«Το πανεπιστήμιο πρέπει να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα, οι φοιτητές είναι περίπου «πελάτες» που πρέπει να ικανοποιηθούν, ενώ η απόκτηση ακίνητης περιουσίας υπερτερεί της διατήρησης προσωπικού με δίκαιους όρους»
της Δέσποινας Μπίρη
Λονδίνο, Σεπτέμβριος 2014. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η κατάσταση που επικρατεί στην αγγλική ανώτατη εκπαίδευση επηρεάζει περισσότερους Έλληνες φοιτητές και εργαζόμενους παρά ποτέ. Η αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στη λογική του κέρδους, επίσης, λειτουργεί ως παράδειγμα –αν και πρόκειται για παράδειγμα προς αποφυγήν– στις όποιες απόπειρες αξιολόγησης των ελληνικών πανεπιστημίων. Αξίζει λοιπόν να αναφερθούμε σε ορισμένα από τα ζητήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές στην Αγγλία, όπως αυτά διαμορφώνονται μέσα από συζητήσεις, προσωπικές εμπειρίες και παρατηρήσεις.
Ζήτημα Πρώτο. Ο πανεπιστημιακός είναι πρώτα εργαζόμενος και μετά πολίτης. Στην Αγγλία, ορισμένες συμβάσεις θέτουν το όρο οι πανεπιστημιακοί να ζητούν την άδεια του διευθυντή του τμήματός τους πριν εκφραστούν δημόσια για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την εργασία τους. Η αιτιολογία που προβάλλεται, βέβαια, είναι ότι κάτι τέτοιο κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να προστατευθούν ευαίσθητα ερευνητικά δεδομένα και απόρρητες πληροφορίες που αφορούν φοιτητές. Έτσι, όμως, υπονομεύεται η αναγκαία εμπιστοσύνη στην εκπαιδευτική και μαθησιακή σχέση, καθώς εκ των προτέρων ο πανεπιστημιακός θεωρείται «ύποπτος» ή «αφερέγγυος». Αναζητώντας τους λόγους που εισάγονται τέτοιοι όροι, πρέπει να επισημάνουμε ότι σε μια εποχή κατά την οποία τα πανεπιστήμια επιχειρούν να καλλιεργήσουν το «brand» τους, η έκφραση προσωπικών απόψεων, σχετικών με αυτές τις εξελίξεις, κρίνεται επιζήμια για το πανεπιστήμιο. Αυτή είναι και η καρδιά του προβλήματος: το πανεπιστήμιο, αργά αλλά σταθερά γίνεται εμπορική επιχείρηση, παρά αυτόνομος χώρος έρευνας και μάθησης, με ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία – διαδικασία που συνδέεται με το επόμενο ζήτημα.
Ζήτημα Δεύτερο: Απαιτείται από τους πανεπιστημιακούς να αποδείξουν πως η έρευνά τους έχει «αντίκτυπο», ότι δηλαδή έχει εφαρμοστεί (ή, έστω, μπορεί να εφαρμοστεί) πρακτικά εκτός πανεπιστημίου. Αυτό δεν είναι καταρχήν απαραιτήτως κακό, αφού μπορεί να δυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ του πανεπιστημίου και της κοινωνίας. Όμως, η παρούσα ενσάρκωση του όρου στην Αγγλία φαντάζει περισσότερο ως ευκαιρία επίδειξης των δεσμών του πανεπιστημίου με τον κόσμο των επιχειρήσεων, και άρα με τη λογική του οικονομικού κέρδους που η έρευνα μπορεί να αποφέρει. Πολλοί θα πουν πως αυτός θα έπρεπε να είναι και ο ρόλος της έρευνας στην κοινωνία, αφού η ανάπτυξη έπεται επενδύσεων σε έρευνα και τεχνολογία. Όταν όμως η άμεση εφαρμογή της έρευνας γίνεται ισχυρό κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με τη χρηματοδότηση, δεν στενεύουν τα περιθώρια για την έρευνα που ίσως στο μέλλον αποδειχθεί πολύτιμη; Με μια τέτοια λογική, λ.χ., κανείς δεν θα αξιολογούσε θετικά τον Αϊνστάιν, αφού οι έρευνές του δεν έλυναν κάποιο υπάρχον πρόβλημα ούτε είχαν πρακτικό αντίκρισμα, αλλά επιχειρούσαν να διαλευκάνουν τους κανόνες του σύμπαντος.
Ζήτημα Τρίτο: Η έρευνα, λοιπόν, που προσανατολίζεται όλο και περισσότερο στην πρακτική εφαρμογή και την επίλυση προβλημάτων, πραγματοποιείται στην πλειονότητά της από κακοπληρωμένους νέους ερευνητές. Πρόσφατα προκλήθηκε σάλος έπειτα από την προκήρυξη θέσης λέκτορα με σύμβαση «zero hours» (σύμφωνα με την οποία το πανεπιστήμιο δεν έχει καμία υποχρέωση για μισθοδοσία, εφόσον δεν πραγματοποιηθούν ώρες διδασκαλίας), ενώ οι θέσεις διδακτορικού «με ιδία χρηματοδότηση» (δηλαδή χωρίς τον συμβολικό, για τα αγγλικά δεδομένα, μισθό που συνήθως προβλέπεται), εμφανίζονται όλο και συχνότερα. Αυτό μερικοί ιθύνοντες το θεωρούν κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, αφού οι περικοπές στην πανεπιστημιακή χρηματοδότηση («το πηγάδι που στερεύει») δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη μισθοδοσία και χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Όλα αυτά, βέβαια, καταδεικνύουν μια αντίληψη του πανεπιστημίου ως ένα είδος «εταιρείας συμβούλων», στα πρότυπα της McKinsey. Μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία το πανεπιστήμιο πρέπει να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα, οι φοιτητές είναι περίπου «πελάτες» που πρέπει να ικανοποιηθούν, ενώ η απόκτηση ακίνητης περιουσίας υπερτερεί της διατήρησης προσωπικού με δίκαιους όρους. Έτσι λοιπόν, όσοι από εμάς έχουμε φύγει από την Ελλάδα, δεν έχουμε απαραίτητα «σωθεί» από την ανεργία, την ανασφάλεια και τις πολιτικές λιτότητας. Η ειρωνία είναι πως οι πανεπιστημιακοί έχουν χαρακτηριστεί ως «πρότυπο νεοφιλελεύθερου πολίτη» από κάποιους, αφού σπάνια παρατηρείται κάποια αντίσταση στις αλλαγές που αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται.
Η Δέσποινα Μπίρη είναι ερευνήτρια και αρθρογράφος στον τομέα της υγείας
της Δέσποινας Μπίρη
Λονδίνο, Σεπτέμβριος 2014. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η κατάσταση που επικρατεί στην αγγλική ανώτατη εκπαίδευση επηρεάζει περισσότερους Έλληνες φοιτητές και εργαζόμενους παρά ποτέ. Η αυξανόμενη έμφαση που δίνεται στη λογική του κέρδους, επίσης, λειτουργεί ως παράδειγμα –αν και πρόκειται για παράδειγμα προς αποφυγήν– στις όποιες απόπειρες αξιολόγησης των ελληνικών πανεπιστημίων. Αξίζει λοιπόν να αναφερθούμε σε ορισμένα από τα ζητήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι εργαζόμενοι και οι φοιτητές στην Αγγλία, όπως αυτά διαμορφώνονται μέσα από συζητήσεις, προσωπικές εμπειρίες και παρατηρήσεις.
Ζήτημα Πρώτο. Ο πανεπιστημιακός είναι πρώτα εργαζόμενος και μετά πολίτης. Στην Αγγλία, ορισμένες συμβάσεις θέτουν το όρο οι πανεπιστημιακοί να ζητούν την άδεια του διευθυντή του τμήματός τους πριν εκφραστούν δημόσια για οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την εργασία τους. Η αιτιολογία που προβάλλεται, βέβαια, είναι ότι κάτι τέτοιο κρίνεται αναγκαίο, προκειμένου να προστατευθούν ευαίσθητα ερευνητικά δεδομένα και απόρρητες πληροφορίες που αφορούν φοιτητές. Έτσι, όμως, υπονομεύεται η αναγκαία εμπιστοσύνη στην εκπαιδευτική και μαθησιακή σχέση, καθώς εκ των προτέρων ο πανεπιστημιακός θεωρείται «ύποπτος» ή «αφερέγγυος». Αναζητώντας τους λόγους που εισάγονται τέτοιοι όροι, πρέπει να επισημάνουμε ότι σε μια εποχή κατά την οποία τα πανεπιστήμια επιχειρούν να καλλιεργήσουν το «brand» τους, η έκφραση προσωπικών απόψεων, σχετικών με αυτές τις εξελίξεις, κρίνεται επιζήμια για το πανεπιστήμιο. Αυτή είναι και η καρδιά του προβλήματος: το πανεπιστήμιο, αργά αλλά σταθερά γίνεται εμπορική επιχείρηση, παρά αυτόνομος χώρος έρευνας και μάθησης, με ισχυρούς δεσμούς με την κοινωνία – διαδικασία που συνδέεται με το επόμενο ζήτημα.
Ζήτημα Δεύτερο: Απαιτείται από τους πανεπιστημιακούς να αποδείξουν πως η έρευνά τους έχει «αντίκτυπο», ότι δηλαδή έχει εφαρμοστεί (ή, έστω, μπορεί να εφαρμοστεί) πρακτικά εκτός πανεπιστημίου. Αυτό δεν είναι καταρχήν απαραιτήτως κακό, αφού μπορεί να δυναμώσει τους δεσμούς μεταξύ του πανεπιστημίου και της κοινωνίας. Όμως, η παρούσα ενσάρκωση του όρου στην Αγγλία φαντάζει περισσότερο ως ευκαιρία επίδειξης των δεσμών του πανεπιστημίου με τον κόσμο των επιχειρήσεων, και άρα με τη λογική του οικονομικού κέρδους που η έρευνα μπορεί να αποφέρει. Πολλοί θα πουν πως αυτός θα έπρεπε να είναι και ο ρόλος της έρευνας στην κοινωνία, αφού η ανάπτυξη έπεται επενδύσεων σε έρευνα και τεχνολογία. Όταν όμως η άμεση εφαρμογή της έρευνας γίνεται ισχυρό κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με τη χρηματοδότηση, δεν στενεύουν τα περιθώρια για την έρευνα που ίσως στο μέλλον αποδειχθεί πολύτιμη; Με μια τέτοια λογική, λ.χ., κανείς δεν θα αξιολογούσε θετικά τον Αϊνστάιν, αφού οι έρευνές του δεν έλυναν κάποιο υπάρχον πρόβλημα ούτε είχαν πρακτικό αντίκρισμα, αλλά επιχειρούσαν να διαλευκάνουν τους κανόνες του σύμπαντος.
Ζήτημα Τρίτο: Η έρευνα, λοιπόν, που προσανατολίζεται όλο και περισσότερο στην πρακτική εφαρμογή και την επίλυση προβλημάτων, πραγματοποιείται στην πλειονότητά της από κακοπληρωμένους νέους ερευνητές. Πρόσφατα προκλήθηκε σάλος έπειτα από την προκήρυξη θέσης λέκτορα με σύμβαση «zero hours» (σύμφωνα με την οποία το πανεπιστήμιο δεν έχει καμία υποχρέωση για μισθοδοσία, εφόσον δεν πραγματοποιηθούν ώρες διδασκαλίας), ενώ οι θέσεις διδακτορικού «με ιδία χρηματοδότηση» (δηλαδή χωρίς τον συμβολικό, για τα αγγλικά δεδομένα, μισθό που συνήθως προβλέπεται), εμφανίζονται όλο και συχνότερα. Αυτό μερικοί ιθύνοντες το θεωρούν κάτι σαν φυσικό φαινόμενο, αφού οι περικοπές στην πανεπιστημιακή χρηματοδότηση («το πηγάδι που στερεύει») δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη μισθοδοσία και χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Όλα αυτά, βέβαια, καταδεικνύουν μια αντίληψη του πανεπιστημίου ως ένα είδος «εταιρείας συμβούλων», στα πρότυπα της McKinsey. Μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία το πανεπιστήμιο πρέπει να παρουσιάζει πρωτογενές πλεόνασμα, οι φοιτητές είναι περίπου «πελάτες» που πρέπει να ικανοποιηθούν, ενώ η απόκτηση ακίνητης περιουσίας υπερτερεί της διατήρησης προσωπικού με δίκαιους όρους. Έτσι λοιπόν, όσοι από εμάς έχουμε φύγει από την Ελλάδα, δεν έχουμε απαραίτητα «σωθεί» από την ανεργία, την ανασφάλεια και τις πολιτικές λιτότητας. Η ειρωνία είναι πως οι πανεπιστημιακοί έχουν χαρακτηριστεί ως «πρότυπο νεοφιλελεύθερου πολίτη» από κάποιους, αφού σπάνια παρατηρείται κάποια αντίσταση στις αλλαγές που αυτή τη στιγμή πραγματοποιούνται.
Η Δέσποινα Μπίρη είναι ερευνήτρια και αρθρογράφος στον τομέα της υγείας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου