­μίας, και α­ντι­στοί­χως πλε­ο­νά­σμα­τα σε πε­ριό­δους α­νά­πτυ­ξης, ώ­στε να μη χρειά­ζε­ται να κα­τα­φεύ­γεις σε υ­περ­βο­λι­κό δα­νει­σμό. Άρα, ό­ταν μι­λά­με για ι­σο­σκε­λι­σμέ­νους προϋπο­λο­γι­σμούς, α­να­φε­ρό­μα­στε σε μια με­γά­λη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, ό­που το έλ­λειμ­μα ο­ρι­σμέ­νων ε­τών α­ντι­σταθ­μί­ζε­ται με το πλεό­να­σμα των υ­πό­λοι­πων.
Επι­πλέ­ον, θεω­ρού­με ό­τι το σκέ­λος των δη­μό­σιων ε­πεν­δύ­σεων πρέ­πει να ε­ξαι­ρεί­ται α­πό τον υ­πο­λο­γι­σμό των ελ­λειμ­μά­των, διό­τι οι ε­πεν­δύ­σεις τεί­νουν να εί­ναι αυ­το­χρη­μα­το­δο­τού­με­νες. Μπο­ρεί ά­με­σα να συ­νε­πά­γο­νται αύ­ξη­ση των δα­πα­νών, αλ­λά μα­κρο­χρό­νια συμ­βάλ­λουν στην αύ­ξη­ση των ει­σο­δη­μά­των ε­ξα­νε­μί­ζο­ντας το αρ­χι­κό τους κό­στος.
Σή­με­ρα, βέ­βαια, α­ντι­με­τω­πί­ζου­με το πρό­βλη­μα του χρέ­ους που α­παι­τεί την ε­πί­τευ­ξη πλε­ο­να­σμά­των. Το θέ­μα αυ­τό α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα βα­σι­κά α­ντι­κεί­με­να της δια­πραγ­μά­τευ­σης, α­πό την ο­ποία θα ε­ξαρ­τη­θεί το κα­τά πό­σο μπο­ρείς να φτά­σεις στο βέλ­τι­στο ση­μείο που μό­λις εί­πα­με. Πά­ντως, η οι­κο­νο­μι­κή θεω­ρία, και η πρό­σφα­τη ε­μπει­ρία με τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα μιας κα­τα­στρο­φι­κής δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής λι­τό­τη­τας, εί­ναι με το μέ­ρος των ε­πι­χει­ρη­μά­των μας.

Αναζητούμε νέες ιδέες

Η ΔΕΘ και οι ε­ξαγ­γε­λίες των μέ­τρων α­ντι­με­τώ­πι­σης της αν­θρω­πι­στι­κής κρί­σης ή­ταν μια ση­μα­ντι­κή στιγ­μή για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πώς συ­νε­χί­ζει η κα­τάρ­τι­ση του προ­γράμ­μα­τος και ποια στοι­χεία πι­στεύε­τε ό­τι πρέ­πει να το­νι­σθούν, προ­κει­μέ­νου να έ­χει έ­να σα­φές πο­λι­τι­κό στίγ­μα;
Το πρό­γραμ­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ό­πως έ­χου­με πει και στο πα­ρελ­θόν, εί­ναι μια συ­νε­χής δια­δι­κα­σία με πυ­ξί­δα τις θέ­σεις που ψη­φί­στη­καν στο τε­λευ­ταίο συ­νέ­δριο. Οι συν­θή­κες στην οι­κο­νο­μία αλ­λά­ζουν, οι α­νά­γκες της κοι­νω­νίας διευ­ρύ­νο­νται, θέ­το­ντας διαρ­κώς νέα ζη­τή­μα­τα προς ε­πί­λυ­ση.
Συ­στα­τι­κά στοι­χεία της δια­δι­κα­σίας αυ­τής πρέ­πει να εί­ναι η συμ­με­το­χή και η δια­βού­λευ­ση, ό­χι μό­νο των με­λών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αλ­λά και ό­σο το δυ­να­τόν ευ­ρύ­τε­ρων κοι­νω­νι­κών ο­μά­δων, κα­θώς η έ­μπρα­κτη υ­πο­στή­ρι­ξη της κοι­νω­νίας εί­ναι το πιο δυ­να­τό στή­ριγ­μα για μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς. Από τη μια πλευ­ρά, η ε­μπλο­κή των με­λών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη δια­μόρ­φω­ση του προ­γράμ­μα­τος ό­χι μό­νο ε­νι­σχύει την ε­σω­κομ­μα­τι­κή δη­μο­κρα­τία, αλ­λά και ε­ξα­σφα­λί­ζει την αυ­το­πε­ποί­θη­ση ό­λων μας για να διευ­ρύ­νου­με την ε­πιρ­ροή μας στην κοι­νω­νία και να κά­νου­με πρά­ξη τις θέ­σεις μας, ό­ταν α­να­λά­βου­με την κυ­βέρ­νη­ση. Από την άλ­λη πλευ­ρά, ε­πι­θυ­μού­με την α­νοι­χτή συ­ζή­τη­ση με τους ερ­γα­ζό­με­νους, τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα, τους πα­ρα­γω­γι­κούς φο­ρείς και τα εγ­χει­ρή­μα­τα στην κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία.
Η συ­ζή­τη­ση αυ­τή σα­φώς έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα της α­νταλ­λα­γής α­πό­ψεων και της προ­σπά­θειας σύ­γκλι­σης στους στό­χους και τα μέ­σα της πο­λι­τι­κής. Αλλά ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σία έ­χει και κά­τι α­κό­μα.  Ανα­ζη­τού­με και νέες ι­δέες για το πρό­γραμ­μά μας, ζη­τά­με να μας θέ­σει η κοι­νω­νία νέα ε­ρω­τή­μα­τα, που δεν έ­χουν α­κό­μα α­πα­σχο­λή­σει το δη­μό­σιο διά­λο­γο.
Για πα­ρά­δειγ­μα, ό­ταν συ­ζη­τά­με για τις δη­μό­σιες ε­πι­χει­ρή­σεις, πέ­ρα α­πό τις θέ­σεις μας, θέ­λου­με να α­κού­σου­με ι­δέες για το πώς μια δη­μό­σια ε­πι­χεί­ρη­ση μπο­ρεί να βο­η­θή­σει την α­νά­πτυ­ξη της κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μίας, πώς μπο­ρεί να υ­πο­στη­ρί­ξει τις μι­κρές ε­πι­χει­ρή­σεις. Σε έ­να γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο και μπρο­στά στην πι­θα­νό­τη­τα α­νά­λη­ψης της κυ­βέρ­νη­σης, χρεια­ζό­μα­στε ι­δέες για το τι χρειά­ζε­ται να αλ­λά­ξει στη δη­μό­σια διοί­κη­ση, για να ε­μπε­δω­θεί μια δια­φο­ρε­τι­κή α­ντί­λη­ψη για το ρό­λο του κρά­τους και τις σχέ­σεις του με τον πο­λί­τη. Ανα­μέ­νου­με τις 13 πε­ρι­φε­ρεια­κές συ­σκέ­ψεις για το πρό­γραμ­μά μας με με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον.

Αυ­το­δυ­να­μία και συμ­μα­χίες

Οι δη­μο­σκο­πή­σεις δεί­χνουν τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στα­θε­ρά στην πρώ­τη θέ­ση και με δυ­να­μι­κή αυ­το­δυ­να­μίας. Την ί­δια ώ­ρα υ­πάρ­χει πράγ­μα­τι έ­να ζή­τη­μα α­που­σίας πι­θα­νών πο­λι­τι­κών συμ­μά­χων. Πώς πρέ­πει να κι­νη­θεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρέ­σει να τη­ρή­σει και τις συ­γκε­κρι­μέ­νες δε­σμεύ­σεις που έ­χει πά­ρει α­πέ­να­ντι στους πο­λί­τες;
Ως ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά πρε­σβεύου­με πολ­λά και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα α­πό ό­σα έ­χου­με συ­νη­θί­σει α­πό τις κυ­ρίαρ­χες μέ­χρι πρό­τι­νος πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις. Οι πο­λι­τι­κοί σχη­μα­τι­σμοί, τα κόμ­μα­τα δεν μπο­ρεί να α­πο­τε­λούν ε­λι­τί­στι­κους μη­χα­νι­σμούς, δεν μπο­ρεί να α­πο­κό­πτο­νται, να βρί­σκο­νται πά­νω α­πό την κοι­νω­νία και να λει­τουρ­γούν ε­ρή­μην της. Το ΠΑ­ΣΟΚ (αλ­λά και ο ΛΑ­ΟΣ ή η ΔΗ­ΜΑΡ), για πα­ρά­δειγ­μα, πλή­ρω­σε αυ­τή την τα­κτι­κή. Οι πο­λι­τι­κές συμ­μα­χίες ή θα α­ντα­να­κλούν τις κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σίες ή θα ο­δη­γούν σε α­διέ­ξο­δα. Ως εκ τού­του, οι πο­λι­τι­κές συμ­μα­χίες, με τη στε­νή έν­νοια του ό­ρου που υ­πο­νο­εί η συ­ζή­τη­ση πε­ρί έλ­λει­ψης αυ­το­δυ­να­μίας, α­πο­τε­λούν κά­τι δευ­τε­ρεύον αυ­τή τη στιγ­μή. Πρω­τεύον εί­ναι να α­να­ζη­τού­με διαρ­κώς τις κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χίες. Οι κοι­νω­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις, οι φο­ρείς, τα σω­μα­τεία, οι κι­νή­σεις πο­λι­τών, τα κοι­νω­νι­κά υ­πο­κεί­με­να που προω­θούν ε­ναλ­λα­κτι­κά, συλ­λο­γι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα κοι­νω­νι­κής και αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μίας, και έ­να σω­ρό άλ­λοι εί­ναι, τε­λι­κά, η ζω­ντα­νή κοι­νω­νία με την ο­ποία προ­νο­μια­κά μάς εν­δια­φέ­ρει να συμ­μα­χή­σου­με και να βρού­με κοι­νούς δρό­μους. Έτσι στή­νο­νται στέ­ρεα τα πο­λι­τι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα και α­πο­κτούν του­λά­χι­στον την πο­λι­τι­κή και ι­δε­ο­λο­γι­κή η­γε­μο­νία, πριν καν α­να­ζη­τή­σουν την αυ­το­δυ­να­μία και τυ­χόν πο­λι­τι­κούς συμ­μά­χους.

Ποια εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη α­πει­λή για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ το ε­πό­με­νο διά­στη­μα;
Να θεω­ρή­σει ως δε­δο­μέ­νο ό­τι η κυ­βέρ­νη­ση εί­ναι ξο­φλη­μέ­νη, ό­τι δεν έ­χει κα­μία πι­θα­νό­τη­τα να ε­κλέ­ξει Πρό­ε­δρο και έ­τσι να μην πά­ρει σο­βα­ρά τη στρα­τη­γι­κή του α­ντι­πά­λου. Σε μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς δε, να χά­σει την αυ­το­νο­μία του α­πέ­να­ντι στο κρά­τος, οι κρα­τι­κοί θε­σμοί να α­πορ­ρο­φή­σουν το ι­κα­νό­τε­ρο πο­λι­τι­κό δυ­να­μι­κό, ο πο­λι­τι­κός στο­χα­σμός, η θεω­ρη­τι­κή και στρα­τη­γι­κή α­να­ζή­τη­ση να μεί­νει ε­γκι­βω­τι­σμέ­νη στα ό­ρια της κρα­τι­κής δια­χεί­ρι­σης. Αν σκε­φθού­με τη γο­η­τεία που α­σκούν οι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κοί θε­σμοί, το κοι­νο­βού­λιο, η αυ­το­διοί­κη­ση, οι κρα­τι­κές λει­τουρ­γίες, υ­πάρ­χει πά­ντα φό­βος να μας λεί­ψουν στε­λέ­χη για την κοι­νω­νία, για την αυ­τοορ­γά­νω­ση των πο­λι­τών, για ε­ναλ­λα­κτι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα στην αλ­λη­λεγ­γύη και την πα­ρα­γω­γή, για τον στο­χα­σμό και τον α­να­στο­χα­σμό στα ζη­τή­μα­τα του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού.

Δια­γρα­φή χρέ­ους ή ε­πι­μή­κυν­ση;

Πολ­λοί οι­κο­νο­μο­λό­γοι και α­να­λυ­τές, αλ­λά και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι το χρέ­ος εί­ναι μη βιώ­σι­μο. Από την άλ­λη, η κυ­βέρ­νη­ση –μέ­σω του κ.Χαρ­δού­βε­λη- το­νί­ζει ό­τι δεν θέ­λει ού­τε κού­ρε­μα του χρέ­ους ού­τε νέο δά­νειο. Πώς θα κι­νη­θεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σε αυ­τό το πε­δίο;  Το δη­μό­σιο χρέ­ος πα­ρα­μέ­νει μη βιώ­σι­μο. Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι υ­πάρ­χει μια σύγ­χυ­ση σχε­τι­κά το ζή­τη­μα της ε­πι­μή­κυν­σης. Οι υ­πο­στη­ρι­κτές της ε­πι­μή­κυν­σης του χρό­νου α­πο­πλη­ρω­μής του χρέ­ους προ­βάλ­λουν δύο ε­πι­χει­ρή­μα­τα. Πρώ­τον, ό­τι η δια­γρα­φή του χρέ­ους εί­ναι α­νέ­φι­κτη και, δεύ­τε­ρον, ό­τι η ε­πι­μή­κυν­ση ε­πι­φέ­ρει ε­πί της ου­σίας τα ί­δια α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Η ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία αυ­τή έ­χει προ­βλή­μα­τα. Διό­τι πρέ­πει να α­πα­ντη­θεί το ε­ρώ­τη­μα, αν και οι δύο μέ­θο­δοι έ­χουν τα ί­δια α­πο­τε­λέ­σμα­τα, για­τί οι δα­νει­στές να α­ντι­στέ­κο­νται στη μία και θα δε­χτούν εύ­κο­λα την άλ­λη;
Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις θέ­σεις του εν­σω­μα­τώ­νει και τις δύο με­θό­δους – μι­λά και για δια­γρα­φή και για ε­πι­μή­κυν­ση (α­πο­πλη­ρω­μή με ρή­τρα α­νά­πτυ­ξης). Η γε­νι­κή ά­πο­ψη εί­ναι ό­τι η λύ­ση χρειά­ζε­ται τη δια­γρα­φή, για­τί δεν μπο­ρεί μια α­δύ­να­μη οι­κο­νο­μι­κά χώ­ρα έ­πει­τα α­πό μια τε­ρά­στια ύ­φε­ση να με­τα­βι­βά­ζει πό­ρους – μέ­σω των πλε­ο­να­σμά­των – στις πλου­σιό­τε­ρες χώ­ρες. Αυ­τό μά­θα­με και α­πό την κρί­ση χρέ­ους του Νό­του τη δε­κα­ε­τία του ’80. Στην αρ­χή δό­θη­κε ε­πι­μή­κυν­ση και μείω­ση ε­πι­το­κίων, αλ­λά χω­ρίς α­πο­τέ­λε­σμα. Μό­νο ό­ταν έ­γι­νε δια­γρα­φή χρέ­ους με την εγ­γύη­ση του ε­να­πο­μεί­να­ντος α­πό την Κε­ντρι­κή Τρά­πε­ζα των Η­ΠΑ, δό­θη­κε πραγ­μα­τι­κή α­να­κού­φι­ση στις α­να­πτυσ­σό­με­νες χώ­ρες.
Επι­πλέ­ον, το πο­σο­στό χρέ­ους ως προς το Α­ΕΠ μπο­ρεί να γί­νει βιώ­σι­μο και α­πό την πλευ­ρά του πα­ρο­νο­μα­στή. Πρέ­πει έ­τσι να βά­λου­με στην ε­ξί­σω­ση τα α­να­γκαία μέ­τρα για την α­νά­πτυ­ξη και τα ε­πεν­δυ­τι­κά προ­γράμ­μα­τα που θα ο­δη­γή­σουν σε αύ­ξη­ση του Α­ΕΠ.  Η τε­λι­κή λύ­ση, λοι­πόν, χρειά­ζε­ται πα­ρεμ­βά­σεις και στα δύο σκέ­λη, και στο χρέ­ος και στο Α­ΕΠ.
epohi.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια: