Του Κώστα Λαμπρόπουλου
Η θέση του Μαρξ για τη μετακαπιταλιστική ιδιοκτησία ήταν η παράλληλη κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και η “συνεργατική χρήση και διαχείριση” των επιχειρήσεων από τους εργάτες που δουλεύουν σ’ αυτές. Λογικά, το μοντέλο του Μαρξ συμπληρώνεται -όπως υπέδειξε ο Ένγκελς- από μια Υπηρεσία Κεντρικού Σχεδιασμού η οποία διαχειρίζεται σε συνολικά τα τοπικά πλεονάσματα και ελλείμματα της παραγωγής σε σχέση με την αντίστοιχη ζήτηση/ανάγκη. Ωστόσο, αυτή η Υπηρεσία Κεντρικού Σχεδιασμού, εφόσον είναι ιεραρχικά ανώτερη από τις παραγωγικές -καταναλωτικές συνεταιριστικές μονάδες σαν “συντονιστική / αποφασιστική / διοικητική μονάδα”, συνιστά λειτουργικά ένα υβριδικό κράτος. Συνεπώς, το “κράτος” δεν “απονεκρώνεται” ακόμα και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, η εκμεταλλευτική ικανότητα αυτού του κράτους ελαχιστοποιείται λόγω της λειτουργίας της οικονομίας σε φυσικές μονάδες και όχι με όρους της αξίας.
Στη μετεπαναστατική Ρωσία η κρατικοποίηση του βιομηχανικού, του εμπορικού και του τραπεζικού κεφαλαίου δημιούργησε ένα μικτό ιδιωτικό - κρατικό οικονομικό σύστημα το οποίο χαρακτηρίστηκε από όλη την ηγεσία των Μπολσεβίκων ως “εργατικός κρατικός καπιταλισμός” επειδή λειτουργούσε με τους όρους αξίας.
Στη βάση αυτού του συστήματος, η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων διατύπωσε ένα “ σχέδιο εγχώριας ανάπτυξης” για την εκβιομηχάνιση της υπανάπτυκτης ρωσικής αγροτικής οικονομίας που το ονόμασε Νέα Οικονομική Πολιτική - ΝΕΠ. Συγκεκριμένα, αυτό ήταν ένα μοντέλο εξαγωγής γεωργικών προϊόντων (σιτηρά) και πρώτων υλών (χρυσός) με σκοπό την εισαγωγή του κεφαλαιακού εξοπλισμού που ήταν αναγκαίος για την εκβιομηχάνιση. Έτσι, ήταν ένα μοντέλο μεταφοράς της υπεραξίας από τα χωριά στις πόλεις (“πρωταρχική συσσώρευση”). Ωστόσο, αυτό το μοντέλο δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα “σοσιαλιστικό μοντέλο” αλλά μόνο ένας λογικός “οδικός χάρτης” που οδηγεί -ενδεχομένως- στο “σοσιαλισμό”.
Εντός του κυβερνώντος Μπολσεβίκικου Κόμματος, οι “Αριστεροί Κομμουνιστές” αντιτάχθηκαν στην εκβιομηχανιστικό δρόμο της ΝΕΠ προς τον (“εθνικό”) σοσιαλισμό, προτάσσοντας τη θέση της διεξαγωγής ενός “επαναστατικού πολέμου” ενάντια στο γερμανικό ιμπεριαλισμό (πάνω στη βάση και σύμφωνα με τη λενινιστική αντίληψη της “παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης” η οποία είχε διατυπωθεί απ’ό τον ίδιο το Λένιν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου).
Έτσι, η “Εργατική Αντιπολίτευση” αντέθεσε στην κομματική / κρατική διαχείριση των κρατικών επιχειρήσεων τη “συλλογική συνδιαχείριση των αυτό-οργανωμένων εργατών” στη βάση ενός “διαρκούς συνεδρίου των παραγωγών”.
Η συζήτηση μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα για τα εναλλακτικά συστήματα διαχείρισης της οικονομίας και για τις στρατηγικές μετάβασης ήταν ατελέσφορη. Όλες οι τάσεις του Μπολσεβίκικου Κόμματος συμφώνησαν ότι τίποτα δεν ήταν εφικτό χωρίς ηλεκτρισμό και ενέκριναν το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού της Ρωσίας. Τη δεκαετία του ‘20, οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν διατυπώσει κανένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλιστικής μετάβασης από αυτό της Σοσιαλδημοκρατίας. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν στη διαχείριση του μοντέλου. Η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων υποστήριζε την ανάληψη της διαχείρισης από το κράτος ενώ η πλειοψηφία των Σοσιαλδημοκρατών από την Κεντρική Τράπεζα. Οι μειοψηφικές τάσεις και των δύο υποστήριζαν εναλλακτικά την αρχή της “εργατικής αυτο-διαχείρισης”.
Στην πραγματική ιστορία της Ρωσίας, ο δρόμος της ΝΕΠ έκλεισε το 1926 από την ανικανότητα του παραγωγικού δυναμικού που είχε τότε η Ρωσία να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης των πόλεων και των αγροτών της υπαίθρου σε ένα διερευνώμενο αξιακό σχήμα αναπαραγωγής. Η αποτυχία της ΝΕΠ, που επισφραγίστηκε από την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του τσέρβονετς (χρυσό νόμισμα και χαρτονόμισμα) σε χρυσό, κατέστησε το Σταλινισμό αναπόφευκτο.
Ο Σταλινισμός αντικατέστησε θεωρητικά τη θέση του Μαρξ για τη συνεταιριστικοποίηση με την “κρατική ιδιοκτησία” και όρισε το “σοσιαλισμό” σαν την βασισμένη στο κράτος απουσία του καπιταλισμού. Στο Σταλινικό μοντέλο ο ρόλος της Υπηρεσίας Κεντρικού Σχεδιασμού ενσωματώθηκε πλήρως στο ίδιο το “κράτος”. Το “πολιτικό κράτος” σαν μονάδα οικονομικής διαχείρισης μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με μονοκομματικούς όρους, δηλαδή –τελικά- όρους δικτατορίας πάνω σε μία μονο-ταξική κοινωνία. Συνεπώς, το “Σταλινικό κράτος” ενισχύεται συνεχώς ενάντια στην παραγωγική και καταναλωτική μονο-ταξική κοινωνία.
Η Σοσιαλδημοκρατία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρούσε την “κρατική ιδιοκτησία” σαν μέσο αναδιανομής του εισοδήματος στο πλαίσιο μιας μικτής (ιδιωτικής-κρατικής) οικονομίας. Επομένως, αυτή η αναδιανομή είναι ανάμεσα στις συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις, στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Ιστορικά, το μοντέλο της “ταξικής αυτοδιαχείρισης”, που εφαρμόστηκε προσαρμοσμένο (και παραμορφωμένο) στη Γιουγκοσλαβία, ήταν πολύ πιο κοντά στην αυθεντική Μαρξιστική αντίληψη, παρά το “κρατικό μοντέλο”, Σταλινικό ή κρατικοκαπιταλιστικό.
Τα τέσσερα συστήματα ιδιοκτησίας και διαχείρισης που αναφέρθηκαν παραπάνω διαφέρουν μεταξύ τους επίσης σε ό,τι αφορά τον οικονομικό λογισμό που χρησιμοποιούν αντίστοιχα για τη λειτουργία της οικονομίας.
Ο Μαρξ και ο Σταλινισμός χρησιμοποιούν μια οικονομία σε φυσικές μονάδες / αξίες χρήσης. Ο μετεμφυλιακός Μπολσεβικισμός, η Σοσιαλδημοκρατία, ο Khoo κι εγώ, χρησιμοποιούμε μια αξιακή οικονομία. Η Γιουγκοσλαβία χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό των δύο.
Αντίστοιχα, η Βενεζουέλα και η Κίνα είναι κρατικο-καπιταλιστικές οικονομίες οι οποίες τοποθετούνται στο καθιερωμένο πλαίσιο της παγκόσμιας Σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης του κράτους και της οικονομίας. Οι Κινεζικές Αρχές ονομάζουν το οικονομικό σύστημα που εφαρμόζουν “κοινωνικό καπιταλισμό”.
Το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1982-1989 προσπάθησε να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μια μικτή οικονομία στην οποία η κρατικο-καπιταλιστική της συνιστώσα ήταν υπό τη συνδιαχείριση κράτους - κοινωνίας. Η συνολική προσέγγιση του ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ πιο προχωρημένη απ’ ό,τι είναι αυτή της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας καθώς και από αυτές που εφαρμόζονται σήμερα στη Βενεζουέλα ή στην Κίνα. Κι αυτό επειδή περιλάμβανε αντιπροσώπους των επαγγελματικών συνδικάτων των εργατών στη διαχείριση των δημόσιων επιχειρήσεων. Η προσπάθεια απέτυχε (αποκλειστική διοίκηση των επιχειρήσεων από το Υπουργείο Οικονομικών, εκτεταμένη γραφειοκρατία, λειτουργική αναποτελεσματικότητα και οικονομικές ζημιές). Συνεπώς, από το 1993 το μοντέλο αντικαταστάθηκε από μία πολιτική μερικών ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ακόμα έναν από τους μεγαλύτερους κρατικούς τομείς στον κόσμο. Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα είναι ένας από τους κύριους στόχους της πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα μέσα στο πλαίσιο της συμφωνίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με το ΔΝΤ και την ΕΕ για τη διάσωση από τη χρεοκοπία. Μ’ αυτή την έννοια, είναι μια πολιτική καπιταλιστικοποίησης που έχει χαρακτήρα χονδρικής πώλησης που στοχεύει στην πλήρη διάλυση της κρατικής ιδιοκτησίας καθώς και του μεγαλύτερου τμήματος των μικρών και μεσαίων καπιταλιστικών τάξεων.
Έτσι, η “κρατική ιδιοκτησία” είναι μια προσωρινή μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας καταδικασμένης λειτουργικά να μετασχηματιστεί είτε σε ιδιωτική ιδιοκτησία ή σε κοινωνική ιδιοκτησία. Η “κρατική προστασία του σοσιαλισμού” αποδείχθηκε ιστορικά να είναι μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές αυταπάτες του 20ου αιώνα. Η κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να ζει για πάντα κάτω από μια κρατική δικτατορία.
Θέση: Kοινωνικοποίηση
Η θέση που προτείνω είναι η ιδιοκτησία των επιχειρήσεων να ανήκει κατ’ αρχήν συλλογικά στους ίδιους τους πολίτες και όχι στο κράτος. Αυτού του είδους η κοινωνική συνιδιοκτησία είναι νοητή μόνο σαν μετοχική ιδιοκτησία του κεφαλαίου των επιχειρήσεων (μετοχικές εταιρείες) από τους πολίτες που οργανώνονται ως μέτοχοι με διάφορους τρόπους και μορφές. O Μαρξ θεωρούσε τη μετοχική ιδιοκτησία ως μια δυναμική κοινωνικοποίησης που υπερβαίνει τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στον καπιταλισμό.
Συμπληρωματικά ως προς τη μετοχική κοινωνικοποίηση, ο οικονομικός ρόλος του κράτους περιορίζεται σε δύο βασικά καθήκοντα: πρώτα, την επιβολή και τη συλλογή ενός ουσιαστικού φόρου κληρονομιάς ώστε να ελεγχθεί η συσσώρευση ατομικού πλούτου και κεφαλαίου κατά την διαδικασία χρονικής διαδοχής των γενεών• δεύτερον, τη δωρεάν διανομή των εσόδων του φόρου κληρονομιάς σε κάθε νέα γενιά μόλις αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη ώστε να γίνει συνιδιοκτήτρια στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων με ίσους όρους με τον υπόλοιπο πολιτικό πληθυσμό. Αυτή είναι μία συνεχής λειτουργία αναδιανομής όχι εισοδήματος αλά κεφαλαίου, δηλαδή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Πρακτικά, η θέση που προτείνω ισχύει για κάθε σύγχρονη οικονομία: αναπτυγμένη, λιγότερο αναπτυγμένη ή υπανάπτυκτη, φυσικά με τις κατάλληλες προσαρμογές ανάλογα με την περίπτωση. Η προτεινόμενη θέση ισχύει επίσης ανεξάρτητα από το πραγματικό θεσμικό καθεστώς των διάφορων οικονομιών: ιμπεριαλιστικό, καπιταλιστικό, κρατικο-καπιταλιστικό, γραφειοκρατικό, μετα-γραφειοκρατικό μεταβατικό, κλπ. Τέλος, η προτεινόμενη θέση δεν είναι ένα “προσανατολισμένο στις εξαγωγές σχήμα εγχώριας ανάπτυξης” τύπου ΝΕΠ αλλά είναι ένα αποτελεσματικό, αυτάρκες και ανοιχτό μετα-καπιταλιστικό σύστημα διαχείρισης μιας οικονομίας αξιών ενσωματωμένης οργανικά στην παγκόσμια οικονομία.
Η κοινωνικοποίηση δε περιορίζεται εγγενώς από το κράτος ή τα “εθνικά” σύνορα όπως συνεπάγεται κάθε οικονομικό σύστημα βασισμένο στο κράτος. Είναι, λοιπόν -εξ ορισμού- παγκόσμιο, ακολουθώντας τις τροχιές των υπαρχουσών παγκόσμιων, πολυεθνικών και διεθνών εταιρειών. Συνεπώς, οι τυπικές περιφερειακές πολυμερείς δομές οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως η ΕΕ και η ευρωζώνη, ανοίγουν διάπλατα την πόρτα στην αλυσιδωτή διεθνοποίηση της κοινωνικοποίησης από τη μία χώρα στην άλλη. Τέλος, οι υποστηρικτές των κρατών με βάση τη θρησκεία δεν μπορούν άλλο πια να αποτρέπουν το σοσιαλιστικό αίτημα όπως επιτυχημένα έκαναν σε κάποιες χώρες με Ισλαμική πίστη μέχρι τώρα στη βάση του κρατικού χαρακτήρα που του προσέδιναν όσοι το προωθούσαν.
Συνεπώς, προτείνω ότι το κύριο περιεχόμενο της σύγχρονης σοσιαλιστικής πολιτικής δρασης πρέπει να είναι το κάλεσμα για “κοινωνικοποίηση” όπως ορίστηκε παραπάνω.
Aντίθεση: Yποκατάσταση του σοσιαλισμού από έναν τύπο ψευδο-ΝΕΠ
Κάποιοι σύντροφοι στην επαναστατική Αριστερά, πιστεύοντας -αδικαιολόγητα-ότι βασίζονται σταθερά στον “εργατικό κρατικό καπιταλισμό” στη μετεμφυλιακή Ρωσία του ’20, υποστηρίζουν εμμέσως τη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική θέση. Περαιτέρω, θεωρούν ότι ο μικτός ιδιωτικός-κρατικός καπιταλισμός παρέχει στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (Κίνα, Βενεζουέλα, κλπ) ένα σύστημα επαρκές να γεννήσει τη μετάβαση προς το σοσιαλισμό (!?) με την απροσδιόριστη προϋπόθεση του “παράλληλου εκδημοκρατισμού” του κράτους και του κυβερνόντος κόμματος (!?). Συνεπώς, καλούν υπέρ μιας επανεφαρμογή μιας υποτιθέμενης τύπου ΝΕΠ πολιτικής ανεξάρτητα από τις τεράστιες αλλαγές που έχουν εντωμεταξύ επέλθει στις αρχικές συνθήκες, το περιεχόμενο και το διεθνές περιβάλλον.
Φυσικά, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η “σοσιαλιστική μετάβαση” δεν ισχύει καθόλου για τις αναπτυγμένες ή ιμπεριαλιστικές οικονομίες. Συνεπώς, η πρότασή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού ως “σοσιαλιστική”.
Πρέπει επίσης να υπενθυμιθεί ότι ο Ράπτης, με το ψευδώνυμο Πάμπλο, καλούσε από το 1989 μέχρι και το θάνατό του για μια επιστροφή στη Νέα Οικονομική Πολιτική σαν το δρόμο προς το σοσιαλισμό μετά το Σταλινισμό. Έτσι, οι σύντροφοι αυτοί πρακτικά επαναλαμβάνουν τις ιδέες του Ράπτη. Ωστόσο, ο πυρήνας της μετατρεψιμότητας του νομίσματος της ιστορικής ΝΕΠ διαφεύγει από την προσοχή τόσο του Πάμπλο όσο και των άλλων, όπως επίσης και η κατεύθυνση της μεταφοράς της υπεραξίας. Στην ιστορική ρωσική ΝΕΠ η μεταφορά της υπεραξίας γινόταν από τα εξάγοντα χωριά στις πόλεις, για την εκβιομηχάνισή τους. Στην περίπτωση της Κίνας η κατεύθυνση της μεταφοράς της υπεραξίας είναι η αντίστροφη: από τις βιομηχανίες του ξένου κεφαλαίου στις παράκτιες πόλεις μεταφέρεται στα χωριά. Επίσης, το κινέζικο νόμισμα είναι σήμερα μη μετατρέψιμο και αυτή η μη μετατρεψιμότητα δίνει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές και παρακάμπτει κάθε περιορισμό για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής. Η επερχόμενη νομισματική μετατρεψιμότητα -η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ της Κινέζικης Κυβέρνησης και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 2001- θα αλλάξει δραματικά αυτή την κατάσταση προκαλώντας μια οικονομική κρίση (υποτίμηση του νομίσματος, δολαριοποίηση του εσωτερικού εμπορίου και των επενδυτικών ροών μεταξύ των επαρχιών κλπ) η οποία θα αποδομήσει όχι απλώς τον κρατικό τομέα αλλά και το ίδιο το κινέζικο κράτος. Η μετατρεψιμότητα του νομίσματος θα επισφραγίσει την ολοκλήρωση της καπιταλιστικοποίησης της οικονομίας και μετατροπή του κρατικού τομέα σε έναν κρατικό καπιταλιστικό τομέα ο οποίος έχει ήδη αρχίσει να αποδομείται από τις κινέζικες επενδύσεις στο εξωτερικό.
Έτσι, οι παμπλικές ιδέες καταλήγουν τελικά στη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική πολιτική αντίληψη του “σοσιαλισμού”, η οποία έχει αποτύχει επανειλημμένα στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα.
Μια παραδειγματική πολιτική πράξη
Ας ερευνήσουμε πρακτικά μια πραγματική περίπτωση, για παράδειγμα, αυτή της Τράπεζας της Σκωτίας – BoS στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ποιο είναι το σοσιαλιστικό αίτημα;
Στην περίπτωση της BoS το αίτημά μας πρέπει να είναι η δωρεάν και ίση διανομή του μετοχικού κεφαλαίου, που ανήκει στην πραγματικότητα στο Βρετανικό κράτος (65% του συνολικού κεφαλαίου) σε όλους τους Βρετανούς πολίτες και η επακόλουθη οργάνωση των νέων μετόχων ώστε να αναλάβουν άμεσα τη διαχείριση της τράπεζας με τους εκπροσώπους που θα εκλέξουν στη γενική συνέλευσή τους.
Φυσικά, το ίδιο αίτημα ισχύει για τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού - ΔΕΗ στην Ελλάδα, για τα Πετρέλαια της Βενεζουέλας – PDVSA στη Βενεζουέλα κ.ο.κ.
Ακόμα, οι ξένοι εργαζόμενοι που απασχολούνται ως μισθωτοί στο δίκτυο της εταιρείας στο εξωτερικό πρέπει να συμμετέχουν με ίσους όρους μαζί με τους Βρετανούς πολίτες στη νέα μετοχική βάση της εταιρείας. Αυτό θα είναι ένα σημαντικό διεθνιστικό βήμα που στέλνει το μήνυμα της ταξικής αλληλεγγύης σ' όλο τον κόσμο.
Φυσικά, κανείς δεν απαγορεύει στους μετόχους να ψηφίσουν τον αντιπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας, δηλαδή το κράτος, για εκπρόσωπό τους στο διοικητικό συμβούλιο της ΒοS αν του έχει δοθεί αυτό το δικαίωμα αντιπροσώπευσης ή τουλάχιστον το έχει ζητήσει μια μειοψηφική ομάδα μετόχων. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση, η ιδιοκτησία της εταιρείας είναι κοινωνική ενώ η διαχείρισή της γίνεται με τη μειοψηφική / πλειοψηφική συμμετοχή του κράτους ως ενός απλού περιστασιακού υπεργολάβου της αντίστοιχης ομάδας των συνιδιοκτητών.
Στην πιο ακραία περίπτωση που οι μέτοχοι θα ψηφίσουν συντριπτικά υπέρ του αντιπρόσωπου του κράτους, τότε η διαχείριση της εταιρείας είναι, φυσικά, κρατική αλλά ο έλεγχος ασκείται από τους μετόχους, δηλαδή την κοινωνία. Έτσι, πολιτικά η πρόταση ικανοποιεί επίσης τους συντρόφους αυτούς που υποστηρίζουν τη θέση της “κρατικής διαχείρισης των εταιρειών κάτω από εργατικό έλεγχο”. To πώς θέλει η κοινωνία να εκπροσωπείται• από το κράτος ή από άλλους οργανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων και, άρα, από εμάς επίσης) ή από μεμονωμένα άτομα, κλπ, αυτό είναι κάτι που κανείς δε γνωρίζει εκ των προτέρων. Έτσι, ας αφήσουμε την κοινωνία να επιλέξει η ίδια τον τρόπο που θέλει να εκπροσωπείται στο Διοικητικό Συμβούλιο της BoS και απλά να της παράσχουμε το κατάλληλο σύστημα για να το κάνει.
Μεθοδολογικά, η προτεινόμενη “κοινωνική συνδιαχείριση των επιχειρήσεων” είναι μία περαιτέρω διεύρυνση (δηλαδή κοινωνικοποίηση) του περιεχομένου της αντίληψης της “συλλογικής συνδιαχείρισης των αυτο-οργανωμένων εργατών” που αναπτύχθηκε από τις αριστερές μειοψηφικές ομάδες τόσο του Μπολσεβικικού Κόμματος όσο και της Σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του '20. Συνεπώς, κατ' αυτόν τον τρόπο αποτελεί επίσης μια επικαιροποίηση τη θεμελιώδους συνεργατικής αντίληψης του Μαρξ.
Γιατί λοιπόν, πέρα από τη διαχείριση, χρειαζόμαστε επίσης και την κοινωνική συνιδιοκτησία των επιχειρήσεων; Για να εισάγουμε στην οικονομική διαδικασία τη λειτουργική αρχή ότι αυτοί που αποφασίζουν για κάτι αναλαμβάνουν ταυτόχρονα και την ευθύνη της απόφασής τους, δηλαδή το όφελος ή το κόστος της. Αυτή η ανάληψη ευθύνης είναι η προϋπόθεση όχι μόνο για τη λειτουργική αποτελεσματικότητα στη χρήση των διαθέσιμων πόρων αλλά και για την ίδια την πολιτική δημοκρατία.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι η σύμφυτη αναποτελεσματικότητα στην κρατική διαχείριση των πόρων είναι ότι το κόστος μιας κακής απόφασης δεν πληρώνεται από αυτούς που την πήραν. Αντίστροφα, το όφελος μιας καλής απόφασης διανέμεται ‘άνισα υπέρ του κρατικού μηχανισμού και σε βάρος των υπόλοιπων που ενδεχομένως συμμετείχαν στη λήψη της. Με αυτό το διπλό τρόπο, το κράτος συνεχίζει να ασκεί την έμφυτη σ' αυτό εκμεταλλευτική λειτουργία σαν ένα συνδυασμένο σύστημα διαχείρισης εξουσίας / ισχύος.
Έτσι, η γραφειοκρατική δυναμική – που θεωρείται από πολλούς συντρόφους ως ιστορικά “αναπόφευκτη” - ελαχιστοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Συνεπώς, ο “σοσιαλισμός” δεν είναι πλέον συνώνυμο της συστημικής ή δομικής “γραφειοκρατικοποίησης”.
Ενιαίο Κοινωνικό Μέτωπο για το Σοσιαλισμό
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόταση συμβάλλει πολιτικά στην άμεση οικοδόμηση ενός κοινωνικού πολυ-ταξικού μετώπου ενάντια τόσο στο κράτος όσο και στους μεγάλους καπιταλιστές που το ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα.
Συγκεκριμένα, το στρατιωτικό και αστυνομικό προσωπικό δεν εξαιρείται από την κοινωνική συνιδιοκτησία. Μ' αυτό τον τρόπο, η επαναστατική δυναμική στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, τη Βενεζουέλα, την Κίνα και κάθε άλλη χώρα του κόσμου, τίθεται τώρα σε κίνηση ανεξάρτητα από το τι χώρα είναι αυτή ή το τι εμείς πιστεύουμε ότι είναι: καπιταλιστική, ημι-καπιταλιστική,, γραφειοκρατική ή ημι-γραφειοκρατική, σταλινική, ημι-σταλινική ή μετα-σταλινική, κλπ.
Στην άλλη πλευρά του ισοζυγίου των ταξικών δυνάμεων, η αμυντική ισχύς του καπιταλισμού μειώνεται δραματικά. Σχεδόν τείνει στο μηδέν. Συνεπώς, “Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας ανάγεται στην κρίση της επαναστατικής ηγεσίας” να διατυπώσει το κατάλληλο πολιτικό πρόγραμμα ενεργούς σοσιαλιστικής μετάβασης.
Νέο παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα
Κατ’ αναλογία, η πολιτική δράση στη βάση της θέσης της κοινωνικοποίησης παράγει παγκόσμια ένα νέο πολιτικό κίνημα που υπερβαίνει όλους τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς (Σοσιαλδημοκρατία, Σταλινισμό, μετα-Σταλινισμό, Τροτσκισμό, μετα-Τροτσκισμό, κλπ). Συνεπώς, πετυχαίνει το στόχο της αγωνιστικής ενότητας της εργατικής τάξης με πολιτικούς όρους και -τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό- στο πλαίσιο μιας τεράστιας κοινωνικής συμμαχίας. Επομένως, το χτίσιμο του μαζικού επαναστατικού κόμματος μπορεί να ξεκινήσει άμεσα ώστε να ηγηθεί της παγκόσμιας μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Πολιτική μετάβαση στην εκπροσωπευτική δημοκρατία
Αυτή η μετάβαση γίνεται με πολιτικούς όρους με τη μετατροπή του αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού συστήματος όπως είναι το κοινοβουλευτικό σύστημα σε εκπροσωπευτικό όπως ήταν αρχικά το σοβιετικό σύστημα. Η αρχή της εκπροσώπευσης είναι απλά η δυνατότητα που δίνει το πολιτικό σύστημα στους ψηφοφόρους να ανακαλέσουν οποιαδήποτε στιγμή, δηλαδή συνεχώς, τον αντιπρόσωπο που έχουν εκλέξει. Η αντικατάσταση της “αντιπροσώπευσης” από την “εκπροσώπευση”, δηλαδή ο απόλυτος “εκδημοκρατισμός” του πολιτικού συστήματος, δεν είναι μια εξωτερική πράξη στο πολιτικό σύστημα από τις μάζες αλλά το αποτέλεσμα της πολιτικής πάλης των μαζών να το αλλάξουν κατ’ αντιστοιχία.
Οι μέθοδοι διαχείρισης τόσο των κοινωνικοποιημένων εταιρειών όσο και του οποιουδήποτε υπολείμματος κράτους μέσω του πολιτικού συστήματος είναι πρακτικά οι ίδιες. Η σύμπτωσή τους στο χρόνο και το χώρο καθιστά το σοσιαλισμό, δηλαδή τη δομική ελαχιστοποίηση της υπεραξίας, μη αναστρέψιμους.
Η θέση του Μαρξ για τη μετακαπιταλιστική ιδιοκτησία ήταν η παράλληλη κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και η “συνεργατική χρήση και διαχείριση” των επιχειρήσεων από τους εργάτες που δουλεύουν σ’ αυτές. Λογικά, το μοντέλο του Μαρξ συμπληρώνεται -όπως υπέδειξε ο Ένγκελς- από μια Υπηρεσία Κεντρικού Σχεδιασμού η οποία διαχειρίζεται σε συνολικά τα τοπικά πλεονάσματα και ελλείμματα της παραγωγής σε σχέση με την αντίστοιχη ζήτηση/ανάγκη. Ωστόσο, αυτή η Υπηρεσία Κεντρικού Σχεδιασμού, εφόσον είναι ιεραρχικά ανώτερη από τις παραγωγικές -καταναλωτικές συνεταιριστικές μονάδες σαν “συντονιστική / αποφασιστική / διοικητική μονάδα”, συνιστά λειτουργικά ένα υβριδικό κράτος. Συνεπώς, το “κράτος” δεν “απονεκρώνεται” ακόμα και μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, η εκμεταλλευτική ικανότητα αυτού του κράτους ελαχιστοποιείται λόγω της λειτουργίας της οικονομίας σε φυσικές μονάδες και όχι με όρους της αξίας.
Στη μετεπαναστατική Ρωσία η κρατικοποίηση του βιομηχανικού, του εμπορικού και του τραπεζικού κεφαλαίου δημιούργησε ένα μικτό ιδιωτικό - κρατικό οικονομικό σύστημα το οποίο χαρακτηρίστηκε από όλη την ηγεσία των Μπολσεβίκων ως “εργατικός κρατικός καπιταλισμός” επειδή λειτουργούσε με τους όρους αξίας.
Στη βάση αυτού του συστήματος, η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων διατύπωσε ένα “ σχέδιο εγχώριας ανάπτυξης” για την εκβιομηχάνιση της υπανάπτυκτης ρωσικής αγροτικής οικονομίας που το ονόμασε Νέα Οικονομική Πολιτική - ΝΕΠ. Συγκεκριμένα, αυτό ήταν ένα μοντέλο εξαγωγής γεωργικών προϊόντων (σιτηρά) και πρώτων υλών (χρυσός) με σκοπό την εισαγωγή του κεφαλαιακού εξοπλισμού που ήταν αναγκαίος για την εκβιομηχάνιση. Έτσι, ήταν ένα μοντέλο μεταφοράς της υπεραξίας από τα χωριά στις πόλεις (“πρωταρχική συσσώρευση”). Ωστόσο, αυτό το μοντέλο δεν ήταν στην πραγματικότητα ένα “σοσιαλιστικό μοντέλο” αλλά μόνο ένας λογικός “οδικός χάρτης” που οδηγεί -ενδεχομένως- στο “σοσιαλισμό”.
Εντός του κυβερνώντος Μπολσεβίκικου Κόμματος, οι “Αριστεροί Κομμουνιστές” αντιτάχθηκαν στην εκβιομηχανιστικό δρόμο της ΝΕΠ προς τον (“εθνικό”) σοσιαλισμό, προτάσσοντας τη θέση της διεξαγωγής ενός “επαναστατικού πολέμου” ενάντια στο γερμανικό ιμπεριαλισμό (πάνω στη βάση και σύμφωνα με τη λενινιστική αντίληψη της “παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης” η οποία είχε διατυπωθεί απ’ό τον ίδιο το Λένιν κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου).
Έτσι, η “Εργατική Αντιπολίτευση” αντέθεσε στην κομματική / κρατική διαχείριση των κρατικών επιχειρήσεων τη “συλλογική συνδιαχείριση των αυτό-οργανωμένων εργατών” στη βάση ενός “διαρκούς συνεδρίου των παραγωγών”.
Η συζήτηση μέσα στο Μπολσεβίκικο Κόμμα για τα εναλλακτικά συστήματα διαχείρισης της οικονομίας και για τις στρατηγικές μετάβασης ήταν ατελέσφορη. Όλες οι τάσεις του Μπολσεβίκικου Κόμματος συμφώνησαν ότι τίποτα δεν ήταν εφικτό χωρίς ηλεκτρισμό και ενέκριναν το πρόγραμμα εξηλεκτρισμού της Ρωσίας. Τη δεκαετία του ‘20, οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν διατυπώσει κανένα διαφορετικό μοντέλο σοσιαλιστικής μετάβασης από αυτό της Σοσιαλδημοκρατίας. Η διαφορά μεταξύ τους ήταν στη διαχείριση του μοντέλου. Η πλειοψηφία των Μπολσεβίκων υποστήριζε την ανάληψη της διαχείρισης από το κράτος ενώ η πλειοψηφία των Σοσιαλδημοκρατών από την Κεντρική Τράπεζα. Οι μειοψηφικές τάσεις και των δύο υποστήριζαν εναλλακτικά την αρχή της “εργατικής αυτο-διαχείρισης”.
Στην πραγματική ιστορία της Ρωσίας, ο δρόμος της ΝΕΠ έκλεισε το 1926 από την ανικανότητα του παραγωγικού δυναμικού που είχε τότε η Ρωσία να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης των πόλεων και των αγροτών της υπαίθρου σε ένα διερευνώμενο αξιακό σχήμα αναπαραγωγής. Η αποτυχία της ΝΕΠ, που επισφραγίστηκε από την κατάργηση της μετατρεψιμότητας του τσέρβονετς (χρυσό νόμισμα και χαρτονόμισμα) σε χρυσό, κατέστησε το Σταλινισμό αναπόφευκτο.
Ο Σταλινισμός αντικατέστησε θεωρητικά τη θέση του Μαρξ για τη συνεταιριστικοποίηση με την “κρατική ιδιοκτησία” και όρισε το “σοσιαλισμό” σαν την βασισμένη στο κράτος απουσία του καπιταλισμού. Στο Σταλινικό μοντέλο ο ρόλος της Υπηρεσίας Κεντρικού Σχεδιασμού ενσωματώθηκε πλήρως στο ίδιο το “κράτος”. Το “πολιτικό κράτος” σαν μονάδα οικονομικής διαχείρισης μπορούσε να λειτουργήσει μόνο με μονοκομματικούς όρους, δηλαδή –τελικά- όρους δικτατορίας πάνω σε μία μονο-ταξική κοινωνία. Συνεπώς, το “Σταλινικό κράτος” ενισχύεται συνεχώς ενάντια στην παραγωγική και καταναλωτική μονο-ταξική κοινωνία.
Η Σοσιαλδημοκρατία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρούσε την “κρατική ιδιοκτησία” σαν μέσο αναδιανομής του εισοδήματος στο πλαίσιο μιας μικτής (ιδιωτικής-κρατικής) οικονομίας. Επομένως, αυτή η αναδιανομή είναι ανάμεσα στις συγκρουόμενες κοινωνικές τάξεις, στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Ιστορικά, το μοντέλο της “ταξικής αυτοδιαχείρισης”, που εφαρμόστηκε προσαρμοσμένο (και παραμορφωμένο) στη Γιουγκοσλαβία, ήταν πολύ πιο κοντά στην αυθεντική Μαρξιστική αντίληψη, παρά το “κρατικό μοντέλο”, Σταλινικό ή κρατικοκαπιταλιστικό.
Τα τέσσερα συστήματα ιδιοκτησίας και διαχείρισης που αναφέρθηκαν παραπάνω διαφέρουν μεταξύ τους επίσης σε ό,τι αφορά τον οικονομικό λογισμό που χρησιμοποιούν αντίστοιχα για τη λειτουργία της οικονομίας.
Ο Μαρξ και ο Σταλινισμός χρησιμοποιούν μια οικονομία σε φυσικές μονάδες / αξίες χρήσης. Ο μετεμφυλιακός Μπολσεβικισμός, η Σοσιαλδημοκρατία, ο Khoo κι εγώ, χρησιμοποιούμε μια αξιακή οικονομία. Η Γιουγκοσλαβία χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό των δύο.
Αντίστοιχα, η Βενεζουέλα και η Κίνα είναι κρατικο-καπιταλιστικές οικονομίες οι οποίες τοποθετούνται στο καθιερωμένο πλαίσιο της παγκόσμιας Σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης του κράτους και της οικονομίας. Οι Κινεζικές Αρχές ονομάζουν το οικονομικό σύστημα που εφαρμόζουν “κοινωνικό καπιταλισμό”.
Το ΠΑΣΟΚ στην περίοδο 1982-1989 προσπάθησε να εγκαθιδρύσει στην Ελλάδα μια μικτή οικονομία στην οποία η κρατικο-καπιταλιστική της συνιστώσα ήταν υπό τη συνδιαχείριση κράτους - κοινωνίας. Η συνολική προσέγγιση του ΠΑΣΟΚ ήταν πολύ πιο προχωρημένη απ’ ό,τι είναι αυτή της παραδοσιακής Σοσιαλδημοκρατίας καθώς και από αυτές που εφαρμόζονται σήμερα στη Βενεζουέλα ή στην Κίνα. Κι αυτό επειδή περιλάμβανε αντιπροσώπους των επαγγελματικών συνδικάτων των εργατών στη διαχείριση των δημόσιων επιχειρήσεων. Η προσπάθεια απέτυχε (αποκλειστική διοίκηση των επιχειρήσεων από το Υπουργείο Οικονομικών, εκτεταμένη γραφειοκρατία, λειτουργική αναποτελεσματικότητα και οικονομικές ζημιές). Συνεπώς, από το 1993 το μοντέλο αντικαταστάθηκε από μία πολιτική μερικών ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο, η Ελλάδα έχει ακόμα έναν από τους μεγαλύτερους κρατικούς τομείς στον κόσμο. Η ιδιωτικοποίηση του δημόσιου τομέα είναι ένας από τους κύριους στόχους της πολιτικής που εφαρμόζεται σήμερα μέσα στο πλαίσιο της συμφωνίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με το ΔΝΤ και την ΕΕ για τη διάσωση από τη χρεοκοπία. Μ’ αυτή την έννοια, είναι μια πολιτική καπιταλιστικοποίησης που έχει χαρακτήρα χονδρικής πώλησης που στοχεύει στην πλήρη διάλυση της κρατικής ιδιοκτησίας καθώς και του μεγαλύτερου τμήματος των μικρών και μεσαίων καπιταλιστικών τάξεων.
Έτσι, η “κρατική ιδιοκτησία” είναι μια προσωρινή μεταβατική μορφή ιδιοκτησίας καταδικασμένης λειτουργικά να μετασχηματιστεί είτε σε ιδιωτική ιδιοκτησία ή σε κοινωνική ιδιοκτησία. Η “κρατική προστασία του σοσιαλισμού” αποδείχθηκε ιστορικά να είναι μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές αυταπάτες του 20ου αιώνα. Η κοινωνία των πολιτών δεν μπορεί να ζει για πάντα κάτω από μια κρατική δικτατορία.
Θέση: Kοινωνικοποίηση
Η θέση που προτείνω είναι η ιδιοκτησία των επιχειρήσεων να ανήκει κατ’ αρχήν συλλογικά στους ίδιους τους πολίτες και όχι στο κράτος. Αυτού του είδους η κοινωνική συνιδιοκτησία είναι νοητή μόνο σαν μετοχική ιδιοκτησία του κεφαλαίου των επιχειρήσεων (μετοχικές εταιρείες) από τους πολίτες που οργανώνονται ως μέτοχοι με διάφορους τρόπους και μορφές. O Μαρξ θεωρούσε τη μετοχική ιδιοκτησία ως μια δυναμική κοινωνικοποίησης που υπερβαίνει τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος μέσα στον καπιταλισμό.
Συμπληρωματικά ως προς τη μετοχική κοινωνικοποίηση, ο οικονομικός ρόλος του κράτους περιορίζεται σε δύο βασικά καθήκοντα: πρώτα, την επιβολή και τη συλλογή ενός ουσιαστικού φόρου κληρονομιάς ώστε να ελεγχθεί η συσσώρευση ατομικού πλούτου και κεφαλαίου κατά την διαδικασία χρονικής διαδοχής των γενεών• δεύτερον, τη δωρεάν διανομή των εσόδων του φόρου κληρονομιάς σε κάθε νέα γενιά μόλις αποκτήσει την ιδιότητα του πολίτη ώστε να γίνει συνιδιοκτήτρια στο κεφάλαιο των επιχειρήσεων με ίσους όρους με τον υπόλοιπο πολιτικό πληθυσμό. Αυτή είναι μία συνεχής λειτουργία αναδιανομής όχι εισοδήματος αλά κεφαλαίου, δηλαδή των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας.
Πρακτικά, η θέση που προτείνω ισχύει για κάθε σύγχρονη οικονομία: αναπτυγμένη, λιγότερο αναπτυγμένη ή υπανάπτυκτη, φυσικά με τις κατάλληλες προσαρμογές ανάλογα με την περίπτωση. Η προτεινόμενη θέση ισχύει επίσης ανεξάρτητα από το πραγματικό θεσμικό καθεστώς των διάφορων οικονομιών: ιμπεριαλιστικό, καπιταλιστικό, κρατικο-καπιταλιστικό, γραφειοκρατικό, μετα-γραφειοκρατικό μεταβατικό, κλπ. Τέλος, η προτεινόμενη θέση δεν είναι ένα “προσανατολισμένο στις εξαγωγές σχήμα εγχώριας ανάπτυξης” τύπου ΝΕΠ αλλά είναι ένα αποτελεσματικό, αυτάρκες και ανοιχτό μετα-καπιταλιστικό σύστημα διαχείρισης μιας οικονομίας αξιών ενσωματωμένης οργανικά στην παγκόσμια οικονομία.
Η κοινωνικοποίηση δε περιορίζεται εγγενώς από το κράτος ή τα “εθνικά” σύνορα όπως συνεπάγεται κάθε οικονομικό σύστημα βασισμένο στο κράτος. Είναι, λοιπόν -εξ ορισμού- παγκόσμιο, ακολουθώντας τις τροχιές των υπαρχουσών παγκόσμιων, πολυεθνικών και διεθνών εταιρειών. Συνεπώς, οι τυπικές περιφερειακές πολυμερείς δομές οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως η ΕΕ και η ευρωζώνη, ανοίγουν διάπλατα την πόρτα στην αλυσιδωτή διεθνοποίηση της κοινωνικοποίησης από τη μία χώρα στην άλλη. Τέλος, οι υποστηρικτές των κρατών με βάση τη θρησκεία δεν μπορούν άλλο πια να αποτρέπουν το σοσιαλιστικό αίτημα όπως επιτυχημένα έκαναν σε κάποιες χώρες με Ισλαμική πίστη μέχρι τώρα στη βάση του κρατικού χαρακτήρα που του προσέδιναν όσοι το προωθούσαν.
Συνεπώς, προτείνω ότι το κύριο περιεχόμενο της σύγχρονης σοσιαλιστικής πολιτικής δρασης πρέπει να είναι το κάλεσμα για “κοινωνικοποίηση” όπως ορίστηκε παραπάνω.
Aντίθεση: Yποκατάσταση του σοσιαλισμού από έναν τύπο ψευδο-ΝΕΠ
Κάποιοι σύντροφοι στην επαναστατική Αριστερά, πιστεύοντας -αδικαιολόγητα-ότι βασίζονται σταθερά στον “εργατικό κρατικό καπιταλισμό” στη μετεμφυλιακή Ρωσία του ’20, υποστηρίζουν εμμέσως τη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική θέση. Περαιτέρω, θεωρούν ότι ο μικτός ιδιωτικός-κρατικός καπιταλισμός παρέχει στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (Κίνα, Βενεζουέλα, κλπ) ένα σύστημα επαρκές να γεννήσει τη μετάβαση προς το σοσιαλισμό (!?) με την απροσδιόριστη προϋπόθεση του “παράλληλου εκδημοκρατισμού” του κράτους και του κυβερνόντος κόμματος (!?). Συνεπώς, καλούν υπέρ μιας επανεφαρμογή μιας υποτιθέμενης τύπου ΝΕΠ πολιτικής ανεξάρτητα από τις τεράστιες αλλαγές που έχουν εντωμεταξύ επέλθει στις αρχικές συνθήκες, το περιεχόμενο και το διεθνές περιβάλλον.
Φυσικά, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτού του είδους η “σοσιαλιστική μετάβαση” δεν ισχύει καθόλου για τις αναπτυγμένες ή ιμπεριαλιστικές οικονομίες. Συνεπώς, η πρότασή τους δεν μπορεί να θεωρηθεί εξ ορισμού ως “σοσιαλιστική”.
Πρέπει επίσης να υπενθυμιθεί ότι ο Ράπτης, με το ψευδώνυμο Πάμπλο, καλούσε από το 1989 μέχρι και το θάνατό του για μια επιστροφή στη Νέα Οικονομική Πολιτική σαν το δρόμο προς το σοσιαλισμό μετά το Σταλινισμό. Έτσι, οι σύντροφοι αυτοί πρακτικά επαναλαμβάνουν τις ιδέες του Ράπτη. Ωστόσο, ο πυρήνας της μετατρεψιμότητας του νομίσματος της ιστορικής ΝΕΠ διαφεύγει από την προσοχή τόσο του Πάμπλο όσο και των άλλων, όπως επίσης και η κατεύθυνση της μεταφοράς της υπεραξίας. Στην ιστορική ρωσική ΝΕΠ η μεταφορά της υπεραξίας γινόταν από τα εξάγοντα χωριά στις πόλεις, για την εκβιομηχάνισή τους. Στην περίπτωση της Κίνας η κατεύθυνση της μεταφοράς της υπεραξίας είναι η αντίστροφη: από τις βιομηχανίες του ξένου κεφαλαίου στις παράκτιες πόλεις μεταφέρεται στα χωριά. Επίσης, το κινέζικο νόμισμα είναι σήμερα μη μετατρέψιμο και αυτή η μη μετατρεψιμότητα δίνει ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στις εξαγωγές και παρακάμπτει κάθε περιορισμό για τη χρηματοδότηση της οικονομίας, τόσο της κρατικής όσο και της ιδιωτικής. Η επερχόμενη νομισματική μετατρεψιμότητα -η οποία συμφωνήθηκε μεταξύ της Κινέζικης Κυβέρνησης και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου το 2001- θα αλλάξει δραματικά αυτή την κατάσταση προκαλώντας μια οικονομική κρίση (υποτίμηση του νομίσματος, δολαριοποίηση του εσωτερικού εμπορίου και των επενδυτικών ροών μεταξύ των επαρχιών κλπ) η οποία θα αποδομήσει όχι απλώς τον κρατικό τομέα αλλά και το ίδιο το κινέζικο κράτος. Η μετατρεψιμότητα του νομίσματος θα επισφραγίσει την ολοκλήρωση της καπιταλιστικοποίησης της οικονομίας και μετατροπή του κρατικού τομέα σε έναν κρατικό καπιταλιστικό τομέα ο οποίος έχει ήδη αρχίσει να αποδομείται από τις κινέζικες επενδύσεις στο εξωτερικό.
Έτσι, οι παμπλικές ιδέες καταλήγουν τελικά στη μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική πολιτική αντίληψη του “σοσιαλισμού”, η οποία έχει αποτύχει επανειλημμένα στην Ευρώπη τον 20ο αιώνα.
Μια παραδειγματική πολιτική πράξη
Ας ερευνήσουμε πρακτικά μια πραγματική περίπτωση, για παράδειγμα, αυτή της Τράπεζας της Σκωτίας – BoS στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ποιο είναι το σοσιαλιστικό αίτημα;
Στην περίπτωση της BoS το αίτημά μας πρέπει να είναι η δωρεάν και ίση διανομή του μετοχικού κεφαλαίου, που ανήκει στην πραγματικότητα στο Βρετανικό κράτος (65% του συνολικού κεφαλαίου) σε όλους τους Βρετανούς πολίτες και η επακόλουθη οργάνωση των νέων μετόχων ώστε να αναλάβουν άμεσα τη διαχείριση της τράπεζας με τους εκπροσώπους που θα εκλέξουν στη γενική συνέλευσή τους.
Φυσικά, το ίδιο αίτημα ισχύει για τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού - ΔΕΗ στην Ελλάδα, για τα Πετρέλαια της Βενεζουέλας – PDVSA στη Βενεζουέλα κ.ο.κ.
Ακόμα, οι ξένοι εργαζόμενοι που απασχολούνται ως μισθωτοί στο δίκτυο της εταιρείας στο εξωτερικό πρέπει να συμμετέχουν με ίσους όρους μαζί με τους Βρετανούς πολίτες στη νέα μετοχική βάση της εταιρείας. Αυτό θα είναι ένα σημαντικό διεθνιστικό βήμα που στέλνει το μήνυμα της ταξικής αλληλεγγύης σ' όλο τον κόσμο.
Φυσικά, κανείς δεν απαγορεύει στους μετόχους να ψηφίσουν τον αντιπρόσωπο του Υπουργείου Οικονομίας, δηλαδή το κράτος, για εκπρόσωπό τους στο διοικητικό συμβούλιο της ΒοS αν του έχει δοθεί αυτό το δικαίωμα αντιπροσώπευσης ή τουλάχιστον το έχει ζητήσει μια μειοψηφική ομάδα μετόχων. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση, η ιδιοκτησία της εταιρείας είναι κοινωνική ενώ η διαχείρισή της γίνεται με τη μειοψηφική / πλειοψηφική συμμετοχή του κράτους ως ενός απλού περιστασιακού υπεργολάβου της αντίστοιχης ομάδας των συνιδιοκτητών.
Στην πιο ακραία περίπτωση που οι μέτοχοι θα ψηφίσουν συντριπτικά υπέρ του αντιπρόσωπου του κράτους, τότε η διαχείριση της εταιρείας είναι, φυσικά, κρατική αλλά ο έλεγχος ασκείται από τους μετόχους, δηλαδή την κοινωνία. Έτσι, πολιτικά η πρόταση ικανοποιεί επίσης τους συντρόφους αυτούς που υποστηρίζουν τη θέση της “κρατικής διαχείρισης των εταιρειών κάτω από εργατικό έλεγχο”. To πώς θέλει η κοινωνία να εκπροσωπείται• από το κράτος ή από άλλους οργανισμούς (συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων και, άρα, από εμάς επίσης) ή από μεμονωμένα άτομα, κλπ, αυτό είναι κάτι που κανείς δε γνωρίζει εκ των προτέρων. Έτσι, ας αφήσουμε την κοινωνία να επιλέξει η ίδια τον τρόπο που θέλει να εκπροσωπείται στο Διοικητικό Συμβούλιο της BoS και απλά να της παράσχουμε το κατάλληλο σύστημα για να το κάνει.
Μεθοδολογικά, η προτεινόμενη “κοινωνική συνδιαχείριση των επιχειρήσεων” είναι μία περαιτέρω διεύρυνση (δηλαδή κοινωνικοποίηση) του περιεχομένου της αντίληψης της “συλλογικής συνδιαχείρισης των αυτο-οργανωμένων εργατών” που αναπτύχθηκε από τις αριστερές μειοψηφικές ομάδες τόσο του Μπολσεβικικού Κόμματος όσο και της Σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του '20. Συνεπώς, κατ' αυτόν τον τρόπο αποτελεί επίσης μια επικαιροποίηση τη θεμελιώδους συνεργατικής αντίληψης του Μαρξ.
Γιατί λοιπόν, πέρα από τη διαχείριση, χρειαζόμαστε επίσης και την κοινωνική συνιδιοκτησία των επιχειρήσεων; Για να εισάγουμε στην οικονομική διαδικασία τη λειτουργική αρχή ότι αυτοί που αποφασίζουν για κάτι αναλαμβάνουν ταυτόχρονα και την ευθύνη της απόφασής τους, δηλαδή το όφελος ή το κόστος της. Αυτή η ανάληψη ευθύνης είναι η προϋπόθεση όχι μόνο για τη λειτουργική αποτελεσματικότητα στη χρήση των διαθέσιμων πόρων αλλά και για την ίδια την πολιτική δημοκρατία.
Ας σημειωθεί ακόμη ότι η σύμφυτη αναποτελεσματικότητα στην κρατική διαχείριση των πόρων είναι ότι το κόστος μιας κακής απόφασης δεν πληρώνεται από αυτούς που την πήραν. Αντίστροφα, το όφελος μιας καλής απόφασης διανέμεται ‘άνισα υπέρ του κρατικού μηχανισμού και σε βάρος των υπόλοιπων που ενδεχομένως συμμετείχαν στη λήψη της. Με αυτό το διπλό τρόπο, το κράτος συνεχίζει να ασκεί την έμφυτη σ' αυτό εκμεταλλευτική λειτουργία σαν ένα συνδυασμένο σύστημα διαχείρισης εξουσίας / ισχύος.
Έτσι, η γραφειοκρατική δυναμική – που θεωρείται από πολλούς συντρόφους ως ιστορικά “αναπόφευκτη” - ελαχιστοποιείται στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Συνεπώς, ο “σοσιαλισμός” δεν είναι πλέον συνώνυμο της συστημικής ή δομικής “γραφειοκρατικοποίησης”.
Ενιαίο Κοινωνικό Μέτωπο για το Σοσιαλισμό
Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι η πρόταση συμβάλλει πολιτικά στην άμεση οικοδόμηση ενός κοινωνικού πολυ-ταξικού μετώπου ενάντια τόσο στο κράτος όσο και στους μεγάλους καπιταλιστές που το ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα.
Συγκεκριμένα, το στρατιωτικό και αστυνομικό προσωπικό δεν εξαιρείται από την κοινωνική συνιδιοκτησία. Μ' αυτό τον τρόπο, η επαναστατική δυναμική στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, τη Βενεζουέλα, την Κίνα και κάθε άλλη χώρα του κόσμου, τίθεται τώρα σε κίνηση ανεξάρτητα από το τι χώρα είναι αυτή ή το τι εμείς πιστεύουμε ότι είναι: καπιταλιστική, ημι-καπιταλιστική,, γραφειοκρατική ή ημι-γραφειοκρατική, σταλινική, ημι-σταλινική ή μετα-σταλινική, κλπ.
Στην άλλη πλευρά του ισοζυγίου των ταξικών δυνάμεων, η αμυντική ισχύς του καπιταλισμού μειώνεται δραματικά. Σχεδόν τείνει στο μηδέν. Συνεπώς, “Η ιστορική κρίση της ανθρωπότητας ανάγεται στην κρίση της επαναστατικής ηγεσίας” να διατυπώσει το κατάλληλο πολιτικό πρόγραμμα ενεργούς σοσιαλιστικής μετάβασης.
Νέο παγκόσμιο σοσιαλιστικό κίνημα
Κατ’ αναλογία, η πολιτική δράση στη βάση της θέσης της κοινωνικοποίησης παράγει παγκόσμια ένα νέο πολιτικό κίνημα που υπερβαίνει όλους τους υπάρχοντες πολιτικούς σχηματισμούς (Σοσιαλδημοκρατία, Σταλινισμό, μετα-Σταλινισμό, Τροτσκισμό, μετα-Τροτσκισμό, κλπ). Συνεπώς, πετυχαίνει το στόχο της αγωνιστικής ενότητας της εργατικής τάξης με πολιτικούς όρους και -τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό- στο πλαίσιο μιας τεράστιας κοινωνικής συμμαχίας. Επομένως, το χτίσιμο του μαζικού επαναστατικού κόμματος μπορεί να ξεκινήσει άμεσα ώστε να ηγηθεί της παγκόσμιας μετάβασης στο σοσιαλισμό.
Πολιτική μετάβαση στην εκπροσωπευτική δημοκρατία
Αυτή η μετάβαση γίνεται με πολιτικούς όρους με τη μετατροπή του αντιπροσωπευτικού δημοκρατικού συστήματος όπως είναι το κοινοβουλευτικό σύστημα σε εκπροσωπευτικό όπως ήταν αρχικά το σοβιετικό σύστημα. Η αρχή της εκπροσώπευσης είναι απλά η δυνατότητα που δίνει το πολιτικό σύστημα στους ψηφοφόρους να ανακαλέσουν οποιαδήποτε στιγμή, δηλαδή συνεχώς, τον αντιπρόσωπο που έχουν εκλέξει. Η αντικατάσταση της “αντιπροσώπευσης” από την “εκπροσώπευση”, δηλαδή ο απόλυτος “εκδημοκρατισμός” του πολιτικού συστήματος, δεν είναι μια εξωτερική πράξη στο πολιτικό σύστημα από τις μάζες αλλά το αποτέλεσμα της πολιτικής πάλης των μαζών να το αλλάξουν κατ’ αντιστοιχία.
Οι μέθοδοι διαχείρισης τόσο των κοινωνικοποιημένων εταιρειών όσο και του οποιουδήποτε υπολείμματος κράτους μέσω του πολιτικού συστήματος είναι πρακτικά οι ίδιες. Η σύμπτωσή τους στο χρόνο και το χώρο καθιστά το σοσιαλισμό, δηλαδή τη δομική ελαχιστοποίηση της υπεραξίας, μη αναστρέψιμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου